Κάποιοι αδελφοί πήγαν στον Αββά Αντώνιο και του ανέφεραν ένα ρητό από το Λευιτικό. Βγήκε λοιπόν ο γέρων στην έρημο και τον ακολούθησε ο Αββάς Αμμωνάς κρυφά, γνωρίζοντας τη συνήθειά του. Ο γέρων απομακρύνθηκε πολύ, στάθηκε γιά προσευχή και φώναξε δυνατά: «Θεέ μου, στείλε μου τον Μωυσή να μου εξηγήση αυτό το ρητό.» Και ακούσθηκε φωνή, οπού μιλούσε μαζί του. Είπε λοιπόν ο Αββάς Αμμωνάς: «Τη φωνή οπού μιλούσε μαζί του, την άκουσα. Αλλά το νόημα του λόγου δεν το έμαθα».
Πήγαν κάποτε μερικοί γέροντες στον Αββά Αντώνιο και ήταν ο Αββάς Ιωσήφ μαζί του. Και θέλοντας ο γέρων να τους δοκιμάση, τους πρόβαλε ένα ρητό της Γραφής και άρχισε, από τους πιο νέους, να τους ρωτά για το νόημά του. Και καθένας απαντούσε, κατά τη δύναμή του. Ο δε γέρων έλεγε στον καθένα: «Δεν το βρήκες». ΄Υστερα από όλους, λέγει στον Αββά Ιωσήφ: «Συ τι έχεις να πεις πάνω σ’ αυτό το ρητό;» Αποκρίνεται εκείνος: «Δεν ξέρω». Λέγει λοιπόν ο Αββάς Αντώνιος: «Πάντως ο Αββάς Ιωσήφ βρήκε τον δρόμο, γιατί είπε, ‘δεν ξέρω’.» (Από το Γεροντικό, εκδ. Αστήρ, Αθήναι 1999, σ. 15, παρ. κε΄ και σελ. 12, παρ. ιστ΄.)
Τα κείμενα της Αγίας Γραφής, εν προκειμένω της Καινής Διαθήκης, δεν είναι απλώς κείμενα φιλολογικά. Προ παντός, είναι κείμενα εκκλησιαστικά. Η Εκκλησία συνέγραψε αυτά τα κείμενα και η Εκκλησία μπορεί να τα ερμηνεύσει αυθεντικά.
Εκκλησία είναι οι άγιοι που αποτελούν κοινωνία με την Κεφαλή της, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Εκκλησία είναι η ενότητα της Κεφαλής, δηλαδή του Χριστού και των αγίων, τα μέλη του Σώματος Του, σύμφωνα με τη διδασκαλία του απ. Παύλου: «Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους." (1 Κορινθ. κεφ. 12, Κολοσσ. 1: 18, Εφεσ. κεφ 4) Σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, μέλη του Σώματος του Χριστού είναι οι βαπτισμένοι και βεβαιόπιστοι Χριστιανοί, που ζουν οργανικά ενωμένοι με την Κεφαλή. Ως κατοικητήρια του Αγίου Τριαδικού Θεού, οι άγιοι είναι φορείς της Παραδόσεως, της αδιαλείπτου δηλαδή ενέργειας του Παναγίου Πνεύματος, που υπάρχει μέσα στην Εκκλησία και την κατευθύνει «εις πάσαν την αλήθειαν» - Ιω 16: 13, επ. Ιούδα, 3.
Επομένως, η Καινή Διαθήκη και γενικότερα η Αγία Γραφή, ως κείμενο εκκλησιαστικό, φυλάσσεται στους κόλπους της Εκκλησίας και ερμηνεύεται από αυτήν. Βεβαίως, οι διάφορες άλλες γνώσεις (ιστορικές, φιλολογικές, κ.λπ.,) μπορούν να είναι χρήσιμες και βοηθητικές, αλλά πρέπει να τονισθεί ότι μόνον εκείνοι που έχουν το ΄Αγιο Πνεύμα μπορούν να ερμηνεύσουν τη διδασκαλία των Αποστόλων, απλούστατα γιατί αυτοί έχουν την ίδια εμπειρία. Και αυτοί οι πραγματικοί ερμηνευτές των Γραφών μπορεί να είναι αλιείς και αγράμματοι. ΄Όμως, το ΄Αγιο Πνεύμα τους φωτίζει να κατανοήσουν το βάθος του χωρίου.1
«΄Ολη η Αγία Γραφή λέμε ότι διαιρείται σε σάρκα και σε πνεύμα, σαν να είναι ένας πνευματικός άνθρωπος. Και εκείνος που λέει ότι το γράμμα της Γραφής είναι σάρκα και το νόημά του ότι είναι πνεύμα, δηλαδή ψυχή, δεν κάνει λάθος. Και είναι φανερά σοφός εκείνος που άφησε το φθειρόμενο μέρος και δόθηκε ολότελα στο άφθαρτο.
«Σ’ εκείνους που μελετούν με μεγάλη επιμέλεια τις θείες Γραφές, ο Κύριος παρουσιάζεται να έχει δύο μορφές. Η μία είναι κοινή και πιο δημώδης και [όχι] σε λίγους θεατή, και σ’ αυτήν αναφέρεται η φράση: ‘Τον είδαμε και δεν είχε ωραιότητα ούτε κάλλος’. (Ψαλμ. μθ΄ 14, ριε΄ 8) Η άλλη είναι πιο μυστική και λίγοι τη φτάνουν, όσοι έχουν γίνει ήδη όμοιοι με τους αγίους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη, μπροστά στους οποίους μεταμορφώθηκε ο Κύριος με λαμπρότητα που υπερβαίνει την αίσθηση. Με τη μορφή αυτή είναι ‘ωραίος περισσότερο από όλους τους υιούς των ανθρώπων.’ (Ψαλμ. μδ΄ 3)»2
Η αυθεντική λοιπόν ερμηνεία των Γραφών είναι θέμα πνευματικής ζωής. Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός γράφει: «Και απλώς πάσα γραφή και πας λόγος Θεού ή Αγίου τινός ή των αισθητών ή των νοητών κτισμάτων σκοπόν έχει εν εαυτώ κεκρυμμένον. Ου μόνον δε αλλά και πας ανθρώπινος λόγος. Και ουδείς γινώσκει τον νουν του τυχόντος ρητού, ει μη δι’ αποκαλύψεως.» «… μετά ταπεινώσεως και συμβουλής των εμπείρων, έργω μάλλον ή λόγω μαθείν, τα δε σεσιγημένα υπό των θείων Γραφών μηδ’ όλως ζητείν….Και πως τολμά τις ειπείν ότι γινώσκω τον σκοπόν του Θεού τον εν ταις θείαις Γραφαίς κεκρυμμένον, χωρίς αποκαλύψεως του Υιού αυτού;»3
Όσοι χρησιμοποιούν την κοσμική σοφία και μάθηση λαμβάνουν ένα μικρό μόνο μέρος αυτής της γνώσεως, ενώ όσοι διαθέτουν πνευματική γνώση, έχουν όλη τη γνώση: «Το πηγαδι του Ιακώβ είναι η Γραφή. Το νερό είναι η θεία γνώση που περιέχει η Γραφή. Το βάθος είναι το δυσκολοπλησίαστο νόημα των γραφικών αινιγμάτων….Το δοχείο της αντλήσεως, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον που με κανένα λόγο δεν πιάνεται. Ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο – και μάλιστα χωρίς μελέτη – της δυνατής για ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει ανάλογα με τις ανάγκες.»4
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επανειλημμένα αναφέρει ότι οι άγιοι Πατέρες είναι οι ασφαλείς θεολόγοι της Εκκλησίας. ΄Οσοι έφτασαν στη θεωρία του ακτίστου Φωτός, ενώθηκαν με Αυτό και απέχτησαν το «θεολογείν ασφαλώς». Γράφει χαρακτηριστικά: «…η προς το υπερφαές φως υπερφυής ένωσις, παρ’ ης μόνης εγγίνεται και το θεολογείν ασφαλώς.»5
Εξηγεί ο καθηγητής π. Ιω. Ρωμανίδης: «Εξ ορθοδόξου επόψεως, εκείνο το οποίον κάμνει το κείμενον θεόπνευστον δεν είναι αι αρχικαί λέξεις καθ’ εαυτάς, αλλά η υπό των θεουμένων ερμηνεία του κειμένου, διότι όσον ακριβές προς το πρωτότυπον και αν είναι το κείμενον, εις χείρας μη θεουμένων και εκτός της κοινωνίας αυτών ευρισκομένων δεν ωφελεί. Και τα ίδια τα υπό προφητών και αποστόλων ιδιοχείρως γραφόμενα και αν είχον αυτοί ίνα διαβάσουν και μελετήσουν, πάλιν κεκρυμμένον από αυτούς θα είναι το μέγα της ευσεβείας μυστήριον. Και τούτο, διότι θεόπνευστον δεν είναι το κείμενον καθ’ εαυτό, αλλά θεόπνευστος είναι ο γράφων αυτό θεούμενος, ή θεόπνευστα τα περί θεουμένου γραφόμενα, αλλά μόνον, όταν υπό θεουμένου ερμηνεύονται.»6
Ωστόσο, οι άγιοι «ου πάντα σκοπόν Θεού περί εκάστου πράγματος ή γραφικού λόγου γινώσκουσιν…», διότι «ο Θεός ακατάληπτός εστι και η σοφία αυτού ουκ έχει πλήρωμα»7. «Ο ούτως ευρεθείς εν θεωρία θεούμενος και θεόπνευστος δεν γίνεται απλανής φιλόσοφος ή επιστήμων, αλλ’ απλανής θεολόγος. Περί Θεού ομιλεί απλανώς, αλλά δεν καθίσταται αλάθητος περί της δομής και των μυστηρίων του σύμπαντος.»8
Συνεπώς, η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθεί η να προσεγγισθεί αποκομμένη από την Παράδοση της Εκκλησίας. Όπωσδήποτε δε, δεν αρκεί η διανοητική κατανόηση της, η οποία μπορεί να αποτελεί και διαστροφή του λόγου του Θεού. Ας μη λησμονούμε όσα γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίσει κάποιος τη μελέτη της Αγίας Γραφής, του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες, απατώντας τους σιγά – σιγά….»9
Παραπομπές
1. Βλ. Αρχιμ. Ιεροθ. Βλάχου, ‘Η Αποκάλυψη του Θεού’, εκδ. Ιερ. Μον. Γενεθλίου της Θεοτόκου, 1991, σ 72, 73.
2. Αγ. Μάξιμου του Ομολογητού, ‘Α΄εκατοντάδα προς Θαλάσσιο’, 91, 97, Φιλοκαλία στη νεολληνική, τομ. 2ος, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, 1988
3. ‘Φιλοκαλία’, εκδ. Παπαδημητρίου, τομ. Γ΄, σ. 96, 97.
4. Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού, ‘ Δ΄ εκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων’, 29.- Φιλοκαλία στη νεοελληνική, Τομ. 2ος, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, 1988, σ. 172.
5. Αγ. Γρηγ. Παλαμά, έργα ΕΠΕ, τομ. 2ος, σ. 182.
6. Π. Ιω.Ρωμανίδου, ‘ Δογμ. και Συμβολική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας’, τομ Α΄ σ. 151.
7. Οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού, ‘Βιβλίο πρώτο’ ,Φιλοκαλία, εκδ. Παπαδημητρίου, τομ. Γ΄ σ. 157.
8. Π. Ιω. Ρωμανίδης, ‘Κριτική θεώρησις των εφαρμογών της θεολογίας’ εις «Πρακτικά Δευτέρου συνεδρίου Ορθοδόξου Θεολογίας.», σελ. 434.
9. Ιω. Σιναίτου, ‘Κλίμαξ’, Λόγος ΚΣΤ΄ Περί Διακρίσεως – Β΄ 36, εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, 1994 σ. 316.
Κείμενο: Αγάπιος Ματσαγκούρας