Σύντομη βιογραφία: O όσιος πατέρας μας Πέτρος, που χρημάτισε επίσκοπος Δαμασκού, έζησε στα χρόνια της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου κατά το έτος 775. Αυτός λοιπόν, ασκώντας πρώτα το μοναχικό και αναχωρητικό βίο, ζούσε με τόση ακτημοσύνη, ώστε ούτε βιβλίο δικό του δεν είχε, όπως μαρτυρεί ο ίδιος για τον εαυτό του.
Φιλοκαλία Γ΄Παίρνοντας ωστόσο από άλλους τα βιβλία, εννοώ της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, των μεγάλων διδασκάλων της Εκκλησίας και όλων γενικά των άλλων νηπτικών και θεοφόρων Πατέρων, έδειξε τέτοια φιλοπονία, ώστε, μελετώντας νύχτα - μέρα το νόμο του Κυρίου και πίνοντας από τα ζωοποιά νερά του, αναδείχθηκε δένδρο αληθινά ψηλό και ουράνιο, κατά τον Ψαλμωδό (Ψαλμ. 1, 3), φυτεμένο σ' αυτές τούτες τις πηγές των νερών του Πνεύματος.
Με μιά διαφορά: το δένδρο δίνει τον καρπό του σε μιά μόνον εποχή· το άλλο όμως δένδρο, ο όσιος Πέτρος, δεν έκανε το ίδιο, αλλά, μένοντας αδιάκοπα και αμείωτα θαλερό, έδωσε όλες τις εποχές πνευματικούς καρπούς ωραίους στην όψη, γλυκούς στη γεύση, ευωδιαστούς στην όσφρηση, που χορταίνουν κάθε αίσθηση σώματος και ψυχής με την αθάνατη και ευωδιαστή γλυκύτητα που αναδίδουν.
Ο όσιος πατέρας, όσο ζούσε, απέδωσε πολλούς και μεγάλους καρπούς με τους ασκητικούς κόπους του. Κατά το θάνατό του απέδωσε περισσότερους και μεγαλύτερους, καθώς έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου· γιατί, ελέγχοντας την κακόδοξη αίρεση των Αράβων και των Μανιχαίων, τιμωρήθηκε με κόψιμο της γλώσσας από τον Ουαλίδ, γιο του αρχηγού των Αράβων Ισήμ, και εξορίστηκε στην ευδαίμονα Αραβία, όπου τελείωσε τη ζωή του μιλώντας καθαρά και ιερουργώντας. Μετά δε το θάνατό του αποδίδει πάρα πολλούς και υπερβολικά μεγάλους καρπούς με το αληθινά πανέμορφο και πανάρετο αυτό βιβλίο, που μας άφησε σαν κάποια πατρική και αναφαίρετη κληρονομιά.
Το βιβλίο του αυτό το φιλοπόνησε με τέχνη και τόση χάρη, που δέ λέγεται. Και είναι κοινή και ψυχωφελέστατη παρότρυνση για όλες τις αρετές, θησαυροφυλάκιο των θεωριών, συστοιχία των πνευματικών χαρισμάτων, όρος των θείων μακαρισμών, βάση της σωματικής ασκήσεως, λεπτότατη ανατομία των επιμέρους παθών, κέρας της ασκητικής Αμάλθειας, ταμείο της θείας γνώσεως και σοφίας και, με μιά λέξη, συγκεφαλαίωση της ιερής νήψεως.
Βλέποντας λοιπόν κι εμείς ότι το βιβλίο αυτό είναι συγγενικό με τη Φιλοκαλία και ότι συμβάλλει πάρα πολύ στο σκοπό που επιδιώκομε, κρίναμε αναγκαιότατο να το εντάξομε σ' αυτήν, σαν μικρό κύκλο σε μεγάλο κύκλο, όπως θα έλεγε έξυπνα κάποιος, και σαν συνεπτυγμένη Φιλοκαλία στην εκτενή Φιλοκαλία.
Μας φάνηκε απαράδεκτο να χωρίσομε το βιβλίο αυτό —που είναι, όπως είπαμε, μια συσσώρευση τόσων πνευματικών καρπών— από το θείο χορό των ιερών Νηπτικών· αλλιώς, και το ίδιο το βιβλίο θα μας κατηγορούσε για την απειροκαλία μας, μην υποφέροντας με κανένα τρόπο το χωρισμό του από τους γνώριμους και αγαπητούς του Πατέρες.
Αν το χωρίζαμε, θα κολοβώναμε στο σημείο αυτό την όλη Φιλοκαλία, η οποία απαιτεί ως αναγκαία την παρουσία αυτού του βιβλίου· επίσης, θ' αποστερούσαμε τους αδελφούς από τόση ωφέλεια —γιατί πάντα η προσθήκη των καλών είναι φυσικό να κάνει μεγαλύτερη την ευεργεσία.
Αν λοιπόν κανείς επιθυμεί ν' αποκτήσει τα δύο φτερά του πνευματικού περιστεριού, που και ο Δαβίδ παλιά ζητούσε αλλά δεν εύρισκε (Ψαλμ. 54, 7), ας διαβάζει το βιβλίο αυτό με φιλοπονία. Και θα βρει σ' αυτό με θαυμαστό τρόπο, από τη μιά το φτερό της πράξεως ασημωμένο ολόκληρο, κι από την άλλη το φτερό της θεωρίας όλο χρυσό. Με τα δύο αυτά φτερά, θα φύγει απ' όλα τα γήινα, θα πετάξει στους αιθέρες και, κουρνιάζοντας σαν καλό περιστέρι στις ουράνιες φωλιές, θα αναπαυθεί στην ουράνια μακαριότητα.
Εισαγωγικά σχόλια: Σαν μια «φιλοκαλία μέσα στη Φιλοκαλία» χαρακτηρίζουν το έργο του οσίου πατέρα της Ορθοδοξίας Πέτρου του Δαμασκηνού οι εκδότες της Φιλοκαλίας, όχι φυσικά για την έκταση που καταλαμβάνει μέσα στα φιλοκαλικά κείμενα, αλλά γιατί καλύπτει όλες τις πλευρές της ασκητικής και νηπτικής γραμματείας.
Και αυτό επαληθεύεται από το πλήθος των πηγών που χρησιμοποιεί ο Άγιος, όσες αναφέρει και όσες αποσιωπά, που βρίσκονται όμως όλες μέσα στην πολύφωνη αρμονία της πνευματικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι ο ίδιος ένας αντιγραφεύς ξένων συγγραφών, αλλά ότι κρύβει τον εαυτό του έντεχνα πίσω από τους προ αυτού Αγίους, για να κενώσει τον πλούτο των προσωπικών του εμπειριών, κι έτσι να θεμελιωθεί στο κύρος και την αυθεντία τους, αλλά κι αυτός να εξαφανισθεί από τη βαθειά ταπείνωσή του, παρουσιαζόμενος μονάχα σαν ένας συμπιλητής πατερικών κειμένων.
Και ότι μεν το θειότατον έργο του οσίου πατέρα μας είναι καρπός αγιοπνευματικής εμπειρίας, βεβαιούμενον από τους μεγάλους διδασκάλους της Εκκλησίας και επικυρούμενον από τους θεοφόρους Νηπτικούς των ερήμων, αυτό δεν επιδέχεται καμία αντίρρηση ή έστω απλήν επιφύλαξη.
Μπορεί όμως κανείς, χωρίς να αμαρτήσει ή να προσκρούσει στην αλήθεια της Εκκλησίας, να διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις ως προς την ταυτότητα του γεννήτορα των κειμένων αυτών και του αιώνα στον οποίον έζησε, ασκήθηκε, άγιασε και εκοιμήθη εν Κυρίω.
Οι ανθολόγοι της Φιλοκαλίας, αναζητούντες πνευματικούς θησαυρούς στις χειρόγραφες βιβλιοθήκες των μοναστηριών του Αγίου Όρους —σε μια εποχή που ήσαν ανοργάνωτες— επέλεγαν χειρόγραφους κώδικες, που περιείχαν έργα πατέρων με ανέλεγκτα ονόματα, που είχαν τεθεί από ολιγογράμματους συνήθως μοναχούς αντιγραφείς κωδίκων. Τους διάβαζαν, διαπίστωναν το πνευματικό και ορθόδοξο περιεχόμενό τους, και ύστερα από μια αντιβολή με άλλους κώδικες, ετοίμαζε φιλολογικώς το κείμενο για έκδοση ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, όπως προκύπτει από τη βιογραφία του.
Και χρόνο και τα μέσα δεν είχαν για ιστορική έρευνα. Τους αρκούσε ότι ήταν έργο, που ευωδίαζε από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ότι απέδιδε την Νηπτική εμπειρία και τέλος, με τα ορθόδοξα κριτήρια των εκδοτών, ήταν κατάλληλο να ενσωματωθεί στο σώμα της Φιλοκαλίας.
Για την παρούσα επανέκδοση σε μετάφραση, δεν δημιουργείται κανένα πρόβλημα, αν η ιστορική έρευνα, στηριζόμενη σε δύο χρονολογημένους χειρόγραφους κώδικες, τοποθετεί τα κείμενα του οσίου Πέτρου στις αρχές του 12ου αιώνα. Και φαίνεται η άποψη αυτή πολύ πειστική, αφού αναφέρονται ονομαστικώς τα δύο αυτά έργα με τον τίτλο: «Υπόμνησις προς την εαυτού ψυχήν» και «Λόγοι κατ' αλφάβητον», που απέβλεπαν να οικοδομήσουν τους μοναχούς, κυρίως τους ησυχαστές, αλλά και γενικώτερα τους ασκητές όλων των μορφών του μοναχικού βίου. Επομένως δεν υπηρετεί τους σκοπούς της Φιλοκαλίας η ενασχόληση γύρω από το πρόσωπο και την εποχή που καταγράφηκαν αυτά τα χαριτωμένα κείμενα.
Ο άγιος συγγραφεύς δεν ακολουθεί σαν υποτακτικός τους προ αυτού θείους Πατέρες, αλλά συμπορεύεται μαζί τους, αντλεί απ' αυτούς ανάλογα με τη δεκτικότητά του και με τις ιδιότυπες προσωπικές κλίσεις του, αλλά και εναρμονίζεται με τις θεοειδείς εμπειρίες τους, στο βαθμό που δύναται. Είναι ο ίδιος και μιμητής και αρχέτυπο. Μιμητής, όσο να φθάσει στην οικείωση των εμπειριών των θείων διδασκάλων, δάσκαλος ο ίδιος με τη σχετική πληρότητά του σε θεία πνευματική πείρα, «πάσχοντας τα θεία».
Η αγιότης τι άλλο είναι από φως και γνώση και ζωή εν Χριστώ; Και ο όσιός μας, ευρισκόμενος μέσα στο θαβώρειο, άκτιστο φως, σε μέθη πνευματική, σε αλαλαγμούς ψυχικούς, σε θείο και πνευματικό όργιο πνευματικών ερώτων, είχε τόσο αποξενωθεί από τον κόσμο, ώστε ούτε ένα βιβλίο δεν είχε δικό του, ζώντας στην αίσθηση, ότι κατείχε τα σύμπαντα, αφού κατείχε και κατείχετο από τον Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου και των κόσμων. Γι' αυτό και θρηνεί, όπως ο Δαβίδ και ο μέγας Παύλος, από ανυπόμονη νοσταλγία να ολοκληρώσει το θείο πόθο του, απολαμβάνοντας «εκτυπώτερον» το πρόσωπο του Θεού του, όπως καταφαίνεται σε μιά εκτεταμένη προσευχή.
Και ενώ «συνείχετο εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι», ενώ κυριολεκτικά ελούζετο με τα δάκρυά του μέσα στο ερωτικό του πένθος, όμως η αγάπη του προς τους αδελφούς του του διχάζει την ψυχή, και υποστέλλεται φιλάδελφα. Και αφήνει τους κρουνούς της πνευματικής πείρας του να δροσίσουν τις φλεγόμενες ψυχές των συναδέλφων του μοναστών, αρχίζοντας από την τάξη των αρχαρίων και «εισαγωγικών», περνώντας από τους μέσους, για να καταλήξει στους τελειότερους, που παρά ταύτα είχαν ανάγκη να διασφαλισθούν από τους κινδύνους και τις μεθοδείες των δαιμόνων.
Με συνεχή αυτομεμψία και συνεχόμενος, για την ασφάλειά του, από τη φωτιστική χάρη της ταπεινώσεως, εκθέτει τη θεόσοφη διδασκαλία του με σαφήνεια, με χάρη, με απόλυτη βεβαιότητα, δίνοντας κανόνες μοναχικής ζωής, συνεχώς παραπέμποντας στους θεοφόρους Πατέρες και κινούμενος με άνεση μεταξύ των πρακτικών, των θεωρητικών και των τελειότερων μορφών της εν Χριστώ ζωής, που ασκείται στις ερήμους ως Ησυχία, σαν μύστης που ήταν της τελειοποιού ησυχίας.
Και βλέπει κανείς στα πατερικά κείμενα τον χρυσό κανόνα της μεσότητος, που λόγω εσωτερικής ειρήνης και απλέτου φωτός, εκφράζονται σ' αυτά οι Όσιοι με συμμετρία, χωρίς παρεκκλίσεις, υπερβολές και ελλείψεις, αλλά με χαρμολύπη, με χαροποιό πένθος, με σεβασμό και με πόθο, με έρωτα και ταπείνωση, για να τηρηθεί η οφειλομένη στάση της μεταμορφωμένης, αλλά αδαμιαίας φύσεως.
Ο όσιος Πέτρος, για να κάνει τη διδασκαλία του πιο μεθοδική και πιο καταληπτή, την χώρισε σε δύο συγγενείς ενότητες· την πρώτη, σαν υπόμνηση στον εαυτό του, και τη δεύτερη στους 24 λόγους με αλφαβητική σειρά, όπου και στη μία και την άλλη εξετάζονται θέματα πρακτικά, θεωρητικά και θεολογικά, αναλύοντας και παρουσιάζοντας τις διάφορες πλευρές τους και συνεχώς αναφέροντας ένα μεγάλο αριθμό Αγίων. Με τη μέθοδο αυτή, όχι μονάχα επικυρώνει την αλήθεια της διδασκαλίας του, αλλά αποδεικνύει και την καθολικότητά της, αφού δεν αφήνει περιθώρια υποψίας, οτι υφίσταται την επίδραση κάποιου από τους θεοειδείς Πατέρες, αναδεικνύοντας εμμέσως την μεταξύ τους «συμφωνία».
Εξ άλλου η εξέταση για τα πάθη, τις αρετές, τις πνευματικές θεωρίες, γίνονται όλα με τάξη και μεθοδικά, ώστε κάθε κεφάλαιο και κάθε λόγος να φωτίζεται με το φως του Αγίου Πνεύματος και να βεβαιώνει «χάριτι τας καρδίας». Είναι δέ τόση η παραγόμενη πνευματική αίσθηση από τις θεόσοφες αυτές συγγραφές, όση δοκίμασαν οι ανθολόγοι της Φιλοκαλίας, και περιέγραψαν με λιτότητα στο συνοπτικό βιογραφικό σημείωμα, που προτάσσουν και διακηρύσσουν, ότι δεν θεωρούσαν σωστό να μη τις συγκαταλέξουν στα θεία φιλοκαλικά κείμενα.
«Γεύσασθε και ίδετε», θα συνιστούσαμε, τελικά, στους αδελφούς αναγνώστες, γιατί φρονούμε, ότι θα εύρουν μέσα από τη διδασκαλία και τις υποδείξεις του οσίου Πέτρου αυτόν τον Χριστό, που είναι το κέντρον της ζωής των Ορθοδόξων και που μέσα στο άπειρο και άκτιστο φως Του ζούσε ο θεοειδής συγγραφεύς των ιερών αυτών κειμένων.
--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 63-67)
Εισαγωγικά σχόλια: Σαν μια «φιλοκαλία μέσα στη Φιλοκαλία» χαρακτηρίζουν το έργο του οσίου πατέρα της Ορθοδοξίας Πέτρου του Δαμασκηνού οι εκδότες της Φιλοκαλίας, όχι φυσικά για την έκταση που καταλαμβάνει μέσα στα φιλοκαλικά κείμενα, αλλά γιατί καλύπτει όλες τις πλευρές της ασκητικής και νηπτικής γραμματείας.
Και αυτό επαληθεύεται από το πλήθος των πηγών που χρησιμοποιεί ο Άγιος, όσες αναφέρει και όσες αποσιωπά, που βρίσκονται όμως όλες μέσα στην πολύφωνη αρμονία της πνευματικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι είναι ο ίδιος ένας αντιγραφεύς ξένων συγγραφών, αλλά ότι κρύβει τον εαυτό του έντεχνα πίσω από τους προ αυτού Αγίους, για να κενώσει τον πλούτο των προσωπικών του εμπειριών, κι έτσι να θεμελιωθεί στο κύρος και την αυθεντία τους, αλλά κι αυτός να εξαφανισθεί από τη βαθειά ταπείνωσή του, παρουσιαζόμενος μονάχα σαν ένας συμπιλητής πατερικών κειμένων.
Και ότι μεν το θειότατον έργο του οσίου πατέρα μας είναι καρπός αγιοπνευματικής εμπειρίας, βεβαιούμενον από τους μεγάλους διδασκάλους της Εκκλησίας και επικυρούμενον από τους θεοφόρους Νηπτικούς των ερήμων, αυτό δεν επιδέχεται καμία αντίρρηση ή έστω απλήν επιφύλαξη.
Μπορεί όμως κανείς, χωρίς να αμαρτήσει ή να προσκρούσει στην αλήθεια της Εκκλησίας, να διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις ως προς την ταυτότητα του γεννήτορα των κειμένων αυτών και του αιώνα στον οποίον έζησε, ασκήθηκε, άγιασε και εκοιμήθη εν Κυρίω.
Οι ανθολόγοι της Φιλοκαλίας, αναζητούντες πνευματικούς θησαυρούς στις χειρόγραφες βιβλιοθήκες των μοναστηριών του Αγίου Όρους —σε μια εποχή που ήσαν ανοργάνωτες— επέλεγαν χειρόγραφους κώδικες, που περιείχαν έργα πατέρων με ανέλεγκτα ονόματα, που είχαν τεθεί από ολιγογράμματους συνήθως μοναχούς αντιγραφείς κωδίκων. Τους διάβαζαν, διαπίστωναν το πνευματικό και ορθόδοξο περιεχόμενό τους, και ύστερα από μια αντιβολή με άλλους κώδικες, ετοίμαζε φιλολογικώς το κείμενο για έκδοση ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, όπως προκύπτει από τη βιογραφία του.
Και χρόνο και τα μέσα δεν είχαν για ιστορική έρευνα. Τους αρκούσε ότι ήταν έργο, που ευωδίαζε από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ότι απέδιδε την Νηπτική εμπειρία και τέλος, με τα ορθόδοξα κριτήρια των εκδοτών, ήταν κατάλληλο να ενσωματωθεί στο σώμα της Φιλοκαλίας.
Για την παρούσα επανέκδοση σε μετάφραση, δεν δημιουργείται κανένα πρόβλημα, αν η ιστορική έρευνα, στηριζόμενη σε δύο χρονολογημένους χειρόγραφους κώδικες, τοποθετεί τα κείμενα του οσίου Πέτρου στις αρχές του 12ου αιώνα. Και φαίνεται η άποψη αυτή πολύ πειστική, αφού αναφέρονται ονομαστικώς τα δύο αυτά έργα με τον τίτλο: «Υπόμνησις προς την εαυτού ψυχήν» και «Λόγοι κατ' αλφάβητον», που απέβλεπαν να οικοδομήσουν τους μοναχούς, κυρίως τους ησυχαστές, αλλά και γενικώτερα τους ασκητές όλων των μορφών του μοναχικού βίου. Επομένως δεν υπηρετεί τους σκοπούς της Φιλοκαλίας η ενασχόληση γύρω από το πρόσωπο και την εποχή που καταγράφηκαν αυτά τα χαριτωμένα κείμενα.
Ο άγιος συγγραφεύς δεν ακολουθεί σαν υποτακτικός τους προ αυτού θείους Πατέρες, αλλά συμπορεύεται μαζί τους, αντλεί απ' αυτούς ανάλογα με τη δεκτικότητά του και με τις ιδιότυπες προσωπικές κλίσεις του, αλλά και εναρμονίζεται με τις θεοειδείς εμπειρίες τους, στο βαθμό που δύναται. Είναι ο ίδιος και μιμητής και αρχέτυπο. Μιμητής, όσο να φθάσει στην οικείωση των εμπειριών των θείων διδασκάλων, δάσκαλος ο ίδιος με τη σχετική πληρότητά του σε θεία πνευματική πείρα, «πάσχοντας τα θεία».
Η αγιότης τι άλλο είναι από φως και γνώση και ζωή εν Χριστώ; Και ο όσιός μας, ευρισκόμενος μέσα στο θαβώρειο, άκτιστο φως, σε μέθη πνευματική, σε αλαλαγμούς ψυχικούς, σε θείο και πνευματικό όργιο πνευματικών ερώτων, είχε τόσο αποξενωθεί από τον κόσμο, ώστε ούτε ένα βιβλίο δεν είχε δικό του, ζώντας στην αίσθηση, ότι κατείχε τα σύμπαντα, αφού κατείχε και κατείχετο από τον Δημιουργό του σύμπαντος κόσμου και των κόσμων. Γι' αυτό και θρηνεί, όπως ο Δαβίδ και ο μέγας Παύλος, από ανυπόμονη νοσταλγία να ολοκληρώσει το θείο πόθο του, απολαμβάνοντας «εκτυπώτερον» το πρόσωπο του Θεού του, όπως καταφαίνεται σε μιά εκτεταμένη προσευχή.
Και ενώ «συνείχετο εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι», ενώ κυριολεκτικά ελούζετο με τα δάκρυά του μέσα στο ερωτικό του πένθος, όμως η αγάπη του προς τους αδελφούς του του διχάζει την ψυχή, και υποστέλλεται φιλάδελφα. Και αφήνει τους κρουνούς της πνευματικής πείρας του να δροσίσουν τις φλεγόμενες ψυχές των συναδέλφων του μοναστών, αρχίζοντας από την τάξη των αρχαρίων και «εισαγωγικών», περνώντας από τους μέσους, για να καταλήξει στους τελειότερους, που παρά ταύτα είχαν ανάγκη να διασφαλισθούν από τους κινδύνους και τις μεθοδείες των δαιμόνων.
Με συνεχή αυτομεμψία και συνεχόμενος, για την ασφάλειά του, από τη φωτιστική χάρη της ταπεινώσεως, εκθέτει τη θεόσοφη διδασκαλία του με σαφήνεια, με χάρη, με απόλυτη βεβαιότητα, δίνοντας κανόνες μοναχικής ζωής, συνεχώς παραπέμποντας στους θεοφόρους Πατέρες και κινούμενος με άνεση μεταξύ των πρακτικών, των θεωρητικών και των τελειότερων μορφών της εν Χριστώ ζωής, που ασκείται στις ερήμους ως Ησυχία, σαν μύστης που ήταν της τελειοποιού ησυχίας.
Και βλέπει κανείς στα πατερικά κείμενα τον χρυσό κανόνα της μεσότητος, που λόγω εσωτερικής ειρήνης και απλέτου φωτός, εκφράζονται σ' αυτά οι Όσιοι με συμμετρία, χωρίς παρεκκλίσεις, υπερβολές και ελλείψεις, αλλά με χαρμολύπη, με χαροποιό πένθος, με σεβασμό και με πόθο, με έρωτα και ταπείνωση, για να τηρηθεί η οφειλομένη στάση της μεταμορφωμένης, αλλά αδαμιαίας φύσεως.
Ο όσιος Πέτρος, για να κάνει τη διδασκαλία του πιο μεθοδική και πιο καταληπτή, την χώρισε σε δύο συγγενείς ενότητες· την πρώτη, σαν υπόμνηση στον εαυτό του, και τη δεύτερη στους 24 λόγους με αλφαβητική σειρά, όπου και στη μία και την άλλη εξετάζονται θέματα πρακτικά, θεωρητικά και θεολογικά, αναλύοντας και παρουσιάζοντας τις διάφορες πλευρές τους και συνεχώς αναφέροντας ένα μεγάλο αριθμό Αγίων. Με τη μέθοδο αυτή, όχι μονάχα επικυρώνει την αλήθεια της διδασκαλίας του, αλλά αποδεικνύει και την καθολικότητά της, αφού δεν αφήνει περιθώρια υποψίας, οτι υφίσταται την επίδραση κάποιου από τους θεοειδείς Πατέρες, αναδεικνύοντας εμμέσως την μεταξύ τους «συμφωνία».
Εξ άλλου η εξέταση για τα πάθη, τις αρετές, τις πνευματικές θεωρίες, γίνονται όλα με τάξη και μεθοδικά, ώστε κάθε κεφάλαιο και κάθε λόγος να φωτίζεται με το φως του Αγίου Πνεύματος και να βεβαιώνει «χάριτι τας καρδίας». Είναι δέ τόση η παραγόμενη πνευματική αίσθηση από τις θεόσοφες αυτές συγγραφές, όση δοκίμασαν οι ανθολόγοι της Φιλοκαλίας, και περιέγραψαν με λιτότητα στο συνοπτικό βιογραφικό σημείωμα, που προτάσσουν και διακηρύσσουν, ότι δεν θεωρούσαν σωστό να μη τις συγκαταλέξουν στα θεία φιλοκαλικά κείμενα.
«Γεύσασθε και ίδετε», θα συνιστούσαμε, τελικά, στους αδελφούς αναγνώστες, γιατί φρονούμε, ότι θα εύρουν μέσα από τη διδασκαλία και τις υποδείξεις του οσίου Πέτρου αυτόν τον Χριστό, που είναι το κέντρον της ζωής των Ορθοδόξων και που μέσα στο άπειρο και άκτιστο φως Του ζούσε ο θεοειδής συγγραφεύς των ιερών αυτών κειμένων.
--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 63-67)