Εκείνο εις το οποίον έχεις πάθει μεγάλην σύγχυσιν είναι εις τας παραδόσεις, την Εκκλησίαν και το σχίσμα. Συμπνίγεις την Εκκλησίαν μέσα εις τας παραδόσεις και νομίζεις ότι η Εκκλησία διευθύνεται μόνον με τας παραδόσεις της και πάσα παρέκκλισις απ' αυτών αποτελεί σχίσμα. Εν τοιαύτη περιπτώσει πρώτος σχισματικός είσαι συ, διότι παραβαίνεις Αποστολικάς, Πατερικάς και Συνοδικάς παραδόσεις και Κανόνας ουκ ολίγους. Πρώτον: Παραδόσεις και Εκκλησία. Ο Απόστολος Παύλος λέγει: «Εάν ανήρ τις κομά ατιμία αυτώ εστι» Α' Κορινθ. 11, 14. Άνδρας ο οποίος φέρει κόμην είναι άτιμος. Αι Αποστολικαί διαταγαί Α'. 3 MIGNE 1564-5 διατάσουν να κόπτωμεν την κόμην: «την τρίχα της κόμης συγκόπτειν και καθαίρειν αυτήν... ουκ έξεστί σοι τρέφειν τας τρίχας της κεφαλής σου». Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς καταφέρεται κατά της κόμης ονομάζων το τρόπον αυτόν πορνικόν. «Πορνικός ο τρόπος και άθεος...». Κλήμης Αλεξ. Παιδ. Γ' 3 MIGNE 8, 577. Ο Άγιος Επιτάφιος MIGNE 42, 765-8. «Αλλότριόν εστι της καθολικής Εκκλησίας κόμη εκτεινομένη... ανήρ ουκ οφείλει κομάν». Ο Ιερώνυμος συνιστά να αφήνωμεν την κόμην τόσον μόνον, ώστε να καλύπτεται το δέρμα της κεφαλής, την δε άλλην να αποκόπτωμεν. MIGNE P. L. 25, 437. Κατά τον 11ον αιώνα ο περίφημος Αρχιεπίσκοπος Θεσ/νίκης Ευστάθιος κανονίζει τους Μοναχούς φέροντας κόμην λέγων: «Οι πλείους παρανομείτε κανταύθα τρέφοντες κόμην...» Την κόμην μας καταδικάζουν όχι μόνον αι φωναί των αγίων ανδρών, αλλά και οι κανόνες και δη ο 22ος, 42ος και 96ος της 6ης Οικουμενικής Συνόδου. Και τα διάφορα χειροτονικά αυτό διακελεύσουσι: «Προσαγόμενος τω αρχιερεί (ο αναγνώστης) κείρεται σταυροειδώς, είτα τέλειον υπό τινος κληρικού κείρεται». Αφού θέλεις να είσαι πιστός τηρητής όλων των αρχαίων παραδόσεων, διατί τρέφεις κόμην και δεν κουρεύεσαι; Που είναι η τήρησις των παραδόσεων και των Κανόνων της Εκκλησίας; Διατί τους παραβαίνεις; Είσαι σχισματικός! Πρέπει να κουρευθής, αν θέλης να τηρήσης πιστώς τους Κανόνας και τας παλαιάς παραδόσεις και μάλιστα την Αποστολικήν διαταγήν του Παύλου Α' Κορινθ. 11, 14. Δεύτερον: Σχετική με την κουράν της κόμης είναι η αρχαιοτάτη παπαλήθρα, την οποίαν είχεν η παλαιά Εκκλησία, αλλά σήμερον δεν υπάρχει. Και συγκεκριμένως: Εις το Πηδάλιον της Εκκλησίας μας ο Άγιος Νικόδημος ερμηνεύων τον ΚΑ' Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ομιλεί περί παπαλήθρας των Κληρικών. «Η παπαλήθρα αύτη ήτο μία στρογγυλοειδής κουρά των εν τη κορυφή τριχών της κεφαλής παρομοία με στέφανον. Τούτο ήτο έθος, παράδοσις όλης της Εκκλησίας, ως βεβαιούται από τον 21ον Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και από τους Αγίους Πατέρας. Ο Άγιος Ιερώνυμος γράφων προς τον Αυγουστίνον λέγει: «Παρακαλώ την στεφάνην σου». Ομοίως και ο Αυγουστίνος έγραφε προς τον Επίσκοπον Προκουλιανόν: «Μα την υμετέραν στεφάνην». Η στεφάνη αύτη ήτο το διακριτικόν γνώρισμα των Κληρικών». Και τέλος ο Άγιος Νικόδημος σημειώνει: «Πρέπει να ποιούσι και οι καθ' ημάς Κληρικοί εν τη κορυφή την τοιαύτην στεφάνην. Ου γαρ δίκαιον όρια αιώνια μεταίρειν, α έθεντο οι Πατέρες ημών». Οι Κληρικοί σας με το «Παλαιόν Ημερολόγιον» φέρουν εις την κεφαλήν των την παπαλήθραν αυτήν, την στεφάνην ταύτην; Όχι! Διατί παραβαίνετε τον ΚΑ' Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ο οποίος ομιλεί ρητώς περί αυτής; Διατί παραβαίνετε την αρχαίαν ταύτην παράδοσιν της Εκκλησίας; Διατί δεν ακολουθείτε τους παλαιούς Αγίους Κληρικούς, οι οποίοι έφερον την στεφάνην ταύτην; Διατί «αίρετε όρια αιώνια» α έθεντο οι Πατέρες ημών, ως ομολογεί ο Άγ. Νικόδημος; Αφού παραβαίνετε τον ΚΑ' Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και όλην την εν προκειμένω παράδοσιν της αρχαίας Εκκλησία, είσθε παραβάται, είσθε σχισματικοί! Τρίτον: Ο Ε' Κανών των Αγίων Αποστόλων λέγει «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος ή Διάκονος την εαυτού γυναίκα μη εκβαλέτω προφάσει ευλαβείας. Εάν δε εκβάλη αφοριζέσθω, επιμένων δε καθαιρέσθω». Ο Κανών εδώ ομιλεί περί Επισκόπου και λέγει ότι δεν πρέπει ούτος να απομακρύνη την γυναίκα του προφάσει ευλαβείας. Βλέπεις; Οι Επίσκοποι παλαιά ηδύναντο να είναι έγγαμοι. Δια το αυτό, περί εγγάμου Επισκόπου, ομιλεί και ο 18ος Αποστολ. Κανών. Έρχεται όμως ο 12ος Κανών της 6ης Οικουμενικής Συνόδου και τροποποιεί τον Αποστολικόν αυτόν Κανόνα και απαγορεύει να έχουν γυναίκα οι Επίσκοποι! Η τροποποίησις αύτη προήλθεν εκ του ότι ο Αρχιερεύς έπρεπε να είναι ο τελειότερος και δια τούτο έπρεπε να είναι άγαμος, διότι η παρθενία είναι ανωτέρα του γάμου κατά το Α' Κορινθ. 7, 38. Δεν παύει όμως η τροποποίησις αύτη να είναι αναίρεσις του Ε' Αποστολικού Κανόνος και μεταβολή παραδόσεως της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων, η οποία εδέχετο τον γάμον των Επισκόπων. Δυνάμεθα να κατηγορήσωμεν ως παραβάτην την 6ην Οικουμενικήν Σύνοδον, διότι κατήργησε το έγγαμον των Αρχιερέων, ήτοι παλαιάν και μάλιστα αποστολικήν παράδοσιν; Τέταρτον: Ο ΡΑ' Κανών της 6ης Οικουμενικής Συνόδου απαγορεύει να δίδεται η Θεία Κοινωνία εις τους λαϊκούς δια τινός αντικειμένου, ως γίνεται σήμερον δια της λαβίδος, αλλά απ' ευθείας να τίθεται ο Άγιος Άρτος εις τας χείρας των λαϊκών και το Αίμα του Κυρίου δια του αγίου Ποτηρίου να προσφέρεται δια των Διακόνων εις το στόμα των πιστών, όπως, δηλαδή μεταλαμβάνουν σήμερον οι Κληρικοί. Ο Κανών ούτος διατάσσει να αφορίζεται ο Ιερεύς ο οποίος δεν θα δώση το Άγιον Άρτον εις αυτάς ταύτας τας χείρας των πιστών. Αφωρισμένον θέλει και το λαϊκόν ο οποίος κοινωνεί κατ' άλλον τρόπον και όχι δεχόμενος επί των χειρών του το Σώμα του Κυρίου: Και επί λέξει: «Ει δε τις αλώ της αχράντου κοινωνίας μεταδιδούς τοις τοιαύτα δοχεία προσφέρουσι αφοριζέσθω και αυτός και ο τοιαύτα επιφερόμενος». Ο Άγιος Κυρίλλος Ιεροσολύμων (Κατηχ. Μυσταγ. Ε') ορίζει σαφέστερον την παλαιάν παράδοσιν λέγων «Όταν πλησιάζης εις τα μυστήρια άπλωνε τας παλάμας σου... το μεν αριστερόν χέρι υποκάτω το δε δεξιόν επάνω και βαθουλώντας την παλάμην σου έτσι δέχου το Σώμα του Χριστού». Πηδάλιον σελίς 310. ήκουσες τι διατάσσει ο 101ος Κανών ούτος της 6ης Οικουμενικής Συνόδου; Ήκουσες τι ορίζει η παλαιά παράδοσις; Να κοινωνής με τα ίδια σου τα χέρια και όχι με άλλα αντικείμενα, ως π.χ. είναι η λαβίς. Είναι δε υπό αφορισμόν και ο λαϊκός ο οποίος κοινωνεί με άλλον τρόπον και ο Κληρικός ο οποίος δίδει το Σώμα του Χριστού ούτω. Συ ο οποίος κοινωνείς όχι δια των χειρών σου, αλλά με λαβίδα και θεωρείς ότι μόνον Κανόνες και παραδόσεις υπάρχουν και τίποτε άλλο, πως θα δικαιολογήσης την παράβασιν αυτήν; Που θα στηριχθής; Μία υποσημείωσις του Πηδαλίου φέρει πιθανήν ερμηνείαν της καταργήσεως του Κανόνος την έλλειψιν των Διακόνων εις την αρχαίαν Εκκλησίαν και ότι ο Ιερεύς δεν ηδύνατο μόνος του να μεταδίδη χωριστά το Σώμα του Χριστού από το Αίμα. Ήνωσεν αυτά εις το Άγιον Ποτήριον και τα μεταδίδει ομού με την λαβίδα ή δια να διευκολύνωνται τα νήπια. Αυτή η πιθανή κατά το Πηδάλιον ερμηνεία δεν είναι ικανοποιητική, διότι Διακόνοι υπάρχουν σήμερον εις πολλάς Εκκλησίας. Θα έπρεπε, τουλάχιστον όπου λειτουργεί Ιερεύς και Διάκονος, να τηρήται ο Κανών ούτος και να μη παραβαίνεται. Αν πάλιν έγινε δια την διευκόλυνσιν των νηπίων, έπρεπε να περιορισθή μόνον εις αυτά και να μη γενικευθή εις όλους. Μέχρι της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ότε ετέθη ο νόμος, πως εκοινώνουν τα νήπια; Έτσι να κοινωνούν και μετά ταύτα. Αλλά και μία άλλη δικαιολογία δια την εισαγωγήν της λαβίδος, την οποίαν αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος εις το Πηδάλιον, δεν είναι καθόλου ικανοποιητική: «Το αίτιον δε οπού επενοήθη η λαβίδα ήτο, διατί μερικοί, ή υποκρινόμενοι πως είναι Χριστιανοί, ή αιρετικοί ή δεισιδαίμονες, λαμβάνοντες εις χείρας τον Άγιον Άρτον ή τον έρριπτον ή τον έκρυπτον ή εις μαγείας ή πονηρίας άλλας τον εμεταχειρίζοντο. Όθεν δια της επινοήσεως της λαβίδος, διδομένης της Αγίας Κοινωνίας εις το στόμα, εσηκώθη από το μέσον κάθε αιτία και πρόφασις της Μυστηρίου τοιαύτης καταφρονήσεως». Αλλ' είναι προφανές ότι και με την χρήσιν της λαβίδος ουδέ κατ' ελάχιστον εμειώθη ο κίνδυνος οιασδήποτε τοιαύτης καταφρονήσεως του Μυστηρίου. Ο λαμβάνων εις το στόμα την Αγίαν Κοινωνίαν ημπορεί ευκολώτατα και ανετώτατα να μη την καταπίη, αλλά να την κρατήση και ρίπτοντάς την αμέσως εις ένα κουτάκι που θα έχη εις την τσέπην του, να την χρησιμοποιήση εις οιανδήποτε πονηρίαν ή μαγείαν ή να την καταφρονήση και να την βεβηλώση, με όποιον τρόπον του υπαγορεύσει ο Διάβολος... Δεν προστατεύει λοιπόν η λαβίς το Μυστήριο από καταφρόνησιν ή βεβήλωσιν. Βλέπεις, ότι φέρομεν μέχρι σήμερα όχι μόνο ημείς, αλλά και σεις την παράβασιν του Κανόνος τούτου; αφού όλοι οι Κανόνες, όλαι αι παραδόσεις της Εκκλησίας, είναι απαράβατοι και η παράβασίς των σημαίνει σχίσμα, πως καταργήσατε τον 101ον αυτόν Κανόνα της 6ης Οικουμενικής Συνόδου; Θα ηδυνάμην να φέρω και άλλα παρόμοια τοιαύτα παραδείγματα καταργήσεως παλαιών Κανόνων δια νεωτέρων, όχι μόνο από ημάς τους νεοημερολογίτας αλλά και από σας τους παλαιοημερολογίτας. Τα τέσσερα όμως ως άνω παραδείγματα είναι αρκετά, δια να μη μακρηγορώ. Και σε ερωτώ: Που στηρίζεσθε σεις οι παλαιοημερολογίται και καταργήσατε τους ανωτέρω Κανόνας, Αποστ. Διαταγάς, παλαιά έθη, αρχαίας συνηθείας και παραδόσεις της Εκκλησίας άνευ νεωτέρας Οικουμενικής Συνόδου; Ασφαλώς δεν δύνασαι να απαντήσης και να δικαιολογήσης τας παραβάσεις σας αυτάς, διότι συγχέεις παραδόσεις και Εκκλησίαν. Νομίζεις ότι η Εκκλησία είναι μόνον αι αρχαίαι παραδόσεις και οι παλαιοί Κανόνες. Ουδεμίαν σημασίαν δίδεις εις την σημερινήν Εκκλησίαν ως όλον, ως Σώμα, με τα Πατριαρχεία και τας αυτοκεφάλους Εκκλησίας. Θεωρείς αυτάς σχισματικάς, διότι τινές ακολουθούν το νέον ημερολόγιον και αι άλλαι, αι ακολουθούσαι το παλαιόν, έχουν πνευματικήν επικοινωνίαν με νεοημερολογίτας. Είσαι Θεολόγος και δεν πρέπει να αγνοής την διαφοράν παραδόσεων και Εκκλησίας. Άκουσον λοιπόν την διαφοράν: Η Εκκλησία διαιρείται, ως γνωρίζεις, εις δύο μέρη: θριαμβεύουσαν και στρατευομένην. Θριαμβεύουσα είναι η εν τω ουρανώ Εκκλησία, οι Άγιοι Απόστολοι και Μάρτυρες και Πατέρες και Όσιοι και Δίκαιοι, οι οποίοι απέθανον. Στρατευομένη είναι η εν τη γη ζήσα Εκκλησία. Η ήδη εν ουρανώ θριαμβεύουσα Εκκλησία αφήκεν ωρισμένους Νόμους, Κανόνας, συνηθείας. Αυτά λέγονται παραδόσεις. Η στρατευομένη Εκκλησία δύναται και αυτή να θέτη νόμους, να νομοθετή δια τον εξής λόγον: Ο Κύριος όταν είπεν ότι «μεθ' υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» Ματθ. 28, 20, δεν απηυθύνετο εις την θριαμβεύουσαν εν τω ουρανώ Εκκλησίαν, αλλά εις την εν τη γη στρατευομένην, διότι μετά της στρατευομένης θα είναι μέχρι το τέλος του κόσμου, μέχρι «της συντελείας του αιώνος», ενώ μετά της θριαμβευούσης θα είναι και πέραν της «συντελείας του αιώνος» και του κόσμου τούτου, εις αιώνας αιώνων. Τούτο βεβαιοί και η ιστορία της Εκκλησίας μας. Θα σου φέρω μερικά παραδείγματα: Όταν έγιναν η 6η Οικουμενική Σύνοδος το έτος 690 μ.Χ. είχον οι τότε Πατέρες προ αυτών τας παραδόσεις και τους Κανόνας των προ αυτής Αποστόλων και Αγίων Πατέρων, οίτινες απετέλουν ήδη την θριαμβεύουσαν εν ουρανώ Εκκλησίαν. Ως Εκκλησία ζώσα η στρατευομένη τότε Εκκλησία, το 690, είχε το δικαίωμα να τροποποιήση τους δύο Αποστολικούς Κανόνας, οι οποίοι ομιλούν υπέρ του γάμου των Επισκόπων. Κατήργησε την παλαιάν συνήθειαν και παράδοσιν του γάμου των Επισκόπων, καίτοι αύτη είχε Αποστολικήν καταγωγήν, και εθέσπισεν νέαν κατάστασιν: Την υποχρεωτικήν αγαμίαν των Επισκόπων. Οι Πατέρες της 6ης Οικουμενικής Συνόδου ώρισαν επίσης δια του ΡΑ' Κανόνος ότι δεν πρέπει να κοινωνώμεν δ' οιουδήποτε αντικειμένου (ως είναι και η λαβίς), αλλά δια των ιδίων μας χειρών, όχι μόνον οι Κληρικοί, αλλά και οι λαϊκοί. Οι Πατέρες της 6ης Οικουμενικής Συνόδου απέθανον και μετεφέρθησαν εις την θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν. Έμεινεν ο Κανών αυτός ως παράδοσις. Ήλθεν η έπειτα Εκκλησία τον 10ον ή 11ον αιώνα μέχρι σήμερον και ως Εκκλησία ζώσα καταργεί εν τη πράξει τον Κανόνα αυτόν. Η κουρά των Μοναχών και Κληρικών μετά της παπαλήθρας απετέλεσε παράδοσιν της Εκκλησίας μέχρι του 15ου αιώνος. Έφυγον όλοι οι Πατέρες εκείνοι, μετέβησαν εις τον ουρανόν και αφήκαν την παράδοσιν της κουράς. Η μετά τον 16ον αιώνα Εκκλησία κατήργησε την παράδοσιν αυτήν και σήμερον όλοι οι Κληρικοί, ιδικοί μας, και ιδικοί σας, φέρουν κόμην και ουδεμίαν παπαλήθραν. Τι διδασκόμεθα από τα παραδείγματα, που σου ανέφερα; Άλλο πράγμα είναι αι παραδόσεις και άλλο η Εκκλησία. Παραδόσεις είναι τα κατάλοιπα εν γη της θριαμβευούσης εν ουρανώ Εκκλησίας. Αυτά είναι αρχαίαι συνήθειαι, διάφοροι Κανόνες Συνόδων Οικουμενικών και Τοπικών και γνώμαι Αγίων Πατέρων ευρισκομένων σήμερον εν τω ουρανώ. Εκκλησίαν δε λέγοντας εννοούμεν την εκάστοτε ζώσαν εν γη Εκκλησίαν, την στρατευομένην, ήτις έχει παρά Θεού την εξουσίαν είτε να νομοθετή ρητώς, ως έκαμεν η 6η Οικουμενική Σύνοδος, καταργήσασα Αποστολικούς Κανόνας και αρχαιοτάτην παράδοσιν περί εγγάμων Επισκόπων, ή και να ζη σιωπηρώς καταστάσεις διαφόρους των καταλοίπων της θριαμβευούσης εν ουρανώ Εκκλησίας, ως έκαμε και κάμνει η μετά την 6ην Οικουμενικήν Σύνοδον Εκκλησία μέχρι σήμερον με την εισαγωγήν της αγίας λαβίδος και η μετά τον 16ον αιώνα Εκκλησία μέχρι σήμερον δια την κουράν των Κληρικών. Εκκλησία λοιπόν και παραδόσεις αποτελούν ένα ζώντα οργανισμόν. Όπως εις πάντα οργανισμόν υπάρχουν δύο πράγματα, ένα αμετάβλητον και ένα μεταβλητόν, κατά παρόμοιον τρόπον παραδόσεις και Εκκλησία, ήτοι παλαιά και νέα Εκκλησία, αποτελουμένη από Θείον και ανθρώπινον στοιχείον, έχει τι το αμετάβλητον, απολύτως με το δόγμα και την ηθικήν, σχετικώς δε παν ό,τι ολόκληρος η Εκκλησία σιωπηρώς ή ρητώς θεσπίση. Ουδείς δηλαδή έχει το δικαίωμα μόνος του, έστω και αν είναι Ιερεύς η Αρχιερεύς, να παραβή παράδοσίν τινα των Πατέρων. Ούτε μία Εκκλησία δικαιούται εις γενικής φύσεως ζητήματα να αγνοή την συγκατάθεσιν των άλλων τοπικών Εκκλησιών. Επομένως σχίσμα δεν λέγεται η παράβασις μιας αρχαίας παραδόσεως (τοιαύται ως είδομεν ανωτέρω έγιναν πολλαί χωρίς να γίνη σχίσμα), αλλά όταν παράβασις της αρχαίας παραδόσεως σχίση την μίαν Εκκλησίαν από της άλλης, όταν διακοπή η κοινωνία των Εκκλησιών. Μόνον λοιπόν «η παράδοσις της Πίστεως», ήτοι η ηθική, είναι πράγματα αιωνίως αμετάβλητα και αναλλοίωτα και δεν επιδέχονται ουδεμίαν τροποποίησιν. Αι άλλαι όμως παραδόσεις, αι αναφερόμεναι εις θέματα λατρείας, διοικήσεως, εκκλησιαστικής ευταξίας κ.λ.π. δύνανται να τροποποιούνται και να μεταβάλλωνται, υπό τον όρον βεβαίως ότι τούτο γίνεται όχι υπό του α' ή β' ατόμου, έστω και αν είναι Ιερεύς ή Αρχιερεύς (εν τη περιπτώσει ταύτη έχομεν παράβασιν και ανταρσίαν), αλλ' υπό της ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ!
via