Γιατί, άραγε, δόθηκαν άπό τόν Θεο στους δαίμονες ή δύναμη και
ή εξουσία νά πειράζουν τους ανθρώπους, όταν, μάλιστα, πολλοί με τους πειρασμούς παρασύρονται στην αμαρτία καί χάνουν τήν ψυχή τους; Δεν θά ήταν προτιμότερο νά τους είχε στερήσει τήν ύπαρξη, νά τους είχε εξαφανίσει; Δεν θά είχαν αποφευχθεί έτσι ή πτώση τοΰ Αδάμ καί ή μετέπειτα ανθρώπινη τραγωδία;
Τά ερωτήματα αυτά δεν είναι εύκολο νά απαντηθούν. Θά αναζητήσουμε, ωστόσο, κάποιες απαντήσεις στους πατέρες της Εκκλησίας.
Ό διάβολος αποτελεί, αναμφισβήτητα, μιά ξεχωριστή ύπαρξη. Ό αγαθός Θεός δέν τόν εξαφάνισε μετά τήν ανταρσία του, γιατί τότε θά φαινόταν πώς έκανε λάθος πού τόν έπλασε, πράγμα άτοπο γιά τόν ύπερτέλειο καί πάνσοφο Θεό. Τώρα, τό γιατί τόν δημιούργησε, άφοϋ προγνώριζε τήν πτώση του, ανήκει στις απόκρυφες βουλές του Θεοΰ. «Τις γάρ έγνω νούν Κυρίου; ή τίς σύμβουλος αυτού έγένετο;» (Ρωμ. 11: 34). Πάντως, ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός προσεγγίζει ώς έξης τό θέμα: «Ό Θεός δημιούργησε τό διάβολο άπό υπερβολική αγαθότητα. Γιατί σκέφτηκε: Επειδή αυτός πρόκειται νά γίνει πονηρός και νά χάσει όλα τά αγαθά πού θά τοϋ δώσω, νά τοΰ στερήσο κι εγώ εντελώς τό αγαθό καί νά τόν κάνω ανύπαρκτο; Καθόλου. Άλλα, μολονότι αυτός θά γίνει πονηρός, εγώ δεν θά τοΰ στερήσω τή δυνατότητα νά γίνει συμμέτοχος μου. Θά τοΰ χαρίσω ένα άγαθό, τό νά γίνει δηλαδή μέτοχος μου μέ τό "είναι" (με τό νά υπάρχει), ώστε, καί χωρίς νά το θέλει, νά μετέχει στό δικό μου αγαθό μέ τό "είναι". Γιατί τό "είναι" (ή ύπαρξη) αποτελεί αγαθό καί δώρο τοΰ Θεοϋ».
"Ετσι, λοιπόν, ό διάβολος, μετά τήν αποστασία του, όχι μόνο δέν στερήθηκε τήν ΰπαρξη, μά οΰτε κάν ύποβιβάστηκε από τήν τάξη τών λογικών όντων. Επομένως, ώς ιδιαίτερο πρόσωπο, διατήρησε καί τή δική του ελευθερία. Ό Θεός, σεβόμενος τήν ελευθερία του, τόν ανέχεται νά ενεργεί τό κακό όχι, ασφαλώς, από αδυναμία αλλά από μακροθυμία. Ωστόσο, τήν πονηρή δραστηριότητα του τήν έχει εντάξει στό σχέδιο της θείας Του οικονομίας γιά τή σωτηρία τοΰ ανθρώπου.
«Πολλοί γάρ δι' αυτού στεφανούνται» λέει ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός. Καί συνεχίζει: «Κι αν πεις ότι καί πολλοί χάνονται, σοΰ απαντώ ότι, όπως μπόρεσε καί ό ϊδιος ό διάβολος, χωρίς νά τόν επηρεάσει άλλος, νά γίνει κακός μέ τή δική του θέληση, πράγμα πού είναι τό χειρότερο έγκλημα του, έτσι μπορούσε καί ό άνθρωπος από μόνος του, χωρίς νά τόν επηρεάσει κανείς, νά γίνει κακός, οπότε θά ήταν χειρότερη ή αμαρτία του... Γι' αυτό ό διάβολος, πού αμάρτησε από μόνος του, έμεινε αμετανόητος, ενώ ό άνθρωπος, πού αμάρτησε όχι από μόνος του άλλ' από τήν προσβολή τοΰ διαβόλου, οδηγήθηκε στή μετάνοια καί αξιώθηκε τήν ανακαίνιση καί τήν άφεση τών αμαρτιών του».
Τό εντυπωσιακό αυτό απόσπασμα τοϋ μεγάλου δόγματολόγου της Εκκλησίας μας αποκαλύπτει τρεις βασικές αλήθειες, πού άποτελοΰν συγχρόνως καί τις απαντήσεις στά αρχικά ερωτήματα:
α) Αιτία της πτώσεως τοϋ ανθρώπου ήταν ή ελευθερία της βουλήσεως του και όχι ό διάβολος. Θά μπορούσε, δηλαδή, νά είχε πέσει ό άνθρωπος και χωρίς τή σατανική υποβολή,
β) Ήταν ευτύχημα τό ότι δεν έπεσε από μόνος του, αλλά παρασύρθηκε από τό διάβολο, γιατί έτσι τοϋ δόθηκε ή δυνατότητα νά μετανοήσει,
γ) Ή ύπαρξη και ή ενέργεια τοϋ διαβόλου αποβαίνουν, τελικά, ευεργετικές γιά τόν άνθρωπο.
Ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέει, οτι ό Θεός επέτρεψε στό διάβολο νά ζει και νά πολεμάει τους ανθρώπους γιά δυό λόγους: Πρώτα γιά νά εξευτελίζεται περισσότερο μέ τό νά νικιέται από τους κατωτέρους του, και υστέρα γιά νά δοξάζονται υπερβολικά και νά στεφανώνονται όσοι νικοϋν εκείνον πού κάποτε ήταν αρχάγγελος.
Οί πειρασμοί, άλλωστε, είναι απαραίτητοι γιά νά γυμνάζεται ό άνθρωπος και γιά νά δοκιμάζεται ή προαίρεση του, ώστε ή αρετή νά είναι άθλημα της ελευθερίας του και όχι καρπός ανάγκης. «Θεώ ου τό ήναγκασμένον φίλον αλλά τό εξ αρετής κατορθούμενον. Αρετή δε εκ προαιρέσεως και ουκ εξ ανάγκης γίνεται» (Μέγας Βασίλειος).
Ό άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής αριθμεί πέντε αιτίες, γιά τις όποιες ό Θεός παραχωρεί νά πολεμούμαστε από τό διάβολο: Ή πρώτη αιτία είναι γιά νά μάθουμε, μέ τήν πείρα τοϋ πολέμου, νά διακρίνουμε τήν αρετή από τήν κακία. Ή δεύτερη, γιά νά κρατάμε σταθερή τήν αρετή, πού μέ κόπο αποκτήσαμε. Ή τρίτη, γιά νά μήν υπερηφανευόμαστε, όταν προκόβουμε στην αρετή, αλλά νά μάθουμε νά ταπεινοφρονούμε. Ή τέταρτη αιτία είναι γιά νά μισήσουμε μ' όλη μας τή δύναμη τήν κακία. Και ή πέμπτη, γιά νά μή λησμονούμε, όταν φτάσουμε στην απάθεια, τή δική μας αδυναμία, αλλά και τή δύναμη του Θεοΰ πού μας βοήθησε.
Έκτος από τις παραπάνω αιτίες, γιά τις όποιες ό Θεός παραχωρεί τόν πόλεμο, υπάρχουν και άλλες, γιά τις όποιες είναι υπεύθυνος ό ϊδιος ό άνθρωπος. «Κάθε (τέτοιος) δαιμονικός πόλεμος», λέει ό άγιος Ιωάννης ό Σιναΐτης, «όφείλεται γενικά στις επόμενες τρεις αιτίες: ή στην αμέλεια μας ή στην υπερηφάνεια μας ή στό φθόνο των δαιμόνων. Ό πρώτος είναι ελεεινός, ό δεύτερος πανάθλιος, αλλά ό τρίτος μακάριος».
Συμπερασματικά, θά μπορούσαμε νά πούμε ότι ό διάβόλος, χωρίς ασφαλώς νά τό θέλει, γίνεται ενα εργαλείο χρήσιμο στά χέρια τοΰ Θεοΰ και υπηρετεί τις άγιες βουλές Του. "Ετσι, οι δαιμονικοί πειρασμοί λειτουργούν πάντα παιδαγωγικά και θεραπευτικά γιά τόν άνθρωπο, γιατί τόν βοηθούν νά αναγνωρίσει τήν προσωπική του αδυναμία, να μετανοήσει, αλλά και νά γνωρίσει εμπειρικά τόσο τήν άγάπη τού Θεοΰ όσο και τό μίσος τοΰ διαβόλου.
Οι δαίμονες και τα έργα τους *ή εξουσία νά πειράζουν τους ανθρώπους, όταν, μάλιστα, πολλοί με τους πειρασμούς παρασύρονται στην αμαρτία καί χάνουν τήν ψυχή τους; Δεν θά ήταν προτιμότερο νά τους είχε στερήσει τήν ύπαρξη, νά τους είχε εξαφανίσει; Δεν θά είχαν αποφευχθεί έτσι ή πτώση τοΰ Αδάμ καί ή μετέπειτα ανθρώπινη τραγωδία;
Τά ερωτήματα αυτά δεν είναι εύκολο νά απαντηθούν. Θά αναζητήσουμε, ωστόσο, κάποιες απαντήσεις στους πατέρες της Εκκλησίας.
Ό διάβολος αποτελεί, αναμφισβήτητα, μιά ξεχωριστή ύπαρξη. Ό αγαθός Θεός δέν τόν εξαφάνισε μετά τήν ανταρσία του, γιατί τότε θά φαινόταν πώς έκανε λάθος πού τόν έπλασε, πράγμα άτοπο γιά τόν ύπερτέλειο καί πάνσοφο Θεό. Τώρα, τό γιατί τόν δημιούργησε, άφοϋ προγνώριζε τήν πτώση του, ανήκει στις απόκρυφες βουλές του Θεοΰ. «Τις γάρ έγνω νούν Κυρίου; ή τίς σύμβουλος αυτού έγένετο;» (Ρωμ. 11: 34). Πάντως, ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός προσεγγίζει ώς έξης τό θέμα: «Ό Θεός δημιούργησε τό διάβολο άπό υπερβολική αγαθότητα. Γιατί σκέφτηκε: Επειδή αυτός πρόκειται νά γίνει πονηρός και νά χάσει όλα τά αγαθά πού θά τοϋ δώσω, νά τοΰ στερήσο κι εγώ εντελώς τό αγαθό καί νά τόν κάνω ανύπαρκτο; Καθόλου. Άλλα, μολονότι αυτός θά γίνει πονηρός, εγώ δεν θά τοΰ στερήσω τή δυνατότητα νά γίνει συμμέτοχος μου. Θά τοΰ χαρίσω ένα άγαθό, τό νά γίνει δηλαδή μέτοχος μου μέ τό "είναι" (με τό νά υπάρχει), ώστε, καί χωρίς νά το θέλει, νά μετέχει στό δικό μου αγαθό μέ τό "είναι". Γιατί τό "είναι" (ή ύπαρξη) αποτελεί αγαθό καί δώρο τοΰ Θεοϋ».
"Ετσι, λοιπόν, ό διάβολος, μετά τήν αποστασία του, όχι μόνο δέν στερήθηκε τήν ΰπαρξη, μά οΰτε κάν ύποβιβάστηκε από τήν τάξη τών λογικών όντων. Επομένως, ώς ιδιαίτερο πρόσωπο, διατήρησε καί τή δική του ελευθερία. Ό Θεός, σεβόμενος τήν ελευθερία του, τόν ανέχεται νά ενεργεί τό κακό όχι, ασφαλώς, από αδυναμία αλλά από μακροθυμία. Ωστόσο, τήν πονηρή δραστηριότητα του τήν έχει εντάξει στό σχέδιο της θείας Του οικονομίας γιά τή σωτηρία τοΰ ανθρώπου.
«Πολλοί γάρ δι' αυτού στεφανούνται» λέει ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός. Καί συνεχίζει: «Κι αν πεις ότι καί πολλοί χάνονται, σοΰ απαντώ ότι, όπως μπόρεσε καί ό ϊδιος ό διάβολος, χωρίς νά τόν επηρεάσει άλλος, νά γίνει κακός μέ τή δική του θέληση, πράγμα πού είναι τό χειρότερο έγκλημα του, έτσι μπορούσε καί ό άνθρωπος από μόνος του, χωρίς νά τόν επηρεάσει κανείς, νά γίνει κακός, οπότε θά ήταν χειρότερη ή αμαρτία του... Γι' αυτό ό διάβολος, πού αμάρτησε από μόνος του, έμεινε αμετανόητος, ενώ ό άνθρωπος, πού αμάρτησε όχι από μόνος του άλλ' από τήν προσβολή τοΰ διαβόλου, οδηγήθηκε στή μετάνοια καί αξιώθηκε τήν ανακαίνιση καί τήν άφεση τών αμαρτιών του».
Τό εντυπωσιακό αυτό απόσπασμα τοϋ μεγάλου δόγματολόγου της Εκκλησίας μας αποκαλύπτει τρεις βασικές αλήθειες, πού άποτελοΰν συγχρόνως καί τις απαντήσεις στά αρχικά ερωτήματα:
α) Αιτία της πτώσεως τοϋ ανθρώπου ήταν ή ελευθερία της βουλήσεως του και όχι ό διάβολος. Θά μπορούσε, δηλαδή, νά είχε πέσει ό άνθρωπος και χωρίς τή σατανική υποβολή,
β) Ήταν ευτύχημα τό ότι δεν έπεσε από μόνος του, αλλά παρασύρθηκε από τό διάβολο, γιατί έτσι τοϋ δόθηκε ή δυνατότητα νά μετανοήσει,
γ) Ή ύπαρξη και ή ενέργεια τοϋ διαβόλου αποβαίνουν, τελικά, ευεργετικές γιά τόν άνθρωπο.
Ό άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων λέει, οτι ό Θεός επέτρεψε στό διάβολο νά ζει και νά πολεμάει τους ανθρώπους γιά δυό λόγους: Πρώτα γιά νά εξευτελίζεται περισσότερο μέ τό νά νικιέται από τους κατωτέρους του, και υστέρα γιά νά δοξάζονται υπερβολικά και νά στεφανώνονται όσοι νικοϋν εκείνον πού κάποτε ήταν αρχάγγελος.
Οί πειρασμοί, άλλωστε, είναι απαραίτητοι γιά νά γυμνάζεται ό άνθρωπος και γιά νά δοκιμάζεται ή προαίρεση του, ώστε ή αρετή νά είναι άθλημα της ελευθερίας του και όχι καρπός ανάγκης. «Θεώ ου τό ήναγκασμένον φίλον αλλά τό εξ αρετής κατορθούμενον. Αρετή δε εκ προαιρέσεως και ουκ εξ ανάγκης γίνεται» (Μέγας Βασίλειος).
Ό άγιος Μάξιμος ό Όμολογητής αριθμεί πέντε αιτίες, γιά τις όποιες ό Θεός παραχωρεί νά πολεμούμαστε από τό διάβολο: Ή πρώτη αιτία είναι γιά νά μάθουμε, μέ τήν πείρα τοϋ πολέμου, νά διακρίνουμε τήν αρετή από τήν κακία. Ή δεύτερη, γιά νά κρατάμε σταθερή τήν αρετή, πού μέ κόπο αποκτήσαμε. Ή τρίτη, γιά νά μήν υπερηφανευόμαστε, όταν προκόβουμε στην αρετή, αλλά νά μάθουμε νά ταπεινοφρονούμε. Ή τέταρτη αιτία είναι γιά νά μισήσουμε μ' όλη μας τή δύναμη τήν κακία. Και ή πέμπτη, γιά νά μή λησμονούμε, όταν φτάσουμε στην απάθεια, τή δική μας αδυναμία, αλλά και τή δύναμη του Θεοΰ πού μας βοήθησε.
Έκτος από τις παραπάνω αιτίες, γιά τις όποιες ό Θεός παραχωρεί τόν πόλεμο, υπάρχουν και άλλες, γιά τις όποιες είναι υπεύθυνος ό ϊδιος ό άνθρωπος. «Κάθε (τέτοιος) δαιμονικός πόλεμος», λέει ό άγιος Ιωάννης ό Σιναΐτης, «όφείλεται γενικά στις επόμενες τρεις αιτίες: ή στην αμέλεια μας ή στην υπερηφάνεια μας ή στό φθόνο των δαιμόνων. Ό πρώτος είναι ελεεινός, ό δεύτερος πανάθλιος, αλλά ό τρίτος μακάριος».
Συμπερασματικά, θά μπορούσαμε νά πούμε ότι ό διάβόλος, χωρίς ασφαλώς νά τό θέλει, γίνεται ενα εργαλείο χρήσιμο στά χέρια τοΰ Θεοΰ και υπηρετεί τις άγιες βουλές Του. "Ετσι, οι δαιμονικοί πειρασμοί λειτουργούν πάντα παιδαγωγικά και θεραπευτικά γιά τόν άνθρωπο, γιατί τόν βοηθούν νά αναγνωρίσει τήν προσωπική του αδυναμία, να μετανοήσει, αλλά και νά γνωρίσει εμπειρικά τόσο τήν άγάπη τού Θεοΰ όσο και τό μίσος τοΰ διαβόλου.
via