O Θεός έκανε όλα τα όντα προς ωφέλειά μας. Οι Άγγελοι μάς φυλάγουν και μας διδάσκουν, οι δαίμονες μας πειράζουν για να ταπεινωνόμαστε και να καταφεύγομε στο Θεό. Και με αυτά σωζόμαστε, και λυτρωνόμαστε από την έπαρση και την αμέλεια από το φόβο των πειρασμών. 

Και πάλι· από τα ευχάριστα του κόσμου, την υγεία δηλαδή, την ευημερία, τη δύναμη, την ανάπαυση, τη χαρά, το φως, τη γνώση, τον πλούτο, την προκοπή σε όλα, την ειρηνική κατάσταση, την απόλαυση της τιμής, την εξουσία, την αφθονία και όλα όσα θεωρούνται καλά σ' αυτή τη ζωή, οδηγούμαστε σε ευχαριστία και ευγνωμοσύνη προς τον Ευεργέτη, και στο να Τον αγαπούμε και να κάνομε το αγαθό όσο μπορούμε, ως φυσικό χρέος για τις δωρεές Του, νομίζοντας πως θα τον ανταμείψομε τάχα με την αγαθοεργία, αν και αυτό δεν είναι δυνατόν, απλώς μεγαλώνει το χρέος.

Από εκείνα τώρα που νομίζονται δυσάρεστα, όπως η ασθένεια, η δυσκολία, ο κόπος, η αδυναμία, η αθέλητη λύπη, το σκοτάδι, η άγνοια, η φτώχεια, η δυστυχία σε όλα, ο φόβος της στερήσεως, η ατιμία, η καταπόνηση, η στέρηση των αναγκαίων και όλα όσα είναι αντίθετα στα ευχάριστα που προείπαμε, φτάνομε στην υπομονή, στην ταπείνωση και στην καλή ελπίδα για το μέλλον. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και στον παρόντα αιώνα μας προξενούν μεγάλη παρηγοριά.

Ώστε όλα καλά τα οικονόμησε για μας ο Θεός κατά θαυμαστό τρόπο με την ανείπωτη αγαθότητά Του. Εκείνος που θέλει να τα γνωρίζει αυτά και να τα έχει όπως πρέπει, ας αγωνίζεται να αποκτήσει τις αρετές, ώστε όλα όσα έχομε αναφέρει, να τα δέχεται με ευχαριστία, και τα καλά και εκείνα που φαίνονται κακά, και να είναι σε όλα ατάραχος.
Και όχι μόνον αυτό· αλλά και όταν οι δαίμονες του προτείνουν υπερήφανο λογισμό για να τον κάνουν να υψηλοφρονήσει, τότε να θυμάται εκείνα τα αισχρότατα που του έλεγαν πρωτύτερα και να νικά το λογισμό και να καταλήγει σε ταπείνωση. Και αντίθετα, όταν του προτείνουν οι δαίμονες κανένα αισχρότατο λογισμό, τότε να θυμάται τον υπερήφανο εκείνο λογισμό και να νικά τούτον.

Ώστε με τη μνήμη να κάνει τον ένα λογισμό να νικά τον άλλο, με τη βοήθεια της χάρης. Έτσι δε φτάνει ποτέ ούτε στην απόγνωση για τα αισχρότατα, ούτε σε αλαζονεία από τη μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του· αλλά όταν υψωθεί ο νους του, καταφεύγει στην ταπείνωση, και όταν τον ταπεινώσουν οι εχθροί, υψώνεται στο Θεό με την ελπίδα, για να μη θορυβηθεί ποτέ και πέσει, μήτε πάλι από δειλία να απελπιστεί, ως την τελευταία του αναπνοή.

Και αυτή είναι η μεγάλη εργασία του μοναχού, όπως λέει το Γεροντικό. Όταν λοιπόν οι εχθροί προβάλλουν την απόγνωση, αυτός προβάλλει την ελπίδα· και όταν εκείνοι του παρουσιάζουν την αλαζονεία, αυτός αντιπροτείνει την ταπείνωση, γνωρίζοντας ότι τίποτε στο βίο αυτό δεν είναι αμετάβλητο διόλου. Όποιος υπομείνει ως το τέλος, αυτός θα σωθεί(Ματθ. 10,22).

Εκείνος όμως που θέλει να γίνονται τα πράγματα όπως του αρέσουν, δεν ξέρει που βαδίζει, αλλά είναι σαν τυφλός που τον παρασύρει κάθε άνεμος, και ό,τι του έρχεται, απ' αυτό κυριεύεται ολότελα.

Σαν δούλος φοβάται τα δυσάρεστα, και παρασύρεται σαν αιχμάλωτος από την υψηλοφροσύνη. Από τη χωρίς λόγο χαρά του νομίζει ότι έχει εκείνα, τα οποία ποτέ δεν έμαθε τι είναι και από που είναι. Κι αν λέει ότι γνωρίζει, τότε ακόμη περισσότερο τυφλώνεται· γιατί αυτό είναι συνέπεια του ότι δεν κατηγορεί τον εαυτό του.

Αυτό είναι που λέγεται αυταρέσκεια και αφανής απώλεια, όπως λέει ο άγιος Μακάριος στη διήγηση για τον μοναχό που πήγε στην απώλεια, αφού είδε την άνω Ιερουσαλήμ την ώρα που προσευχόταν μαζί με άλλους αδελφούς και αρπάχθηκε ο νους του· γιατί νόμισε ότι κατόρθωσε κάτι και όχι ότι έβαλε μεγαλύτερο χρέος.

Όπως λοιπόν οι υπερβολικά εμπαθείς δε γνωρίζουν ούτε όσα είναι φανερά σε πολλούς, εξαιτίας του σκοτισμού των παθών, έτσι οι απαθείς γνωρίζουν όσα οι πολλοί αγνοούν, από την καθαρότητα του νου τους.

------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 152-153)