Ο πρόλογος τώρα παρ' ελπίδα ολοκληρώθηκε.


Και πάλι να το δεύτερο στοιχείο,


το βήτα δηλαδή, και ο δεύτερος λόγος


που θα λεχθεί με κάθε συντομία.


Η πίστη είναι που γεννά την άλλη, τη μεγάλη


την πίστη, όπως λέν' οι άγιοι Πατέρες,


που είναι το θεμέλιο των αρετών, ως είπε


αυτός που εκεί την έθεσε, ο Απόστολος Κυρίου(Κολ. 1,23).

Η πρώτη χωρίς τις εργασίες του Νόμου γίνεται,

η άλλη από τα έργα τελειοποιείται.

Αυτή μέσα στην ησυχία βρίσκεται,

κατορθώνεται δε μέσω πολλών πολέμων.

Και τώρα ευλόγησε λοιπόν την ανάγνωση, πάτερ.

Ο όσιος πατέρας μας Ισαάκ θέλησε να δείξει ότι η πίστη, που είπε ο Απόστολος, είναι θεμέλιο των κατά Θεόν εργασιών, δηλαδή η πίστη που λάβαμε από το θείο βάπτισμα με τη χάρη του Χριστού και όχι από τα έργα μας, και ότι αυτή γεννά το φόβο της πίστεως, με τον οποίο οδηγούμαστε στη φύλαξη των εντολών και στην υπομονή των πειρασμών, όπως λέει ο άγιος Μάξιμος· και ακόμη ότι, αφού εργαστούμε τα καλά, τότε γεννιέται μέσα μας η μεγάλη πίστη της θεωρίας, για την οποία είπε ο Κύριος: «Αν έχετε πίστη σαν ένα κόκκο σιναπιού κλπ.»(Ματθ. 17, 20).

Είπε λοιπόν ότι, άλλη είναι η κοινή πίστη των ορθοδόξων, δηλαδή τα ορθά δόγματα περί του Θεού και των κτισμάτων Του, νοητών και αισθητών, καθώς παρέλαβε, με τη χάρη του Θεού, η αγία καθολική Εκκλησία, και άλλη είναι η πίστη της θεωρίας, δηλαδή της γνώσεως, η οποία δεν είναι διόλου αντίθετη με την πρώτη που την γεννά, αλλά μάλλον την κάνει βεβαιότερη. Γιατί την πρώτη τη μάθαμε εξ ακοής, αφού την κληρονομήσαμε από ευσεβείς γονείς και διδασκάλους της ορθόδοξης πίστεως. 

Η πίστη όμως της θεωρίας προέρχεται από την ορθή πίστη και το φόβο του Κυρίου, στον Οποίο πιστέψαμε. Γιατί από το φόβο του Κυρίου αποφασίσαμε να φυλάξομε τις εντολές και γι' αυτό θελήσαμε να εργαστούμε τις σωματικές αρετές, την ησυχία δηλαδή, τη νηστεία, τη σύμμετρη αγρυπνία, την ψαλμωδία, την προσευχή, την ανάγνωση και την ερώτηση των εμπείρων για κάθε λογισμό, λόγο και έργο. 

Για να καθαρίζεται με αυτές τις πράξεις το σώμα από τα αισχρότατα πάθη, εννοώ τη γαστριμαργία, την πορνεία και τα περιττά χρήματα, ώστε να αρκούμαστε στα παρόντα(Εβρ. 13,5), κατά τον Απόστολο. 

Από εδώ παίρνει δύναμη ο άνθρωπος να μένει κοντά στο Θεό με την αμεριμνία. Μαθαίνει από τις Γραφές και τους έμπειρους ανθρώπους για τα θεία δόγματα και τις εντολές, και απ' αυτά αρχίζει να καταφρονεί τους οκτώ πρωταρχικούς λογισμούς της κακίας. και κατανοώντας τις απειλές της Γραφής, φοβάται το Θεό, όχι με συνηθισμένο φόβο, αλλά ως Θεό, κατά τον άγιο Νείλο. 

Και από το φόβο αυτό αρχίζει την κατά γνώση φύλαξη των εντολών. Και όσο υποφέρει για κάθε εντολή τον κατά προαίρεση θάνατο, τόσο περισσότερο προχωρεί σε μεγαλύτερη γνώση και θεωρεί όσα γίνονται μέσα του από τη χάρη του Χριστού. Και από αυτό πιστεύει ότι πράγματι είναι μεγάλη η πίστη των ορθοδόξων. Αρχίζει τότε να ποθεί να αρέσει στο Θεό. Και δεν αμφιβάλλει πλέον, όπως πρωτύτερα, για τη βοήθεια του Θεού, αλλά αναθέτει στον Κύριο όλη του τη μέριμνα, όπως λέει ο Προφήτης(Ψαλμ. 54, 23).
Όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, εκείνος που θέλει να έχει μέσα του τη μεγάλη πίστη, δεν πρέπει να φροντίζει διόλου για τη ζωή του ή τον θάνατό του, αλλά και αν δει θηρίο, ή εξεγέρσεις δαιμόνων ή κακών ανθρώπων, να μη φοβάται διόλου, γνωρίζοντας ότι ενός και του αυτού Δημιουργού είναι κτίσματα, και δούλοι του Κυρίου όλα, όπως και αυτός, και δεν έχουν εξουσία εναντίον του, αν δεν επιτρέψει ο Θεός.

Το Θεό μόνο να φοβόμαστε, που έχει όλη την εξουσία, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος: «Θα σας υποδείξω ποιόν να φοβηθείτε»(Λουκ. 12, 5), και πρόσθεσε: «Φοβηθείτε Αυτόν που έχει εξουσία να ρίξει στην κόλαση και την ψυχή και το σώμα». Και για να επιβεβαιώσει το λόγο, είπε: «Ναι, σας λέω, Αυτόν να φοβάστε». Και πολύ εύλογα.

Αν υπήρχε άλλος εκτός από το Θεό, που να έχει εξουσία, εκείνον έπρεπε να φοβόμαστε. Επειδή όμως μόνο Αυτός είναι ο Ποιητής και Κύριος των άνω και των κάτω, ποιος είναι εκείνος που μπορεί να κάνει τίποτε χωρίς Αυτόν; Κι αν κανείς λέει ότι οι εχθροί μας είναι κτίσματα που έχουν αυτεξουσιότητα, θα απαντήσω ότι έχουν βέβαια οι νοερές δυνάμεις και οι άνθρωποι, καθώς και οι δαίμονες.

Αλλά οι τάξεις των ουρανίων ασωμάτων και οι αγαθοί άνθρωποι δεν ανέχονται να βλάψουν κανένα από τους συνδούλους τους, και ας είναι πολύ κακός· τον σπλαχνίζονται μάλλον και ικετεύουν γι' αυτόν το Θεό, όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Οι κακοί όμως άνθρωποι και οι δάσκαλοί τους, οι πονηροί δαίμονες, θέλουν, αλλά δεν μπορούν να βλάψουν κανένα, εκτός αν δώσει κανείς αφορμή να εγκαταλειφθεί από το Θεό με τα πονηρά έργα του.

Και αυτό όμως γίνεται για παιδαγωγία και σωτηρία του ανθρώπου αυτού από τον υπεράγαθο Θεό, αν βέβαια θέλει και ο ίδιος να διορθωθεί από την κακία του, με την υπομονή και την ευχαριστία προς το Θεό. Ειδεμή, γίνεται προς ωφέλεια άλλου, γιατί ο πανάγαθος Θεός θέλει να σωθούν όλοι(Α΄ Τιμ. 2, 4).

Οι δε πειρασμοί των δικαίων και των αγίων ανθρώπων γίνονται κατά την ευδοκία του Θεού, προς τελειοποίηση των ψυχών τους και αισχύνη των εχθρών τους δαιμόνων.

Αυτά λοιπόν έχοντας υπόψη του ο εργάτης των θείων εντολών του Χριστού, πιστεύει όχι απλώς ότι ο Χριστός είναι Θεός και ότι μπορεί — αυτό το είδαν στην πράξη και οι δαίμονες και έφριξαν(Ιακ. 2, 19)—, αλλά ότι όλα είναι δυνατά σ' Αυτόν και κάθε θέλημά Του είναι αγαθό, και χωρίς Αυτόν δεν μπορεί να γίνει κανένα καλό.

Γι' αυτό ο άνθρωπος αυτός δε θέλει να κάνει κάτι έξω από το θείο θέλημα, ακόμη και αν αυτό το κάτι είναι ζωή. Αν και δεν μπορεί να βρεθεί τέτοιο πράγμα, γιατί μόνο το θέλημα του Θεού είναι ζωή αιώνια(Ιω. 12, 50) και εξαιρετικά αγαθή, και ας φαίνεται σε μερικούς κοπιαστική η εργασία αυτής της ζωής.

Και γι' αυτό είμαι χειρότερος από άπιστο, ο άθλιος, γιατί δε θέλω να εργαστώ για να βρω τη μεγάλη πίστη, και μέσω αυτής να φτάσω στο φόβο του Θεού και στην αρχή της σοφίας(Παροιμ. 1, 7) του Πνεύματος.

Αλλά άλλοτε κλείνω θεληματικά τα μάτια της ψυχής και παραβαίνω το νόμο, κι άλλοτε σκοτίζομαι από τη λησμοσύνη και φτάνω στην τέλεια άγνοια, και έτσι αγνοώ το συμφέρον της ψυχής μου και συνηθίζω στο πονηρό και αποκτώ έξη της κακίας.

Ώστε αν θελήσω να στραφώ εκεί απ' όπου ξέπεσα, δεν μπορώ, γιατί το θέλημά μου γίνεται μεσότοιχος και με χωρίζει από το Θεό, όπως λένε οι Πατέρες, και δε θέλω να κοπιάσω για να γκρεμίσω το μεσότοιχο αυτό.

Γιατί αν είχα την πίστη που προέρχεται από τα έργα της μετάνοιας, θα μπορούσα να πω: «Με τη βοήθεια του Θεού μου θα υπερπηδήσω το τείχος»(Ψαλμ. 17, 30). Δε θα δείλιαζα από αμφιβολία, λέγοντας: «Άραγε τι θα συναντήσω, όταν ορμήσω να φτάσω στο ύψος του τείχους; Μήπως υπάρχει πίσω κανένας λάκκος; Μήπως δεν μπορέσω να ανεβώ και γκρεμιστώ και πέσω κάτω, αφού κοπιάσω;». Και άλλα πολλά τέτοια.

Αυτά, εκείνος που πιστεύει ότι ο Θεός είναι κοντά και όχι μακριά(Ιερ. 23, 23), ποτέ δεν τα σκέφτεται, αλλά τρέχει κατευθείαν προς το Θεό, που έχει όλη τη δύναμη και την εξουσία και κάθε αγαθότητα και φιλανθρωπία, για να κερδίσει το βραβείο(Φιλιπ. 3, 12)· όχι σαν να χτυπά στον αέρα(Α΄ Κορ. 9, 26), αλλά αγωνιζόμενος επιδιώκει τα ουράνια(Κολ. 3,1).

Και αφού αφήσει κάτω κάθε θέλημά του, βαδίζει προς το θείο θέλημα, μέχρις ότου ακούσει και αυτός καινούργιες γλώσσες(Μάρκ. 16, 17) ή ίσως και μιλήσει, αφού μάθει τα μυστήρια, κάνοντας, ή μάλλον παίρνοντας αναβάσεις από δύναμη πρακτική σε δύναμη θεωρίας(Ψαλμ. 83, 6), με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Σ' Αυτόν πρέπει κάθε δόξα, τιμή και εξουσία στους αιώνες. Αμήν.

----------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 184-187) 


xx