48. Μετά τη νοερή ένωση της καρδιάς μέσω της χάρης, ο νους βλέπει χωρίς πλάνη μέσα σε φως πνευματικό και τείνει να φτάσει το επιθυμητό του, που είναι ο Θεός, παραιτώντας ολότελα την αίσθηση, χωρίς να του μένει κάποια χροιά ή ένα ποιόν ή κάποια επίδραση από τις φαντασίες των αισθητών. 
Ο νους μας είναι ένα σκεύος θεϊκό και δέχεται όσο μπορεί μέσα του την απλησίαστη λάμψη του θείου κάλλους. Κι είναι βέβαια αυτό το σκεύος θαυμάσιο γιατί διευρύνεται ανάλογα με το πλήθος του θείου Πνεύματος που εισρέει μέσα του, και όσο περισσότερο εισρέει, τόσο και αυτό μεγαλώνει, ενώ στη μικρότερη εισροή μικραίνει κι αυτό.
Επίσης, με την πιο άφθονη εισροή γίνεται ισχυρότερο, ενώ με τη λιγότερη είναι πιο αδύνατο. Ακόμη, αν χυθεί μέσα πολύ, το σκεύος συγκλίνει προς τον εαυτό του και φυλάει όσο δέχτηκε χωρίς να χυθεί καθόλου. Αν όμως χυθεί μέσα λίγο, δεν αντιδρά, αδυνατίζει και δεν μπορεί να συγκρατήσει εκείνο που δέχτηκε. Και όταν δεχτεί πολύ, γίνεται ελαφρότερο· ενώ γίνεται βαρύτερο και κλίνει περισσότερο προς τα κάτω, όταν είναι πιο άδειο απ' ό,τι μπορεί να περιλάβει. Επίσης, κατέχει ευκολότερα το περισσότερο παρά το λιγότερο. Συμπεριφέρεται δηλαδή αντίθετα από ό,τι τα αισθητά σκεύη, τα οποία, εκτός των άλλων, κατέχουν ευκολότερα τα λιγότερα απ' ό,τι τα περισσότερα. 
Γι' αυτό νομίζω και ο υιός της βροντής, ο Ιωάννης, στην αρχή του ευαγγελίου του είπε: «Στην αρχή ήταν ο Λόγος, και ο Λόγος ήταν με το Θεό, και ήταν Θεός ο Λόγος»(Ιω. 1, 1), ώστε με το μέγεθος του λόγου να επεκτείνει μαζί και το νου που τα ακούει. Και με το μεγαλύτερο φωτισμό του πράγματος να του δώσει μεγαλύτερη ευρυχωρία και με τον όγκο του λόγου του να τον κάνει στερεό, να τον ενοποιήσει και να τον καταστήσει κατάλληλο προς ανύψωση στη θεωρία του Θεού και κάτοχο της υπέρτατης σοφίας Του. 
Και όταν ο Ιησούς λέει στον Ανανία για τον Παύλο: «Είναι σκεύος της εκλογής μου»(Πράξ. 9, 15), αυτό πρέπει να το εννοήσομε ότι το λέει για το νοερό μέρος του εσωτερικού ανθρώπου, με το οποίο μεταφέρθηκε στον τρίτο ουρανό και άκουσε, όπως λέει ο ίδιος, άρρητα ρήματα, τα όποια δεν επιτρέπεται σε άνθρωπο να τα πει(Β΄ Κορ. 12, 4).
50. Περί θεωρίας
50. Ο νους του ανθρώπου είναι σαν ένας τόπος που δέχεται τη λάμψη της θείας φανερώσεως. Η ιδιότητά του, για την οποία θα μιλήσω, είναι θαυμαστή και αντίθετη με ό,τι συμβαίνει στον αισθητό τόπο. Ο αισθητός τόπος δηλαδή, όσο πιο εκτεταμένος είναι, τόσο περισσότερα δέχεται. 

Με το νου συμβαίνει το αντίθετο: Όσο περιορίζεται και συστέλλεται, τόσο καταλληλότερος γίνεται να δεχτεί τα μεγαλύτερα. Και όταν μαζέψει και συγκρατήσει κάθε κίνησή του, λογική ή νοερή ή όποια άλλη, τότε βλέπει το μεγαλύτερο απ' όλα τα μεγάλα, το Θεό. τον βλέπει όσο επιτρέπει η χάρη του παναγίου Πνεύματος και όσο η υλική και κτιστή φύση μπορεί να βλέπει τον έξω από την ύλη και την κτίση. Δε βλέπει φαντασίες κενές, ούτε βλέπει σαν σε όνειρο πλάσματα του ίδιου του του λογισμού. 
Αλλά βλέπει μέσα στο φως της καρδιάς που δέχεται την ενέργεια της άρρητης δυνάμεως του θείου Πνεύματος και πάσχει την υπερφυσική αλλοίωση, που όποιος τη δέχτηκε από τη χάρη, ο ίδιος κοιμάται και ησυχάζει ενώ η καρδιά του αγρυπνεί(Άσμα 5, 2). Και γρηγορότερα μπορεί να αγνοήσει κανείς ότι είναι άνθρωπος, παρά ότι η ενέργεια εκείνη είναι θεία και πνευματική. Γιατί έχει τις στιγμές εκείνες μια ένθερμη ζωήρρυτη, πνευματική, αδιάκοπη κίνηση της καρδιάς, που συνήθως ακολουθείται από ήρεμα δάκρυα. 
Αυτή η ενέργεια δεν ειρηνεύει μόνο την καρδιά με τον εαυτό της, αλλά και με όλους τους ανθρώπους. Από αυτήν ανατέλλει αγνότητα, γλυκύτητα, ικετευτικές αλάλητες φωνές, άνοιγμα της καρδιάς, ευφροσύνη και ανέκφραστη ηδονή. Εκείνος που αξιώθηκε να φτάσει σ' αυτή, απομακρύνεται γνήσια κι όχι προσποιητά, στο άκουσμα και μόνο, από κάθε ηδονή σωματική, κάθε χαρά ή πλούτο ή δόξα των προσκαίρων πραγμάτων του κόσμου.
Αυτός έλαβε και τα έχει όλα αυτά με τρόπο θείο και πνευματικό στην καρδιά και στο νου του, όχι μόνο με λογισμό ψιλό, αλλά με βεβαιότητα, και ούτε χαίρεται για το αισθητό τούτο φως. Γιατί με τον περισπασμό τούτο της αισθήσεως αμβλύνει το θεϊκό και νοητό και πράγματι γλυκύ φως. Γι' αυτό και πολύ λίγο μεταχειρίζεται το αισθητό φως, όσο για παρηγοριά του έξω ανθρώπου. Και όλα τα δέχεται, όλα τα υπομένει(Α΄ Κορ. 13, 7), σε όλα είναι ασφαλισμένος, χάρη στη γεμάτη γλυκύτητα διάθεση που νιώθει από την αγάπη και τη θεωρία του Θεού. 
Και δεν υπάρχει τίποτε που να τον θλίβει, εκτός από την αμαρτία. Για τον τόπο αυτό, δηλαδή για το νου τον γεμάτο θείο έρωτα, κοπίασε πολύ ο μέγας Δαβίδ, και μας διδάσκει την επιθυμία του και φανερώνει σ' όλους τον κόπο του, λέγοντας ότι δεν έδωσε ύπνο στα μάτια του, ούτε άφησε τα βλέφαρά του να νυστάξουν, ούτε ανέπαυσε τους κροτάφους του, έως ότου «βρήκα, λέει, τόπο για τον Κύριο»(Ψαλμ. 131, 4-5). και ο σοφός Σολομών συμβουλεύει: «Αν το πνεύμα του εξουσιαστή (διαβόλου) επιτεθεί στην καρδιά σου, μην αφήσεις τον τόπο σου»(Εκκλ. 10, 4). και ο Σωτήρας, λέγοντας «σηκωθείτε, ας φύγομε από εδώ»(Ιω. 14, 31) όταν τελούσε το τυπικό* πάσχα στο ανώγαιο(Μαρκ. 14, 15), αυτόν τον τόπο υπονοούσε. Γι' αυτό νομίζω ότι μακαρίζει τους «πτωχούς τω πνεύματι»(Ματθ. 5, 3), υποδηλώνοντας με την «πτωχεία του πνεύματος» τη συστολή του νου απ' όλα και τη γυμνότητα, για να πω έτσι, και τη συγκέντρωσή του στον εαυτό του. Τότε ο νους δε βλέπει μόνο τη βασιλεία του Θεού, αλλά και τη ζει αποκτώντας τέρψη αθάνατη και ειρήνη. 
51. O πρακτικός και ο θεωρητικός

51. Την ηδονή της αγαθής μερίδας σχετικά με την αληθινή θεωρία απολαμβάνει ο θεωρητικός, ασκούμενος στη σιωπή και θεωρώντας τον Ιησού. Αυτή την ηδονή ο πρακτικός δεν την έχει δοκιμάσει και αγνοώντας την φροντίζει κι ανησυχεί για πολλά, ψάλλοντας, διαβάζοντας και κατακουράζοντας το σώμα του· καμιά φορά και κατηγορεί ως αδρανείς και αμελείς στο καθήκον τους εκείνους που άπλωσαν το νοερό μέρος της ψυχής στα νοητά πράγματα που δε φαίνονται στην αίσθηση, ενώ σ' αυτά και το να ασχολείται κανείς είναι ανέκφραστη ηδονή και το να ηρεμεί είναι χαρά ανεκλάλητη. 

Ούτε έβαλε στο νου του ο πρακτικός, όπως φαίνεται, ότι τον αληθινό Λόγο του Θεού, που δεν έχει από τίποτε ανάγκη, τον αναπαύει, επειδή είναι πανεύσπλαχνος, η δική μας απόλαυση, η οποία γεννιέται από τη θεωρία Του· αν και Αυτός είναι παντέλειος και δεν έχει ανάγκη να τον αναπαύομε εμείς. Γι' αυτό μάλιστα και τη Μαρία που καθόταν κοντά στα πόδια Του και τρεφόταν από τη θεωρία των λόγων Του και διήγειρε το νου της για να κατανοεί, την επαινεί και την αποδέχεται, όχι όμως και τη Μάρθα, αν κι αυτή φρόντιζε και ανησυχούσε για πολλά, όπως διηγείται το Ευαγγέλιο(Λουκ. 10, 38-42). 
Με αυτά τότε ο Κύριος δεν ήθελε να συμβουλέψει εκείνες μόνο, αλλά και όλους τους μεταγενέστερους, όχι μόνο να μην κατηγορούν για οκνηρούς εκείνους που ασχολούνται με τη θεωρία και σ' αυτήν καταγίνονται, αλλά και να τους επαινούν και να σπεύδουν να τους μιμούνται όσο μπορούν.
52. Πώς θεωρούν οι θεωρητικοί

52. Σαν μέσα σε καθρέφτη και με αινίγματα(Α΄ Κορ. 13, 12) διά μέσου των παρόντων και συμβαινόντων θεωρούν οι θεωρητικοί την κατάσταση των μελλόντων κι εκείνων που θα συμβούν. Όταν ο καθρέφτης καθρεφτίζει κάτι, αυτό που δείχνει ούτε πραγματικό όγκο έχει, ούτε πάλι είναι κι ολότελα μηδέν γιατί καθένας που αγαπά την αλήθεια θα ομολογήσει ότι εκείνο που φαίνεται στον καθρέφτη είναι καθαρότατη εικόνα κάποιου πράγματος. 

Κατά τον ίδιο τρόπο και τα όντα και τα συμβαίνοντα ούτε ύλη έχουν, ούτε υπόσταση διαφορετική από τη δική τους, αλλ' όμως φανερώνουν αναμφισβήτητες εικόνες αληθινών πραγμάτων. Έχουν λάβει τη δύναμη να μας κάνουν να θεωρούμε και οδηγούν με ασφάλεια στην αλήθεια. Όταν λοιπόν λέει ο Παύλος ότι βαδίζομε με την πίστη κι όχι με την όραση(Β΄ Κορ. 5, 7), μη νομίσεις ότι μιλάει για πίστη που δημιουργείται με την ακοή μόνο και με λόγο ψιλό. Γιατί τότε πώς λέει ο ίδιος: «Τώρα γνωρίζω ένα μέρος από την αλήθεια, τότε όμως θα λάβω τέλεια γνώση όπως έχει γνώση μου ο Κύριος»(Α΄ Κορ. 13, 12), και: «Όταν έρθει το τέλειο, τότε το μερικό θα καταργηθεί»(Α΄ Κορ. 13, 10);
Βλέπεις ότι η παρούσα γνώση μάς βοηθεί να θεωρήσομε πώς θα είναι αυτή και στο μέλλον, κι έχει τόση μονάχα διαφορά η μελλοντική από αυτή που πετυχαίνομε τώρα, όσο διαφέρει το τέλειο και απλό από το ατελές; Ακόμη, εκείνος που λέει ότι βαδίζει με την πίστη κι όχι με την όραση(Β΄ Κορ. 5, 7), αλλού λέει: «Εγώ έτσι τρέχω, ξέροντας γιατί το κάνω· έτσι πυγμαχώ, όχι χτυπώντας τον αέρα»(Α΄ Κορ. 9, 26)· τόσο είχε βέβαιη και αληθινή γνώση για τα μέλλοντα. Κι αυτό το λέει όχι σαν ανακόλουθος με τον εαυτό του, μη γένοιτο· αλλά έτσι φαίνεται επειδή η πίστη έχει διπλή σημασία, όπως και η όραση. 
Γιατί υπάρχει πίστη που έχει ανάγκη αποδείξεως, η οποία στηρίζεται μόνο σε λόγια, και υπάρχει πίστη που δε χρειάζεται καθόλου απόδειξη, αλλά έχει αρκετή πειστικότητα για τον πιστεύοντα από μερικά ολοφάνερα τεκμήρια, και αυτή λέγεται πίστη ενυπόστατη. Καλύτερα θα εννοήσεις το πράγμα μ' ένα παράδειγμα. Υπόθεσε ότι σου λέω πως είδα έναν υφαντή που υφαίνει ποικίλα σχέδια σε υφάσματα, και μπορεί με το νήμα του να βάλει στο πανί ζώα φτερωτά και σχήματα λιονταριών και μορφές γυπών, άλογα και άρματα και πολέμους κι άλλα τέτοια. 
Αν λοιπόν εσύ δεν τα είδες αυτά με τα μάτια σου, για να συμφωνήσεις χρειάζεσαι κατ' ανάγκην πίστη που στηρίζεται σε απλό λόγο. Αν όμως συμβεί να δεις όχι τον υφαντή, αλλά το ύφασμα, τότε οπωσδήποτε και χωρίς να σου πει κανείς, θα εννοήσεις αμέσως ότι αυτό είναι ανθρώπινο έργο, επειδή ούτε μόνο του έγινε αυτόματα, ούτε το ύφανε κανένα ζώο. Τότε λοιπόν δημιουργείται στην ψυχή σου μια άλλη πίστη πολύ διαφορετική από την προηγούμενη. Αντίστοιχα λοιπόν με την πίστη συμβαίνει και με την ορατή μορφή. 
Είδες για παράδειγμα έναν άνθρωπο λίγο ξανθό ή μελαχροινό, ψηλό ας πούμε, κανονικό σε όλα, στα μάτια, στη μύτη, στο χρώμα του προσώπου, στα χείλη και στα άλλα που αποτελούν τη μορφή ενός ανθρώπου. Αυτό είναι μορφή ενυπόστατη. Αν όμως σου περιγράψει κανείς ποιά είναι η μορφή εκείνου του υφαντή που δεν είδες, αλλά από το ύφασμα που είδες έχεις δεχθεί ασφαλώς ότι ο κατασκευαστής του είναι άνθρωπος, κι αυτό είναι μορφή ας πούμε γενική, θα πεις βέβαια ότι αγνοείς την ενυπόστατη μορφή του, αφού δεν τον είδες με τα μάτια σου, αλλά πάντως δε θα αρνηθείς ότι ο υφαντής εκείνος είναι άνθρωπος και ότι έχει ανθρώπινη μορφή. Αυτή είναι μορφή που τη βλέπομε χωρίς συγκεκριμένη υπόσταση και την οποία αν και δεν είδες, όμως αδίστακτα γενικά έγινε αποδεκτή σαν να σου είχε τύχει να τη δεις. 
Υπάρχει λοιπόν -για να επιστρέψομε στο λόγο μας— πίστη εξ ακοής που δημιουργείται με απλό λόγο, και υπάρχει και πίστη ενυπόστατη με πειστήρια σαφή. Όπως επίσης είναι η μορφή μέσα σε κάτι που θεωρείται ως το υποκείμενό της, κι αυτή μπορεί να ονομαστεί ενυπόστατη, και υπάρχει μορφή όχι μέσα σε κάτι συγκεκριμένο, αλλά που θεωρείται ως γενική έννοια χωρίς να γίνεται κατηγορούμενο σε πολλά που διαφέρουν κατά το γένος. Όλοι λοιπόν οι θεωρητικοί κατέχονται από πίστη ενυπόστατη, μορφή όμως δε βλέπουν ενυπόστατη, αλλά γενική. Γιατί αν ο Θεός δεν ήταν μορφή νοητή, πώς λέγεται κάλλος; Όπως λοιπόν είναι το νοητό κάλλος του Θεού που δεν το θεωρούμε σε υπόσταση συγκεκριμένη, τέτοια να σκέφτεσαι και τη νοητή Του μορφή, έξοχη, αξιοθαυμαστότατη, ενδοξότατη, που προκαλεί την έκπληξη της ψυχής και γεμίζει και καταφωτίζει το νου με νοερό φως και τον λούζει με παντός είδους λάμψεις και του δημιουργεί την έννοια του Θεού. 
Αυτή τη μορφή όταν είδε ο Μανωέ εκείνος, είπε: «Χαθήκαμε, γυναίκα, γιατί είδαμε το Θεό»(Κριτ. 13, 22). Και όποιος άλλος είδε ως ορατή εκείνη τη μορφή, ομολογεί ότι είναι παρουσία της φαντασίας του Θεού. Και ο μέγας Μωυσής έτσι είδε το Θεό, όπως έχει γραφεί: «Ο Θεός φανερώθηκε στο Μωυσή κατά πρόσωπο και όχι με σύμβολα»(Αρ. 12, 8). Αν του έλειπε ολότελα η θεοπρεπής μορφή, τότε ο Θεός θα ήταν τελείως αθέατος. Το κάλλος είναι συμμετρία και κατά κάποιο τρόπο σαν αθέατο κατά το εξωτερικό φαινόμενο. Αν δεν επιτρέπεται να αποδίδομε στη Θεότητα την πρέπουσα μορφή, δεν πρέπει να αποδίδομε στο Θεό και κάλλος και πολύ περισσότερο πρόσωπο, που έχει και μορφή και κάλλος. Αλλά γνωρίζομε ότι κάποιος Προφήτης λέει: «Τον είδαμε και δεν είχε ούτε μορφή ούτε κάλλος, αλλά η όψη Του είχε χαθεί»(Ησ. 53, 2-3). 
Αυτό το είπε για τη θεότητα του Λόγου, όσο Αυτός κρεμόταν πάνω στο ξύλο του σταυρού σαν ένας από τους κακούργους μη έχοντας κανένα γνώρισμα της θείας φύσεως —επειδή ως άνθρωπος βέβαια δεν είχε κανένα κάλλος, αφού ήταν νεκρός, μορφή όμως είχε, μορφή νεκρού. Ο Δαβίδ πάλι, όταν τον υμνεί ως «ωραίο κατά το κάλλος», δεν εννοεί κατά το ανθρώπινο· γι' αυτό προσθέτει: «Ξεχύθηκε η χάρη στα χείλη Σου»(Ψαλμ. 44, 3), γνώρισμα φανερό της θεότητας, της οποίας ήταν και το κάλλος. Σε πολλά μέρη ο Δαβίδ αναφέρει το πρόσωπο του Θεού, λέγοντας: «Γύρισες από μένα το πρόσωπό Σου και γέμισα ταραχή»(Ψαλμ. 29, 8), και: «Μην αποστρέψεις το πρόσωπό Σου από εμένα»(Ψαλμ. 26, 9), και: «Απόστρεψε το πρόσωπό Σου από τις αμαρτίες μου»(Ψαλμ. 50, 11).

Αφού λοιπόν δεν αρνείται να αποδίδει στο Θεό πρόσωπο και κάλλος, τέτοιο βέβαια που αρμόζει στο Θεό, χωρίς σχήμα και αναφορά σε υποκείμενο, άρα εύλογα μπορεί να λέγεται και μορφή ανάλογη με το πρόσωπο και το κάλλος. Αυτή φανταζόταν κι ο Παύλος κι έλεγε: «Έτσι τρέχω, ξέροντας γιατί το κάνω· έτσι πυγμαχώ, χωρίς να χτυπώ τον αέρα»(Α΄ Κορ. 9, 26). Γιατί μ' όλο που δε βλέπομε καθ' Αυτόν το Θεό και μ' όλο που δε μετέχεται, όμως με άλλο τρόπο βλέπομε και κατανοούμε τον αχώρητο Θεό. Γι' αυτό και ο Δαβίδ συμβουλεύει να ζητούμε πάντοτε το πρόσωπο του Κυρίου(Ψαλμ. 104, 4) γιατί όταν επιτύχομε να φανταστούμε τη θεότητά Του, θα βρούμε μεγάλη και ανείπωτη χάρη και θεία απόλαυση και ηδονή. Έτσι λέει ο Δαβίδ για τον εαυτό του στο Θεό: «Θα χορτάσω όταν μου φανερωθεί η λαμπρότητά Σου»(Ψαλμ. 16, 15).

Γιατί πολλή και άπειρη λάμψη από την αίγλη του θείου προσώπου φωτίζει εκείνους που θεωρούν το Θεό αληθινά και πνευματικά. Και η απόλαυση και η ευχαρίστησή της για όσους την ένιωσαν είναι ανεξάντλητη και από την υπερβολή της αφόρητη, να πω έτσι· ενώ δεν περιγράφεται και δε γίνεται κατανοητή σ' εκείνους που δεν την είδαν και δεν τη γεύθηκαν. Γιατί αν δεν μπορεί να παραστήσει κανείς τη γλυκύτητα του μελιού σ' εκείνους που δεν το έχουν γευθεί, με ποιό τρόπο να διδάξει όσα υπερβαίνουν το νου εκείνους που δεν τα είδαν ούτε δέχθηκαν τη θεία απόλαυση και την ηδονή που προέρχεται από αυτά; Αλλά γι' αυτά, αρκετά. Ο ιερότατος Παύλος, έχοντας την ενυπόστατη πίστη στο Θεό και την έξοχη και υπέρκαλη, αλλά ανυπόστατη μορφή του Θεού, έλεγε ότι βάδιζε με την πίστη(Β΄ Κορ. 5, 7), φυσικά την ενυπόστατη, αλλά όχι με συγκεκριμένη μορφή, η οποία θεωρείται σε κάποιο υποκείμενο, που δεν προξενεί την αγέννητη θέωση.

Ο άγιος Μάξιμος λέει ως εξής: «Αγέννητη θέωση ονομάζω την ενυπόστατη έλλαμψη της Θεότητας κατά τη μορφή Της· αυτή δεν έχει γέννηση αλλά ακατανόητη φανέρωση στους άξιους». Επιπλέον, το κάλλος φαίνεται διά μέσου της μορφής. Γι' αυτό το θείο κάλλος λέει ο Μέγας Βασίλειος: «Από το θείο κάλλος τί πιο αγαπητό υπάρχει;» Και πάλι λέει: «Το κάλλος της θείας και μακαρίας φύσεως είναι κάλλος αληθινό και πάρα πολύ αγαπητό και μόνο από τον καθαρμένο νου θεωρείται». Γι' αυτό και ο Παύλος μαρτυρεί για τον εαυτό του ότι, αν και είναι άπειρος στο λόγο, δεν είναι όμως στη γνώση(Β΄ Κορ. 11, 6).

Γιατί ήταν μέγας στη γνώση, που τον έκανε κατά ένα μέρος να γνωρίζει τον υπέρ έννοια Θεό με νοητή θεοπρεπή μορφή. Αυτή τη μερική γνώση έχοντας και ο θεόπτης Μωυσής και θεωρώντας τη θεία μορφή που δεν υπάρχει σε συγκεκριμένο υποκείμενο και το θείο κάλλος, είπε: «Αν έχω βρει χάρη ενώπιόν Σου, φανερώσου μου με αντιληπτό τρόπο, για να σε δω»(Εξ. 33, 13). Επειδή δηλαδή στο παρελθόν είχε δεχτεί τη θεία φανέρωση και τη λαμπρότητα του θείου κάλλους, αλλά όχι σε συγκεκριμένο υποκείμενο, παρακαλεί και για τούτο, γιατί ήταν τελειότερο· ο Θεός όμως δε συγκατατέθηκε, αφού είναι αδύνατο να Τον δει όποια νοερή ψυχή, ακόμη και αγγελική, κι αφού υπερβαίνει τα όρια κάθε γνώσεως.

Ο Μωυσής ήταν βέβαια θεόπτης και έβλεπε το Θεό μέσα σε γνόφο, όχι όμως ως Υπόσταση, αλλά με μορφή και κάλλος νοητό, χωρίς υποκείμενο. Έτσι είναι στη φύση Του να βλέπομε το Θεό, όπως θα έλεγε κι ο Μωυσής κι ο Ηλίας και γενικά ο θεοπτικότατος όμιλος των Προφητών. Και αν βαδίζομε με την ενυπόστατη πίστη, η οποία παίρνει υπόσταση απ' όσα θεωρούμε περί Θεού και επιβεβαιώνεται από την εξαστράπτουσα δόξα του κάλλους του προσώπου Του και μαρτυρείται από τη μορφή του υπέρλαμπρου φωτός Του, και όχι με την πίστη που στηρίζεται σε απλά λόγια που ακούσαμε, βαδίζομε πράγματι με την ενυπόστατη πίστη, όχι όμως με κάποια συγκεκριμένη μορφή που θεωρείται σε υποκείμενο.

Στον μέλλοντα αιώνα δεν υπάρχει ανάγκη πίστεως, γι' αυτό υπάρχει εδώ η ενυπόστατη πίστη. Τότε θα φανεί καθαρότερα η μεγαλοπρεπέστατη μορφή της θείας δόξας, γι' αυτό τώρα φαίνεται πιο σκιώδης, όπως λέει και ο Θεολόγος Γρηγόριος, συλλέγοντας από εδώ κι εκεί φαντασίες σε κάτι που είναι εικόνα της αλήθειας, δηλαδή φανερώνει μια σκιασμένη μορφή της. Τότε είναι η όραση πρόσωπο με πρόσωπο και θα επέλθει η κατάργηση του επιμέρους χάρη στη φανέρωση του τελείου(Α΄ Κορ. 13, 12 και 10) ενώ τώρα, όπως λέει ο άγιος Αυγουστίνος, η μερική γνώση του Θεού είναι που συναρπάζει κάθε λογική ψυχή με τον έρωτα της δόξας Του. Με αυτό αποκτά η ψυχή την ενότητά της και βλέπει ενιαία το απόκρυφο μονοειδές Ένα του Θεού.

Σε αυτή τη μορφή και το κάλλος και το πρόσωπο τούτο χαροποιείται και ομορφαίνει και φωτίζεται κάθε νους με χαρά και ωραιότητα και λάμψη πνευματική και υπερκόσμια. Με αυτά κάνει απλή και υψώνει και παραδίδει στην έκπληξη τη θεωρητική του δύναμη. Με αυτά καταφωτίζεται η ψυχή μυστικά και γεμίζει από θεία ηδονή και αγαλλίαση. Και με λίγα λόγια· με αυτά δοξάζονται και θεώνονται εκείνοι που ποθούν να βλέπουν και ν' ακούν τη Θεαρχία και γίνονται φίλοι και ακόλουθοι του Θεού και θεόπτες ενώ ακόμη είναι δεμένοι με αυτό το σαρκίο. Και μέσω αυτών διαβλέπουν και αντικρίζουν σαν σε καθρέφτη με τη νοερή αίσθησή τους την απόλαυση των μελλόντων αγαθών και εν μέρει την κατάσταση της μέλλουσας ζωής, την οποία ούτε μάτι είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε καρδιά ανθρώπου τη χώρεσε ποτέ(Α΄ Κορ. 2, 9).
 (πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 168-174).