Η πνευματική αυτή ηδονή είναι και πολυώνυμη και ανώνυμη.

76. Αυτή λοιπόν η πνευματική ηδονή έχει ονομαστεί μυστικά υπερφυσική και ζωήρρυτη και ενυπόστατη έλλαμψη, υπέρφωτος γνόφος, ασύλληπτο κάλλος, το ακρότατο από τα επιθυμητά, εποψία και θεοπτία και θέωση· όμως και μετα την οποιαδήποτε έκφρασή της παραμένει ανέκφραστη, και μετά που θα γνωριστεί παραμένει άγνωστη, και μετά που θα νοηθεί, ανεπινόητη. 

Και λέει ο μέγας Διονύσιος: «Σ' αυτόν τον υπέρφωτο γνόφο παρακαλούμε κι εμείς να βρεθούμε, και να δούμε και να γνωρίσομε με αβλεψία και αγνωσία Εκείνον που υπερβαίνει κάθε όραση και κάθε γνώση, ακριβώς με το να μη δούμε και να μη γνωρίσομε. Γιατί τούτο είναι να δει κανείς πράγματι και να γνωρίσει. Και να υμνήσομε υπερούσια τον Υπερούσιο, με την αποκοπή απ΄ όλα τα όντα».

Λέει ακόμη: «Ο θείος γνόφος είναι το απρόσιτο φως, στο οποίο λέγεται ότι κατοικεί ο Θεός(Α΄ Τιμ. 6, 16)· και είναι αόρατο λόγω της υπερβολικής φωτεινότητάς του. Και το ίδιο είναι και απρόσιτο, λόγω της υπερβολής της υπερούσιας φωτοχυσίας. Σ' αυτό το φως έρχεται καθένας που αξιώνεται να δει και να γνωρίσει το Θεό, ακριβώς με το να μη δει και να μη γνωρίσει, φτάνοντας αληθινα σ' Αυτόν που είναι πάνω από όραση και γνώση, γνωρίζοντας τούτο μόνο, ότι είναι μετά απ΄ όλα τα αισθητά και τα νοητά». 

Και ο μέγας Βασίλειος λέει: «Οι αστραπές του θείου κάλλους είναι εντελώς ανέκφραστες και απερίγραπτες. Δεν τις φτάνει ο λόγος, δεν τις χωράει η ακοή. Κι αν αναφέρεις τη λάμψη του αυγερινού, και τη λαμπρότητα της σελήνης, κι αν πεις του ηλίου το φως, όλα είναι πολύ φτωχά για να δώσουν κάποια ιδέα εκείνης της λαμπρότητας, και σε σύγκριση με το αληθινό φως υστερούν περισσότερο απ΄ όσο η βαθιά νύχτα και το πυκνό σκοτάδι από το καθαρότατο μεσημέρι. Αυτό το κάλλος σωματικά μάτια δεν μπορούν να το δουν· μόνο με την ψυχή και τη διάνοια γίνεται αντιληπτό. Και σε όσους Αγίους έλαμψε, τους άφησε το αφόρητο κεντρί του θείου πόθου. 

Δυσφορώντας αυτοί για την εδώ ζωή, έλεγαν· "Αλοίμονο! η ξενητειά μου κράτησε πολύ!"(Ψαλμ. 119, 5), και· "Η ψυχή μου δίψασε το Θεό, τον ισχυρό και ζώντα. Πότε θα έρθω και θα σταθώ μπροστά στο πρόσωπο του Θεού μου;"(Ψαλμ. 41, 3), και· "Είναι πολύ καλύτερο να πεθάνω και να είμαι μαζί με το Χριστό"(Φιλιπ. 1, 23), κα· "Τώρα άφησε το δούλο Σου, Κύριε, να πεθάνει ειρηνικά, όπως του υποσχέθηκες"(Λουκ. 2, 29), γιατί θεωρούσαν φυλακή αυτή τη ζωή. Κι επειδή δε χόρταιναν τη θεωρία του θείου κάλλους, παρακαλούσαν να συμπαρατείνεται η θεωρία της λαμπρότητας του Κυρίου σε όλη την αιώνια ζωή».
Και ο Θεολόγος Γρηγόριος: «Όπου φόβος, εκεί και τήρηση των εντολών. Όπου τήρηση των εντολών, εκεί και κάθαρση της σάρκας από το νέφος που κάθεται μπροστά στην ψυχή και δεν την αφήνει να δει καθαρά τη θεία λαμπρότητα. Όπου κάθαρση, εκεί και έλλαμψη· και η έλλαμψη είναι εκπλήρωση του πόθου εκείνων που επιθυμούν τα μέγιστα, ή το μέγιστο, ή το πάνω από το μέγα».

Και ο θείος Γρηγόριος Νύσσης: «Αν ξεπλύνεις με την επιμέλεια του βίου σου την ακαθαρσία που επικάθησε στην καρδιά σου, θα λάμψει πάλι όπως και πρώτα το θεοειδές της κάλλος, όπως γίνεται στο σίδερο. Όταν δηλαδή με την ακόνη βγει η σκουριά, τότε το σίδερο που ήταν πρωτύτερα μαύρο, βγάζει λάμψεις και ακτίνες γιαλίζοντας αντίκρυ στον ήλιο. Έτσι και με τον εσωτερικό άνθρωπο, τον οποίο ο Κύριος ονομάζει καρδιά· όταν αποξέσει τη φαρμακερή ακαθαρσία, η οποία φάνηκε πάνω στη μορφή του από τη μούχλα του πονηρού, τότε θα ξαναπάρει την ομοιότητα με το Αρχέτυπο και θα είναι αγαθός. Γιατί στο Αγαθό ακολουθεί οπωσδήποτε όμοιο αγαθό». Και ο άγιος Νείλος: «Μακάριος όποιος έφτασε στην άγνοια, η οποία είναι αχώριστη από την προσευχή».

Και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Το αβυσσαλέο πένθος είδε την παρηγορία, ενώ η καθαρότητα της καρδιάς δέχθηκε έλλαμψη. Η έλλαμψη είναι μία ανέκφραστη ενέργεια, η οποία βλέπεται χωρίς να βλέπεται και νοείται χωρίς να γνωρίζεται».

Γι' αυτό και είναι τρισμακάριοι εκείνοι οι οποίοι, όπως τότε η Μαρία(Λουκ. 10, 42), προτίμησαν την αγαθή αυτή μερίδα και πολιτεία, την πνευματική και αναφαίρετη, και αξιώθηκαν αυτή τη θεοειδή ευτυχία, ώστε μπορούν με μεγάλη και εκστατική χαρά, μαζί με τον θείο Παύλο, να ενθουσιάζονται ολοφάνερα και να αναφωνούν: «Όταν ο σωτήρας μας Θεός φανέρωσε την αγαθότητα και τη φιλανθρωπία Του, μάς έσωσε όχι για τα καλά έργα που κάναμε εμείς, αλλά γιατί μας ευσπλαχνίστηκε.

Μας έσωσε με το βάπτισμα της αναγεννήσεως και της ανανεώσεως που χαρίζει το Άγιο Πνεύμα, που το σκόρπισε πλούσια επάνω μας δια του Ιησού Χριστού του Σωτήρα μας, για να δικαιωθούμε με τη δική Του χάρη και να κληρονομήσομε την αιώνια ζωή όπως ελπίζομε»(Τίτ. 3, 4-7).

Και πάλι: «Ο Θεός που μας έχρισε και μας σφράγισε και έδωσε τον αρραβώνα του Πνεύματος στις καρδιές μας»(Β΄ Κορ. 1, 21-22) και: «Έχομε το θησαυρό τούτο μέσα σε πήλινα δοχεία, τα σώματά μας, για να αποδεικνύεται ότι η υπερβολική δύναμη δεν είναι δική μας αλλά του Θεού»(Β΄ Κορ. 4, 7). Αυτά σχετικά μ' εκείνους. Είθε κι εμείς με τις δεήσεις εκείνων, που γίνονται δεκτές από το Θεό, να γίνομε κατά ένα μέρος όμοιοι μ' αυτούς, με το έλεος και τη χάρη του Θεού.


Όποιος θέλει να ησυχάσει στην εντέλεια, πρέπει οπωσδήποτε να είναι πράος στην καρδιά.

77. Εσύ, τέκνον, είναι καιρός τώρα πριν από τ' άλλα και μαζί με τ' άλλα να μάθεις ότι, εκείνος που θέλει να μάθει να τοξεύει καλά, δεν τεντώνει το τόξο χωρίς να βάλει μπροστά του σημάδι· έτσι κι εκείνος που θέλει να μάθει να ησυχάζει, ας έχει σαν σημάδι το να είναι πάντοτε πράος στην καρδιά. 


Λέει ο άγιος Ισίδωρος: «Για την κατόρθωση της αρετής δεν αρκεί η άσκηση, αλλά χρειάζεται και η μετριοπάθεια, κατά την άσκηση. Γιατί αν διεξάγομε αγώνα πραότητας και τον εμποδίζομε με την ταραχώδη γνώμη μας, αυτό δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ενώ θέλομε να σωθούμε, δε θέλομε να κάνομε εκείνα που χρειάζονται για τη σωτηρία μας». 

Και πριν από αυτόν, ο θειότατος Δαβίδ είπε: «Θα οδηγήσει τους πράους στη διάκριση, θα διδάξει στους πράους τους δρόμους Του»(Ψαλμ. 24, 9). Και ο Σειράχ: «Στους πράους αποκαλύπτονται τα μυστήρια». 

Και ο γλυκύτατος Ιησούς: «Μάθετε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά και θα βρουν ανάπαυση οι ψυχές σας»(Ματθ. 11, 29), και: «Σε ποιόν θα ρίξω το βλέμμα μου, παρά στον πράο και ήσυχο που τρέμει τα λόγια μου;»(Ησ. 66, 2), και: «Μακάριοι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη»(Ματθ. 5, 5), δηλαδή την καρδιά που θα καρποφορεί με τη βοήθεια της χάρης τριάντα και εξήντα και εκατό φορές περισσότερο(Μαρκ. 4, 20), σύμφωνα με τις τάξεις των αρχαρίων, των μέσων και των τελείων. Ο πράος δεν προκαλεί ταραχή για τίποτε ούτε ταράζεται, εκτός αν ο λόγος είναι για την ευσέβεια.
Πώς θα κατορθώσομε την πραότητα. Τα τρία μέρη της ψυχής, το θυμικό, το επιθυμητικό και το λογιστικό.

78. Τούτο θα το κατορθώσεις εύκολα, όταν τα αποφεύγεις όλα και ταυτόχρονα παρακινείς την ψυχή σου στην αγάπη, όταν κρατάς τις περισσότερες φορές σιωπή, τρως με μέτρο και πάντοτε προσεύχεσαι, όπως είπαν οι Πατέρες: «Στο θυμικό μέρος της ψυχής βάλε το χαλινό της αγάπης, το επιθυμητικό μάρανέ το με την εγκράτεια και στο λογιστικό της ψυχής δώσε φτερά με την προσευχή· κι έτσι το φως του νου δε σκοτεινιάζει ποτέ». «Χαλινός του θυμού είναι η σιωπή που γίνεται στην ώρα της· της άλογης επιθυμίας, η μετρημένη τροφή· του δυσκολοκράτητου λογισμού, η μονολόγιστη προσευχή».

Και πάλι: «Τρεις αρετές υπάρχουν, οι οποίες παρέχουν πάντοτε στο νου φως· να μη γνωρίζει κανείς την κακία του άλλου, να υπομένει ατάραχα τις θλίψεις που έρχονται και να κάνει καλό σ' εκείνους που του κάνουν κακό. Οι τρεις αυτές αρετές γεννούν άλλες τρεις, μεγαλύτερες από αυτές· η άγνοια της κακίας του άλλου γεννά την αγάπη, η χωρίς ταραχή υπομονή στις θλίψεις γεννά την πραότητα, και η ευεργετικότητα σ' εκείνους που του κάνουν κακό φέρνει την ειρήνη».

Και πάλι: «Τρεις γενικότερες ηθικές καταστάσεις υπάρχουν στους μοναχούς. Η πρώτη είναι να μην αμαρτάνει κανείς διόλου με την πράξη· η δεύτερη, να μην πολυκαιρίζουν στην ψυχή οι εμπαθείς λογισμοί· η τρίτη, να βλέπει κανείς κατά διάνοια χωρίς πάθος τις μορφές των γυναικών και εκείνων που τον λύπησαν».
Πρέπει κανείς να μετανοεί γρήγορα για όσα παραπτώματα του συμβαίνονν, κι έτσι να προφυλάγεται σοφά για το μέλλον.

79. Αν συμβεί να κλονιστείς σε κάτι ή να γλιστρήσεις σε κάποιο παράπτωμα ξεφεύγοντας από το πρέπον, πρέπει να συμφιλιώνεσαι αμέσως μ' εκείνον που σε λύπησε ή τον λύπησες, και να μετανοείς με την ψυχή σου. Επίσης να πενθείς και να κλαις και να κατηγορείς πολύ τον εαυτό σου. 

Κι έτσι να προσέχεις στο εξής και να προφυλάγεσαι με πολλή σοφία, όπως διδάσκει ο Κύριος Ιησούς: «Αν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο κι εκεί θυμηθείς ότι ο αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, άφησε το δώρο σου μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα συμφιλιώσου με τον αδελφό σου· και τότε έλα και πρόσφερε το δώρο σου»(Ματθ. 5, 23-24). 


Και ο Απόστολος Παύλος: «Κάθε δυσαρέσκεια και θυμός και οργή και κραυγή και ύβρη μακριά από σας, καθώς και κάθε κακία. να είστε μεταξύ σας εύσπλαχνοι, να συγχωρείτε ο ένας τον άλλο, καθώς και ο Θεός δια μέσου του Χριστού σάς συγχώρησε»(Εφ. 4, 31-32), και: «Όταν οργίζεστε, μη φτάνετε ως την αμαρτία. να μη σας βρίσκει η δύση του ηλίου ακόμη οργισμένους»(Εφ. 4, 26), και: «Μην επιζητείτε, αγαπητοί, να εκδικείστε, αλλά δώσετε τόπο στην οργή του Θεού»(Ρωμ. 12, 19), και: «Να μη σε νικά το κακό, αλλά να νικάς το κακό με το αγαθό»(Ρωμ. 12, 21). Αυτά ειπώθηκαν σχετικά με τη συμφιλίωση με τους άλλους.
Το ολίσθημα και η μετάνοια.

80. Για το ολίσθημα τώρα, λέει ο άγιος Ισαάκ: «Να μη λυπηθούμε όταν γλιστρήσομε σε κάτι, αλλά όταν επιμείνομε σ' αυτό. Γιατί το ολίσθημα συμβαίνει πολλές φορές και στους τέλειους· το να επιμείνει όμως κανείς σ' αυτό είναι τέλεια νέκρωση. Τη λύπη για τα ολισθήματά μας η θεία χάρη μάς τη μετρά σαν καθαρή εργασία. Όποιος ξαναπέφτει σε ολίσθημα ελπίζοντας στη μετάνοια, αυτός βαδίζει απέναντι του Θεού με πανουργία. Σ' αυτόν έρχεται αιφνίδια ο θάνατος και δεν προφταίνει να ολοκληρώσει τα έργα της αρετής, όπως το ήλπιζε». 


Λέει επίσης: «Πρέπει διαρκώς να γνωρίζομε ότι και στις εικοσιτέσσερις ώρες της νύχτας και της ημέρας έχομε ανάγκη από τη μετάνοια. Η έννοια της μετάνοιας, όπως μάθαμε από τα ίδια τα πράγματα, είναι αδιάκοπη δέηση προς το Θεό με προσευχή γεμάτη κατάνυξη για την άφεση των προηγουμένων αμαρτημάτων και λύπη για να προφυλαχτούμε από μελλοντικά». 

Και πάλι: «Η μετάνοια είναι χάρη που δόθηκε στους ανθρώπους μετά τη χάρη του βαπτίσματος. Η μετάνοια είναι δεύτερη αναγέννηση από το Θεό, και του αρραβώνα εκείνου που λάβαμε με την πίστη, περιμένομε το χάρισμα με τη μετάνοια. Μετάνοια είναι η θύρα του ελέους, η ανοιχτή σ' εκείνους που την αναζητούν από τη θύρα αυτή εισερχόμαστε προς το θείο έλεος. Και έξω από αυτή την είσοδο δε θα βρούμε έλεος, γιατί όλοι αμάρτησαν, κατά τη θεία Γραφή(Ρωμ. 3, 23-24), και δικαιώνονται δωρεάν με τη χάρη του Θεού. Η μετάνοια είναι η δεύτερη χάρη και γεννιέται στην καρδιά από την πίστη και το φόβο. Ο φόβος είναι η πατρική ράβδος του Θεού που μας κυβερνά ώσπου να φτάσομε στον πνευματικό παράδεισο· κι όταν φτασομε εκεί, μας αφήνει και γυρίζει πίσω. Παράδεισος είναι η αγάπη του Θεού, μέσα στην οποία περιέχεται η τρυφή που υπόσχονται όλοι οι μακαρισμοί». 

Και παρακάτω: «Καθώς δεν είναι δυνατό να περάσει κανείς τη θάλασσα τη μεγάλη χωρίς πλοίο, έτσι δεν μπορεί κανείς χωρίς φόβο να περάσει προς την αγάπη. Τη βρωμερή θάλασσα των παθών που είναι ανάμεσα σ' εμάς και στο νοητό παράδεισο, μόνο με το πλοίο της μετάνοιας μπορούμε να την περάσομε, το οποίο έχει τους κωπηλάτες του φόβου. Αν αυτοί οι κωπηλάτες του φόβου δεν κατευθύνουν το πλοίο της μετάνοιας με την οποία διαπλέομε τη θάλασσα του κόσμου τούτου πηγαίνοντας προς το Θεό, τότε καταποντιζόμαστε στη βρωμερή θάλασσα».
Η μετάνοια, ο φόβος, η αγάπη, το πένθος, τα δάκρυα και η αυτομεμψία.

81. Και εξακολουθεί ο άγιος Ισαάκ: «Η μετάνοια είναι το πλοίο· ο φόβος είναι ο κυβερνήτης του· η αγάπη είναι το θεϊκό λιμάνι. Ο φόβος λοιπόν μας επιβιβάζει στο πλοίο της μετάνοιας, μας περνά από τη βρωμερή θάλασσα του βίου και μας οδηγεί προς το θεϊκό λιμάνι που είναι η αγάπη, όπου φτάνουν όλοι όσοι κοπιάζουν και είναι φορτωμενοι(Ματθ. 11, 28) με τη μετάνοια.
Κι όταν φτάσομε στην αγάπη, φτάσαμε στο Θεό· ολοκληρώθηκε ο δρόμος μας και περάσαμε στη νήσο που βρίσκεται απέναντι από τον κόσμο, όπου είναι ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα».

Για το κατά Θεόν πένθος λέει ο Σωτήρας: «Μακάριοι όσοι πενθούν, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούν»(Ματθ. 5, 4). Για τα δάκρυα πάλι γράφει ο άγιος Ισαάκ: «Τα δάκρυα στην προσευχή είναι σημάδι του ελέους του Θεού, το οποίο αξιώθηκε η ψυχή με τη μετάνοιά της, και ότι η μετάνοιά της έγινε δεκτή και άρχισε η ψυχή να περνά μέσα στην πεδιάδα της καθαρότητας με τα δάκρυά της. Αν δεν αφαιρεθούν από τον άνθρωπο οι λογισμοί των προσκαίρων και δεν πετάξει μακριά την ελπίδα του κόσμου και δε γεννηθεί μέσα του η καταφρόνηση του κόσμου και δεν αρχίσει να ετοιμάζει τα χρήσιμα εφόδια για την έξοδο από το σώμα και δεν αρχίσουν να κινούνται στην ψυχή λογισμοί για τα μετά το θάνατο, δεν μπορούν τα μάτια να δακρύζουν. Τα δάκρυα προέρχονται από την καθαρή και απερίσπαστη εσωτερική μελέτη και από τους πολλούς και συνεχείς λογισμούς που γίνονται χωρίς παρέκκλιση και από κάποιο λεπτό λογισμό που γίνεται στη διάνοια και με τη μνήμη του προξενεί λύπη στην καρδιά. Απ' όλα αυτά πληθαίνουν και αυξάνονται τα δάκρυα όλο και περισσότερο». 

Επίσης ο Ιωάννης της Κλίμακος λέει: «Όπως η φωτιά καίει τα χόρτα, έτσι και το αγνό δάκρυ κάθε ακαθαρσία σωματική ή ψυχική. Ας δώσομε στον εαυτό μας τα καθαρά και άδολα δάκρυα της μνήμης του θανάτου μας, γιατί σ' αυτά δεν υπάρχει απάτη του πονηρού ή έπαρση, αλλά μάλλον κάθαρση και προκοπή της αγάπης προς το Θεό και ξέπλυμα της αμαρτίας και απάθεια». 

Ακόμη λέει: «Μην έχεις πεποίθηση στα δάκρυά σου πριν καθαρθείς τελείως. Δεν μπορείς να έχεις εμπιστοσύνη στο κρασί που το κλείνεις στον ασκό μόλις βγήκε από το πατητήρι». 

Ακόμη: «Τα δάκρυα που προέρχονται από το φόβο, από μόνα τους φυλάγονται· τα δάκρυα όμως της αγάπης, πριν από την τέλεια αγάπη, μπορεί ίσως κάποιος να τα χάσει, εκτός αν η άσβηστη φωτιά της αγάπης κατά την ενέργειά της φλογίσει υπερβολικά την καρδιά. Και είναι άξιο θαυμασμού πώς το κατώτερο (τα δάκρυα του φόβου) είναι στην ώρα του πιο ασφαλές». 

Και πάλι: «Τα δάκρυα της μνήμης του θανάτου γεννούν το φόβο. Από το φόβο γεννιέται η αφοβία και τότε φανερώνεται η χαρά. Όταν λήξει η ακατάληπτη χαρά, τότε ανατέλλει το άνθος της οσίας αγάπης». 

Για την αυτομεμψία τώρα, λέει ο μέγας Αντώνιος: «Αυτή είναι η μεγάλη εργασία του ανθρώπου, να αναλάβει το σφάλμα του μπροστά στο Θεό και να περιμένει πειρασμό μέχρι την τελευταία του αναπνοή». 

Και άλλος Άγιος, όταν ερωτήθηκε «τι καλό βρήκες, πάτερ, στη μοναχική σου ζωή;», απάντησε: «Το να κατηγορώ τον εαυτό μου σε όλα». Εκείνος που τον ερώτησε, επαίνεσε την απάντηση λέγοντας: «Πράγματι, άλλος δρόμος από αυτόν δεν υπάρχει».
Και ο αββάς Ποιμήν είπε: «Όλες οι αρετές εισήλθαν με στεναγμούς σ' αυτόν τον κόσμο. Πάρε μία από αυτές, και χωρίς αυτή με κόπο μπορεί να σταθεί ο άνθρωπος». Τον ερώτησαν ποιά είναι αυτή, και απάντησε: «Το να κατηγορεί ο άνθρωπος πάντοτε τον εαυτό του».

Και πάλι είπε: «Εκείνος που κατηγορεί τον εαυτό του, ό,τι και να του συμβεί, είτε ζημία είτε εξευτελισμός είτε οποιαδήποτε θλίψη, θεωρεί από πρώτα τον εαυτό του άξιο γι' αυτά και ποτέ δεν ταράζεται».
Η σοφή ασφάλιση και η προσοχή.

82. Επίσης για την προσοχή και την ασφάλεια, γράφει ο θεσπέσιος Παύλος: «Προσέχετε πώς ακριβώς πορεύεστε, όχι ως άσοφοι αλλά ως σοφοί, χρησιμοποιώντας σωστά το χρόνο σας, γιατί οι ημέρες είναι πονηρές»(Εφ. 5, 15-16).

Και ο άγιος Ισαάκ: «Ω σοφία, πόσο θαυμαστή είσαι και πώς προβλέπεις τα πάντα από μακριά! Μακάριος εκείνος που σε βρήκε, γιατί αυτός ελευθερώθηκε από τη ραθυμία της νεότητας. Όποιος προσπαθεί να προμηθευτεί με μικρή τιμή, δηλαδή με λίγη περιποίηση, τη θεραπεία των μεγάλων παθών, καλά κάνει·
γιατί αυτό είναι φιλοσοφία, το να έχει κανείς πάντότε νήψη και στα ελάχιστα και ασήμαντα που κάνει. Έτσι κάνοντας θησαυρίζει μεγάλες αναπαύσεις στο μέλλον για τον εαυτό του και δεν κοιμάται, μήπως πέσει σε κανένα σφάλμα, αλλά ξεριζώνει τις αιτίες εκ των προτέρων. Με τα ελάχιστα πράγματα υποφέρει τη μικρή λύπη και με αυτό εξαφανίζει τη μεγάλη. Γι' αυτό και λέει ένας σοφός· Γίνε άγρυπνος και προσεκτικός για χάρη της ζωής σου· γιατί ο ύπνος της διάνοιας είναι συγγενής και εικόνα του αληθινού θανατου"».

Λέει και ο ιεροφάντης Βασίλειος: «Όποιος είναι οκνηρός στα μικρά, μην πιστέψεις ότι θα διαπρέψει στα μεγάλα».
------------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 100-106).