7. Το Άγιον Πνεύμα
Ενώ οι όροι γεννάσθαι και γέννησις εκφράζουν κατανοητώς ωρισμένο τρόπο προελεύσεως, οι όροι εκπορεύεσθαι και εκπόρευσις δεν απεικονίζουν σαφώς τον τρόπο προελεύσεως του Πνεύματος, διότι ο άνθρωπος δεν έχει παραστάσεις σχετικές με την εκπόρευσι. Γι' αυτό μερικοί Πατέρες σημειώνουν ότι η εκπόρευσις του Πνεύματος είναι άρρητος, δηλαδή δηλώνει μεν την οικειότητα του Πνεύματος με τον Πατέρα, αλλά φυλάσσει απόρρητο τον τρόπο της υπάρξεώς του(42). Αλλ' αν στο Πνεύμα δεν αποδίδεται η λέξις της γεννήσεως, του αποδίδεται η έννοιά της. Τίποτε το ξένο δεν υπεισέρχεται στην Τριάδα• «ου γαρ αλλότριον επιμίγνυται τη Τριάδι»(43). Η εκπόρευσις, όπως και η γέννησις, είναι γνώρισμα ομοουσιότητος, και όπως ο Υιός γεννώμενος από τον άκτιστο Πατέρα είναι άκτιστος, έτσι και το Πνεύμα εκπορευόμενο από αυτόν είναι άκτιστο.
Οι Έλληνες Πατέρες δεν παρουσιάζουν ποτέ το Πνεύμα να εκπορεύεται και από τον Υιό, όπως άλλωστε υποδεικνύει και το σύμβολο της Β' Οικουμενικής Συνόδου. Στην Δύσι όμως όχι μόνο αναπτύχθηκε τέτοια διδασκαλία, με πρωτοπόρο τον Αυγουστίνο(44), αλλά και προστέθηκε στο σύμβολο η φράσις «filioque», «και εκ του Υιού», στις αρχές του 11ου αιώνος, πράγμα που συνετέλεσε αποφασιστικώς στην διάσπασι των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως το 1054. Ωρισμένα χωρία έργων του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, που χρησιμοποιούνται από τους νεωτέρους ερευνητάς για την άποψι ότι συνηγορούν υπέρ της προελεύσεώς του και από τον Υιό(45), αναφέρονται στην αποστολή του και όχι στην προέλευσί του. Στην αποστολή του Πνεύματος, που είναι θεία ενέργεια, μετέχει ολόκληρη η Τριάς, διότι σύμφωνα με την διδασκαλία που επανειλημμένως αναφέρθηκε ανωτέρω όλες οι ενέργειες είναι σ' αυτήν κοινές. Ακριβή γι' αυτό διασάφησι ευρίσκομε ήδη στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, όπου ο Ιησούς Χριστός κατά την μακρά του ομιλία προς τους μαθητάς βεβαιώνει επανειλημμένως περί της αποστολής του Πνεύματος από τον Πατέρα ή από αυτόν τον ίδιο, αλλά και ξεχωρίζει την αποστολή από την εκπόρευσι.
«Όταν έλθη ο Παράκλητος ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού»(46).
Το Πνεύμα εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα• πέμπεται όμως και από τον Πατέρα και από τον Υιό(47), αλλά και αυτοπέμπεται, εφ' όσον η αποστολή του είναι θεία ενέργεια στην οποία μετέχουν όλα τα πρόσωπα της Τριάδος(48). Η αΐδιος λοιπόν ύπαρξις του Πνεύματος κατ' αιτία οφείλεται στον Πατέρα, η έγχρονη αποστολή είναι κοινή ενέργεια της Τριάδος. Γι' αυτό μερικές φορές το Πνεύμα καλείται εικών του Υιού(49), όπως ο Υιός καλείται εικών του Πατρός. Οι υποστάσεις αποκαλύπτουν η μία την άλλη στους ανθρώπους. Σ' αυτό το έργο λοιπόν το μεν Πνεύμα αντικατοπτρίζει μέσα του την εικόνα του Υιού, ο δε Υιός αντικατοπτρίζει την εικόνα του Πατρός. Του δε Πνεύματος η εικών που αντικατοπτρίζεται; Στον άνθρωπο. Γενικώς πάντως τούτο είναι συντεταγμένο με τα άλλα πρόσωπα της Τριάδος και αχώριστο από αυτά, όπως το παρατηρούμε τόσο εναργώς στον θαυμάσιον αυτόν ύμνο της Πεντηκοστής.
«Το Πνεύμα το Άγιον
ην μεν αεί και έστι και έσται,
ούτε αρξάμενον ούτε παυσόμενον
αλλ' αεί Πατρί και Υιώ
συντεταγμένον και συναριθμούμενον•
ζωή και ζωοποιούν
φως και φωτός χορηγόν,
αυτάγαθον και πηγή αγαθότητος.
δι'ου Πατήρ γνωρίζεται
και Υιός δοξάζεται
και παρά πάντων γινώσκεται
μία δύναμις, μία σύνταξις,
μία προσκύνησις της Αγίας Τριάδος»(50).
Η δογματική θέσις περί του Αγίου Πνεύματος είχε χαραχθή ολίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνος από τον Μέγα Αθανάσιο(51) και έπειτα από τον Μέγα Βασίλειο(52) με τα κλασικά τους δοκίμια επί του θέματος και διατυπώθηκε επισήμως στο σύμβολο της Β' Οικουμενικής Συνόδου (381). Από τότε άρχισε ο τονισμός της ενεργείας του Πνεύματος από την ορθόδοξη σκέψι.
Μερικοί πατέρες ομιλούν περί επιδημίας ή ενανθρωπήσεως του Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, σ' ένα είδος επαναλήψεως της ενανθρωπήσεως του Υιού. Όταν επερατώθηκε η σωματική παρουσία του Χριστού επί της γης, διακηρύσσει ο Γρηγόριος Θεολόγος, τότε επραγματοποιήθηκε η «σωματική» επιδημία του Πνεύματος(53), που επεφάνη κατά την ήμερα της Πεντηκοστής σε πύρινες γλώσσες, για να συμπληρώση και διαιωνίση την αποκάλυψι εντός του σώματος της Εκκλησίας. Πρέπει να παρατηρηθή ότι η έννοια των όρων τούτων είναι εντελώς μεταφορική, διότι το Πνεύμα δεν έλαβε ποτέ ανθρωπίνη μορφή, γι' αυτό και δεν έγιναν ποτέ αποδεκτοί γενικώτερα. Εκείνο που είναι αποδεκτό είναι ότι το Πνεύμα, ενεργώντας σ' όλες τις φάσεις της ιστορίας της ανθρωπότητος την διανομή των χαρισμάτων και τον αγιασμό, ιδιαιτέρως τώρα δρα μέσα στην Εκκλησία ως σύνδεσμος των μελών της προς συγκρότησι μιας ολότητος και ως τελειωτής των πιστών. Ενώ δε κατέρχεται σε όλους τους πιστούς, η ενέργειά του από άλλους αγνοείται και από άλλους γίνεται αντιληπτή, από εκείνους που έχουν τους οφθαλμούς των υγιείς και την καρδιά των ανοικτή.
Στην ιστορία της θεολογικής σκέψεως παρατηρείται κάποια τάσις ν' αναφέρεται το έργο του Πατρός σ' όλην την κτίσι, του Υιού σ' όλην την ανθρωπότητα, του Πνεύματος σ' όλους τους αγίους υπό την καθολική έννοια της λέξεως. Εφ' όσον βέβαια αποστολή του είναι η τελείωσις και ο αγιασμός, είναι εύλογο ότι αυτή καλύπτει τα λογικά όντα, τα μόνα που μπορούν να τελειωθούν. Γι' αυτό και επικαλούμαστε την χάρι του Αγίου Πνεύματος για να τελειωθούν τα μυστήρια που εξασφαλίζουν την ζωή της Εκκλησίας και των πιστών. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι και η άλλη κτίσις υπόκειται σε αγιασμό.
«Αγίω Πνεύματι ενθεωρείται
πάσα αγιότης, σοφία•
ουσιοί γαρ πάσαν κτίσιν»(54).
Ο φωτισμός του Πνεύματος είναι έλλαμψις στην ψυχή μάλλον παρά στον νου. Η χάρις του, ενωμένη μυστικώς με την προσωπικότητα του ανθρώπου, ανακραμένη με ολόκληρη την ύπαρξί του, είναι μία διαρκής ανακαινιστική δύναμις μέσα του, ικανή να τον καθίστα πνευματικό και πνευματοφόρο. Μπορεί γι' αυτόν τον λόγο το Πνεύμα να χαρακτηρισθή ως το είδος(55) που δίνει την μορφή στον φυσικό άνθρωπο, τον αποσπά από την δουλεία στις φυσικές δυνάμεις και ανάγκες, και με μία μεταμορφωτική διαδικασία τον καθιστά ελευθέρα προσωπικότητα. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι σύμμορφος της εικόνος του Θεού, γίνεται εικών του Πνεύματος.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
42. Βασιλείου, «Περί Αγίου Πνεύματος» 18, 46.
43. Αθανασίου, «Προς Σεραπίωνα» 1,17.
44. “De Trinitate” 4, 20.
45. Βλ. Περί της εν πνεύματι και αλήθεια προσκυνήσεως, PG 68, 148Α, «Το ουσιωδώς εξ αμφοίν ήγουν εκ Πατρός δι' Υιού εκχεόμενον».
46. Ιω. 15, 26.
47. Βλ. Ιω. 14, 16. 14, 26.
48. Γρηγορίου Παλαμά, «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος» 1, 29. Χρήστου, Α' 57.
49. Βασιλείου, «Περί Αγίου Πνεύματος» 9, 23. PG 32, 109 κ.ά.
50. Τροπάριον Αίνων Πεντηκοστής.
51. «Επιστολαί προς Σεραπίωνα».
52. «Περί Αγίου Πνεύματος»,
53. Γρηγορίου Θεολόγου, «Λόγος» 41, 11. PG 36, 444. «Έπρεπε γαρ Υιού σωματικώς ημίν ομιλήσαντος και αυτό φανήναι σωματικώς, και Χριστού προς εαυτόν επανελθόντος εκείνο προς ημάς κατελθείν».
54. «Αναβαθμοί», αντίφωνο β' ήχου.
55. Βασιλείου, «Περί Αγίου Πνεύματος» 26, 61. PG 32, 180.
--------------
Παναγιώτης Χρήστου
Ο Τριαδικός Θεός
Από: «Το Μυστήριο του Θεού» Εκδ. ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη 1991
Ενώ οι όροι γεννάσθαι και γέννησις εκφράζουν κατανοητώς ωρισμένο τρόπο προελεύσεως, οι όροι εκπορεύεσθαι και εκπόρευσις δεν απεικονίζουν σαφώς τον τρόπο προελεύσεως του Πνεύματος, διότι ο άνθρωπος δεν έχει παραστάσεις σχετικές με την εκπόρευσι. Γι' αυτό μερικοί Πατέρες σημειώνουν ότι η εκπόρευσις του Πνεύματος είναι άρρητος, δηλαδή δηλώνει μεν την οικειότητα του Πνεύματος με τον Πατέρα, αλλά φυλάσσει απόρρητο τον τρόπο της υπάρξεώς του(42). Αλλ' αν στο Πνεύμα δεν αποδίδεται η λέξις της γεννήσεως, του αποδίδεται η έννοιά της. Τίποτε το ξένο δεν υπεισέρχεται στην Τριάδα• «ου γαρ αλλότριον επιμίγνυται τη Τριάδι»(43). Η εκπόρευσις, όπως και η γέννησις, είναι γνώρισμα ομοουσιότητος, και όπως ο Υιός γεννώμενος από τον άκτιστο Πατέρα είναι άκτιστος, έτσι και το Πνεύμα εκπορευόμενο από αυτόν είναι άκτιστο.
Οι Έλληνες Πατέρες δεν παρουσιάζουν ποτέ το Πνεύμα να εκπορεύεται και από τον Υιό, όπως άλλωστε υποδεικνύει και το σύμβολο της Β' Οικουμενικής Συνόδου. Στην Δύσι όμως όχι μόνο αναπτύχθηκε τέτοια διδασκαλία, με πρωτοπόρο τον Αυγουστίνο(44), αλλά και προστέθηκε στο σύμβολο η φράσις «filioque», «και εκ του Υιού», στις αρχές του 11ου αιώνος, πράγμα που συνετέλεσε αποφασιστικώς στην διάσπασι των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσεως το 1054. Ωρισμένα χωρία έργων του Κυρίλλου Αλεξανδρείας, που χρησιμοποιούνται από τους νεωτέρους ερευνητάς για την άποψι ότι συνηγορούν υπέρ της προελεύσεώς του και από τον Υιό(45), αναφέρονται στην αποστολή του και όχι στην προέλευσί του. Στην αποστολή του Πνεύματος, που είναι θεία ενέργεια, μετέχει ολόκληρη η Τριάς, διότι σύμφωνα με την διδασκαλία που επανειλημμένως αναφέρθηκε ανωτέρω όλες οι ενέργειες είναι σ' αυτήν κοινές. Ακριβή γι' αυτό διασάφησι ευρίσκομε ήδη στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, όπου ο Ιησούς Χριστός κατά την μακρά του ομιλία προς τους μαθητάς βεβαιώνει επανειλημμένως περί της αποστολής του Πνεύματος από τον Πατέρα ή από αυτόν τον ίδιο, αλλά και ξεχωρίζει την αποστολή από την εκπόρευσι.
«Όταν έλθη ο Παράκλητος ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πατρός, το Πνεύμα της αληθείας ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού»(46).
Το Πνεύμα εκπορεύεται από μόνον τον Πατέρα• πέμπεται όμως και από τον Πατέρα και από τον Υιό(47), αλλά και αυτοπέμπεται, εφ' όσον η αποστολή του είναι θεία ενέργεια στην οποία μετέχουν όλα τα πρόσωπα της Τριάδος(48). Η αΐδιος λοιπόν ύπαρξις του Πνεύματος κατ' αιτία οφείλεται στον Πατέρα, η έγχρονη αποστολή είναι κοινή ενέργεια της Τριάδος. Γι' αυτό μερικές φορές το Πνεύμα καλείται εικών του Υιού(49), όπως ο Υιός καλείται εικών του Πατρός. Οι υποστάσεις αποκαλύπτουν η μία την άλλη στους ανθρώπους. Σ' αυτό το έργο λοιπόν το μεν Πνεύμα αντικατοπτρίζει μέσα του την εικόνα του Υιού, ο δε Υιός αντικατοπτρίζει την εικόνα του Πατρός. Του δε Πνεύματος η εικών που αντικατοπτρίζεται; Στον άνθρωπο. Γενικώς πάντως τούτο είναι συντεταγμένο με τα άλλα πρόσωπα της Τριάδος και αχώριστο από αυτά, όπως το παρατηρούμε τόσο εναργώς στον θαυμάσιον αυτόν ύμνο της Πεντηκοστής.
«Το Πνεύμα το Άγιον
ην μεν αεί και έστι και έσται,
ούτε αρξάμενον ούτε παυσόμενον
αλλ' αεί Πατρί και Υιώ
συντεταγμένον και συναριθμούμενον•
ζωή και ζωοποιούν
φως και φωτός χορηγόν,
αυτάγαθον και πηγή αγαθότητος.
δι'ου Πατήρ γνωρίζεται
και Υιός δοξάζεται
και παρά πάντων γινώσκεται
μία δύναμις, μία σύνταξις,
μία προσκύνησις της Αγίας Τριάδος»(50).
Η δογματική θέσις περί του Αγίου Πνεύματος είχε χαραχθή ολίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνος από τον Μέγα Αθανάσιο(51) και έπειτα από τον Μέγα Βασίλειο(52) με τα κλασικά τους δοκίμια επί του θέματος και διατυπώθηκε επισήμως στο σύμβολο της Β' Οικουμενικής Συνόδου (381). Από τότε άρχισε ο τονισμός της ενεργείας του Πνεύματος από την ορθόδοξη σκέψι.
Μερικοί πατέρες ομιλούν περί επιδημίας ή ενανθρωπήσεως του Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, σ' ένα είδος επαναλήψεως της ενανθρωπήσεως του Υιού. Όταν επερατώθηκε η σωματική παρουσία του Χριστού επί της γης, διακηρύσσει ο Γρηγόριος Θεολόγος, τότε επραγματοποιήθηκε η «σωματική» επιδημία του Πνεύματος(53), που επεφάνη κατά την ήμερα της Πεντηκοστής σε πύρινες γλώσσες, για να συμπληρώση και διαιωνίση την αποκάλυψι εντός του σώματος της Εκκλησίας. Πρέπει να παρατηρηθή ότι η έννοια των όρων τούτων είναι εντελώς μεταφορική, διότι το Πνεύμα δεν έλαβε ποτέ ανθρωπίνη μορφή, γι' αυτό και δεν έγιναν ποτέ αποδεκτοί γενικώτερα. Εκείνο που είναι αποδεκτό είναι ότι το Πνεύμα, ενεργώντας σ' όλες τις φάσεις της ιστορίας της ανθρωπότητος την διανομή των χαρισμάτων και τον αγιασμό, ιδιαιτέρως τώρα δρα μέσα στην Εκκλησία ως σύνδεσμος των μελών της προς συγκρότησι μιας ολότητος και ως τελειωτής των πιστών. Ενώ δε κατέρχεται σε όλους τους πιστούς, η ενέργειά του από άλλους αγνοείται και από άλλους γίνεται αντιληπτή, από εκείνους που έχουν τους οφθαλμούς των υγιείς και την καρδιά των ανοικτή.
Στην ιστορία της θεολογικής σκέψεως παρατηρείται κάποια τάσις ν' αναφέρεται το έργο του Πατρός σ' όλην την κτίσι, του Υιού σ' όλην την ανθρωπότητα, του Πνεύματος σ' όλους τους αγίους υπό την καθολική έννοια της λέξεως. Εφ' όσον βέβαια αποστολή του είναι η τελείωσις και ο αγιασμός, είναι εύλογο ότι αυτή καλύπτει τα λογικά όντα, τα μόνα που μπορούν να τελειωθούν. Γι' αυτό και επικαλούμαστε την χάρι του Αγίου Πνεύματος για να τελειωθούν τα μυστήρια που εξασφαλίζουν την ζωή της Εκκλησίας και των πιστών. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε ότι και η άλλη κτίσις υπόκειται σε αγιασμό.
«Αγίω Πνεύματι ενθεωρείται
πάσα αγιότης, σοφία•
ουσιοί γαρ πάσαν κτίσιν»(54).
Ο φωτισμός του Πνεύματος είναι έλλαμψις στην ψυχή μάλλον παρά στον νου. Η χάρις του, ενωμένη μυστικώς με την προσωπικότητα του ανθρώπου, ανακραμένη με ολόκληρη την ύπαρξί του, είναι μία διαρκής ανακαινιστική δύναμις μέσα του, ικανή να τον καθίστα πνευματικό και πνευματοφόρο. Μπορεί γι' αυτόν τον λόγο το Πνεύμα να χαρακτηρισθή ως το είδος(55) που δίνει την μορφή στον φυσικό άνθρωπο, τον αποσπά από την δουλεία στις φυσικές δυνάμεις και ανάγκες, και με μία μεταμορφωτική διαδικασία τον καθιστά ελευθέρα προσωπικότητα. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι σύμμορφος της εικόνος του Θεού, γίνεται εικών του Πνεύματος.
- Το θείον ον
- Τριαδικότης του Θεού
- Ενότης και διάκρισις στον Θεό
- Οι τριαδικές υποστάσεις
- Ο Πατήρ
- Ο Υιός
- Το Άγιον Πνεύμα
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
42. Βασιλείου, «Περί Αγίου Πνεύματος» 18, 46.
43. Αθανασίου, «Προς Σεραπίωνα» 1,17.
44. “De Trinitate” 4, 20.
45. Βλ. Περί της εν πνεύματι και αλήθεια προσκυνήσεως, PG 68, 148Α, «Το ουσιωδώς εξ αμφοίν ήγουν εκ Πατρός δι' Υιού εκχεόμενον».
46. Ιω. 15, 26.
47. Βλ. Ιω. 14, 16. 14, 26.
48. Γρηγορίου Παλαμά, «Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος» 1, 29. Χρήστου, Α' 57.
49. Βασιλείου, «Περί Αγίου Πνεύματος» 9, 23. PG 32, 109 κ.ά.
50. Τροπάριον Αίνων Πεντηκοστής.
51. «Επιστολαί προς Σεραπίωνα».
52. «Περί Αγίου Πνεύματος»,
53. Γρηγορίου Θεολόγου, «Λόγος» 41, 11. PG 36, 444. «Έπρεπε γαρ Υιού σωματικώς ημίν ομιλήσαντος και αυτό φανήναι σωματικώς, και Χριστού προς εαυτόν επανελθόντος εκείνο προς ημάς κατελθείν».
54. «Αναβαθμοί», αντίφωνο β' ήχου.
55. Βασιλείου, «Περί Αγίου Πνεύματος» 26, 61. PG 32, 180.
--------------
Παναγιώτης Χρήστου
Ο Τριαδικός Θεός
Από: «Το Μυστήριο του Θεού» Εκδ. ΚΥΡΟΜΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη 1991