51. Αφού ο νους αποχαιρετήσει και προσπεράσει τα διαστήματα του χρόνου και του τόπου και τα ιδιώματα που προσδιορίζουν τις φύσεις των όντων, τότε απογυμνώνεται αληθινά με την ενοειδή απλότητα και την απλή και άμορφη ζωή. Και χωρίς κανένα κάλυμμα και προπέτασμα, ως άπειρος και απροσδιόριστος, ανεβαίνει υπερφυσικά στην περιοχή όπου λείπει κάθε έννοια και λόγος, με την πνευματοκίνητη θεία δύναμη της καρδιάς και την έλλαμψη που φαίνεται να συνεπεκτείνεται μαζί με τη θεωρία του νου προς το άπειρο. 




Και τότε η ειρήνη του Θεού ανατέλλει στην ψυχή και η άρρητη χαρά και ανέκφραστη αγαλλίαση του Αγίου Πνεύματος χύνεται σ' αυτή και τη συνέχει η πέρα από γνώση έκπληξη καθώς σιγοψάλλει ότι, όχι στο μέλλον αλλά από τώρα παρουσιάζεται ο Θεός των θεών στη Σιών(Ψαλμ. 83, 8), σε νου δηλαδή που ουρανοπορεί και που εποπτεύει τα υψηλά. Κύριε, Θεέ των δυνάμεων, μακάριος ο άνθρωπος που έχει την ελπίδα του σ' Εσένα(Ψαλμ. 83, 13).



52. Όταν ο νους καταφωτίζεται μέσα σε εκπλήξεις που δεν μπορούμε να τις νοήσομε ώστε να τις εκφράσομε, βλέποντας τον εαυτό του ανάμεσα στο Θεό και στα θεία, τότε τρώει —αν επιτρέπεται να πούμε έτσι— τους αληθινούς καρπούς της πνευματικής γνώσεως, και θεοποιείται και χαίρεται και προοδεύει στους θείους έρωτες. Δε λέει καθόλου κανένα λόγο, ούτε καθόλου εκφράζει κάποια εσωτερική ή εξωτερική του διάθεση, ούτε και διανοείται, αλλά βλέπει μονάχα νοερά και ενιαία μέσα σε φως αληθινό και πνευματικό και κάνει όσα βλέπει απόλαυση που δεν παρέρχεται.



53. Όταν το πρόσωπο του νου, σκύβοντας μέσα στην καρδιά, βλέπει την έλλαμψη του Πνεύματος να πηγάζει αέναα από αυτή, τότε ακριβώς είναι καιρός σιγής(Εκκλ. 3, 7).



54. Όταν όλο το πρόσωπο του νου δει το Θεό, ή μάλλον όταν ολόκληρος ο νους βρεθεί μέσα στο Θεό, ή, για να πω αλλιώς, όταν ο Θεός βρεθεί σε ολόκληρο το νου, τότε ακριβώς, και ακόμα περισσότερο μάλιστα, είναι καιρός σιγής.



55. Όταν ο νους με τη μετοχή του Πνεύματος βρίσκεται με τη θεωρητική του ενέργεια κατά τα συμβαίνοντα ενώπιον του Θεού και απολαμβάνει από την πλευρά του Θεού δόξα και λαμπρότητα με τρόπο θεμιτό, πρέπει, και πολύ εύλογα, να σωπαίνει και να βλέπει ήσυχα και αθόρυβα. Αν όμως παρεμβληθεί κατά κάποιο τρόπο μια σκοτεινή αχλύς μεταξύ του νου και του Θεού, αμέσως ο νους να πλήττει την αιτία του σκότους με μια κατάλληλη φλόγα, φωτοειδή και πύρινη, βραχύλογη αλλά με θεία λάμψη. Με αυτό τον τρόπο αφού εξαφανίσει το γρηγορότερο το σκότος και την αχλύ με το φως και τη θερμότητα και φωτίσει αντίστοιχα το νου και τον θερμάνει, μπορεί να βρεθεί πάλι όπως πριν με το Θεό και να θεωρεί το κάλλος Του και φυσικά να τον απολαμβάνει και να ομορφαίνει και μ' ένα λόγο να «πάσχει» όλα τα σχετικά με τη νοερή ενατένιση ιδιώματα και την αντίστοιχη παραδοχή του από το ζωοποιό Πνεύμα του Θεού, και βέβαια να γίνεται απλός και ν' απελευθερώνεται πνευματικά κι αληθινά μέσα στο Θεό από όλα, ακόμη και από αυτά που αποδίδονται στο Θεό. Και αυτό ορθά και σωστά συμβαίνει με τον θεωρητικό. Αυτός όμως που επιδίδεται μόνο στην πράξη, πολύ απέχει να βρεθεί σε αυτή την κατάσταση, επειδή δεν ενώθηκε ακόμη με τον εαυτό του και διά μέσου του εαυτού του με το Θεό. Δεν είναι λοιπόν παράδοξο που αυτός αντλεί από τα θεία για να ψάλλει ή να λέει κατά κάποιο τρόπο πολλά και συχνά —πράγμα βέβαια που το κάνει ώστε με αυτά, ας πούμε, τα συνεχή πυρά να φοβίζει και να τρέπει σε φυγή αυτόν που μας εχθρεύεται πολύ και μας πολεμά με όλη του τη δύναμη. Θα έρθει όμως καιρός και για τον πρακτικό, αν υπομείνει, με την πνοή του Πνεύματος, όταν οι λάμψεις που αναπηδούν σαν σπίθες από τις πολλές θείες ωδές, τα άσματα και τους λόγους θα ενωθούν σε ένα μεγάλο πυρσό. Και τότε και στον εχθρό διάβολο καταφέρει ευκολότερα το καίριο χτύπημα, καίγοντας και διαλύοντας, ή μάλλον εξαφανίζοντας το σκοτάδι του, φωτίζοντας δε τον εαυτό του με τον πυρσό αυτό και θερμαίνοντάς τον και παρακινώντας τον προς θείο έρωτα. Συνάμα αναπέμπει προς το Θεό από την καρδιά του σιωπηλό ύμνο και έκπληξη και παρουσιάζει στον εαυτό του τα πιο εξαίσια θαύματα. Γιατί δεν είναι χωρίς λόγο που μακαρίζονται όσοι υπομένουν τον Κύριο ή που με τον καιρό κληρονομούν, καθώς είναι πράοι, τη νοητή γη της επαγγελίας(Ψαλμ. 36, 9 και 11· Ματθ. 5, 5) στ' όνομα του Χριστού του Κυρίου μας.



56. Όταν ο νους με κάθε μία από τις φωτοχυσίες του Πνεύματος ιλιγγιά και απορεί και βλέπει νοερά τον εαυτό του να επεκτείνεται προς το άπειρο και απεριόριστο και να αλλοιώνεται, τότε είναι καιρός σιγής.



57. Όταν πάλι από τις λαμπρότατες εποψίες αισθάνεται ότι έχει αποκάμει και θέλει να βγει από αυτή την κατάσταση, για να ξεκουραστεί κατά κάποιο τρόπο χαμηλώνοντας την ένταση, τότε φυσικά είναι καιρός να μιλά, αλλά λίγα και σύμφωνα με τη θεία έλλαμψη.



58. Όταν ο νους, διαφεύγοντας μέσα από τη θάλασσα το νοητό Φαραώ, περνά τη νύχτα μέσα σε πύρινο φωτισμό και κάτω από σκέπη νεφέλης την ημέρα του(Εξ. 13, 21), τότε είναι καιρός εύλογης σιωπής και ησυχίας και αληθινή αρχή καθάρσεως της ψυχής. Όταν όμως του αντιστέκεται ο φοβερός νοητός Αμαλήκ και τα έθνη που τον ακολουθούν, και εμποδίζουν το πέρασμα του στη γη της επαγγελίας, τότε είναι καιρός κατάλληλος να μιλά· αλλά να μιλά προς το Θεό υποβασταζόμενος από νοερή πράξη και κατάλληλη θεωρία, όπως παλιά ο Μωυσής, που υποβάσταζαν τα χέρια του ο Ααρών και ο Ώρ(Εξ. 17, 12).



59. Όταν από την άβυσσο της νοητής ενατενίσεως του Θεού πηγάζει δύναμη πνευματική που αναβλύζει από την καρδιά, τότε φυσικά είναι καιρός σιγής. Γιατί τότε τελείται ανείπωτα πνευματική και αληθινή λατρεία και προσκύνηση του Θεού(Ιω. 4, 24) από το νου, και μάλιστα με αληθινή νοερή αίσθηση.



60. Όταν από τη νοερή ενατένιση στο Θεό γεμίζει ολότελα το λογιστικό της ψυχής θεία έκπληξη, το νοερό όραση και η ψυχή αγαλλίαση, τότε χωρίς αμφιβολία είναι καιρός σιγής. Γιατί τότε ο νους βλέπει συνοπτικά την αλήθεια με λεπτή πνευματική αίσθηση και δοξάζει προσκυνώντας το Θεό που λάμπει μέσα του.



61. Εκείνοι που προσκυνούν όπως πρέπει το Θεό πνευματικά και αληθινά(Ιω. 4, 24) και τον λατρεύουν ορθά, τον προσκυνούν και τον λατρεύουν όχι μόνο πέρα από τόπο, αλλά καθόλου λιγότερο και πέρα από τον προφορικό λόγο. Όπως δηλαδή η νοερή αίσθηση που έχει ανυψωθεί με ευθύτητα, δε θέλει να προσκυνεί σ' ένα ορισμένο τόπο τον απερίγραπτο, του οποίου κανένας τόπος δεν είναι άξιος της αναπαύσεώς Του(Ησ. 66, 1), έτσι κρατώντας το πρέπον στη σύνδεσή της με την αλήθεια, τον άπειρο και απεριόριστο, τον άναρχο και άμορφο και τελείως απλό και μ' ένα λόγο Αυτόν που είναι πάνω από το νου, δεν ανέχεται διόλου να τον προσκυνεί και να τον λατρεύει με ποικίλους λόγους και ορισμένες προφορικές εκφράσεις. Αυτό γίνεται όταν έρθει στο νου η ώρα από την ενέργεια και την πνοή του Πνεύματος να ελλαμφθεί ενιαία την επίγνωση της αλήθειας. Την ώρα αυτή ο νους, αφού έγινε ελεύθερος τελείως απ' όλα και αφού κατά κάποιο τρόπο βγήκε ακόμη κι από τον εαυτό του, δεν παύει μονάχα να μιλά, αλλά φυσικά και να νοεί, γιατί ασχολείται πια και θεωρεί με ευφροσύνη και έκπληξη τα ανώτερα και από το λόγο και από το νου με το νοερό φως, αφού έγινε κατά κάποιο τρόπο ακίνητος και αμετατόπιστος ολωσδιόλου με τη χωρίς όραση θεωρία μέσα στην ένωση που τον ξεπερνά.



62. Πρέπει ο νους να προσέχει τον εαυτό του με επιμέλεια και να διευθύνει τη νοερή του κατάσταση φρόνιμα και σοφά και δίκαια. Και όταν νιώθει τον εαυτό του να θεωρεί τα απλά και χωρίς τύπους μυστήρια της θεολογίας, να στέκεται σιωπηλά και ήσυχα και συνάμα όχι χωρίς θαυμασμό, αλλά ούτε και ν' αγνοεί στην καρδιά του την ενέργεια και την έλλαμψη του Πνεύματος. Γιατί τότε είναι καιρός όχι μόνο ησυχίας των αισθήσεων από όλα γενικά τα αισθητά, αλλά καθόλου λιγότερο και καιρός σιωπής από οποιοδήποτε λόγο. Και πιο πολύ για εκείνους που επιδιώκουν τη θεία γνώση, αν πρέπει να το πω, είναι καιρός για άσκηση ησυχίας και αβλεψίας. Πρέπει δηλαδή τότε κανείς να μένει ολότελα ακίνητος στις αισθήσεις του, στα λόγια και στα νοήματα, για να μπορεί ο νους με ευστοχία και αν χρειάζεται τελείως μόνος, με ενατένιση ενοειδή και μονοειδή στον ένα και μόνο τριαδικό Θεό, να βλέπει ελεύθερα με τρόπο θεμιτό την υπέρλογη απειρία και την αναρχότητα και την απεριληψία και όλα γενικώς τα άλλα θεία και αμετάβλητα και απόλυτα γνωρίσματα και να ενώνεται με αυτά, αλλοιωμένος και αυτός από τη θεωρία και γινωμένος απλός και όλος θεοειδής από τη θεία χάρη με ευφροσύνη και θαυμασμό. Επειδή όμως ο νους θα ήθελε, αν ήταν δυνατό, να βρίσκεται συνεχώς σε αυτή την κατάσταση, αλλά δεν μπορεί γιατί είναι μεταβλητός και ζει μέσα σε μεταβλητά κι είναι συνδεδεμένος οπωσδήποτε με σώμα και πράγματα περιστασιακά, πρέπει με πολλή γνώση να μη μένει μακριά από την ενοειδή ενατένιση όταν συμβεί να εκπέσει, ούτε να πολυλογεί, αλλά να λέει λίγα, και αυτά να είναι απηχήματα των θείων φωτισμών, για να μπορεί όχι μόνο να επιστρέφει το γρηγορότερο στην υπέρλογη ένωση με το Θεό, αλλά και να αισθάνεται ευκρινέστερη την ένωση και σταθερότερη. Γιατί όσο ο νους διατηρεί τη συνοχή του και αποφεύγει τη διάχυση, τόσο γρηγορότερα γίνεται η στροφή του προς τη θεία ένωση, κι ενώνεται με λαμπρότερες αστραπές και γονιμότερες βέβαια, με το συνεχή εθισμό προς τα θεία.



63. Όταν ο νους, έχοντας δεχτεί τη θεία ενοειδή φανέρωση με νοερή ενατένιση, καταφωτίζεται αλλοιωμένος από το Άγνωστο που είναι πάνω και πέρα από κάθε γνώση, και γίνεται αδιαίρετος και απλός και απροσδιόριστος καθώς καταλάμπεται ενιαία στο θείο γνόφο και θεωρεί κάλλος απερίγραπτο λόγω της υπερβολικής απλότητας, άμορφο λόγω της υπεροχής του ως προς κάθε μορφή, άναρχο λόγω της υπερβάσεως όποιας αρχής, απερίληπτο το ίδιο ενώ περιέχει όλα τα πέρατα και όποια περιοχή, να γεμίζει τα πάντα ως υπερπλήρες μα το ίδιο να είναι άπειρο· και γενικά, όταν ο νους, παραβλέποντας όλα τα όντα και βλέποντας το Ένα μόνο, θεωρήσει τα πάντα με ανείπωτη δύναμη νοερότητας που υπερβαίνει τη νόηση, τότε είναι καιρός να σωπαίνει και μυστικά και υπερκόσμια, ή μάλλον, να πω έτσι, χωρίς όραση και χωρίς λαλιά ν' απολαμβάνει την απλή απόλαυση της αλήθειας με θειότερο τρόπο μυήσεως. Όταν όμως όσα ειπώθηκαν δε βρίσκονται στο νου κι εμφανίζεται γύρω από αυτόν διαίρεση, τότε είναι καιρός να μιλά. Πλην όμως να λέει εκείνα που είναι άξια να ξαναοδηγήσουν στη σιωπή. Γιατί είναι καλύτερη, με μεγάλη διαφορά, από κάθε λόγο η υπέρλογη, που θα λεγόταν πολύ εύλογα και έγκαιρη σιγή. Όπως και ο Σολομών που την προτάσσει πάρα πολύ, λέει ότι είναι καιρός να σωπαίνει κανείς και έπειτα είναι καιρός να μιλά(Εκκλ. 3, 7). Άριστο και μάλιστα πρώτης τάξεως είναι η σιωπή στην ώρα της. Αν δεν γίνεται αυτό, ούτε ο νους προσεγγίζει ενοειδώς τα πάνω από το λόγο, τότε δεύτερο ας είναι το να μιλά στον κατάλληλο καιρό. Και για να είναι η ομιλία συγγενής και κοντά με τη σιγή, έτσι κι αυτό ας γίνεται στον καιρό που πρέπει, σαν να βιάζεται να επιστρέψει στη σιγή, με την ομιλία και την αδιάκοπη νόηση των θείων και με το να βλέπει την κτίση με όλη του τη δύναμη να καθρεφτίζει μέσα της τον Κτίστη, για τον οποίο αυτή διηγείται. Αυτό είναι το να μιλά κανείς στον καιρό που πρέπει. Πρέπει όμως να το υπογραμμίσω, αναπτύσσοντάς το και ως εξής.



64. Όταν ο νους προσπεράσει όλα τα εδώ και ανεβαίνοντας πάνω από αυτά σωπαίνει ευχαρίστως με φυσικό τρόπο, τότε είναι καιρός ν' απολαμβάνει τα υπερκόσμια και ανέκφραστα. Τότε είναι καιρός ελλάμψεως και φωτός νοερού, ενώσεως νου και θεωρίας, απλότητας και αοριστίας και απειρίας και υπέρλαμπρης γνώσεως και, για να πω με συντομία, καιρός συναντιλήψεως και μεταλήψεως σοφίας πνευματικής, κατά την οποία ο νους έχει φτάσει στην τελειότητα σχολάζοντας και σωπαίνοντας, αφού έχει δεχτεί σε κατάσταση εκπλήξεως την ανέκφραστη αγαλλίαση.



65. Όταν η ψυχή με αίσθηση της αλήθειας αισθάνεται ότι έχει μεθύσει από το ποτήρι της χάρης όπως από το δυνατότερο κρασί και βγαίνει από τα λογικά της, τότε είναι καιρός σιγής.



66. Όταν η διάθεση του εσωτερικού ανθρώπου τον ωθεί να φωνάζει: «Κύριε, γιατί πλήθυναν όσοι με θλίβουν; Πολλοί εξεγείρονται εναντίον μου»(Ψαλμ. 3, 2), τότε είναι καιρός να μιλά. Να μιλά βέβαια όχι μάταια, παρά να μιλά κατά των εχθρών του με μετριοπάθεια και να λέει τα απαιτούμενα, όπως πρέπει.



67. Όταν έχει αποτυπωθεί πάνω στην ψυχή το φως του προσώπου του Κυρίου(Ψαλμ. 4, 7) έτσι που αυτή να ομορφαίνει και να λαμπρύνεται και να πλημμυρίζει από θεία ευφροσύνη, τότε είναι πράγματι καιρός σιγής.



68. Όταν η ψυχή βλέπει να ξεσηκώνονται εναντίον της άδικοι μάρτυρες και να την κατηγορούν για πράγματα που δεν γνωρίζει(Ψαλμ. 34, 11) και να τη βάζουν σε ταραχή, τότε είναι πραγματικά καιρός να μιλά και μάλιστα να αντιλέγει.



69. Το κορυφαιότατο και, για να πω έτσι, το ακρότατο ή μάλλον ύψιστο καλό και αγαθό είναι ο Θεός μεταξύ όλων των όντων και των νοουμένων. Από όλα τώρα τα ορατά, με μεγάλη απόσταση, καλύτερο ως προς τη φύση είναι ο άνθρωπος, και χωρίς αμφιβολία ανώτερος ασύγκριτα· με τη χάρη δε, είναι υπέρτερος και των Αγγέλων. Καθώς λοιπόν ο θεωρητικός νους προσεγγίζει τον υπέρ έννοιαν Θεό μέσα από τα πάμπολλα όντα, τα μεταξύ Θεού και ανθρώπων, πλημμυρίζει έκπληξη, όταν δεν έχει ακόμη δοκιμάσει άφθονα τη φωτιστική χάρη· όταν όμως τη γευθεί μέσα στην καρδιά του με δραστική πνευματική δύναμη, θα έλεγα σίγουρα ότι ανεβαίνει στο ακρότατο καλό και αγαθό, το Θεό, και εισέρχεται σ' Αυτόν από μιά θεϊκότερη δωρεά. Και βλέπει με τρόπο ενοειδή και έρχεται σε έκπληξη, ζώντας μέσα στον υπέρ νουν βυθό με σιωπή. Η κατάσταση αυτή είναι πράγματι η εγγύηση, όπως θα την ονόμαζε κανείς, του πρώτου σαββατισμού, που τύπος του είναι ο σαββατισμός του Θεού μετά τη δημιουργία του κόσμου(Γεν. 2, 2-3). Άλλη ανάπαυση, της οποίας αψευδές παράδειγμα είναι ο σαββατισμός που αναμένει το λαό του Θεού(Εβρ. 4, 9), μεγαλύτερη και πιο διαφορετική, απολαμβάνει ολοφάνερα όταν από το Θεό στραφεί στον εαυτό του και γνωρίσει τον εαυτό του ως εικόνα του Πρωτοτύπου και όλα γενικώς τα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Οπότε δεν διαβαίνει μόνο στα πάνω από το νου και τη διάνοια με τον πρέποντα τρόπο, μέσα σε μια θαυμαστή έκπληξη, αλλά γεμίζει και από πολύ μεγάλη χαρά και πνευματική αγαλλίαση και αστράφτει πραγματικά μέσα σε σιωπή, από τις θεοπτικές ελλάμψεις και θεουργίες που γίνονται σ' αυτόν και που είναι ανώτερές του. Και ενώνεται έτσι με τη Μονάδα της θείας και υπερφυσικής θεότητας, στο όνομα του Ιησού Χριστού.



70. Όταν ο νους, θεωρώντας πνευματικά και αληθινά, εκτοπίσει όλα τα κτίσματα σαν να μην υπάρχουν, τότε με τρόπο άρρητο φαντάζεται το όντως Ον πάνω από κάθε νοερή ενέργεια και ένωση, ξεπερνώντας απείρως τα θεία απηχήματα που με οποιοδήποτε τρόπο βλέπει η θεωρία στα όντα. Και τότε ο νους γίνεται ενοειδής ή, για να πω έτσι, γίνεται ένα, μένοντας άφωνος με τρόπο ανείπωτο· κι είναι γεμάτος αγάπη και χαρά, όχι βέβαια κοινή, αλλά αγάπη και χαρά από την ενέργεια του Πνεύματος, την τρυφή που ταιριάζει στους Αγγέλους.



-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 250-255).


via