Σε όλους συμφέρει η ησυχία και η αποφυγή των πραγμάτων και των ανθρώπων, περισσότερο όμως στους εμπαθείς και αδύνατους. Δεν μπορεί βέβαια ο νους με μόνη την πρακτική άσκηση να γίνει απαθής, αν δεν έχει διαδοχικά πολλές και πνευματικές θεωρίες. 

Ούτε ο περισπασμός και το να είναι κανείς προϊστάμενος άλλων περνάνε χωρίς βλάβη, αν δεν αποκτήσει κανείς πρωτύτερα απάθεια από την αποφυγή.
Η μέριμνα του βίου και η σύγχυση βλάπτει συνήθως και τους τέλειους και τους απαθείς. Καμιά ωφέλεια δεν προέρχεται, όπως λέει ο Χρυσόστομος, από την εργασία του ανθρώπου, χωρίς την ουράνια βοήθεια.

Ούτε πάλι η ουράνια βοήθεια έρχεται σ' εκείνον που του λείπει η προαίρεση. Έχομε ανάγκη και από τα δύο, και από τη θεία βοήθεια και από την ανθρώπινη εργασία, και από την πράξη και από τη γνώση, και από το φόβο και από την ελπίδα, και από το πένθος και από την παρηγορία, και από δειλία και από ταπείνωση, και από διάκριση και από αγάπη.
Γι' αυτό, λένε, όλα τα του βίου είνα διπλά: ημέρα και νύχτα, φως και σκοτάδι, υγεία και ασθένεια, αρετή και κακία, ευκολία και δυσκολία, ζωή και θάνατος. Και από τα πρώτα οι αδύνατοι να αγαπούμε το Θεό, και από τα άλλα να αποφεύγομε την αμαρτία από φόβο των πειρασμών. Οι δυνατοί πάλι, εξαιτίας όλων αγαπούνε σαν πατέρα το Θεό, αναγνωρίζοντας ότι όλα είναι πολύ καλά(Γέν. 1,31) και προς το συμφέρον μας τα οικονομεί ο Θεός.

Και από τα ευχάριστα εγκρατεύονται, ενώ επιθυμούν τα δύσκολα, γιατί γνωρίζουν ότι με τα πρώτα ζωογονούνται τα σώματα προς δόξαν του Ποιητή, ενώ με τα άλλα θα βοηθηθούν οι ψυχές να σωθούν, από ανέκφραστο έλεος του Θεού.

Οι άνθρωποι διακρίνονται σε τρεις πνευματικές καταστάσεις: σε δούλους, σε μισθωτούς και σε υιούς. Οι δούλοι δεν αγαπούν το αγαθό, αλλά για το φόβο των κολάσεων απέχουν από το κακό. Και αυτό, λέει ο άγιος Δωρόθεος, είναι βέβαια καλό, όχι όμως και ευάρεστο. Οι μισθωτοί αγαπούν το αγαθό και μισούν το πονηρό, αλλά με την ελπίδα να λάβουν μισθό. Οι υιοί τέλος, καθώς είναι τέλειοι, ούτε από φόβο των κολάσεων απέχουν από το πονηρό, αλλά έχουν έντονο μίσος γι' αυτό· ούτε το καλό κάνουν με την ελπίδα να ανταμειφθούν, αλλά το λογαριάζουν σαν χρέος τους.

Και αγαπούν την απάθεια, επειδή αυτή είναι μίμηση του Θεού και πρόξενος της κατοικήσεώς Του μέσα τους· μ' αυτήν απέχουν από κάθε κακία, ακόμα και αν δεν υπάρχει καμιά απειλή. Γιατί αν κανείς δε γίνει απαθής, δεν του στέλνει ο Άγιος Θεός το Άγιο Πνεύμα, για να μην ξαναπέσει στα πάθη, συρόμενος από τη συνήθεια, οπότε γίνεται ένοχος για την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και έχει μεγαλύτερη καταδίκη.

Αλλά όταν από την έξη της αρετής δεν έχει πλέον φιλία με τους εχθρούς, ούτε σύρεται από τη συνήθεια των παθών, τότε γίνεται μέτοχος της χάρης και μένει ακατάκριτος κατά την απόκτηση του χαρίσματος.

Γι' αυτό λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, ότι δε μας φανερώνει ο Θεός το θέλημά Του για να μην το παρακούομε αφού το μάθομε, και έτσι καταδικαστούμε χειρότερα· αν και σαν νήπιοι δε γνωρίζομε την άπειρη του Θεού ευσπλαχνία προς εμάς τους αχάριστους.

Εκείνος, λέει, που θέλει να μάθει το θέλημα του Θεού, έχει χρέος να πεθάνει από όλο τον κόσμο και από τα θελήματά του σχετικά με όλα τα πράγματα. Γι' αυτό δεν πρέπει κανείς να κάνει όποιο πράγμα προκαλεί αμφιβολία, ή να το θεωρεί για καλό, εκτός αν δεν μπορεί να ζήσει ή να σωθεί χωρίς αυτό. Για να βεβαιωθεί λοιπόν τότε, χρειάζεται να ρωτήσει τους έμπειρους, με βέβαιη πίστη και προσευχή, εφόσον δεν έχει ακόμη την τέλεια απάθεια που κάνει το νου ισχυρό και ανίκητο σε κάθε καλό έργο.

Ώστε ο πόλεμος είναι μεγάλος, αλλά ο άνθρωπος διατηρείται αβλαβής. Γιατί λέει ο Κύριος: «Η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία»· και συνεχίζει ο Απόστολος: «Όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός»(Β΄ Κορ. 12,9-10). Γιατί το να είναι κανείς απολέμητος, δεν είναι καλό. Όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, οι δαίμονες πολλές φορές υποχωρούν για διάφορους λόγους, για να στήσουν στον άνθρωπο ενέδρα, ή για να τον κάνουν να υπερηφανευτεί, αφήνοντάς του την έπαρση ή κάποιο άλλο κακό, και αρκούνται σ' αυτό, γιατί μπορεί να αναπληρώσει όλα τα άλλα πάθη.

Οι Πατέρες, όπως λέει το Γεροντικό, φύλαξαν τις εντολές, οι άλλοι ύστερα απ' αυτούς τις έγραψαν, εμείς όμως ό,τι έγραψαν τα βάλαμε στα ντουλάπια. Ή κι αν τα διαβάζομε, δε σχολάζομε στό να κατανοούμε τα λεγόμενα και να τα πράττομε, αλλά τα διαβάζομε σαν πάρεργο, ή νομίζομε ότι κάτι σπουδαίο κάνομε και υπερηφανευόμαστε· αγνοούμε ότι μάλλον μας περιμένει καταδίκη, αν δε τα πράττομε, όπως λέει ο Χρυσόστομος.

Και ο Κύριος λέει: «Όποιος γνώρισε το θέλημα του Κυρίου του κλπ.»(Λουκ. 12,47). Ώστε καλή είναι η ανάγνωση και η γνώση, αλλά όταν οδηγούν σε μεγαλύτερη ταπείνωση. To ίδιο και η συμβουλή, όταν δεν εξετάζει κανείς τη ζωή του διδασκάλου, όπως λέει ο Θεολόγος: «Μη διερευνάς την αξιοπιστία αυτού που σε διδάσκει ή σου κηρύττει».

Και όπως λέει ο Κύριος: «Όσα σάς λένε οι ιερείς κλπ.»(Ματθ. 23,3). Αυτός που ερωτά δε ζημιώνεται καθόλου από τα έργα εκείνου που τον διδάσκει, αλλά ούτε βέβαια και ωφελείται, αν δεν πράττει όσα διδάσκεται. Το πέρα απ' αυτά είναι παρά φύση και αξιοκατάκριτο. Όπως λέει ο άγιος Ευστράτιος, ο Θεός σαν αγαθός και δίκαιος που είναι, με την αγαθότητά Του μας χαρίζει κάθε καλό όταν έχομε ευγνωμοσύνη, χρησιμοποιώντας σαν αγωγό —δίκαιο τάχα— την ευχαριστία μας.

Όταν όμως είμαστε αγνώμονες, τότε ξεπέφτομε από το αγαθό, σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού. Ώστε η αγαθότητα και η δικαιοσύνη του Θεού προξενούν σ' εμάς κάθε καλό όταν ενεργούμε κατά φύση· όταν όμως κάνομε κακή χρήση, προξενούν αιώνια κόλαση.



----------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 147-149)