Τώρα ο τέταρτος, για την ευσέβεια είναι
λόγος ο παρών, που έχει γράμμα
το δέλτα, δηλαδή το επόμενο ψηφίο.
Αυτός ο λόγος την εγκράτεια περιέχει,
που είναι η αρχή στους οκτώ αντιπάλους
των οκτώ παθών, μαζί με τη σωφροσύνη.
Αυτές οι δυο της ευσέβειας είναι έργα.
Τώρα λοιπόν ευλόγησε την ανάγνωση, πάτερ.
Είναι γνωστό ότι η ευσέβεια είναι λέξη πολύμορφη και πολύτροπη, όπως η κοσμική φιλοσοφία. Γιατί όταν ολοκληρωθούν τα δέκα μαθήματα, τότε λέμε πώς έχομε φιλοσοφία, και δεν ανήκει η ονομασία αυτή σε ένα ή δύο μαθήματα, αλλά στα δέκα.

Έτσι και η ευσέβεια δεν είναι όνομα μιας αρετής, αλλά όλων των αρετών. Προέρχεται από το «εύ + σέβω», δηλαδή υπηρετώ καλώς. Αν τώρα κανείς λέει ότι η λέξη αναφέρεται στην πίστη, στο να σεβόμαστε καλώς το Θεό, ας μας εξηγήσει πώς πρώτα φοβάται κανείς τον Κύριο κι έπειτα τον πιστεύει, και δε συμβαίνει πρώτα μάλλον να τον πιστεύει και έπειτα να τον φοβάται; Ώστε από την πίστη πηγάζει ο φόβος και από αυτόν η ευσέβεια, σύμφωνα με τον Προφήτη, ο οποίος αφού μίλησε πρώτα για τη σοφία, κατεβαίνοντας είπε: «Πνεύμα γνώσεως και ευσέβειας, πνεύμα φόβου Θεού»(Ησ. 11, 2-3). 

Και ο Κύριος αφού άρχισε από το φόβο, οδήγησε στο πένθος(Ματθ. 5, 3-4) εκείνον που έχει φόβο. Να μιλήσομε τώρα με τάξη για το σύνολο της ευσέβειας, δηλαδή για κάθε πνευματική εργασία, δεν υπάρχει καιρός. Αλλά αφού αφήσομε κατά μέρος τις πριν από τη μεγάλη πίστη και τον αγνό φόβο σωματικές πράξεις, γιατί όλοι τις γνωρίζουν, θα κάνομε λόγο περί των φυτών του νοητού Παραδείσου, δηλαδή περί των ψυχικών αρετών με συντομία, με τη βοήθεια της χάρης.

Από αυτές γεννιέται η γενική εγκράτεια, δηλαδή η αποχή απ' όλα τα πάθη. Υπάρχει βέβαια, μεταξύ των σωματικών πράξεων, και η μερική εγκράτεια, η οποία διδάσκει την ορθή χρήση των φαγητών και ποτών. 

Η γενική όμως εγκράτεια συγκρατεί κάθε λογισμό και κάθε κίνηση μελών που δε γίνεται κατά το θέλημα του Θεού, γι' αυτό και λέγεται εγκράτεια των παθών. Εκείνος που έχει αυτή την εγκράτεια, δεν ανέχεται διόλου ούτε λογισμό, ούτε λόγο, ούτε κίνηση ποδιού ή χεριού ή άλλου μέλους του σώματος, έξω από την αναγκαία χρήση του σώματος, δηλαδή για τη σωματική ζωή και την ψυχική σωτηρία. 

Και από αυτά πολλαπλασιάζονται οι πειρασμοί από τους δαίμονες, που βλέπουν τον άνθρωπο να γίνεται άγγελος με σώμα από την προθυμία και την εργασία των καλών. Και αυτό είναι το «να εργάζεται κανείς και να φυλάγει»(Γεν. 2, 12)· γιατί πρόκειται για έργο τέλειο που χρειάζεται αδιάλειπτη προσοχή, μην τυχόν και περάσει μέσα χωρίς να το καταλάβει κανένα από τα πάθη που στέκονται απ' έξω.
Και δεν είναι όμοιες οι δύο εγκράτειες και σωφροσύνες. Η πρώτη συγκρατεί την πορνεία και τα αισχρότατα πάθη, ενώ η δεύτερη μαζεύει στον εαυτό της και τον πιο λεπτό και αναμάρτητο λογισμό και διά μέσου της τον ανυψώνει προς τον Θεό.

Γι' αυτό ούτε με το λόγο δεν μπορεί κανείς να μιλάει με ακρίβεια ή να γνωρίζει εξ ακοής, αλλά από την πείρα έρχεται στην πνευματική εργασία και στη γνώση καθεμιάς από αυτές, οι οποίες φέρνουν σε μεγάλη έκπληξη το νου.

Και είναι θαυμαστό, πώς η εγκράτεια, με τόσο απλό όνομα, έχει τόση δύναμη ώστε να ανυψώνει το χώμα —τον άνθρωπο— και να κάνει άυλο τον υλικό. Η κοσμική παιδεία μπορεί να κατανοεί το περιεχόμενο διαφόρων ονομάτων, παίρνοντας αφορμή από την ετυμολογία τους.

Η πείρα όμως και η απόκτηση των αρετών, έχει ανάγκη από το Θεό, και γίνεται με πολύ κόπο κι έπειτα από πολύ χρόνο, και μάλιστα προκειμένου περί των αρετών της ψυχής, γιατί αυτές είναι μυστικότερες και κυρίως αρετές.

Οι σωματικές αρετές θεωρούνται μάλλον εργαλεία των αρετών, και είναι ευκολότερες, αν και χρειάζονται σωματικούς κόπους. Οι αρετές της ψυχής έχουν ανάγκη μόνο από την επιστασία του λογισμού, εντούτοις είναι δυσκολοκατόρθωτη η απόκτησή τους. Γι' αυτό ο Νόμος λέει από την αρχή: «Πρόσεχε στον εαυτό σου»(Εξ. 23, 21). Πάνω σ' αυτό το ρητό, ο Μέγας Βασίλειος έγραψε έναν αξιοθαύμαστο λόγο.

Εμείς τι να πούμε, που δεν προσέχομε διόλου, αλλά είμαστε μερικοί σαν τους Φαρισαίους; Νηστείες και αγρυπνίες και τα όμοια, ίσως έχουν μερικοί, και συχνά με μερική πνευματική γνώση. Διάκριση όμως δεν έχομε, γιατί δε θέλομε να προσέχομε στους εαυτούς μας και να γνωρίζομε τι είναι εκείνο που ζητείται από εμάς.

Ούτε θέλει κανείς να υπομένει στην προσοχή των λογισμών, για να λάβει ίσως πείρα από τους πολλούς πολέμους και πειρασμούς, και να γίνει τουλάχιστον για τους άλλους έμπειρος ναύτης, ή ακόμη και πλοίαρχος.

Αλλά ενώ είμαστε όλοι τυφλοί, λέμε όπως οι Φαρισαίοι(Ιω. 9, 41) ότι βλέπομε· γι' αυτό, όπως λέει ο Κύριος, θα έχομε βαρύτερη καταδίκη(Μάρκ. 12, 40). Γιατί αν ήμαστε τυφλοί, δε θα είχαμε καταδίκη, αλλά θα ήταν αρκετή η ευγνωμοσύνη και η ομολογία της ήττας και της αγνωσίας μας. Τώρα όμως, αλοίμονο! Γι' αυτό έχομε μεγαλύτερη καταδίκη, όμοια με τους ειδωλολάτρες, όπως λέει ο Σολομών(Σ. Σολ. 13, 8-9), οι οποίοι ενώ τόσα σοφίστηκαν, έχασαν το ζητούμενο.

Λοιπόν, θα σωπάσομε, αφού δεν έχομε έργα; Αυτό είναι χειρότερο. Ο Απόστολος συμβουλεύει: «Μάλλον να ελέγχετε· γιατί όσα γίνονται κρυφά,είναι ντροπή και να τα λέμε»(Εφ. 5, 11-12). Έτσι θα σωπάσω γι' αυτό το θέμα, θα αρχίσω όμως να μιλώ για τις αξιοθαύμαστες αρετές. Γιατί η σκοτεινή καρδιά μου δοκιμάζει ηδονή από τη μνήμη και τη γλυκύτητά τους.

Και απ' αυτό λησμονώ την κατάστασή μου και δεν με μέλλει για την καταδίκη που με περιμένει από το να λέω και να μην πράττω. Η εγκράτεια λοιπόν και η σωφροσύνη έχουν την ίδια δύναμη και είναι διπλές, όπως είπαμε· αλλά τώρα θα πούμε για τα τελειότερα.

Εκείνος λοιπόν που με τη χάρη του Θεού έχει τη μεγάλη πίστη και τον αγνό και θείο φόβο και θελήσει έπειτα να έχει την εγκράτεια και τη σωφροσύνη, οφείλει να κυριαρχεί στον εαυτό του εντελώς, και εσωτερικά και εξωτερικά, και να είναι σαν νεκρός στο σώμα και στην ψυχή προς αυτόν τον κόσμο και τους ανθρώπους, λέγοντας για όλα στο λογισμό του: «Ποιος είμαι εγώ; Και τι είμαι στην πραγματικότητα, παρά ένα σίχαμα; Η αρχή μου είναι από το χώμα(Γεν. 3, 19), το τέλος μου στη σαπίλα, και το ενδιάμεσο είναι γεμάτο από κάθε θρασύτητα και κάτι περισσότερο. Τι είναι η ζωή μου; Και πόση είναι; Μία ώρα, και ύστερα, ο θάνατος. Τι με μέλλει για τούτο ή εκείνο; Όπου να είναι, πεθαίνω· γιατί ο Χριστός κανονίζει τη ζωή και το θάνατο. Εγώ γιατί μεριμνώ και φιλονεικώ μάταια; Λίγο ψωμί χρειάζομαι, το παραπάνω τι το θέλω; Αν έχω αυτό το λίγο, περιττεύει κάθε μέριμνα. "Αν δεν το έχω, ίσως μεριμνήσω μόνο γι' αυτό, από ατέλεια της γνώσεώς μου, αν και ο Θεός είναι εκείνος που προνοεί.»

Όλη λοιπόν η μέριμνα του ανθρώπου ας στρέφεται στη φύλαξη των αισθήσεων και των λογισμών, για να μην πιστέψει ή κάνει τίποτε που δεν είναι κατά το θέλημα του Θεού. Να ετοιμάζει επίσης τον εαυτό του για να υπομείνει όσα ευχάριστα ή δυσάρεστα του προξενούν οι δαίμονες ή οι άνθρωποι, ώστε μήτε από αυτά, μήτε από εκείνα να ταραχθεί ή να δοκιμάσει άλογη χαρά και υπερηφάνεια, ή λύπη και απελπισία, και να μη δέχεται κανένα θρασύ λογισμό, μέχρις ότου έρθει ο Κύριος. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες. Αμήν.

----------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 190-192)