π. Ιωάννης Ρωμανίδης*


Οι θεούμενοι, όσοι μετέχουν της φωτιστικής και θεοποιού ενέργειας του Θεού, όπως οι Πατριάρχες και Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, προ του Μωυσέως, ο Προφήτης Μωυσής, αλλά και οι θεόπτες μετά τον Μωυσή, έχουν κοινή εμπειρία για το ότι ο Θεός επικοινωνεί με τον κόσμο με τις άκτιστες ενέργειές Του, και ότι ο κτιστός κόσμος προήλθε εκ του μη όντος, σε αντίθεση με τον άκτιστο Λόγο, που γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων. Αυτό είναι θέμα εμπειρίας και όχι στοχαστική και φανταστική διδασκαλία.


Όπως έχουμε τονίσει σε άλλη ενότητα, αυτή η αποκαλυπτική εμπειρία διατυπώνεται με κτιστά ρήματα και νοήματα, δηλαδή οι θεόπτες Προφήτες, Απόστολοι και Πατέρες χρησιμοποιούν τις αντιλήψεις των ανθρώπων της εποχής τους για να διατυπώσουν την εμπειρία τους. Η βασική διδασκαλία τους είναι ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και Αυτός τον διευθύνει, αλλά η διατύπωση της εμπειρίας προέρχεται από τις γνώσεις της εποχής. Το πρώτο είναι θεολογικό, το δεύτερο επικοινωνιακό. Η κοσμολογία της Παλαιάς Διαθήκης, ως προς την έκφραση, την διατύπωση, είναι επηρεασμένη από την βαβυλωνιακή κοσμολογία της εποχής εκείνης. Αυτό τονίζεται, για να μη γίνη καμιά σύγχυση μεταξύ της θεοπτικής θεολογίας των αγίων και της επιστημονικής γλώσσας κάθε εποχής.


Υπάρχει κοσμολογία της Παλαιάς Διαθήκης. Όταν η Παλαιά Διαθήκη μιλάη για το στερέωμα, αυτή είναι βαβυλωνιακή κοσμολογία. Εκείνα τα χρόνια, οι λαοί της Μέσης Ανατολής βλέπανε να ανοίγουν ένα πηγάδι και να βρίσκουν νερό κάτω, βλέπανε από τον ουρανό να πέφτη βροχή και να γίνωνται κατακλυσμοί πολλές φορές. Και άμα διαβάσης τους Ψαλμούς προσεκτικά, βλέπετε ότι υπάρχουν αποθήκες επάνω στον ουρανό και ανοίγεις την πόρτα σαν τον ντουζ, δηλαδή, και πέφτει νερό.


Οπότε, φαντάστηκαν την δημιουργία ότι στην αρχή ο Θεός εδημιούργησε το στερέωμα, και υπήρχε η γη εν μέσω των υδάτων κλπ., και μετά ανήρτησε το στερέωμα, ώστε να βαστάση τα νερά από πάνω και έχουμε τη γη να βαστάη κάτω το νερό, δηλαδή, και εμείς είμαστε στην μέση και ζούμε μεταξύ των υδάτων. Αυτή είναι η κοσμολογία της Παλαιάς Διαθήκης. Τι σχέση έχει αυτό με την πραγματικότητα;


Αυτό το συναντάμε και στο θέμα της χρονολογίας της υπάρξεως του κόσμου.


Η κοσμολογία της Γενέσεως, συγκρινομένη με την βαβυλωνιακή κοσμολογία, παρουσιάζει καταπληκτικές ομοιότητες. Μετά, υπάρχει και χρονολογία περί δημιουργίας του κόσμου. Όταν κανείς πάρη την Παλαιά Διαθήκη και υπολογίση πότε ο κόσμος δημιουργήθηκε, πότε ο άνθρωπος εμφανίστηκε επί της γης, δεν μπορούμε ν’ αναπτύξουμε περισσότερο από περίπου 6.000-6.500 χρόνια.


Τώρα, γνωρίζουμε ότι το σύμπαν είναι πολύ παλαιότερο από 6.500 χρόνια, διότι μέχρι πριν από μερικούς μήνες βρέθηκε ένα καινούργιο (αστέρι) που είναι δεκαπέντε δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά από την γη. Εάν υπολογίση κανείς ότι ο ήλιος ο δικός μας είναι ενενήντα τέσσερα περίπου εκατομμύρια μίλια μακριά και παίρνει περίπου επτά min για να φτάση ένα φωτόνιο από τον ήλιο στην γη, ένα έτος φωτός πρέπει να υπολογισθή από το επτά sec με ένα χρόνο δηλαδή για να βγάλουμε ένα έτος φωτός. Δηλαδή αν ο ήλιος είναι εννενήντα τέσσερα εκατομμύρια μίλια μακριά, φανταστείτε τι είναι η απόσταση ενός έτους φωτός. Οπότε, αν βάλουμε δεκαπέντε δισεκατομμύρια έτη φωτός, και τα κομπιούτερ θα δυσκολευθούν να βγάλουν τέτοιους αριθμούς. Οπότε, ξέρουμε ότι ο κόσμος είναι τουλάχιστον δεκαπέντε δισεκατομμύρια έτη φωτός ηλικία.


Αυτό σημαίνει ότι η Αγία Γραφή έχει πέσει τελείως έξω στο θέμα της χρονολογήσεως του σύμπαντος. Και το άλλο παράξενο είναι, και δεν ξέρουμε τι υπάρχει πάρα πέρα, δηλαδή, είναι εκείνο που βρήκαν. Ένα χρόνο αργότερα μπορεί να βρούνε [κάτι] που θα είναι δισεκατομμύρια έτη φωτός κ.ο.κ. Τώρα, το πώς προέρχονται από αυτά τα ουράνια σώματα, δεν γνωρίζουμε καν αν υπάρχουν ακόμα. Διότι το φως που έρχεται τώρα, έχει ξεκινήσει πριν από δεκαπέντε δισεκατομμύρια έτη φωτός το ταξίδι για να φθάση στην γη δηλαδή. Οπότε, οι αποστάσεις που υπάρχουν σήμερα στην αστρονομία είναι καταπληκτικές.


Οπότε, η Αγία Γραφή φαίνεται εξ επόψεως επιστημονικής ένας νάνος από γνώσεις, που δεν μας φωτίζει τόσο πολύ επάνω στην σύνθεση του κόσμου του σύμπαντος.


Η σύγκρουση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης, που έγινε στον Μεσαίωνα, ήταν αποτέλεσμα της άγνοιας ότι οι θεούμενοι-θεόπτες Προφήτες, Απόστολοι, Πατέρες δεν κάνουν επιστήμη, αλλά την αποκαλυπτική τους εμπειρία την εκφράζουν μέσα από τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής τους.


Στον Μεσαίωνα οι Ευρωπαίοι είχαν γεωκεντρική αντίληψη περί του σύμπαντος: η γη το κέντρο του σύμπαντος και όλα περιστρέφονται γύρω από την γη. Έρχονται οι πρώτοι αστρονόμοι στην μοντέρνα εποχή και αποδεικνύουν με το τηλεσκόπιο, ο Γαλιλαίος συγκεκριμένα, ότι δεν περιστρέφεται ο ήλιος γύρω από την γη, αλλά η γη γύρω από τον ήλιο. Αυτό το απέδειξε με την παρατήρηση, δεν το απέδειξε με την φιλοσοφία. Οι παρατηρήσεις έγιναν με τα πρώτα τηλεσκόπια που έφτιαξε ο ίδιος. Ήταν πολύ απλή η παρατήρησή τους. Έβλεπε ότι, κάθε έξι μήνες, οι θέσεις των κηλίδων στον ήλιο ταξιδεύουν από την μία άκρη του ήλιου στην άλλη άκρη του ήλιου, κ.ο.κ.


Πάντως, προσέφερε τις θεωρίες του περί ηλίου και ηλιοκεντρισμού, αντιθέτως με τον γεωκεντρισμό. Δεν επείσθησαν τότε οι αρχές και εξουσίες, παρά το γεγονός ότι και δεσποτάδες κοίταζαν από το τηλεσκόπιό του και εξηγούσε τι σημαίνουν οι παρατηρήσεις του. Παρά ταύτα, κόντεψε να καή ως αιρετικός, διότι οι θεωρίες του θέταν θέμα αιρέσεως και ο ίδιος τις ανακάλεσε, για να δηλώση μετάνοια, για να αποφύγη την εκτέλεση κ.ο.κ.


Έκτοτε, δημιουργήθηκε η υποψία ότι γνωστά (πράγματα) στον φυσικό κόσμο δεν είναι όπως τα περιγράφανε οι θεολόγοι κ.ο.κ., αλλά αποδεικνύεται από προσεκτικότερη παρατήρηση, με τη βοήθεια οργάνων που είναι ικανός ο άνθρωπος να κατασκευάση, ότι αλλιώς είναι ο κόσμος και αλλιώς αυτός ο κόσμος περιγράφεται. Ξέρουμε ότι η γη είναι σφαιρική και όχι μια πλάκα. Ήταν μια γνώμη που υπήρχε στην Αλεξάνδρεια, αλλά είχε ξεχασθή.


Αυτό, κατ’ επέκταση, ισχύει και για την σύγχρονη επιστήμη.


Η κβαντομηχανική κατέστρεψε πλέον την έννοια της καθαρής μαθηματικής και φαίνεται σαφώς ότι δεν υπάρχει ούτε ένδειξη πλέον ότι υπάρχει κάτι αμετάβλητο μέσα στον κόσμο. Είναι όλα εν συνεχεί κινήσει και δεν μπορεί κανείς να προδιαγράψη ακριβώς πώς θα λειτουργήση ένα ηλεκτρόνιο μέσα σε ένα ατομο. Το ηλεκτρόνιο δεν προκαθορίζεται πλέον, με την θεωρία του Max Plank (Μαξ Πλανκ). Είναι αποδεδειγμένο πλέον με πειράματα.


[…]


Από πλευράς θεολογίας, δεν μπορούμε να μιλάμε για την πίστη στον Θεό εξ επόψεως αρμονίας του σύμπαντος, αλλά εξ επόψεως της προσωπικής πνευματικής γνώσης.


Θυμάμαι μια φορά ήμουν στην Γενεύη και ήταν ένας δικός μας, της κβαντομηχανικής, ο οποίος με βρήκε στην εκκλησία και με κάλεσε στο σπίτι του μαζί και έναν καθηγητή της Ελλάδος, της αστρονομίας.


Και ήταν πολύ περίεργη η συζήτηση, διότι ο αστρονόμος, φαίνεται επηρεασμένος από τα νειάτα του στο κατηχητικό σχολείο, μιλούσε για την αρμονία του σύμπαντος. Και εγώ λέγω, δεν ξέρω πια αν μπορούμε να μιλήσουμε για αρμονία του σύμπαντος, έχουμε την μελανή οπή τώρα, έχομε μεγάλη αταξία στο σύμπαν και, μάλλον, η αρμονία στο σύμπαν είναι ίσως φαινομενική και ότι ο άνθρωπος κάνει κατάταξη της γνώσεώς του, και η κατάταξη δίνει όψη αρμονίας δηλαδή. Αλλά μπορεί κανείς να βρει πολλά στοιχεία στο σύμπαν που αποδεικνύουν κάποια δυσαρμονία. Δεν υπάρχει απόλυτη αρμονία. Υπάρχει κάτι που μοιάζει με αρμονία και υπάρχουν και πολλά άλλα στοιχεία που είναι ενδεικτικά έλλειψης αρμονίας. Οπότε, όπως τα παλαιότερα χρόνια αποδεικνύανε την ύπαρξη του Θεού με επιχειρήματα από την παλιά αστρονομία, δηλαδή, πριν από αυτόν τον αιώνα, τώρα μπορεί κανείς να αποδείξη ότι δεν υπάρχει Θεός.


Μετά είπα ότι και η κβαντομηχανική μάς λέει καθαρά σήμερα ότι δεν υπάρχει τίποτε το αμετάβλητο, διότι η ίδια η μαθηματική έχει αποδειχθή ότι είναι ένας υπολογισμός, οπότε λέμε περίπου κάτι. Κάθε μέτρηση είναι περίπου μέτρηση. Και μετράμε ή την ορμή, περίπου, ή την θέση, περίπου. Και το πιο ωραίο είναι ότι ο Αϊνστάιν, που νόμιζε ότι τα ηλεκτρόνια έχουν μια αμετάβλητη κίνηση μέσα στο άτομο, αποδεικνύεται τώρα ότι αυτά τα «κολοκύθια» πηδάνε τροχιά κλπ. Οπότε, δεν μπορεί κανείς να υπολογίση μαθηματικά, με ακρίβεια, την πορεία αυτών των πραγμάτων, αλλά υπολογίζει περίπου. Και με αυτό το «περίπου» γίνονται όλοι οι υπολογισμοί από τους σημερινούς φυσικούς κλπ.


Πάντως, δεν επηρεάζει την πίστη μας η εξέλιξη της επιστήμης που διερευνά το σύμπαν και βρίσκει νεώτερα ευρήματα, τα οποία δεν αναφέρονται στην Αγία Γραφή.


[…]


Οι θεόπτες Προφήτες, Απόστολοι, Πατέρες κατέγραφαν την πνευματική τους εμπειρία, για να οδηγήσουν τους μαθητές τους στην προσωπική γνώση του Δημιουργού του κόσμου, όχι για να τους μάθουν επιστημονικές γνώσεις για τον κόσμο. Αυτό είναι το ουσιώδες σημείο της Αγίας Γραφής.


Και δεν είναι σκοπός των θεοπνεύστων νοημάτων να αποκαλύψουν τίποτε περί της ουσίας των κτιστών, του σύμπαντος. Οπότε, ολόκληρο το θέμα περί θετικών επιστημών κ.ο.κ έχει σχέση με την θεολογία, αλλά η θεολογία δεν φωτίζει εκείνα τα άλλα θέματα.


Επομένως, ο σκοπός των νοημάτων της Αγίας Γραφής είναι καθαρά ασκητικός, όχι επιστημονικός. Να ανιχνεύσουμε, δηλαδή, από τα νοήματα από τι συντίθεται η ύλη και τα ουράνια σώματα και πώς λειτουργεί η δομή του σύμπαντος. Δεν είναι αυτός ο σκοπός αυτών των νοημάτων.


Ο σκοπός όμως των νοημάτων είναι, ότι εκτός από το να μας οδηγούν ασκητικά προς τον Θεό, μέσω της καθάρσεως, του φωτισμού να μας οδηγούν προς την θέωση. Εκτός από αυτόν τον σκοπό, τα νοήματα αυτά έχουν σκοπό να μας διασαφηνίσουν την σχέση μεταξύ του ακτίστου και του κτιστού, ώστε να γνωρίζουμε ότι το άκτιστο είναι εξ ουδενός, διότι ο Πατήρ είναι εξ ουδενός, ο Υιός είναι εκ του Πατρός, το Πνεύμα το Άγιον είναι εκ του Πατρός, ότι οι ενέργειες είναι από τον Πατέρα δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι κλπ. Αυτά είναι τα άκτιστα κλπ. και η σχέση του κτιστού προς τα άκτιστα. Τα κτίσματα είναι εκ του μηδενός.


Οπότε, από την εμπειρία της θεώσεως οι Πατέρες γνωρίζουν περί της σχέσεως του κτιστού και του ακτίστου, όχι μόνο περί υπάρξεως ακτίστου και κτιστού, αλλά και την σχέση γνωρίζουν. Δεν σημαίνει όμως, ότι γνωρίζουν και μανθάνουν την ουσία του Θεού ούτε και την ουσία των κτιστών.



*Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης (1927-2001), ένας από τους μεγαλύτερους διδασκάλους της Ορθόδοξης θεολογίας στον αιώνα που μας πέρασε, δεν μας άφησε μεγάλο συγγραφικό έργο και δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τη Δογματική του. Το έργο αυτό το ανέλαβε ο σεβασμιότατος μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, στη μητρόπολη του οποίου ήταν εγγεγραμμένος ο π. Ιωάννης στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο κ. Ιερόθεος, μετά από μελέτη είκοσι χρόνων, επέλεξε αποσπάσματα από ομιλίες και παραδόσεις του π. Ιωάννη που απομαγνητοφώνησαν διάφοροι συνεργάτες του και συνέθεσε τη δίτομη «Εμπειρική δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη», που εκδόθηκε το 2010 και το 2011 από την Ι. Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας). Από τον δεύτερο τόμο αυτού του έργου επιλέξαμε το πέμπτο υποκεφάλαιο του πρώτου κεφαλαίου του δεύτερου μέρους (σσ. 119-125, στο βιβλίο έχει τίτλο «Η καταγραφή της αποκαλυπτικής εμπειρίας») και το παρουσιάζουμε εδώ, παραλείποντας δυο τμήματα (τα επισημαίνουμε με […]), δύο παραγράφων το καθένα, που αναφέρονται σε μια συζήτηση μ’ έναν αγγλικανό επίσκοπο και μιαν άλλη μ’ έναν Άγγλο αστρονόμο, γιατί δεν προσθέτουν κάτι ιδιαίτερο στο θέμα όπως το πραγματεύεται ο π. Ιωάννης.


Επειδή ο π. Ιωάννης μεγάλωσε και σπούδασε στην Αμερική, έκανε κάποια λάθη στον χειρισμό της νεάς ελληνικής, κυρίως όταν πραγματευόταν μη θεολογικά θέματα, όπως φαίνεται και στα αποσπάσματα που παρατίθενται. Όμως, ο προφορικός λόγος του απομαγνητοφωνημένος, αν και έχει αρκετές επαναλήψεις, μας αποζημιώνει με τη ζωντάνια και την αμεσότητά του. Το υποκεφάλαιο που παραθέτουμε συντίθεται από πολλά αποσπάσματα ομιλιών τα οποία ξεχωρίζουμε με την εναλλαγή κανονικών και πλάγιων τυπογραφικών στοιχείων.


Ευχαριστίες στον Theo για το "υλικό" και την επιμέλεια.


πηγή: Αντίφωνο