Δεν ξέρω αν είναι δυνατόν, από το μεγάλο σκοτισμό των παθών να φτάσει κανείς σε τέτοια ανοησία, που να νομίσει ότι είναι ίσος με τους Αγγέλους, και μάλιστα μεγαλύτερος, από έλλειψη ταπεινοφροσύνης, αυτήν που αστόχησε ο πρώην εωσφόρος (φωτοφόρος), και χωρίς άλλη αμαρτία έγινε σκοτάδι. 

Λοιπόν τι μέλλει να πάθει εκείνος που δεν έχει ταπείνωση, ο θνητός, το χώμα, για να μην πω ο αμαρτωλός;
Ίσως επειδή είναι τυφλός, δεν πιστεύει ότι είναι αμαρτωλός. Είναι οπωσδήποτε ανάγκη —λέει ο Χρυσόστομος— ο τέλειος άνθρωπος να γίνει ισάγγελος, όπως λέει ο Κύριος, στην ανάσταση των νεκρών βέβαια, και όχι από αυτόν τον κόσμο· αλλά ούτε τότε είπε ότι θα γίνουν άγγελοι, αλλά ισάγγελοι(Λουκ. 20,36).

Γιατί, λέει, οι άνθρωποι δε θα μπορέσουν ν' αλλάξουν τη φύση τους σε αγγελική, αλλά θα γίνουν όπως οι άγγελοι αμετάβλητοι στο αγαθό, κατά χάρη, και ελεύθεροι από κάθε ανάγκη, και θα έχουν αυτοπροαίρετη την εξουσία και ατελείωτη την ευφροσύνη και την αγάπη στο Θεό και όσα δεν είδε μάτι ανθρώπου κλπ.(Α΄ Κορ. 2,9). Εδώ είναι αδύνατο να γίνει κανείς τέλειος, απλώς δέχεται μόνο προκαταβολή των υποσχεμένων αγαθών.

Όπως όσοι δεν έχουν θεϊκά χαρίσματα οφείλουν να ταπεινωθούν ως φτωχοί, το ίδιο οφείλουν και εκείνοι που τα έχουν, γιατί τα έλαβαν από το Θεό, για να μην καταδικαστούν για αγνωμοσύνη. Και όπως οι πλούσιοι οφείλουν να ευγνωμονούν το Θεό για τα καλά που τους έδωσε, έτσι και οι πλούσιοι σε αρετές οφείλουν να ευχαριστούν πολύ περισσότερο.
Και όπως οφείλουν οι φτωχοί να ευχαριστούν το Θεό και να αγαπούν εκείνους που τους ευεργετούν πλουσιοπάροχα, γιατί ευεργετούνται από αυτούς, έτσι και οι πλούσιοι πολύ περισσότερο, γιατί σώζονται και σ' αυτόν τον κόσμο και στον μέλλοντα με την ελεημοσύνη. Γιατί χωρίς τους φτωχούς δεν μπορούν οι πλούσιοι να σωθούν, αλλά ούτε και τους πειρασμούς του πλούτου μπορούν να ξεφύγουν. 

Και όπως οι μαθητές οφείλουν να αγαπούν τους δασκάλους, έτσι και οι δάσκαλοι τους μαθητές, και να ομολογούν και τούτοι και εκείνοι τις ευεργεσίες του Θεού, ο οποίος δίνει σε όλους τη γνώση και κάθε άλλο αγαθό, για τα όποια χρεωστούμε όλοι πάντοτε να τον ευχαριστούμε. Πολύ περισσότερο όσοι ενισχυθήκαμε στο να επανέλθομε στην πρώτη κατάσταση του θείου βαπτίσματος με τη μετάνοια, χωρίς την οποία κανείς δεν μπορεί να σωθεί. Γιατί ο Κύριος είπε: «Γιατί με φωνάζετε "Κύριε, Κύριε" και δεν κάνετε ο,τι σάς λέω;»(Λουκ. 6, 46).
Αλλά μην τυχόν κανένας ανόητος, όταν ακούσει τα λόγια αυτά του Κυρίου, νομίσει ότι αν δεν επικαλεστεί τον Κύριο, είναι ακατηγόρητος. Το αντίθετο· καταδικάζεται περισσότερο, όπως λέει ο Κύριος: «Αν αυτά κάνουν στο χλωρό ξύλο, τι θα γίνει στο ξερό;»(Λουκ. 23, 31). Και ο Σολομών λέει: «Αν μόλις σώζεται ο δίκαιος, που θα φανεί ο άδικος και αμαρτωλός;»(Παροιμ. 11, 31).

Ούτε πάλι, βλέποντας ότι δυσκολεύεται από τις θείες εντολές, να απελπίζεται, και καταδικαστεί χειρότερα από τον αυτόχειρα. Αλλά μάλλον οφείλει να θαυμάσει τις θείες Γραφές και τις εντολές, πώς από δω και από κει ωθούν τον άνθρωπο προς την τελειότητα, για να μην μπορεί να ξεφύγει από το αγαθό βρίσκοντας άνεση στα χειρότερα, αλλά μόλις θελήσει να κάνει κάτι τέτοιο, βρίσκει μπροστά του όλα τα δεινά και στρέφεται στο καλό, όπως με φιλανθρωπία οικονομεί ο Θεός αξιοθαύμαστα.

Αυτό για να γίνει κάθε άνθρωπος τέλειος, κατά κάποιο τρόπο και χωρίς να θέλει, αν και είναι αυτεξούσιος. Οι ευγνώμονες όμως, αγωνίζονται περισσότερο, φιλοτιμούμενοι από τις ευεργεσίες, όπως εκείνοι που πέρασαν τον ποταμό ενώ κοιμόνταν, όπως είπε ο άγιος Εφραίμ.

Γι' αυτό, λέει ο άγιος Ισαάκ, έδωσε ο Θεός πολλούς πειρασμούς, για να τους φοβόμαστε και να καταφεύγομε σ' Αυτόν. Εκείνος που δεν το εννοεί αυτό αλλά από φιληδονία το κακίζει, αυτός σκότωσε τον εαυτό του και τον κατέστρεψε· αφού πήρε όπλα κατά των εχθρών, τα χρησιμοποίησε για να. σφάξει τον εαυτό του.

Λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι, όπως ο Θεός σαν αγαθός που είναι, θέλει όλους να τους ευεργετήσει, έτσι και ο διάβολος, σαν πονηρός που είναι, θέλει όλους να τους σύρει στη μοχθηρία του, αν και δεν μπορεί. Και όπως οι φιλότεκνοι γονείς συνετίζουν με απειλές τα παιδιά τους όταν κάνουν παράλογα πράγματα, ενεργώντας από στοργή προς αυτά, έτσι και ο Θεός παραχωρεί τους πειρασμούς σαν ραβδί που κάνει τους άξιους να επιστρέφουν από τα θελήματα του διαβόλου.

Όποιος διστάζει να χρησιμοποιήσει το ραβδί, μισεί το παιδί του, ενώ όποιος το αγαπά, το παιδαγωγεί με επιμέλεια(Παροιμ. 13,24). Επειδή όμως εμείς που είμαστε φιλήδονοι και φίλαυτοι διατρέχομε κίνδυνο και από τις δύο μεριές —αν και για τους φιλόθεους είναι μάλλον σωτηρία—, από τους πειρασμούς, δηλαδή, κατά παραχώρηση του Θεού, και από την έκπτωση στην απώλεια που προέρχεται από την υπερηφάνεια και την απομάκρυνση από το Θεό, σαν υιοί που παιδαγωγούμαστε αλλά δε θανατωνόμαστε(Β΄ Κορ. 6,9), πρέπει να διαλέξομε το ελαφρότερο.

Γιατί είναι καλύτερα με την υπομονή των θλίψεων να καταφεύγομε στο Θεό, παρά από το φόβο των κινδύνων να καταλήγομε στην έκπτωση από Αυτόν και να πέσομε στα χέρια του διαβόλου, με αποτέλεσμα να υποστούμε μαζί του την αιώνια έκπτωση, ή μάλλον κόλαση. Γιατί ένα από τα δύο θα γίνει, ή τους πειρασμούς θα υπομένομε, που είναι πρόσκαιροι, ή την κόλαση που είναι αιώνια.

Τους δικαίους όμως κανένας από τους δύο κινδύνους δεν τους αγγίζει, γιατί αγαπούν με χαρά εκείνα που μας φαίνονται δύσκολα, και αγκαλιάζουν τους πειρασμούς σαν να βρήκαν ευκαιρία αιώνιου κέρδους και μένουν απλήγωτοι από αυτούς.

Δεν πεθαίνει ο καθένας που του έριξαν βέλος και δεν τον πλήγωσε, αλλά εκείνος που δέχθηκε καίρια πληγή. Τι έβλαψε τον Ιώβ η πληγή; Μάλλον δεν του προξένησε στεφάνι;(Ιώβ 40, 8). Ή μήπως φόβισε ποτέ τους Αποστόλους και τους Μάρτυρες; «Χαίρονταν, λέει, γιατί αξιώθηκαν να ατιμασθούν για το όνομά Του»(Πράξ. 5, 41).

Όσο περισσότερο ο νικητής πολεμείται, τόσο στεφανώνεται, και απ' αυτό παίρνει μεγάλη χαρά. Όταν ακούσει τη φωνή της σάλπιγγας δεν τη φοβάται ως προκήρυξη σφαγής, αλλά μάλλον ευφραίνεται γιατί του προμηνύει την απονομή των στεφανιών.

Τίποτε άλλο δε βλέπομε συνήθως να φέρνει χωρίς κόπο τη νίκη, όσο η τόλμη που συνοδεύεται από βέβαιη πίστη. Ούτε άλλο φέρνει την ήττα, όσο η φιλαυτία και η δειλία που προέρχεται από την απιστία.

Ούτε υπάρχει οδηγός προς την ανδρεία, όσο η επιμέλεια και η εμπειρία. Ούτε άλλο οδηγεί στη λεπτότητα των λογισμών, όσο η ανάγνωση στην ησυχία. Ούτε άλλο προξενεί λησμοσύνη, όπως η αργία. Ούτε υπάρχει σύντομος δρόμος για την άφεση των αμαρτιών, όπως η ανεξικακία. ούτε άλλο προξενεί τη συμφιλίωση με το Θεό από την έχθρα για τις αμαρτίες, όσο η μετάνοια και το κόψιμο της αμαρτίας.

Ούτε τη σύντομη προκοπή της ψυχής, όπως το κόψιμο των θελημάτων και των νοημάτων μας. Ούτε υπάρχει μεγαλύτερο, από το να ρίξει κανείς τον εαυτό του μπροστά στο Θεό νύχτα και ημέρα και να τον παρακαλεί να γίνει το θέλημά Του σε όλα τα ζητήματα.

Ούτε χειρότερο, από το να αγαπά κανείς την ανεξαρτησία και το μετεωρισμό της ψυχής και του σώματος. Κι αυτό, γιατί σ' εμάς που αγαπούμε το αγαθό μόνο από το φόβο των κολάσεων και των πειρασμών, δε μας συμφέρει διόλου η ανεξαρτησία, αλλά ο περιορισμός και η αποφυγή των πραγμάτων, για να μπορέσομε τουλάχιστον με την αποφυγή εκείνων που βλάπτουν την ασθένειά μας να παλεύομε εναντίον των λογισμών.

Οι απαθείς εξουσιάζουν τα αρχοντικά πνεύματα, επειδή νίκησαν τα αισχρότατα πάθη, ενώ οι υποτακτικοί σε πνευματικό πατέρα εξουσιάζουν τα αρχόμενα πνεύματα. Γιατί, όπως λένε ο άγιος Μακάριος και ο αββάς Κρόνιος, οι δαίμονες διακρίνονται σε άρχοντες και σε αρχόμενους. Αρχοντικά πάθη είναι η κενοδοξία, η οίηση και τα όμοια· αρχόμενα είναι η γαστριμαργία, η πορνεία και τα παρόμοια.


Εκείνοι που έφτασαν στην τέλεια αγάπη έχουν εξουσία, γιατί κάνουν χωρίς βία το αγαθό και χαίρονται να το κάνουν και ποτέ δε θέλουν να το αφήσουν. Και όταν τους τύχει εμπόδιο χωρίς να θέλουν, νιώθουν σαν αυτούς που τυραννιούνται· τους έλκει τότε ο θείος πόθος και φεύγουν αμέσως στην ησυχία και την πνευματική εργασία, γιατί την έχουν απόλαυσή τους και συνήθεια.
Σ' αυτούς είναι που λένε οι Πατέρες: «Λίγο να προσεύχεσαι, λίγο να διαβάζεις, λίγο να μελετάς, λίγο να εργάζεσαι, λίγο να φυλάγεις το νου σου, και έτσι να περνάς τον καιρό σου». Τα λένε αυτά γιατί οι απαθείς εξουσιάζουν τους εαυτούς τους και δεν αιχμαλωτίζονται από κανένα θέλημα, αντίθετα απ' ό,τι πρέπει, αλλά όταν θέλουν, συγκεντρώνουν το νου τους και διατάζουν το σώμα σαν δούλο.

Εμείς όμως χρεωστούμε να είμαστε κάτω από νόμο και κανόνα, ώστε παρά τη θέλησή μας και αναγκαζόμενοι από το χρέος, να κάνομε το αγαθό. Κι αυτό γιατί ακόμη αγαπούμε περισσότερο τα πάθη και τις ηδονές, δηλαδή την ανάπαυση του σώματος και τα θελήματά μας, και ο εχθρός οδηγεί όπου θέλει το νου μας.

Επίσης και το σώμα που έχει άτακτες ορμές, κάνει ό,τι θέλει, σαν να μην έχει λογικό. και είναι εύλογο. Όπου δεν υπάρχει επιστασία από το νου, όλα γίνονται παρά το λόγο και παρά τη φύση, και όχι όπως αρμόζει σε "αληθινούς Ισραηλίτες".

Έτσι είπε ο Κύριος προς τον ζηλωτή Σίμωνα τον Κανανίτη: «Να ένας αληθινός Ισραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του»(Ιω. 1, 28). Με τα λόγια αυτά διακήρυττε την αρετή του Ναθαναήλ. Γιατί η λέξη Ναθαναήλ ερμηνεύεται ζήλος Θεού. Και το κύριο όνομά του ήταν Σίμων· λεγόταν Κανανίτης γιατί καταγόταν από την Κανά της Γαλιλαίας, και Ναθαναήλ πάλι, για την αρετή του· επίσης και Ισραηλίτης, που σημαίνει, νους που βλέπει το Θεό, χωρίς κανένα δόλο.

Γιατί είναι συνήθεια της Γραφής, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, να ονομάζει τους ανθρώπους από την αρετή τους, παρά από τη γενιά τους. Παράδειγμα, οι κορυφαίοι των Αποστόλων Πέτρος και Παύλος: τον πρώτο ο Κύριος τον ονόμασε Πέτρο (βράχο) για τη σταθερότητά του(Μάρκ. 3, 16), ενώ ο δεύτερος που ονομαζόταν Σαύλος, δηλαδή ζάλη, μετονομάστηκε Παύλος(Πράξ. 13, 9), δηλαδή ανάπαυλα - ανάπαυση, και πολύ φυσικά· γιατί όσο τάραξε πρωτύτερα τους πιστούς, τόσο ύστερα ανέπαυσε όλων τις ψυχές με έργο και με λόγο, όπως λέει γι' αυτόν ο Χρυσόστομος.

Κοίταξε την ευλάβεια του Αποστόλου. Θυμούμενος το Θεό, δε δίδασκε μέχρις ότου πρόσφερε στο Θεό την ευχαριστία και υπόσχεση που χρεωστούσε(Πράξ. 18, 18), φανερώνοντας έτσι ότι από Αυτόν έχει τη γνώση και τη δύναμη· όπως είναι εύλογο, συνεδύαζε την ευχή με τη νουθεσία. Και ο θεσπέσιος Λουκάς άφησε ασυμπλήρωτες τις Πράξεις των Αποστόλων όχι από αμέλεια ή άλλη ανάγκη, αλλά γιατί αποδήμησε στο Θεό.

Εμείς όμως όταν αφήσομε κάτι ατελείωτο, ενεργούμε από αμέλεια ή ανικανότητα, γιατί δεν κάνομε το έργο του Θεού με επιμέλεια και δεν το αγαπούμε σαν κύριο έργο, αλλά το καταφρονούμε σαν πάρεργο και βαρετό, και γι' αυτό μένομε χωρίς προκοπή. Ή και γυρίζομε πίσω μερικοί πολλές φορές, όπως εκείνοι που στράφηκαν πίσω και δεν ακολούθησαν πλέον τον Ιησού(Ιω. 6, 66).

Αν και —όπως λέει ο Χρυσόστομος— δεν ήταν σκληρός ο λόγος όπως νόμιζαν(Ιω. 6, 60), αλλά ό,τι ειπώθηκε σ' αυτούς τότε, αναφερόταν σε δόγματα. Όπου όμως δεν υπάρχει προαίρεση, ούτε προθυμία, και τα εύκολα τα βρίσκει κανείς δύσκολα, όπως και αντίθετα.

--------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 155-159).