«Ὅταν λοιπὸν θὰ δοῦν πολλοὶ λαοὶ καὶ ἔθνη τέτοιες ἀρετὲς καὶ τέτοια θαύματα, ὅλοι τους θὰ συμφωνήσουν καὶ θὰ τὸν ἀνακηρύξουν βασιλιὰ μὲ μεγάλη χαρά, λέγοντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλο· «Μήπως λοιπὸν ὑπάρχει ἄλλος τόσο πολὺ ἀγαθὸς καὶ δίκαιος ἄνθρωπος;». Θὰ ἀνυψωθεῖ μάλιστα ἀμέσως ἢ βασιλεία του, καὶ θὰ πατάξει μὲ θυμὸ τρεῖς μεγάλους βασιλεῖς. Στὴ συνέχεια θὰ ὑπερηφανευθεῖ ἢ καρδιά του, καὶ θὰ ξεράσει ὁ Δράκοντας τὴν πικρότητά του. Θὰ ταράξει τὴν οἰκουμένη καὶ θὰ κινήσει τὸ πέρατα τοῦ κόσμου· θὰ προξενήσει θλίψη σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ θὰ μολύνει τὶς ψυχές. «Ὄχι πιὰ σὰν εὐλαβής, ἀλλὰ σὲ ὅλα σκληρὸς πρὸς ὅλους, ἀπότομος, ὀργίλος, θυμώδης, φοβερός, ἐμπαθής, τρομερός, ἄσχημος, μισητός, σιχαμερός, ἄγριος, ὀλέθριος, ἀδιάντροπος καὶ πρόθυμος νὰ ρίξει μέσα στὸ λάκκο τῆς ἀσέβειας ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Πληθύνει τὰ θαύματα τοῦ ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, μὲ ψευτιὰ καὶ ὄχι μὲ ἀλήθεια. Ἐνῷ θὰ παραβρίσκονται καὶ ἄλλα πολλὰ πλήθη, καὶ θὰ τὸν ἐπευφημοῦν γιὰ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες του, θὰ φωνάξει δυνατά, ὥστε νὰ σαλευθεῖ ὁ τόπος, ὅπου τὰ πλήθη στέκονται μπροστὰ τοὺ· «Γνωρίστε, ὅλοι οἱ λαοί, τὴ δύναμή μου καὶ τὴν ἐξουσία μου». Θὰ μετακινεῖ βουνὰ μπροστὰ στὰ μάτια αὐτῶν ποὺ τὰ βλέπουν καὶ θὰ ἀνυψώνει νησιὰ ἀπὸ τὴ θάλασσα· ὅλα ὅμως θὰ τὰ κάνει μὲ ἀπάτη καὶ μὲ φαντασία, καὶ ὄχι ἀληθινά, ἀλλὰ ἀπεναντίας θὰ πλανᾷ τὸν κόσμο καὶ θὰ ἐξαπατᾷ μὲ τὶς φανταστικὲς τερατουργίες τὰ σύμπαντα. Πολλοὶ θὰ πιστεύσουν καὶ θὰ τὸν δοξάσουν, σὰν ἰσχυρὸ θεό.
Τότε θὰ θρηνήσει φοβερὰ καὶ θὰ στενάξει κάθε ψυχή. Τότε ὅλοι θὰ ἀντικρίσουν μία ἀπαρηγόρητη θλίψη, ποὺ θὰ τοὺς κράτα νύχτα καὶ μέρα, καὶ δὲ θὰ βρίσκουν πουθενὰ τρόπο νὰ χορτάσουν ἀπὸ τροφή. Διότι θὰ τοποθετηθοῦν σὲ κάθε τόπο κυβερνῆτες σκληροί· καὶ ἂν κάποιος ἔχει τὴ σφραγίδα τοῦ τυράννου χαραγμένη στὸ μέτωπο ἢ στὸ δεξί του χέρι, θὰ ἀγοράζει λίγα τρόφιμα ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ θὰ ὑπάρχουν. Τότε θὰ πεθαίνουν τὰ νήπια στὴν ἀγκαλιὰ τῶν μανάδων τους· θὰ πεθαίνει ἐπίσης ἡ μάνα πάνω ἀπὸ τὸ παιδί της· θὰ πεθαίνει ἐπίσης ὁ πατέρας μαζὶ μὲ τὴ γυναῖκα του καὶ τὰ παιδιά του στὴν ἀγορά, καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει ἐκεῖνος ποὺ θὰ τοὺς μαζέψει καὶ θὰ τοὺς βάλει στὸ μνῆμα. Ἀπὸ τὰ πολλὰ πτώματα, ποὺ θὰ πετιοῦνται στὶς πλατεῖες, θὰ βγαίνει παντοῦ δυσωδία, ποὺ θὰ βασανίζει φοβερὰ τοὺς ζωντανούς. Τὸ πρωὶ ὅλοι θὰ λένε μὲ λύπη καὶ στεναγμούς· «Πότε θὰ βραδιάσει, γιὰ νὰ βροῦμε ἀνακούφιση;». Καὶ ὅταν ἐπίσης θὰ ἔρθει τὸ βράδυ, θὰ λένε μεταξύ τους μὲ πολὺ πικρὰ δάκρυα· «Πότε λοιπὸν θὰ φέξει, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴ θλίψη ποὺ μᾶς πιέζει;». Καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει τόπος, ὅπου νὰ φύγουν ἢ νὰ κρυφθοῦν διότι τὰ πάντα ἔχουν ταραχθεῖ: ἢ θάλασσα καὶ ἢ ξηρά. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος· «Νὰ ἀγρυπνᾶτε, παρακαλώντας ἀδιάκοπα νὰ ἀποφύγετε τὴ θλίψη».
Θὰ ὑπάρχει δυσωδία στὴ θάλασσα, δυσωδία ἐπάνω στὴ γῆ, πεῖνες, σεισμοί. Θὰ ὑπάρχει ταραχὴ στὴ θάλασσα, ταραχὴ ἐπάνω στὴ γῆ· φοβερὰ πράγματα στὴ θάλασσα, φοβερὰ πράγματα ἐπάνω στὴ γῆ. Τὸ πολὺ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι καὶ τὰ μεταξωτὰ ἐνδύματα καθόλου δὲ θὰ ὠφελήσουν κάποιον σ᾿ ἐκείνη τὴ θλίψη, ἀλλὰ ἀπεναντίας ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ μακαρίζουν τοὺς νεκροὺς ποὺ θάφτηκαν προτοῦ νὰ ἔρθει ἢ μεγάλη θλίψη ἐπάνω στὴ γῆ. Διότι θὰ πετιέται στὶς πλατεῖες καὶ τὸ χρυσάφι καὶ τὸ ἀσήμι, καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὰ ἀγγίξει, ἐπειδὴ ὅλα θὰ εἶναι ἀνεπιθύμητα· ἀλλὰ ἀπεναντίας ὅλοι θὰ σπεύδουν νὰ φύγουν καὶ νὰ κρυφθοῦν, καὶ δὲ θὰ ὑπάρχει γι᾿ αὐτοὺς πουθενὰ τόπος νὰ κρυφθοῦν ἀπὸ τὴ θλίψη. Ἀλλὰ ἀκόμη μαζὶ μὲ τὴν πείνα καὶ τὴ θλίψη καὶ τὸ φόβο, θὰ ὑπάρχουν θηρία καὶ ἑρπετὰ σαρκοφάγα, ποὺ θὰ δαγκώνουν τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ μέσα φόβος καὶ ἀπὸ ἔξω τρόμος, καὶ τὴ νύχτα καὶ τὴ μέρα. Στὶς πλατεῖες θὰ ὑπάρχουν πτώματα. Στὶς πλατεῖες θὰ ὑπάρχει δυσωδία, στὰ σπίτια θὰ ὑπάρχει δυσωδία. Στὶς πλατεῖες πεῖνα καὶ δίψα, στὰ σπίτια πεῖνα καὶ δίψα. Στὶς πλατεῖες φωνὴ θρήνου, στὰ σπίτια φωνὴ θρήνου. Στὶς πλατεῖες θόρυβος, στὰ σπίτια θόρυβος. Θὰ συναντᾷ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο μὲ θρῆνο· ὁ πατέρας τὸ παιδί του, καὶ ὁ γιὸς τὸν πατέρα· ἢ μητέρα τὴν κόρη της. Οἱ φίλοι θὰ ξεψυχοῦν στὶς πλατεῖες ἀγκαλιασμένοι μὲ τοὺς φίλους, καὶ οἱ ἀδελφοὶ θὰ πεθαίνουν ἀγκαλιασμένοι μὲ τοὺς ἀδελφούς. Θὰ μαραθεῖ καὶ ἢ ὀμορφιὰ ἀπὸ τὰ πρόσωπα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, καὶ θὰ γίνει ἡ ὄψη τους, σὰν ὄψη νεκροῦ. Θὰ γίνει σιχαμερὴ καὶ μισητὴ καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῶν γυναικῶν. Θὰ μαραθοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ ἢ ἐπιθυμία τῶν ἀνθρώπων.
«Ὅλοι μάλιστα ὅσοι ὑπάκουσαν στὸ φοβερὸ θηρίο καὶ δέχθηκαν τὴ σφραγίδα του, τὸ ἀσεβὲς χάραγμα τοῦ ἀχρείου θηρίου, θὰ τρέχουν σ᾿ αὐτὸ γιὰ βοήθεια καὶ συγχρόνως θὰ λένε μὲ πόνο «Δῶσε μας νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε, διότι πεθαίνουμε ὅλοι, πιεζόμενοι ἀπὸ τὴν πεῖνα· καὶ ἀπομάκρυνε ἀπὸ μᾶς τὰ φαρμακερὰ θηρία». Καὶ ἀδυνατώντας νὰ ἀνταποκριθεῖ ὁ ἄθλιος, θὰ ἀπαντήσει μὲ πολλὴ σκληρότητα, λέγοντας· «Ἀπὸ ποῦ ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω νὰ φᾶτε καὶ νὰ πιεῖτε, ἄνθρωποι; Ὁ οὐρανὸς δὲ θέλει νὰ δώσει βροχὴ στὴ γῆ· καὶ ἡ γῆ ἐπίσης δὲν ἔδωσε διόλου θερισμὸ ἢ γεννήματα». Καὶ ἀκούγοντάς τα αὐτὰ οἱ λαοί, θὰ πενθήσουν καὶ θὰ κλάψουν, ἐπειδὴ δὲ θὰ ἔχουν διόλου παρηγοριὰ στὴ θλίψη τους, ἀλλὰ ἀπεναντίας θὰ ἀκολουθήσει ἐπάνω στὴ θλίψη τοὺς ἀνείπωτη θλίψη, διότι τόσο πρόθυμα πίστευσαν στὸν τύραννο. Διότι ἐκεῖνος ὁ ἄθλιος δὲν ἔχει τὴ δύναμη οὔτε τὸν ἑαυτό του νὰ βοηθήσει- καὶ πῶς θὰ μπορέσει νὰ ἐλεήσει αὐτούς; Ἐκεῖνες τὶς μέρες θὰ ὑπάρχει μεγάλη δυσκολία ἀπὸ τὴν πολλὴ πίεση τοῦ Δράκοντα καὶ ἀπὸ τὸ φόβο καὶ ἀπὸ τὸ σεισμὸ καὶ ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς θάλασσας καὶ ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ ἀπὸ τὴ δίψα καὶ ἀπὸ τὰ δαγκώματα τῶν θηρίων. «Ὅλοι μάλιστα ὅσοι δέχθηκαν τὴν σφραγίδα τοῦ Ἀντιχρίστου καὶ τὸν προσκύνησαν, σὰν τὸν ἀγαθὸ Θεό, δὲ θὰ ἔχουν κανένα μερίδιο στὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ἀπεναντίας θὰ πεταχτοῦν μαζὶ μὲ τὸν Δράκοντα στὴ γέεννα.


 anavaseis