"Συνοπτικά σχόλια στα Φιλοκαλικά κείμενα του αγίου Καλλίστου Αγγελικούδη"



Για τον όσιο Κάλλιστο Αγγελικούδη τον Μελενικιώτη, ησυχαστή κατά το β' ήμισυ του 14ου αιώνος, τα υπομνήματα των εκδοτών της Φιλοκαλίας σιωπούν, παρά το γεγονός, ότι εν αγνοία τους ανθολογούν ωρισμένα υψηλής πνευματικότητος έργα του*, αποδιδόμενα την εποχή εκείνη σε άλλους. Το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητον, αν λάβει κανείς υπ' όψιν τις δυσκολίες ανευρέσεως χειρογράφων κωδίκων στις διάφορες βιβλιοθήκες στην ενδοχώρα και στη Δύση και επομένως της κριτικής των κειμένων κατά τον 18ον αιώνα, όταν συνετάχθη η Φιλοκαλία, ούτε περίεργον είναι ότι υπάρχουν στα συνοπτικά σημειώματά της μερικές ανακρίβειες σε ονόματα και χρονολογίες.

Η Φιλοκαλία δεν είναι έργον επιστημονικόν, αλλά συλλογή κειμένων, που ευωδιάζουν τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και παρεδόθησαν από αγίους Μοναχούς και κυρίως Ησυχαστές, πολλές φορές με ανωνυμία ή ψευδωνυμία από την βαθύτατη ταπείνωσή τους. Έτσι ευρισκόμεθα προ μιας συγχύσεως στον Ε' τόμο, περί των Καλλίστων, που φέρονται ως οι συγγραφείς φιλοκαλικών κειμένων, τα οποία αποτελούν αντικείμενον ερεύνης συγχρόνων θεολόγων, ημετέρων και ετεροδόξων**. Αλλά όταν ο Παύλος επικαλείται ένα δαβιτικό στίχο, «διεμαρτύρατο δε που τις λέγων...», δείχνει ότι το όνομα του αγίου είναι αδιάφορον, όταν ο λόγος του είναι αγιοπνευματικός και αυτό έχει σημασία.

Θα αρχίσουμε συνεπώς τον σχολιασμό των κειμένων, με κάποια επιφύλαξη ως προς τα οριστικά συμπεράσματα για την πατρότητά τους, δεδομένου ότι οι έρευνες συνεχίζονται και οι θεολόγοι δεν έχουν συμφωνήσει ακόμη.

Για τον Κάλλιστον Αγγελικούδη, Ησυχαστή στο Μελένικον της ανατολικής Μακεδονίας, γι' αυτό και Μελενικιώτη, πληροφορούμεθα από την σπουδαία εργασία του καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Στυλ. Παπαδόπουλου, ότι το μικρό απόσπασμα υπό το όνομα του Καλλίστου Τηλικούδη, ανήκει στο ανέκδοτον «ογκώδες και χυμώδες νηπτικόν έργον» του Καλλίστου Αγγελικούδη. Τοποθετημένος μέσα στο κυρίαρχο ρεύμα του ησυχασμού του 14ου αιώνος, ο Όσιος έγραψε σημαντικό σύγγραμμα κατά του έργου του Θωμά Ακινάτου «Κατά Ελλήνων».
Οι αριστοτελικοί συλλογισμοί του Θωμά, δίδουν στον Κάλλιστο την ευκαιρία ν' αναπτύξει την Ορθόδοξη θεολογία πάνω στο κεντρικό πρόβλημα της γνώσεως του Θεού, που απασχολεί έντονα τον 14ο αιώνα. Στην ανάπτυξη του Καλλίστου διακρίνεται η οξύτατη αντίθεση Ανατολής και Δύσεως στο επίμαχον αυτό θέμα. Δεν πρόκειται για μία θεωρητική διαφωνία, αλλά για ριζικώς διαφορετικήν αντίληψη των προϋποθέσεων, της μεθόδου και των αποτελεσμάτων της σχέσεως Θεού και ανθρώπου.

Είναι άραγε αυτή η σχέση καθαρώς διανοητική κατανόηση, σκεπτική διαδικασία και λογική σύλληψη του Θεού εκ μέρους του ανθρώπου, όπως ισχυρίζεται ο Θωμάς, ή μήπως πρόκειται για μετοχή του όλου ανθρώπου σε μιά προσωπική κοινωνία και σχέση με τον Θεόν, που υπερβαίνει κάθε εννοιολογικό προσδιορισμό; Αυτό το τελευταίο προσπαθεί να καταδείξει ο Ησυχαστής Κάλλιστος, όσον ο λόγος του επιτρέπει, βασιζόμενος στην αγία Γραφή, όπως την ερμήνευσε η μακρά ασκητική εμπειρία της Ορθοδοξίας, και ν' αποκαλύψει την ανεπάρκεια της αριστοτελικής ερμηνείας του Ευαγγελίου.

Η ουσιαστική προσφορά του Καλλίστου στην Εκκλησία, έγκειται ακριβώς στο ότι αντιπαρέθεσε στο δυτικό σχολαστικισμό —που οδηγεί στην αγνωσία του Θεού— την εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία της. με τα υπό σχολιασμόν έργα του, διαρκώς προτείνει την αγιότητα, την στενή οδό γνώσεως του Θεού, όχι βέβαια διά μαθημάτων, αλλά δια παθημάτων εν Κυρίω Ιησού, δια του «πάσχει» τα θεία.

Όπως ήδη σημειώσαμε στο προηγούμενο σχόλιο, τα 83 κεφάλαια ανήκουν στον Κάλλιστον Αγγελικούδη, πλην των πρώτων 14ων, που αναφέρονται στην νοερά προσευχή και είναι γνήσιος καρπός του ακολουθούντος την παράδοση του διδασκάλου του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου πατριάρχου Καλλίστου. Επομένως τα 69 Κεφάλαια, ως ύφος, ήθος, φραστική και λεκτική ιδιοτυπία, ως όροι ασκητικοί και θεολογικοί, ως ευρύτης θεωρητική, με τη χρήση της αποφατικής οδού και γενικώς η υφή των, συμπίπτουν με τα χαρακτηριστικά των άλλων έργων του, που θα σχολιάσουμε, και με το αντιρρητικό «κατά Θωμά».
Ο όσιος Αγγελικούδης ήταν μέγας Ησυχαστής και δυναμικός θεολόγος, όπως καταφαίνεται από την ρωμαλέα σκέψη του, αλλά και αγιώτατος, πλήρης Πνεύματος Αγίου, κατοικητήριο θείας σοφίας, εξαιρετικής φυσικής καταβολής, μεγάλης θεολογικής εμβελείας, κάτοχος σπανίας δογματικής γνώσεως, με πλούσιο το χάρισμα του λόγου και του κάλλους του φθέγματος.

Τα 69 Κεφάλαια, που πραγματεύονται για τη θεία προσευχή, τη νοερά και καρδιακή, για την πνευματική θεωρία και για τους θεωρητικούς, για το θείο φωτισμό και τον θείον έρωτα και για τα μυστικά ενεργήματα του θείου Πνεύματος, αναλύει μεταχειριζόμενος πότε τις κοινές πνευματικές εμπειρίες, πότε την καταφατική και πότε την αποφατική θεολογικήν οδό με καταπληκτικήν ευχέρεια, που αφήνουν άφωνο τον μεμυημένον αναγνώστη, τον αιχμαλωτίζουν, τον ανεβάζουν σε ουρανίους κόσμους, τον θερμαίνουν, τον μεθούν πνευματικώς και τον εκστασιάζουν ερωτικώς.

Και ενώ ωρισμένα Κεφάλαια, επειδή είναι διδακτικά και απευθύνονται, ως γενική αγωγή, σε μη τελείους Ησυχαστές, για να τους ελκύσουν στις κορυφές της ησυχαστικής εμπειρίας, εγράφησαν με αναστολές και περιορισμούς των προσωπικών βιωμάτων, όμως τα περί προσευχής Κεφάλαια, τα περί θεωρίας και οι προσωπικές προσευχές του θείου Καλλίστου Αγγελικούδη, επειδή αποτελούν κένωση των εμπειριών και των μυστικών οργίων της αγιασμένης ψυχής του και των ελλάμψεων του μεγάλου νου του, ρέουν ελεύθερα, εξομολογητικά, αποκαλυπτικά και φανερώνουν τις ερωτικές ενέργειες του «ερωτουργού» Αγίου Πνεύματος στην θεοφόρα καρδιά του, δίνοντας έτσι το μέτρο των δυνατοτήτων τού εν Χριστώ ανθρώπου. Ιδού μία εκφραστική εξομολόγησή του: «...Πώς, Δέσποτα, ορών σε εν τη καρδία μου λάμποντα νύκτωρ και μεθ' ημέραν...; οίμοι, όσον αμαρτωλός εγώ!».

Όπως ήδη σημειώσαμε, το επ' ονόματι Καλλίστου Τηλικούδη κείμενο αποδίδεται στον όσιον Κάλλιστον Αγγελικούδην, ως αποτελούν μικρόν απόσπασμα του «ογκώδους και χυμώδους νηπτικού έργου» του. Πρόκειται για ένα κείμενον όντως νηπτικόν, ησυχαστικόν και θεολογικόν, όπου εκτίθενται με ιδιαίτερη χάρη οι προϋποθέσεις ενώσεως με τον Θεόν και όπου, ενώ εξαίρεται η νοερά και καρδιακή προσευχή και περιγράφονται οι καρποί της, κατά την νηπτική παράδοση, ο Αγγελικούδης συνιστά και τις πνευματικές θεωρίες, δια των οποίων ανάγεται ο νους στη θεωρία των ιδιωμάτων του Θεού, όπως παρατηρείται και στα άλλα έργα του, αναγνωρίζοντας βέβαια ότι, για να εύρει κανείς «έτερον τινα εγκάρδιον ουρανόν, ένθα οικεί ο Χριστός», χρειάζεται πολύς αγώνας και κόπος στις προσευχές.

Ο όσιος Κάλλιστος Αγγελικούδης, όπως προκύπτει από τα έργα του, είναι ένας μεγάλος δογματικός θεολόγος και ευρύτατος Ησυχαστής, που συνεδύασε έκτακτη φυσική καταβολή, εκκλησιαστική παιδεία και πλούσια χάρη. Και ο μεν δογματικός θεολόγος φανερώνεται με το έργο του «κατά Θωμά», ο δε υψίνους και πλατύνους Ησυχαστής και μέγας διδάσκαλος του Ησυχασμού αναδεικνύεται με τα «Περί θείας ενώσεως και βίου θεωρητικού» 92 Κεφάλαια, επιγραφόμενα στον άγνωστο Κάλλιστο Καταφυγιώτη.

Μόλις χρειάζεται να λεχθεί ότι η «περί θεωρητικού βίου και θείας ενώσεως» διδασκαλία του κινείται μέσα στο μεγάλο ποτάμι του παραδοσιακού Ησυχασμού του 14ου αιώνος, που τέμνεται στα δύο ενιαία ρεύματα της καρδιακής προσευχής και της νοεράς θεωρίας. Και αυτός ο συνδυασμός αμφοτέρων των ρευμάτων —πλείστοι θείοι Πατέρες, ακολουθούσαν μόνο το ένα ή περισσότερο το ένα από το άλλο— καθιερώνει τον ημέτερο Κάλλιστον ως όντως ευρύτατον Ησυχαστήν και μύστη της νοουμένης κτίσεως.
Κατά βάθος τα δύο ρεύματα καταλήγουν στην «θείαν ένωση». Η χρήση των μεθόδων, ενώ μέχρις ενός σημείου είναι η αυτή και με μόνην αυτή φθάνουν πολλοί Άγιοι στην ένωση, σε ένα ποικίλο βαθμό, κατά το μέτρο της δεκτικότητάς των, άλλοι, κοσμημένοι με μείζονες νοητικές δυνάμεις, κατά την πορεία των προς την ένωση χρησιμοποιούν και άλλη. Η κοινή μέθοδος, ύστερα από πνευματικούς αγώνες, τείνει στην ενοποίηση των ψυχονοητικών λειτουργιών «εν τη καρδία», με την καρδιακή προσευχή, όπου, ενεργούντος του Αγίου Πνεύματος, πραγματούται η μυστική ένωση με τον Θεόν. Η άλλη μέθοδος είναι η θεωρία. Και επειδή το σχολιαζόμενον έργον του οσίου Καλλίστου Αγγελικούδη αναφέρεται κυρίως στο θεωρητικό βίο, χρησιμοποιείται η θεωρητική μέθοδος, που έχει ως αφετηρία της τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, διέρχεται από τον Ευάγριο και τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και καταλήγει στον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και σε ωρισμένους Ησυχαστές διδασκάλους του 14ου αιώνος. Γι' αυτό είναι φανερή η εξάρτηση του θείου Ησυχαστού από τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα και η πυκνή αναφορά του σε αυτά, όπως και στον άγιο Μάξιμο.

Ο όσιος Πατέρας αναχωρεί, ως από αρχή, από την θεωρητικήν ιδιότητα του Θεού, την οποίαν έχει ο ανθρώπινος νους, κατά χάρη. Επομένως εκείνος που δεν κάνει χρήση της θεωρητικής ιδιότητος του νου, ευρίσκεται σε πλάνη. Και αναφέρει περιπτώσεις αγιαζομένων αγωνιστών, που από απαιδευσία και άγνοια κλείνουν την οπτική δύναμη του νου προς τις νοητές ακτίνες γύρω από τον νοητό Ήλιο της δικαιοσύνης.

Η πνευματική θεωρία, που ενεργείται από τον νουν και που ονομάζεται «θεωρία κατ' επιβολήν» —εν αντιθέσει από αυτήν που ενεργείται στον καθαρό νου από τον Θεόν και λέγεται «θεωρία κατά παραδοχήν»— απαιτεί τρία βασικά στοιχεία: πίστη, σοφία και χάρη του Πνεύματος. Το πρώτο στάδιο είναι η κτίση, όπου εικονίζονται η σοφία, η αγαθότης, το κάλλος και η δύναμη του Θεού. Το δεύτερο, είναι η θεωρία των ιδιωμάτων του Θεού, η απειρία, η αιωνιότης, το άναρχον, το φως, η δόξα, η αγαθότης και άλλες αναρίθμητες δυνάμεις και ενέργειες, που μέσα στον ωκεανόν αυτόν των τελειοτήτων του Θεού ο νους μεθά και γίνεται εκστατικός. Το τρίτον είναι η θεία ένωση, όπου ο νους σιωπά.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο θεωρητικός βίος του οσίου Καλλίστου δεν έχει καμμιά σχέση με τον αντίστοιχο του Ιουδαίου Φίλωνος, ούτε το Ένα - Θεός σχετίζεται με το Εν και την έκσταση των νεοπλατωνικών, όπως έχει αποδειχθεί από συγκριτικές μελέτες μεγάλων θεολόγων. Άλλωστε ήδη ο μέγας θεωρητικός της αποβλεπτικής μυστικής εδήλωσε τις προϋποθέσεις της συναντήσεως του Ενός και την ποιότητα της εκστάσεως: πίστη στην Αγία Τριάδα, σοφία πνευματική και μετοχή Αγίου Πνεύματος, από τα οποία όλες οι φιλοσοφίες είναι άμοιρες.

Επειδή και η αποβλεπτική μυστική ευρίσκεται, όπως σημειώσαμε, μέσα στο πολύβουο ποτάμι της αγιοπνευματικής παραδόσεως, προς κατοχύρωση του ισχυρισμού, υπενθυμίζουμε τον λόγο του Μ. Βασιλείου: «Νους μη σκεδαννύμενος επί τα έξω... επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι' εαυτού δε προς την του Θεού έννοιαν αναβαίνει, κακείνω τω κάλλει περιλαμπόμενός τε και ελλαμπόμενος...». Αυτή η αποβλεπτική κίνηση του νου προϋποθέτει, βέβαια, απόλυτη καθαρότητα ψυχής και σώματος και νου, όπως αποφαίνονται όλοι οι άγιοι Πατέρες, αφού ενεργεί σ' αυτές τις στιγμές το πανάγιο πνεύμα, που ως αγαθόν ενοποιεί προηγουμένως τις ψυχονοητικές δυνάμεις, ενώ κάθε πάθος είναι διασπαστικό και διαιρετικό, όπως ορίζεται.

Επίσης ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς μάς προσφέρει πλήθος κειμένων της αποβλεπτικής μυστικής και της ενώσεως με τον Θεόν —αφού ο νους γίνει υπεράνω σαρκός, κόσμου και κοσμοκράτορος. Σχεδόν ολόκληρη η διδασκαλία του αναφέρεται στη θεωρητική μέθοδο, αφού και ο ίδιος ακολουθούσε και τα δύο ρεύματα της παραδοσιακής αγωγής, της νοεράς και καρδιακής προσευχής και της θεωρητικής μυστικής —που την θεωρεί ως δείγμα υγιούς ψυχής— και που κορυφώνεται στο β' λόγο του στα Εισόδια της Θεοτόκου, την οποία θεωρεί ως πρώτην εφαρμόσασα και πρώτη διδάξασα την εν Χριστώ θεωρία και ένωση.

Δεν υπάρχει δυνατότης στο σύντομο σχολιασμό να αναπτυχθούν οι αγγελικές εμπειρίες του οσίου Καλλίστου Αγγελικούδη, του τόσον ολίγον γνωστού μεγάλου αυτού Ησυχαστού και θεολόγου στην πιο γνήσια εκδοχή. Θα θέλαμε όμως να επιστήσουμε την προσοχή του φιλοκάλου και αγαπώντος την πνευματική ζωήν αναγνώστου, εκτός των καλλιστιανών αριστουργηματικών κειμένων, στις ερωτικές προσευχές του προς τον ζωοποιόν Κύριον, που συνέθεσε τραυματισμένος από θείον έρωτα ο μέγας Ησυχαστής, όταν ο τεθεωμένος νους του κατέβαινε από τον υπέρφωτο γνόφο της αγνωσίας του Θεού, όπου όμως ήταν ενωμένος με τον Θεόν και έβλεπε μη βλέπων και άκουγε μη ακούων, και ψηλαφούσε αναφώς και εγεύετο αυτής της υπέρ νουν και λόγον θεοποιούσης απείρου αγαθότητος και αγάπης, ως «άρρητον έρωτα», ως «ακατάληπτον κατάληψιν», διαρκώς φλογιζόμενος για την κατάληψιν του ακαταλήπτου.

Με αυτά τα μεθύοντα από τις ευωδίες του Αγίου Πνεύματος καλλιστιανά άνθη, όπως και με άλλα εφάμιλλα αγίων ανδρών, η αγία Εκκλησία μας στολιζομένη, προβάλλεται ως όντως Εκκλησία Αγίων, όχι μόνον ως «μη έχουσα σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων» (Έφ. 5, 27), αλλά και ως νύμφη Χριστού κατ' ενέργειαν, όπου άδονται επιθαλάμια άσματα, από εδώ, όπου όργια του Αγίου Πνεύματος και νοεροί βακχικοί έρωτες και όπου αναπέμπονται ύμνοι και ωδές πνευματικές προς τον νυμφίο Χριστόν, από τα βάθη των αγιασμένων καρδιών, τετρωμένων και ηλλοιωμένων θείω έρωτι, ωσάν την ασματίζουσα νύμφη: «Τετρωμένη αγάπης ειμί εγώ» (Άσμα 2, 5).

************
*Πρόκειται για τα εξής: α) τα κεφάλαια 15-83 «Περί προσευχής», που επιγράφονται ως του πατριάρχου Καλλίστου, β) «Περί ησυχαστικής τριβής», που επιγράφεται ως του Καλλίστου Τηλικούδη και γ) «Περί θείας ενώσεως και βίου θεωρητικού», που επιγράφεται ως του Καλλίστου Καταφυγιώτου. Ενδεχομένως είναι δικό του και το έργο «Εκλογή από των Αγίων Πατέρων περί προσευχής και προσοχής».
**Από ελληνικής πλευράς, με το πρόβλημα αυτό ασχολήθηκαν ο καθ. Στ. Παπαδόπουλος («Καλλίστου Αγγελικούδη κατά Θωμά Ακινάτου», Αθήναι 1970), ο επίκ. καθ. Δημ. Γόνης («το συγγραφικόν έργον του οικουμενικού πατριάρχου Καλλίστου Α'», Αθήναι 1980), ο π. Συμεών Κούτσας («Callistos Angelicoudes. Ouatre traites hesychastes inedits», Στρασβούργο 1984).
------------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 126-130).