28. Λέει ο άγιος Ισαάκ: «Να φυλάγεστε, αγαπητοί, από την αργία, γιατί σ' αυτήν είναι κρυμμένος σίγουρος θάνατος. Χωρίς την αργία δεν πέφτει ο μοναχός στα χέρια των δαιμόνων που προσπαθούν να τον αιχμαλωτίσουν. Δε θα μας καταδικάσει εκείνη την ημέρα ο Θεός για την παράλειψη των ψαλμών ή της προσευχής, αλλά επειδή όταν τ' αμελήσομε ανοίγει ο δρόμος στους δαίμονες· κι αυτοί, όταν βρουν χώρο και μπουν μέσα και κλείσουν τις θύρες των νοερών οφθαλμών μας, τότε θα μας γεμίσουν τυραννικά και ακάθαρτα με όλα εκείνα τα κακά, που κάνουν όσους τα πράττουν υπεύθυνους στη θεία απόφαση για φοβερή τιμωρία.


Και υποδουλωνόμαστε στους εχθρούς, επειδή εγκαταλείψαμε τα μικρά έργα, τα οποία είναι άξια κάθε φροντίδας για το Χριστό, όπως λένε και οι σοφότατοι Άγιοι, ότι όποιος δεν υποτάσσει το θέλημά του στο Θεό, θα υποταχθεί στον αντίδικο διάβολο. Ώστε αυτά που σου φαίνονται μικρά, θα λογαριαστούν σαν τείχη που προφυλάγουν από εκείνους που μας αιχμαλωτίζουν.

Η τέλεση τούτων ορίστηκε σοφά με αποκάλυψη του Πνεύματος από τους υπεύθυνους για την τάξη της Εκκλησίας να γίνεται μέσα στο κελί, για τη φύλαξη της ζωής μας· ενώ η αθέτησή τους θεωρείται από τους άσοφους χωρίς σημασία και δεν υπολογίζουν τη ζημία που παθαίνουν. Γι' αυτούς, και η αρχή της μοναχικής ζωής και το μέσον είναι ασύδοτη ελευθερία, που είναι μητέρα των παθών. Είναι καλύτερο ν' αγωνιστεί κανείς να μην εγκαταλείψει τα μικρά, παρά να δώσει τόπο στην αμαρτία από το κενό που άφησαν. Γιατί το τέλος αυτής της άκαιρης ελευθερίας είναι σκληρή δουλεία».

Και αλλού γράφει: «Πόσο γλυκές φαίνονται οι αφορμές των παθών! Τα πάθη μπορεί κανείς κάποτε να τα κόψει, και με την απομάκρυνσή τους μένει γαλήνιος και χαίρεται που τα έπαψε· από τις αιτίες όμως των παθών δεν μπορεί εύκολα να ελευθερωθεί. Γι' αυτό πειραζόμαστε χωρίς να θέλομε. Με τα πάθη λυπούμαστε, θέλομε όμως να μένουν μέσα μας οι αφορμές τους· τις αμαρτίες δεν τις επιθυμούμε, αλλά δεχόμαστε με ηδονή τις αφορμές που τις προξενούν.

Γι' αυτό οι δεύτερες γίνονται αιτία των πρώτων. Όποιος αγαπά τις αφορμές των παθών, αυτός και χωρίς να θέλει είναι υποχείριος και δούλος των παθών. Όποιος μισεί τις αμαρτίες του, τις σταματά· όποιος τις εξομολογείται, θα επιτύχει την άφεση. Είναι αδύνατο να ελευθερωθεί κανείς από την έξη της αμαρτίας, πριν δημιουργηθεί μέσα του έχθρα εναντίον της· και είναι αδύνατο να επιτύχει τη συγχώρηση, πριν εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του.

Γιατί η έχθρα αυτή είναι αιτία αληθινής ταπεινώσεως, και η εξομολόγηση είναι αιτία κατανύξεως, η οποία πηγάζει στην καρδιά από την αισχύνη». Και αλλού λέει: «Δεν υπάρχει αμαρτία που δε συγχωρείται, παρά αυτή για την οποία δε μετανοείς». Γι' αυτά όμως είπαμε αρκετά. Εσύ τώρα, αφού ψάλεις τις Ώρες που είπαμε, φάγε, κρατώντας κατά το φαγητό και την ευχή ώστε έτσι ν' αποκτήσεις την έξη, με τη δύναμη της χάρης, να προσεύχεσαι αδιάλειπτα σύμφωνα με την εντολή(Α΄ Θεσ. 5, 17).

Αλλά ο λόγος για την τροφή που συντηρεί το σώμα με την ανέκφραστη σοφία του Δημιουργού, ας περιμένει. Ας προταχθεί ο λόγος για την τροφή που συγκρατεί και ζωοποιεί την ψυχή, η οποία είναι, κατά τους Αγίους, η ιερή και θεοποιός προσευχή. Και πολύ σωστά, αφού η ψυχή είναι ανώτερη από το σώμα.

--------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 51-52).