Πρώτη γνώση είναι εκείνη που μέσω της δίνονται και οι λοιπές σ' εκείνον που εχει την προαίρεση. Εκείνος λοιπόν που θα κριθεί άξιος να φτάσει σ' αυτήν, πρέπει να κάνει ως εξής: να καθήσει στραμμένος προς την ανατολή, όπως κάποτε ο Αδάμ, και να μελετά τα εξής:
«Κάθισε ο Αδάμ τότε και έκλαψε απέναντι του Παραδείσου, χτυπώντας με τα χέρια του το πρόσωπό του, και έλεγε: "Εύσπλαχνε, σπλαχνίσου με που παραστράτησα"». Επίσης και το άλλο του Τριωδίου: «Όταν είδε ο Αδάμ τον Άγγελο που έσπρωξε κι έκλεισε την θύρα του θείου κήπου, αναστέναξε δυνατά και έλεγε: "Εύσπλαχνε, σπλαχνίσου με που παραστράτησα"».


Κατόπιν κατανοώντας όσα έγιναν, αρχίζει να θρηνεί έτσι με στεναγμούς απ' όλη την ψυχή του, και κουνώντας το κεφάλι του, λέει με πόνο καρδιάς: «Αλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, τι έπαθα; Αλοίμονο, τι ήμουν και τι έγινα; Αλοίμονο, τι έχασα και τι βρήκα; Αντί τον παράδεισο, βρήκα το φθαρτό αυτόν κόσμο· αντί το Θεό και τη συναναστροφή των Αγγέλων, βρήκα τον διάβολο και τους ακάθαρτους δαίμονες· αντί την ανάπαυση, τον κόπο· αντί την απόλαυση και τη χαρά, τη θλίψη του κόσμου και τη λύπη· αντί την ειρήνη και την ατέλειωτη ευφροσύνη, το φόβο και τα επίπονα δάκρυα· αντί την αγαθότητα και την απάθεια, την πονηρία και τα πάθη· αντί τη σοφία και την οικειότητα με το Θεό, την άγνωσία και την εξορία· αντί την αμεριμνία και την ελευθερία, βρήκα τη γεμάτη φροντίδες ζωή και την κάκιστη δουλεία. Αλοίμονο, Αλοίμονο· πώς δημιουργήθηκα βασιλιάς και έγινα δούλος στα πάθη με την ανοησία μου! Αλοίμονο σε μένα τον άθλιο, πώς αντί τη ζωή τράβηξα κοντά μου τον θάνατο με την παρακοή! Αλοίμονο, Αλοίμονο· τι έπαθα ο ταλαίπωρος με την αστοχασιά μου! Τι να κάνω; Από εδώ είναι πόλεμοι, απ' εκεί ταραχές· απ' εδώ αρρώστιες κι απ' εκεί πειρασμοί· εδώ κίνδυνοι, εκεί ναυάγια· εδώ φόβοι, εκεί λύπες· εδώ πάθη, εκεί αμαρτίες· εδώ πίκρες, εκεί στενοχώριες. Αλοίμονο σε μένα τον άθλιο, τι θά κάνω; Που να φύγω; Από παντού αδιέξοδο, όπως είπε η Σωσάννα. Τι να ζητήσω δέν ξέρω· αν ζητήσω ζωή, φοβούμαι τους πειρασμούς του βίου και τις μεταβολές του και τα συναπαντήματα.


»Βλέπω τον άγγελο σατανά, που ήταν σαν τον αυγερινό που ανατέλλει το πρωί, να γίνεται και να λέγεται διάβολος· τον πρωτόπλαστο, εξόριστο· τον Κάιν, αδελφοκτόνο· τον Χαναάν, καταραμένο· τους Σοδομίτες, καμένους με φωτιά· τον Ησαΰ, έκπτωτο· τους Ισραηλίτες, να δέχονται την οργή του Θεού· τον Γιεζή και τον απόστολο Ιούδα, έκπτωτους, γιατί νοσούσαν από φιλαργυρία· τον μεγάλο προφήτη και βασιλιά, να κλαίει για δύο αμαρτήματα· τον Σολομώντα με την τόση σοφία, έκπτωτο· έναν από τους επτά διακόνους και εναν από τους σαράντα μάρτυρες, έκπτωτους. Για τον τελευταίο, λέει ο Μέγας Βασίλειος: "Με χαρά ο αρχέκακος διάβολος άρπαξε από τους δώδεκα, τον Ιούδα τον ταλαίπωρο· από την Εδέμ, τον άνθρωπο· από τους σαράντα, τον έκπτωτο". Τον οποίο πάλι θρηνεί ο ίδιος και λέει: "Ο ανόητος και αξιοθρήνητος, έχασε και την εδώ ζωή και τη μέλλουσα· γιατί, μόλις πλησίασε τη φωτιά, ξεψύχησε και πήγε στην αιώνια φωτιά". Και πολλούς άλλους αναρίθμητους βλέπω που ξέπεσαν· όχι μόνον απίστους, αλλά και πολλούς από τους πατέρες με πολλούς αγώνες.
»Και ποιος είμαι λοιπόν εγώ, ο χειρότερος, ο πιο αναίσθητος και πιο αδύνατος από όλους; Τι να ονομάσω τον εαυτό μου; Ο Αβραάμ αποκαλεί τον εαυτό του "χώμα και στάχτη"· ο Δαβίδ, "ψόφιο σκύλο και ψύλλο μεταξύ των Ισραηλιτών"· ο Σολομών, "μικρό παιδί που δεν ξεχωρίζει δεξιά ή αριστερά". Οι τρεις παίδες λένε: "Γίναμε ντροπή κι ονειδισμός"· ο προφήτης Ησαΐας λέει: "Ταλαίπωρος που είμαι!"· ο προφήτης Αββακούμ λέει: "Εγώ είμαι μικρός στην ηλικία". Ο απόστολος Παύλος λέει τον εαυτό του "πρώτο από τους αμαρτωλούς"· και όλοι οι άλλοι Άγιοι λένε ότι δεν είναι τίποτε. Εγώ λοιπόν τι θα κάνω; Που θα κρυφτώ από τις πολλές μου αμαρτίες; Τι θα γίνω εγώ που είμαι μηδέν, και χειρότερος από το μηδέν; Γιατί το μηδέν δεν αμάρτησε, ούτε ευεργετήθηκε όπως εγώ. Αλοίμονο, πώς θα περάσω τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μου; Πώς θα ξεφύγω τις παγίδες του διαβόλου; Οι δαίμονες είναι άγρυπνοι και άυλοι, κι ο θάνατος κοντά, κι εγώ αδύνατος. Κύριε βοήθησέ με, μην αφήσεις το πλάσμα σου να χαθεί, αφού Εσύ νοιάζεσαι για μένα τον άθλιο. Φανέρωσέ μου Κύριε, δρόμο να βαδίσω, γιατί σε Σένα ανύψωσα την ψυχή μου. Μη μ' εγκαταλείψεις Κύριε, Θεέ μου, μην απομακρυνθείς από μένα· πλησίασε και βοήθησέ με, Κύριε της σωτηρίας μου».

Και έτσι συντρίβεται η ψυχή από αυτά τα λόγια, αν έχει κάποια αίσθηση. Κι όταν πολυκαιρίσει κανείς σ' αυτά και αποκτήσει το θείο φόβο, αρχίζει ο νους να παρατηρεί και να μελετά τα λόγια της δεύτερης θεωρίας, τα οποία είναι τα εξής.