Εκείνος που αγαπά τό Θεό, πάνω από όλα τά κτίσματα Του προτίμα την γνώσιν Του κι αδιάλειπτα μέ πόθο την προσμένει.
"Αν ή ζωή τοΰ νοϋ είναι ό φωτισμός που δίνει ή πνευματική γνώσις, κι αυτόν τόν γεννά ή αγάπη προς τόν Θεόν, ορθά έχει λεχθεί πώς δέν είναι τίποτε πιό μεγάλο από τήν θεία αγάπη.
"Οταν μέ τόν ερωτά της αγάπης ό νους μεταβαίνει προς τόν Θεό, τότε δέν έχει διόλου αϊσθησι γιά κανένα από τά κτίσματα. Καθώς καταφωτίζεται από τό θείον καί άπειρον φως, γίνεται αναίσθητος γιά όλα τά κτίσματα, όπως τά μάτια δέν βλέπουν τά άστρα όταν ανατέλλει ό ήλιος.
"Ολες οι αρετές βοηθούν τόν νουν γιά νά απόκτηση τόν θείον ερωτά, περισσότερο όμως άπ' όλες ή καθαρά προσευχή. Γιατί μέ αυτήν ό νους παίρνει φτερά καί πετά προς τόν Θεόν καί βγαίνει εξω από όλα τά όντα.
"Οταν ό νους άρπαχθεΐ μέσω της αγάπης από τήν θεία γνώσι, καί άφοϋ βρεθεί εξω από τά όντα, αισθάνεται τήν απειρία τοϋ Θεοΰ• τότε, όπως συνέβη στον Ησαΐα, από τήν εκπληξι έρχεται σέ συναίσθησι της μηδαμινότητάς του καί λέει μέ κατάνυξι τά λόγια τοΰ προφήτου: '"Ώ εγώ, ό άθλιος, τί συντριβή νιώθω! Έγώ, ένας άνθρωπος που εχω χείλη ακάθαρτα, καί ανάμεσα σέ λαό πού έχει χείλη ακάθαρτα κατοικώ, είδα μέ τά μάτια μου τόν Βασιλέα, τόν Κύριον Σαββαώθ".
Μακάριος ό άνθρωπος πού μπορεί νά άγαπήση κάθε άνθρωπο στον ϊδιο βαθμό.
Μακάριος ό άνθρωπος πού δεν προσηλώνεται σε κανένα πράγμα φθαρτό ή πρόσκαιρο.
Μακάριος ό νους που προσπέρασε όλα τά όντα καί απολαμβάνει συνεχώς την θείαν ωραιότητα.
"Οπως ή μνήμη της φωτιάς δεν ζεσταίνει τό σώμα, έτσι ή πίστις χωρίς αγάπη δεν φέρνει στην ψυχή τόν φωτισμόν της γνώσεως.
"Οπως τό φως τοϋ ηλίου ελκύει τό υγιές μάτι, έτσι καί ή γνώσις τοϋ Θεοϋ τραβά φυσικώς τόν καθαρόν νουν στον εαυτό της με τήν αγάπη.
Νους καθαρός είναι ό νους πού απομακρύνθηκε από τήν άγνοια καί καταφωτίζεται από τό θείον φώς.
Τυχή καθαρή είναι εκείνη πού ελευθερώθηκε από τά πάθη καί ευφραίνεται ακατάπαυστα μέ τήν θείαν άγάπην.
Εκείνος πού απέκτησε τους καρπούς της αγάπης μέ τόν ζήλο του, δέν χωρίζεται από αυτή, ακόμη κι αν ύποφέρη μύρια κακά. "Ας σέ πείσει γι' αυτό ό Στέφανος, ό μαθητής τοϋ Χριστοϋ καί οι όμοιοί του, πού προσευχόταν γιά εκείνους πού τόν έφόνευαν καί έζητοϋσε νά τους συγχώρηση ο Θεός, επειδή ένεργοϋσαν έτσι από αγνοία.
Εκείνος πού αξιώθηκε νά λάβη τήν θεία γνώσι καί απέκτησε διά μέσου της αγάπης τόν φωτισμόν της, δέν θά παρασυρθή ποτέ από τό πνεϋμα της κενοδοξίας. Εύκολα όμως παρασύρεται άπό αυτήν οποίος δέν αξιώθηκε τήν θεία γνώσι. Άλλα αν ο άνθρωπος αυτός σέ κάθε τι πού πράττει έχει στραμμένο τό βλέμμα του στον Θεόν, μέ τήν αίσθησι ότι όλα τά πράττει γι'
Αυτόν, εύκολα με την βοήθεια τοϋ Θεοϋ θά απαλλαγή από τήν κενοδοξία.
"Οποιος δεν απέκτησε ακόμη τήν θεία γνώσι, πού εκδηλώνεται με τήν αγάπη, έχει μεγάλη ιδέα γιά όσα έργα κάνει συμφωνά μέ τό θέλημα τοϋ Θεοϋ. Εκείνος, όμως, που αξιώθηκε καί τήν απέκτησε, λέει μέ βαθιά συναίσθησι τά λόγια πού εϊπε ό πατριάρχης Αβραάμ, όταν είδε τό Θεό: "Έγώ είμαι χώμα καί στάχτη".
Διά μέσου τών εντολών Του, ό Κύριος κάνει απαθείς όσους τίς εφαρμόζουν. Διά μέσου τών θείων δογμάτων, χαρίζει σ' αυτούς τον φωτισμόν της θείας γνώσεως.
"Οπως ενα σπουργίτι δεμένο από τό πόδι, όταν πάει νά πετάξη, πέφτει στό χώμα, επειδή τό τραβάει τό σχοινί, έτσι καί ό νους πού δέν απέκτησε ακόμη τήν απάθεια καί πετά προς τήν γνώσιν τών επουρανίων, σύρεται από τά πάθη στή γη.
"Οταν ό νους έλευθερωθή τελείως από τά πάθη, τότε πορεύεται προς τήν θεωρία τών όντων χωρίς νά γυρίζει πίσω, βαδίζοντας πλέον προς τήν γνώσιν της Αγίας Τριάδος.
"Οταν πάντοτε, κατά τόν καιρό της προσευχής, δέν ενοχλεί τόν νουν σου κανένα νόημα τοϋ κόσμου, τότε νά ξέρης ότι δέν είσαι έξω άπό τά όρια της άπαθείας.
"Οταν ή ψυχή αρχίζει νά αισθάνεται τήν ϊδια τήν υγεία της, τότε καί τά όνειρα τοϋ ΰπνου τά βλέπει χωρίς εμπάθεια καί ταραχή.
"Οπως τό μάτι τό ελκύει ή ομορφιά τών ορατών, έτσι καί τόν καθαρόν νουν ή γνώσις τών αοράτων. Αόρατα εννοώ τά ασώματα.
Μεγάλο πράγμα είναι νά μην κινήται κανείς σε κάποιο πάθος άπό τά πράγματα• πολύ μεγαλύτερο, όμως, είναι νά μένη απαθής απέναντι στίς φαντασίες των πραγμάτων. Γιατί ό πόλεμος των δαιμόνων εναντίον μας μέ τους λογισμούς είναι πολύ πιό φοβερός άπό τόν πόλεμο μέσω των πραγμάτων.
Ό νους αποβάλλει μέ την έκτέλεσι των εντολών τά πάθη μέ την πνευματική θεωρία τών ορατών, τά εμπαθή νοήματα τών πραγμάτων μέ τή γνώσι τών αοράτων, τήν θεωρία τών ορατών τέλος κι αυτήν τήν αποβάλλει, μέ τήν γνώσιν της Αγίας Τριάδος.
"Οταν ό νους φθάσει στον Θεό, ζητεί πρώτα νά μάθη τους λόγους περί της ουσίας Του, καθώς φλέγεται άπό τόν πόθον. Δέν μπορεί, όμως, νά ικανοποίηση τόν πόθο του αυτόν (γιατί κάτι τέτοιο είναι τελείως αδύνατο σέ όλα γενικώς τά λογικά δημιουργήματα) • έτσι παρηγορείται άπό τήν γνώσι τών σχετικών μέ τίς ιδιότητες τοϋ Θεοϋ. Δηλαδή της αιωνιότητος, της απειρίας, της άπεριοριστίας, της άγαθότητος, της σοφίας, της δυνάμεως νά δημιουργή, νά προνοή καί νά κρίνη τά όντα. Τό μόνο πού μπορούμε νά καταλάβωμε γι' Αυτόν, είναι ή απειρία Του καί τό ότι εϊναι αδύνατο νά γίνη γνωστός, όπως έχουν ειπεί οι θεολόγοι Γρηγόριος καί Διονύσιος Αρεοπαγίτης.
Δέν φθάνει ή πρακτική έξάσκησις τών αρετών γιά νά έλευθερωθή τελείως ό νους άπό τά πάθη, ώστε νά μπόρεση νά προσεύχεται απερίσπαστα, αν δέν ακολουθούν καί διάφορες πνευματικές θεωρίες. Γιατί ή πρακτική αρετή ελευθερώνει τόν νουν μόνον άπό τήν ακράτεια καί τό μίσος, ενώ οι πνευματικές θεωρίες τόν άπαλλάσουν άπό τήν λήθη καί τήν αγνοία. Καί έτσι θά μπόρεση νά προσευχηθή όπως πρέπει.
Εκείνο πού αγαπά κανείς, σ' αυτό καί είναι προσηλωμένος και καταφρονεί όλα όσα τόν εμποδίζουν από αυτό, γιά νά μη τό στερηθή. Καί εκείνος πού αγαπά τόν Θεό, καλλιεργεί τήν καθαρά προσευχή, καί κάθε πάθος πού τόν εμποδίζει από τήν αγάπη του αυτή, τό αποδιώκει από μέσα του.
Εκείνος πού άπέβαλε τήν μητέρα των παθών, τήν φιλαυτία, εύκολα απαλλάσσεται, με τήν βοήθεια τοϋ Θεοϋ καί από τά άλλα πάθη, τήν οργή, τήν λύπη, τήν μνησικακία κ.λ.π. Έκεϊνος, όμως, πού είναι υποχείριος στό πρώτο, ακόμα καί αν δέν θέλη, πληγώνεται καί από τά άλλα πάθη. Φιλαυτία είναι ή άλογη αγάπη προς τό σώμα μας.
Ό νους όταν ασχολείται μέ τά ορατά, τά νοεί όπως είναι στην φύσι τους διά μέσου της αισθήσεως. Καί βέβαια, οΰτε ό νους είναι κακό, οΰτε ή κατά φύσιν νόησις, οϋτε τά πράγματα, οΰτε ή αϊσθησις. Επειδή αυτά είναι έργα τοϋ Θεοϋ. Ποιο εϊναι, λοιπόν, τό κακό; Εϊναι φανερό ότι είναι τό πάθος πού εισέρχεται στην κατά φύσιν νόησιν καί τό όποιο μπορεί νά μήν υπάρχη στά διάφορα νοήματα, αν ό νους εΐναι άγρυπνος.
Πάθος εϊναι μία κίνησις της ψυχής ε'ξω από τήν φυσική της κατάστασι ή προς μία αγάπη παράλογη, ή προς ενα μίσος άκριτο γιά κάποιον ή γιά κάτι από τά αισθητά. Παράλογη εϊναι ή αγάπη λ.χ. γιά φαγητά ή γιά γυναίκα ή γιά χρήματα ή γιά δόξα περαστική ή γιά κάτι άλλο από τά αισθητά πράγματα ή προς κάποιον πού εξασφαλίζει τά παραπάνω. Μίσος άκριτο εϊναι λ.χ. εϊτε γιά κάτι άπ' όσα προείπαμε, είτε εναντίον κάποιου εξαιτίας αυτών.
Ανταμοιβή της εγκράτειας είναι ή απάθεια. Ανταμοιβή της πίστεως είναι ή γνώσις. Ή απάθεια γεννά τή διάκρισι, ενώ ή γνώσις τήν αγάπη προς τόν Θεόν.
"Οταν πρόκειται νά θεολογήσης, μήν αναζήτησης τους λόγους πού άφοροϋν στην ουσία τοϋ Θεοϋ, γιατί δέν μπορεί νά τους εϋρη νους ανθρώπου, αλλά καί νους κάποιου από τά όντα πού είναι μετά τόν Θεόν, δηλαδή γιά τήν αιωνιότητα Του, τήν απειρία καί άπεριοριστία, τήν αγαθότητα, τή σοφία καί τή δύναμί Του νά δημιουργή, νά προνοή καί νά κρίνη τά όντα. Μεταξύ των ανθρώπων, μέγας Βιολόγος είναι εκείνος πού ανακαλύπτει - έστω γιά λίγο - τους λόγους αυτούς.
Δυνατός άνθρωπος είναι εκείνος πού ένωσε τήν γνώσιν με τήν πράξιν. Γιατί μέ τήν πράξιν μαραίνει τήν επιθυμία καί ημερώνει τόν θυμό, ενώ μέ τήν γνώσιν δίνει φτερά στον νουν καί υψώνεται προς τόν Θεόν.
Ό μισθός τών κόπων της αρετής είναι ή απάθεια καί ή γνώσις. Αυτές γίνονται πρόξενοι της Βασιλείας τών ουρανών, όπως αντιθέτως τά πάθη καί ή αγνοία προξενούν τήν αιώνια κόλασιν. Εκείνος λοιπόν πού κοπιάζει γιά ανθρώπινη δόξα καί όχι γιά τό αληθινό καλό, ακούει από τή Γραφή: "Ζητάτε καί δέν παίρνετε, επειδή ζητάτε μέ κακό σκοπόν".
Ό φρόνιμος άνθρωπος, επειδή αναλογίζεται τήν θεραπευτικήν ενέργεια της κρίσεως τοϋ Θεοϋ, υπομένει ευχαρίστως τίς συμφορές πού τοϋ επέρχονται καί σκέπτεται ότι κανένας άλλος δέν είναι αίτιός τους παρά μόνον οι αμαρτίες του. Ό ανόητος, όμως, επειδή δέν γνωρίζει τήν σοφότατη πρόνοια τοϋ Θεοϋ, όταν άμαρτάνει καί τιμωρείται, θεωρεί ως αιτίους τών συμφορών του ή τόν Θεόν, ή τους ανθρώπους.
Υπάρχουν μερικά μέσα πού σταματούν την πρόοδο των παθών καί δεν τά αφήνουν νά μεγαλώσουν καί άλλα πού όδηγοϋν στην έλάττωσί τους καί τά περιορίζουν. Ή νηστεία, γιά παράδειγμα, ό κόπος καί ή αγρυπνία δεν αφήνουν τήν (αισχρά) επιθυμία νά αύξηθή. Ή άναχώρησις, όμως, καί ή θεωρία, ή προσευχή καί ό έρως προς τον Θεόν τήν ελαττώνουν καί τήν όδηγοΰν στην έξαφάνισι. Τό ϊδιο συμβαίνει με τον θυμόν. Ή μακροθυμία, ή άμνησικακία καί ή πραότητα σταματούν τόν θυμόν καί δεν τόν αφήνουν νά μεγαλώνη, ενώ ή αγάπη, ή ελεημοσύνη, ή καλωσύνη καί ή φιλανθρωπία, όδηγοϋν στην έξαφάνισι τοϋ θυμοΰ.
Ή αγάπη προς τόν Θεόν πείθει εκείνον πού τήν έχει νά καταφρονή κάθε ηδονή πού είναι περαστική, καί κάθε κόπο καί λύπη. "Ας σε πείσουν όλοι οί άγιοι, οι όποιοι τόσα έπαθαν γιά τόν Χριστόν.
Πρόσεχε τόν εαυτό σου από τήν μητέρα τών κακών, τήν φιλαυτία, ή οποία είναι ή παράλογη αγάπη τοϋ σώματος. Άπό αυτή γεννώνται, μοιάζοντας εύλογοι, οί πρώτοι καί εμπαθείς καί γενικότατοι τρεις μανιώδεις λογισμοί: της γαστριμαργίας, της φιλαργυρίας καί της κενοδοξίας, ξεκινώντας άπό τήν ανυπέρβλητη τάχα ανάγκη τοϋ σώματος, κι άπό αυτούς γεννάται όλος ό κατάλογος τών κακών. Πρέπει, λοιπόν, όπως είπαμε, νά προσέχωμε καί νά τήν πολεμούμε με μεγάλη νήψιν. Καί όταν άφα-νισθή ή φιλαυτία, αφανίζονται μαζί της καί ολα όσα γεννώνται άπό αυτήν.
Εκείνα πού ευρίσκονται στή φύσι τών πραγμάτων, αναφέρονται ή στην ψυχή, ή στό σώμα, ή γύρω άπό τό σώμα. "Οσα αναφέρονται στην ψυχή είναι ή γνώσις καί ή αγνοία, ή λήθη καί ή μνήμη, ή αγάπη καί τό μίσος, ή λύπη καί ή χαρά καί τά λοιπά. "Οσα αναφέρονται στό σώμα εϊναι ή ηδονή καί ό πόνος, ή αισθησις καί ή αναισθησία, ή υγεία καί ή αρρώστια, ή ζωή καί ό θάνατος καί τά όμοια. Γύρω από τό σώμα είναι ή άπόκτησις τέκνων καί ή άτεκνία, ό πλούτος καί ή φτώχεια, ή δόξα καί ή αφάνεια καί τά λοιπά. Άπό αυτά, άλλα νομίζονται καλά από τους ανθρώπους κι άλλα κακά. Κανένα, όμως, άπ' αυτά δέν εϊναι κακό άπό τόν εαυτό του, αλλά ανάλογα με τή χρήσι τους γίνονται πράγματι κακά ή καλά.
Ή γνώσις εϊναι άπό τή φύσι της καλή, όπως καί ή υγεία• αλλά τά αντίθετα τους ωφέλησαν πολλούς περισσότερο άπό ο,τι αυτά. Στούς κακούς ή γνώσις δέν βγαίνει σέ καλό, αν καί φύσει είναι καλή. Όμοίως ούτε ή υγεία, οΰτε ό πλούτος, οΰτε ή χαρά, γιατί δέν τά χρησιμοποιούν γιά τό συμφέρον της ψυχής. "Αρα λοιπόν τους συμφέρουν τά αντίθετα. Επομένως οΰτε τά αντίθετα εϊναι φύσει κακά, αν καί νομίζονται κακά.
Μερικοί λένε οτι δέν θά υπήρχε τό κακό στον κόσμο, αν δέν υπήρχε κάποια άλλη δύναμις πού μας τραβά σ' αυτό. Αυτή ομως δέν εϊναι τίποτε άλλο παρά ή αμέλεια των φυσικών ενεργειών τοϋ νοΰ. Γι' αυτό εκείνοι πού έχουν επιμέλεια στίς ενέργειες του νοΰ, πράττουν πάντοτε τά καλά καί ουδέποτε τά κακά. "Αν θέλης καί σύ, διώξε τήν αμέλεια καί διώχνεις μαζί μέ αυτή καί τήν κακία, πού εϊναι ή εσφαλμένη χρήσις των νοημάτων, τήν οποία ακολουθεί ή κακή χρήσις τών πραγμάτων.
Τό φυσικό τοϋ λογικού μας εϊναι νά υποτάσσεται στον θείο λόγο, αλλά καί νά έξουσιάζη τό άλογο στοιχείο μέσα μας. "Ας φυλαχθή σέ όλα αυτή ή τάξις, καί τότε οΰτε τό κακό θά ύπάρχη στον κόσμο, οΰτε ή δύναμις πού τραβάει σ' αυτό θά εύρεθή.
Εκείνοι πού στη ζωή αύτη γυμνάζονται από την θεία Πρόνοια στην ευσέβεια, δοκιμάζονται με τους έξης πειρασμούς: ή μέ την δωρεά αγαθών, όπως είναι ή υγεία, ή ομορφιά, ή εύτεκνία, τά χρήματα, ή δόξα καί τά όμοια, ή μέ τό χτύπημα από λυπηρά, όπως ή στέρησις τέκνων καί χρημάτων καί δόξας• ή μέ όσα προκαλούν πόνο στό σώμα, π.χ. ασθένεια, βάσανα καί τά λοιπά. Καί προς τους πρώτους ό Κύριος λέει: ""Οποιος δέν απαρνείται όλα τά υπάρχοντα του, δέν μπορεί νά είναι μαθητής μου". Προς τους δεύτερους καί τους τρίτους: "Μέ τήν υπομονή σας θά κερδίσετε τίς ψυχές σας".
"Τόπος χλόης" είναι ή πρακτική αρετή, "Ύδωρ αναπαύσεως", ή γνώσις των δημιουργημάτων.
Ό καθαρός νους βλέπει ορθά τά πράγματα. Τό γυμνασμένο λογικό φέρνει μπροστά του εκείνα πού είδε. Ή καθαρή ακοή τά δέχεται. Εκείνος πού στερείται αυτά τά τρία, κατηγορεί αυτόν πού διδάσκει ορθά.
Ή "ράβδος", λένε, σημαίνει τήν κρίσι τοϋ Θεού, καί ή "βακτηρία" τήν πρόνοια Του. Εκείνος λοιπόν πού απέκτησε τήν γνώσι αυτών των δύο, μπορεί νά λέη: "Ή ράβδος σου καί ή βακτηρία σου, αΰταις με παρεκάλεσαν (παρηγόρησαν)".
"Ήτοίμασας ενώπιον μου τράπεζαν" (Ψαλμ. 21, 5). Τό τραπέζι εδώ σημαίνει τήν πρακτική αρετή, γιατί αυτή ετοιμάσθηκε από τόν Χριστό κατά πρόσωπο αυτών πού μας θλίβουν. Τό λάδι πού λιπαίνει τόν νουν σημαίνει τήν θεωρία τών δημιουργημάτων. Τό ποτήρι τοΰ Θεοϋ σημαίνει τήν γνώσι τοϋ Θεοϋ, ενώ τό "ελαιον" Αυτοϋ σημαίνει τόν Λόγον τοΰ Θεοϋ καί Θεόν. Γιατί Αυτός μέ τήν ένανθρώπησί Του, καταδιώκει καθημερινά μέχρις ότου πιάσει όλους εκείνους πού θά σωθοϋν, όπως π.χ. τον Παΰλο. Ό οίκος σημαίνει, την βασιλεία, όπου καταλήγουν όλοι οί, άγιοι. Και ή "μακαριότης των ημερών" σημαίνει την αιώνια ζωή.
Οί κακίες προέρχονται από την κακή χρήσι των δυνάμεων της ψυχής, δηλαδή της λογιστικής καί τής έπιθυμητικής. Τής λογιστικής δυνάμεως κακή χρήσις είναι ή άγνοια καί ή αφροσύνη. Τής θυμοειδοΰς καί τής έπιθυμητικής είναι τό μίσος καί ή ακολασία. Καλή χρήσις τους είναι ή γνώσις καί ή φρόνησις, ή αγάπη καί ή σωφροσύνη. "Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε κανένα κτίσμα τοϋ Θεοϋ καί δημιούργημα δεν είναι κακό.
Δεν είναι κακά τά φαγητά, αλλά ή γαστριμαργία' οΰτε ή παιδοποι'ί'α, αλλά ή πορνεία• οΰτε τά χρήματα, αλλά ή φιλαργυρία• οΰτε ή δόξα, αλλά ή κενοδοξία. "Αν είναι έτσι, κανένα από τά όντα δέν είναι κακό• κακό είναι ή εσφαλμένη χρήσις τους, πού οφείλεται στην αμέλεια τοϋ νοϋ γιά τήν καλλιέργεια των φυσικών του δυνάμεων.
Φιλαυτία είναι ή προς τό σώμα εμπαθής καί παράλογη αγάπη, τήν οποία αντιμάχεται ή αγάπη καί ή εγκράτεια. Έκεϊνος πού έχει τήν φιλαυτία, είναι φανερό ότι έχει όλα τά πάθη.
Μή συγκρίνης τον εαυτό σου μέ τους πιό ασθενείς ανθρώπους, αλλά νά αύξάνης τήν αγάπη σου σύμφωνα μέ τήν εντολή. Γιατί μέ τή σύγκρισι πέφτεις στό λάκκο τής οιήσεως, ενώ μέ τήν αΰξησι τής αγάπης ανεβαίνεις στό ϋψος τής ταπεινοφροσύνης.
Ό φιλήδονος αγαπά τά χρήματα γιά νά ζή μέ απολαύσεις. Ό κενόδοξος γιά νά δοξασθή μέ αυτά, καί ό άπιστος γιά νά τά κρύψη καί νά τά φυλάξη, επειδή φοβάται πείνα, γηρατειά, άσθένεια ή ξενιτεμό, καί ελπίζει πιό πολύ στά χρήματα, παρά στον Θεό, τόν Δημιουργό όλης της Κτίσεως που προνοεί καί γιά τά πιό μικρά όντα.
Τέσσερις είναι εκείνοι που μαζεύουν χρήματα• οι τρεις πού αναφέραμε, καί τέταρτος ό οικονομικός (αυτός πού οικονομεί τίς ανάγκες των άλλων). Κι αυτός μόνο είναι φανερό ότι τά μαζεύει ορθά, γιά νά βοηθή πάντοτε καθένα στίς ανάγκες του.
Γνωρίζει ό Θεός τόν εαυτό Του καί τά δημιουργήματα Του. Γνωρίζουν καί οι αγγελικές δυνάμεις τόν Θεό, γνωρίζουν καί όσα έχει δημιουργήσει, αλλά δεν γνωρίζουν τόν Θεό, όπως αυτός γνωρίζει τόν εαυτό Του, οΰτε γνωρίζουν τά δημιουργήματα Του όπως τά γνωρίζει ό Θεός.
Ό Θεός γνωρίζει τόν εαυτό Του από τή μακαριά ουσία Του. Τά δημιουργήματα Του τά γνωρίζει μέ τή σοφία Του, με τήν οποία καί μέσω της οποίας έδημιούργησε τά πάντα. Οί αγγελικές όμως δυνάμεις γνωρίζουν τόν Θεό μέ τήν μετοχή των ενεργειών Του (ενώ Αυτός είναι πέρα από κάθε μετοχή), καί τά δημιουργήματα Του μέ τήν θεωρητική τους έξέτασιν.
Τά δημιουργήματα ευρίσκονται εξω από τόν νουν, αυτός δέχεται όμως μέσα του τήν θεωρητική τους γνώσιν. Δέν συμβαίνει όμως τό ίδιο μέ τόν αίώνιον καί άπειρον καί άπερίγραπτον Θεόν, ό όποιος έχάρισε στά όντα τήν υπαρξι καί τήν ευδαιμονία καί τήν αιωνιότητα.
Ό Θεός, καθώς είναι αύτούπαρξις καί αύτοαγαθότης καί αύτοσοφία, ή μάλλον, γιά νά ποΰμε όλη τήν αλήθεια, εϊναι καί πάνω άπ' όλες αυτές τίς ιδιότητες, δέν έχει τίποτε απολύτως τό αντίθετο σ' αυτές. Τά κτίσματα όμως, πού έχουν στό σύνολο
τους κατά μετοχήν καί χάριν την ΰπαρξι, καί τά λογικά καί νοερά που έχουν επιπλέον καί την ελευθερία γιά αγαθότητα καί σοφία, έχουν αντίθετα δηλαδή στην ΰπαρξι έχουν αντίθετη την μη ΰπαρξι, καί αντίθετα στην αγαθότητα καί την σοφία έχουν την κακία καί την άγνωσία. Καί τό νά υπάρχουν αυτά ή νά μην υπάρχουν, είναι στην εξουσία τοϋ Δημιουργού. Τό νά μετέχουν όμως στην αγαθότητα καί την σοφία Του ή όχι, εξαρτάται άπό τή βούλησι των λογικών κτισμάτων.
ΟΊ "Ελληνες σοφοί, λέγοντας οτι προαιωνίως συνυπάρχει με τόν Θεό ή ουσία των όντων, καί ότι μόνο οι Ιδιότητες τους δέχθηκαν την ΰπαρξι άπό Αυτόν, λένε ότι στην ουσία δέν υπάρχει τίποτε ενάντιο, καί έναντίωσι υπάρχει μόνο προς τίς ιδιότητες. Έμεϊς όμως λέμε οτι μόνο ή θεία Ουσία δέν έχει τίποτε τό αντίθετο, επειδή είναι αιώνια, άπειρη καί χαρίζει τήν αιωνιότητα στά αλλά όντα. Ένώ στην ουσία των όντων είναι αντίθετο ή ανυπαρξία, καί είναι στην εξουσία τοϋ κυρίως "Οντος τό νά ύπάρχη αύτη αιώνια ή νά μην ύπάρχη. Επειδή όμως ό Θεός δέν ανακαλεί τά χαρίσματα Του (Ρωμ. 11, 29), γι' αυτό τά όντα καί υπάρχουν πάντοτε καί θά υπάρχουν, συγκρατούμενα άπό τήν παντοκρατορική δύναμι, αν καί ή ουσία τους έχει ώς αντίθετο τήν ανυπαρξία, όπως είπαμε, γιατί άπό αυτήν ήρθε στην ΰπαρξι, καί εξαρτάται άπό τή βούλησι τοϋ Θεοΰ τό νά ΰπάρχη αυτή ή νά μήν ΰπάρχη.
Ακαθαρσία τοϋ νοϋ είναι πρώτον ή ψευδής γνώσις. Δεύτερον, ή αγνοία κάποιου άπό τά γενικά" εννοώ σε σχέσι με τόν άνθρώπινον νουν, γιατί είναι ιδίωμα αγγέλου τό νά μήν άγνοή τίποτε άπό τά μερικά. Τρίτον, τό νά εχη εμπαθείς λογισμούς. Τέταρτον νά συγκατατίθεται στην αμαρτία.
Αγαπά την ησυχία εκείνος που δεν επηρεάζεται, από τά κοσμικά. Καί αγαπά όλους τους ανθρώπους εκείνος που δεν αγαπά κάτι ανθρώπινο. Κι έχει γνώσι τοϋ Θεοϋ και των θείων εκείνος πού δεν σκανδαλίζεται από άλλον, εΐ'τε γιά αμαρτίες, ε'ίτε γιά συμπερασμούς από υποψίες.
Μεγάλο πράγμα νά μην έχει κανείς πάθος προς τά πράγματα. "Ομως πολύ μεγαλύτερο άπ' αυτό είναι νά μένη απαθής προς τά νοήματα τους.
Οι αρετές είναι γιά την γνώσι των δημιουργημάτων. Ή γνώσις γιά εκείνον πού τήν απέκτησε. Εκείνος πού έχει την γνώσι, τήν έχει γιά τόν Θεό, ό όποιος γνωρίζεται χωρίς νά γνωρίζωμε πώς, καί γνωρίζει πέρα από κάθε γνώσιν.
Ό Θεός πού είναι πέρα από κάθε πληρότητα, δέν έφερε στην ΰπαρξι τά δημιουργήματα γιατί είχε ανάγκη άπό κάτι, αλλά γιά νά απολαύσουν αυτά τόν Θεό, μετέχοντας Τον αναλόγως, καί Αυτός γιά νά εύφρανθή γιά τά έργα του (Ψαλμ. 103, 31), βλέποντας τα νά εύφραίνωνται καί νά χορταίνουν αδιάκοπα άπό εκείνα πού δέ χορταίνονται.
Εκείνος πού εκρίθη άξιος νά λάβη γνώσιν τοϋ Θεοϋ, καί έδοκίμασε γνήσια τήν ηδονή πού προέρχεται άπ' αυτήν, αυτός καταφρονεί όλες τίς ηδονές πού γεννώνται άπό τό έπιθυμητικόν.
Εκείνος πού επιθυμεί τά επίγεια, επιθυμεί ή τροφές, ή σαρκικές ηδονές, ή δόξα ανθρώπινη, ή χρήματα, ή κάτι άλλο σχετικό μέ αυτά. Καί αν ό νους δέν εύρη κάτι ανώτερο γιά νά μεταφέρη σ' αυτό τήν επιθυμία του, δέν θά πεισθή ποτέ νά καταφρόνηση τά παραπάνω. Καί άσυγκρίτως ανώτερο άπ' αυτά είναι ή γνώσις τοΰ Θεοΰ καί των θείων.
"Οπως ό ψιλός λογισμός των ανθρωπίνων πραγμάτων δεν εξαναγκάζει τόν νουν νά καταφρονή τά θεία, έτσι καί ή ψιλή γνώσις των θείων δεν πείθει τελικά νά καταφρόνηση κανείς τά ανθρώπινα. Γιατί ή αλήθεια, τώρα υπάρχει ώς σκιά καί σε εικασίες, καί γι' αυτό χρειάζεται τό μακάριο πάθος της αγίας αγάπης, ή οποία δεσμεύει τόν νοϋ μέ τίς πνευματικές θεωρίες καί τόν πείθει νά προτίμα τά αϋλα από τά υλικά, καί τά νοητά καί θεία από τά αισθητά.
Στή ζωή αυτή, στηριζόμαστε στην πίστι, όχι στην αϊσθησι καί έχομε την αρετή αμυδρά, όπως μέσα σέ καθρέπτη (Β' Κορ. 5, 7) καί γι' αυτό έχομε ανάγκη νά ασχολούμεθα πολύ μέ τά θεία, ώστε μέ την πολυχρόνια καί εμπεριστατωμένη μελέτη, νά άποκτήσομε συνήθεια των θείων θεωριών, πού δύσκολα αποσπάται.
"Αν κόψωμε τίς αιτίες των παθών καί ασχοληθούμε μέ τίς πνευματικές θεωρίες γιά λίγο μόνο, χωρίς νά έπιμείνωμε σ' αυτές καί νά τίς κάνωμε κύριο έργο μας, εύκολα πάλι ξαναγυρίζομε στά σαρκικά πάθη, χωρίς νά κερδίσωμε τίποτε άλλο από γυμνή γνώσι καί οϊησι. Τό τέλος της είναι ό σκοτισμός σιγά-σιγά καί της ψιλής γνώσεως καί τό ολοκληρωτικό παραστράτημα τοϋ νοϋ προς τά υλικά.
Άξιοκατηγόρητο πάθος αγάπης απασχολεί τόν νουν μέ τά υλικά πράγματα, ενώ αξιέπαινο πάθος αγάπης τόν δένει μέ τά θεία. Γιατί έχει συνήθεια ό νους, στά πράγματα μέ τά όποια ασχολείται πολύν καιρό, σ' αυτά καί νά απλώνεται. Καί σέ έκεϊνα πού απλώνεται, σ' εκείνα νά στρέφη τήν επιθυμία καί την άγάπη' είτε στά θεία καί συγγενή του καί νοητά, εϊτε στά πράγματα καί τά πάθη της σαρκός.
Ό Θεός έκτισε τόν ορατό καί τόν αόρατο κόσμο καί ό ίδιος έπλασε καί την ψυχή καί τό σώμα. Καί αν ο ορατός κόσμος είναι τόσο ωραίος, πόσο άραγε είναι ό αόρατος; Καί αν ό αόρατος είναι ωραιότερος άπό τόν ορατό, πόσο τους ξεπερνά καί τους δύο ό Δημιουργός τους Θεός; "Αν, λοιπόν, ανώτερος άπ' όλα τά δημιουργήματα είναι ό Δημιουργός όλων τών καλών, με ποιο λόγο ό νους εγκαταλείπει τό καλύτερο καί ασχολείται με τά χειρότερα άπ' όλα, δηλαδή με τά πάθη της σαρκός; "Η είναι φανερό, επειδή αυτά άπό την γέννησί του τά συναναστράφηκε καί τά συνήθισε, ενώ τόν Θεό, τόν ανώτερο άπ' όλα καί πάνω άπ' όλα, δεν Τόν έγνώρισε ακόμη τελείως. "Αν, λοιπόν, με πολύκαιρη άσκησι στην εγκράτεια τών ηδονών καί με τήν μελέτη τών θείων, λίγο-λίγο τόν χωρίσωμε άπό αύτη τήν σχέσι με τά πάθη, τότε εκτείνεται προς τά θεια καί σιγά-σιγά προοδεύει καί γνωρίζει τήν θεϊκή αξία του. Καί τέλος όλον τόν πόθον του τόν μεταφέρει στον Θεό.
Εκείνος πού εργάζεται τήν αρετή άπό κενοδοξία, είναι φανερό ότι καί τήν γνώσι γιά λόγους κενοδοξίας τήν επιδιώκει. Αυτός οΰτε λέει, οΰτε κάνει κάτι γιά πνευματική οικοδομή τών άλλων, αλλά σε όλα κυνήγα τήν δόξα εκείνων πού τόν βλέπουν ή τόν άκοΰνε. Τό πάθος του ελέγχεται, όταν μερικοί άπ' αυτούς τόν κατηγορήσουν γιά τά έργα του ή γιά τά λόγια του. Τότε λυπάται υπερβολικά, όχι διότι δέν ωφελήθηκαν εκείνοι πού τόν άκουσαν, γιατί δέν ήταν αυτός ό σκοπός του, αλλά γιατί έξευτελίσθηκε.
"Αν θέλης νά εχης έπίγνωσι καί μετριοφροσύνη καί νά μήν είσαι δοϋλος στό πάθος της οιήσεως, νά άναζητής στά όντα τί είναι εκείνο πού διαφεύγει τήν γνώσιν σου. Θά εΰρης τότε, ότι σοϋ διαφεύγουν πάρα πολλά καί διάφορα, καί θά θαυμάσης για την άγνοια σου καί θά ταπεινωθής. Καί άφοϋ γνωρίσης τόν εαυτό σου, θά κατανόησης πολλά καί σπουδαία καί θαυμαστά πράγματα. Γιατί ή φανταστική γνώσις δεν αφήνει κανένα νά προχώρηση στην πραγματική γνώσιν.
Ό νους πού αξιώθηκε νά απόκτηση τήν πνευματική γνώσιν, πρέπει νά διατηρή απαθή τά νοήματα των πραγμάτων, τά αντικείμενα της θεωρίας ασφαλισμένα άπό λάθος, καί τήν κατά-στασι της προσευχής άθόλωτη. Αυτά, όμως, δέν μπορεί νά τά φυλάγη πάντοτε, καθώς τόν θολώνουν οι αναθυμιάσεις της σαρκός μέ τήν επιβουλή τών δαιμόνων.
Νους τέλειος είναι εκείνος, ό όποιος μέ τήν αληθινή πίστι του έγνώρισε πάνω άπό κάθε γνώσι, μέ τρόπον ϋπεράγνωστο, τόν Ύπεράγνωστο, καί είδε καθολικά τά δημιουργήματα Του, καί έλαβε άπό τόν Θεόν τήν περιεκτική γνώσιν περί Προνοίας καί Κρίσεως τών δημιουργημάτων Του• εννοώ βέβαια όσο αυτό είναι δυνατόν σέ ανθρώπους.
Δέν έχει ακόμη τέλεια αγάπη, οΰτε βαθιά γνώσι της θείας Προνοίας, εκείνος πού σέ καιρό πειρασμού δέν κάνει υπομονή γιά οσα λυπηρά τοϋ συμβαίνουν, αλλά αποκόβεται άπό τήν αγάπη τών πνευματικών αδελφών.
"Οπως τήν υγεία καί τήν νόσο τήν αναφέρομε στό σώμα τοϋ ζώου, καί τό φώς καί τό σκοτάδι στό μάτι, έτσι ή αρετή καί ή κακία αναφέρονται στην ψυχή καί ή γνώσις καί ή άγνωσία στον νουν.
Ή πνευματική ένασχόλησις τοϋ χριστιανού στρέφεται στά έξης τρία: στίς εντολές, στά δόγματα καί στην πίστι. Οι εντολές χωρίζουν τόν νουν άπό τά πάθη, τά δόγματα τόν εισάγουν
στη γνώσι των όντων, ενώ ή πίστις στη θεωρία της Αγίας Τριάδος.
"Ολος ό σκοπός των εντολών τοϋ Σωτήρος είναι νά ελευθερώσουν τον νουν από την άκρασία καί τό μίσος, καί νά τόν φέρουν στην αγάπη Αύτοϋ καί τοϋ πλησίον, από τά όποια γεννάται τό φώς της ένεργοϋ αγίας γνώσεως.
"Οταν κριθής άξιος καί λάβης από τόν Θεό μία μερική πνευματική γνώσι, μήν αμελείς την αγάπη καί την εγκράτεια. Γιατί αυτές καθαρίζουν τό παθητικό μέρος της ψυχής καί διαρκώς ανοίγουν τόν δρόμο προς τήν πνευματική γνώσιν.
Δρόμος γιά τήν γνώσι είναι ή απάθεια καί ή ταπείνωσις" χωρίς αυτά κανείς δεν θά Ίδή τόν Κύριον.
Επειδή ή γνώσις "φουσκώνει", ένώ ή αγάπη οικοδομεϊ, ένωσε με τήν γνώσιν τήν αγάπη καί θά είσαι ταπεινός καί πνευματικός οικοδόμος, που θά οικοδομής καί τόν εαυτό σου καί όλους εκείνους πού σέ πλησιάζουν.
Ή αγάπη κάνει τόν άνθρωπο νά μη φθονή, μήτε νά πικραίνεται προς εκείνους πού τόν φθονούν, μήτε νά κοινολογή επιδεικτικά τό προτέρημα πού προκαλεί φθόνο, μήτε νά νομίζη ότι επέτυχε πιά τόν σκοπό του, καί γιά όσα δέν γνωρίζει, νά ομόλογη χωρίς νά ντρέπεται τήν αγνοιά του. "Ετσι ή αγάπη κάνει τόν νουν ταπεινό καί νά προχωρή συνεχώς στην πνευματική γνώσιν.
Είναι κατά κάποιο τρόπο φυσικά παρεπόμενα της γνώσεως ή οίησις καί ό φθόνος, καί μάλιστα στην αρχή. Καί ή οίησις φυτρώνει μέσα μας μόνο, ένώ ό φθόνος καί εσωτερικά καί εξωτερικά" εσωτερικά εναντίον εκείνων πού έχουν γνώσιν έξωτερικά, από εκείνους που έχουν αγνοία. Ή αγάπη λοιπόν ανατρέπει καί τά τρία: την οΐησι, γιατί ή αγάπη δε "φουσκώνει"" τόν εσωτερικό φθόνο, γιατί ή αγάπη δε ζηλεύει- τόν εξωτερικό, επειδή ή αγάπη δείχνει μακροθυμία καί αγαθότητα (Α' Κορ. 13, 4). Είναι αναγκαίο λοιπόν, εκείνος πού έχει γνώσι, νά πρόσθεση σ' αυτή καί τήν αγάπη, γιά νά διατηρή πάντοτε τό νουν του άπλήγωτον.
Εκείνος πού κατηξιώθη καί έλαβε τό χάρισμα της γνώσεως, έχει όμως εναντίον ανθρώπου λύπη ή μνησικακία ή μίσος, είναι όμοιος μ' εκείνον πού τρυπά τά μάτια του με αγκάθια καί τριβόλια. Γι' αυτό ή γνώσις έχει ανάγκη απαραιτήτως από τήν άγάπην.
Τό θυμικό μέρος της ψυχής, χαλιναγώγησε το με τήν αγάπη• τό έπιθυμητικό, μάρανε το με τήν εγκράτεια• καί τό λογιστικό, φτέρωσε το μέ τήν προσευχή. Έτσι τό φως τοϋ νοϋ δεν σκοτεινιάζει ποτέ.
Ή αγάπη καί ή εγκράτεια ελευθερώνουν τήν ψυχή από τά πάθη. Ή άνάγνωσις καί ή θεωρία ελευθερώνουν τόν νουν άπό τήν άγνοια. Ή αληθινή προσευχή τόν φέρνει μπροστά στον ϊδιο τόν Θεό.
Οι εντολές τοΰ Κυρίου μας διδάσκουν νά χρησιμοποιούμε λογικά τά πράγματα πού δέν όδηγοϋν σε πάθος. Ή λογική χρήσις αυτών των πραγμάτων κάνει καθαρή τήν κατάστασι της ψυχής. Ή καθαρή κατάστασις γεννά τήν απάθεια, άπό τήν οποία γεννάται ή τελεία αγάπη.
Πολλοί έχουν ειπεί πολλά περί αγάπης, αν όμως τήν άναζητήσης, θά τήν ευρης μόνο στους μαθητάς τοϋ Χριστού, επειδή
μόνο αυτοί εϊχαν την αληθινή Αγάπη δάσκαλο της αγάπης, γιά την οποία έλεγαν: ""Αν εχω τό χάρισμα της προφητείας καί αν γνωρίζω όλα τά μυστήρια τοϋ Θεοϋ, καί εχω ολη τήν γνώσι, αλλά δεν εχω αγάπη, δεν ωφελούμαι τίποτε" (Α' Κορ. 13, 2-3). Εκείνος λοιπόν πού απέκτησε τήν αγάπη, απέκτησε τον Θεό, επειδή ό Θεός είναι αγάπη (Α' Ίωάν. 4, 8).
via