Για τους Ορθόδοξους πιστούς η πραγματικότητα της κόλασης είναι τόσο βέβαιη όσο και αυτή του παραδείσου. Ο ίδιος ο Κύριος μας μίλησε αρκετές φορές για τους ανθρώπους εκείνους τους οποίους, επειδή δεν υπάκουσαν στις εντολές Του, Εκείνος θα στείλει « στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμασθεί διά τον διάβολον και τους αγγέλους του». Σε μία από τις παραβολές Του, περιγράφει το ζωντανό παράδειγμα του πλουσίου ο οποίος, καταδικασμένος στην κόλαση εξαιτίας των αδικημάτων που διέπραξε στην επίγεια ζωή, σηκώνει τα μάτια προς τον παράδεισο που έχει απολέσει και ικετεύει τον πατριάρχη Αβραάμ που βρίσκεται εκεί να επιτρέψει στον Λάζαρο, το ζητιάνο που περιφρονούσε όταν ήταν ζωντανός, να έρθει κοντά του «Να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του σε νερό και να δροσίσει την γλώσσα μου, διότι υποφέρω μέσα σ' αυτήν την φλόγα».Όμως ο Αβραάμ απαντά ότι «υπάρχει μεταξύ μας ένα μεγάλο χάσμα».





Στην Ορθόδοξη χριστιανική  γραμματεία οι οράσεις της κόλασης είναι τόσο συχνές όσο και οι οράσεις των ουρανίων και του παραδείσου. Τέτοιες οράσεις και εμπειρίες, αντίθετα με τις οράσεις των ουρανίων, εκδηλώνονται πιο συχνά σε κοινούς αμαρτωλούς παρά σε αγίους, και ο σκοπός τους είναι πάντα σαφής. Ο αγ. Γρηγόριος αναφέρει στους Διαλόγους του: «Η θεϊκή αγαθότητα κατά μεγάλη δωρεά της ευσπλαχνίας Της  οικονομεί, ώστε μερικοί ακόμη και μετά την έξοδο ξαφνικά ξαναγυρίζουν στο σώμα, και αρχίζουν τελικά να φοβούνται τις βασάνους του άδη, τώρα που τις είδαν, κι ας μην πίστευαν προηγουμένως, όταν τις άκουγαν». Περιγράφει κατόπιν διάφορες εμπειρίες από την κόλαση καθώς και την εντύπωση που προκάλεσαν σε όσους τις βίωσαν. Ένας ασκητής με το όνομα Πέτρος, ο οποίος καταγόταν από την περιοχή της Ιβηρίας, πέθανε και είδε «τις τιμωρίες του άδη και τους αναρίθμητους τόπους των φλογών». Επιστρέφοντας ξανά στη ζωή, ο Πέτρος περιέγραψε τα όσα είχαν συμβεί γύρω του και, «από τότε με τόσες  αγρυπνίες και νηστείες συνέσφιγξε τον εαυτό του, ώστε το ότι είχε δεί και φοβόταν τις βασάνους του άδη, κι αν ακόμα το αποσιωπούσε η γλώσσα, μιλούσε γι' αυτό η πολιτεία του. Όντως, κατά θαυμαστή δωρεά του Παντοδυνάμου Θεού διά του θανάτου του οικονομήθηκε το  να μην πεθάνει» .


Ο Αιδέσιμος Μπήντ, Αγγλος χρονικογράφος του 8ου αιώνα, αναφέρει πώς ένας άνθρωπος από την επαρχία της Νορθούμπρια επανήλθε στη ζωή αφού είχε υπάρξει «νεκρός» για μία ολόκληρη νύχτα και κατόπιν διηγήθηκε την εμπειρία του τόσο από τον παράδεισο όσο και από την κόλαση. Στην κόλαση, βρέθηκε σε πυκνό σκοτάδι, «πλήθος σκοτεινές φλόγες άρχισαν ξαφνικά να εμφανίζονται συνεχώς μπροστά μας, μοιάζοντας να ξεπηδούν μέσα από μία τεράστια άβυσσο και μετά πάλι να βυθίζονται σ' αυτήν ...; Καθώς οι πύρινες γλώσσες ανέβαιναν προς τα πάνω, γέμιζαν με τις ψυχές των ανθρώπων οι οποίες, σαν σπίθες που πετάγονταν ψηλά μαζί με τον καπνό, μερικές φορές εκτοξεύονταν με ορμή στον αέρα, και άλλες καταποντίζονταν στα βάθη της αβύσσου καθώς οι άχνες της φωτιάς εξασθενούσαν. Επιπλέον, μία απερίγραπτη δυσωδία που αναδιδόταν μαζί με αυτές τις άχνες γέμιζε όλον αυτόν τον ζοφερό τόπο ...; ξαφνικά άκουσα πίσω μου τον ήχο ενός αφάνταστα φρικιαστικού και απελπισμένου θρήνου, που συνοδευόταν από τραχύ γέλιο ...; είδα ένα πλήθος μοχθηρών πνευμάτων να σέρνουν μαζί τους στα σκοτεινά βάθη της αβύσσου πέντε ανθρώπινες ψυχές που ούρλιαζαν και θρηνούσαν ενώ οι δαίμονες γελούσαν και πανηγύριζαν ...; Εν τω μεταξύ, μερικά από τα καταχθόνια πνεύματα ξεπρόβαλαν από τα φλογισμένα βάθη και έσπευσαν να με περικυκλώσουν, βασανίζοντάς με έτσι όπως με κοιτούσαν με τα πυρωμένα μάτια τους και τις ειδεχθείς φλόγες που έβγαζαν από τα στόματα και τα ρουθούνια τους ...;».

Στο Βίο του Στρατιώτη Ταξιότη διαβάζουμε ότι, αφού οι δαιμονικοί «εισπράκτορες τελών» τον σταμάτησαν στα τελώνια, τα πονηρά πνεύματα τον άρπαξαν και άρχισαν να τον χτυπούν. Όπως  διηγήθηκε ο ίδιος: «με κατέβασαν στο εσωτερικό της γής, η οποία είχε χωριστεί στα δύο για να μας δεχθεί μέσα της. Με οδηγούσαν μέσα από στενές εισόδους και περιοριστικά ρήγματα με δαιμονική δυσωδία. Όταν έφτασα στα τρίσβαθα της κόλασης, είδα εκεί τις ψυχές των αμαρτωλών, περιορισμένες σε αιώνιο σκοτάδι. Η ύπαρξη σ' αυτόν τον τόπο δεν μπορεί να ονομαστεί ζωή, αφού συνίσταται μόνον από δυστυχία, δάκρυα που δε βρίσκουν παρηγοριά, και ένα απερίγραπτο τρίξιμο δοντιών. Στον τόπο αυτό ακούγεται αιωνίως η απελπισμένη κραυγή: «Συμφορά μου, συμφορά μου !Αλίμονο, αλίμονο!». Είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς όλα τα βάσανα που περιέχει η κόλαση, όλα τα μαρτύρια και τις οδύνες της. Οι νεκροί βογκούν από τα βάθη της καρδιάς τους, αλλά κανείς δεν τους συμπονά, κλαίνε και οδύρονται, αλλά κανείς δεν τους παρηγορεί, ικετεύουν, αλλά κανείς δεν τους δίνει προσοχή και δεν τους λυτρώνει. Ήμουν κι εγώ περιορισμένος σε εκείνες τις σκοτεινές περιοχές, γεμάτος απέραντη λύπη, και έκλαιγα επί έξι ώρες με πικρά αναφιλητά».

 Ο μοναχός του Ουένλοκ αντίκρισε μία παρόμοια σκηνή στα «κατάβαθα» της γής, όπου «άκουσε ένα φρικιαστικό, τρομακτικό και ανείπωτο βογκητό και κλάμα από τις κολασμένες ψυχές. Και ο άγγελος του είπε: «Το μουρμούρισμα και το κλάμα που ακούς εκεί κάτω προέρχεται από τις ψυχές  εκείνες, επί των οποίων η ευσπλαχνία του Κυρίου δε θα έρθει ποτέ, αλλά θα βασανίζονται αιωνίως μέσα σε μία άσβεστη φλόγα».

Φυσικά, δε θα πρέπει να εντυπωσιαζόμαστε υπέρμετρα από τις κυριολεκτικές λεπτομέρειες τέτοιων εμπειριών, και θα πρέπει να προσπαθούμε να αποφεύγουμε ακόμα περισσότερο κι απ' ότι στην περίπτωση των ουρανίων και του παραδείσου να συνθέτουμε ένα «γεωγραφικό προσδιορισμό» της κόλασης με βάση αυτές τις αναφορές. Οι δυτικές έννοιες του «καθαρτηρίου» και του «προθάλαμου της κόλασης» είναι απόπειρες σύνθεσης ενός τέτοιου «γεωγραφικού» προσδιορισμού, όμως η Ορθόδοξη παράδοση γνωρίζει μόνο τη μοναδική πραγματικότητα της κόλασης στον κάτω κόσμο. Επιπλέον, σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγ. Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού, αυτό που βλέπει ο άνθρωπος στις εμπειρίες της κόλασης είναι συχνά μία εικόνα των μελλοντικών μαρτυριών και όχι μία κυριολεκτική αναπαράσταση της παρούσας κατάστασης όσων βρίσκονται στην κόλαση αναμένοντας την Τελική Κρίση. Είτε όμως πρόκειται για αληθινή θέαση σημερινών πραγματικών καταστάσεων είτε για όραση του μέλλοντος, η εμπειρία της κόλασης, όπως είναι καταγεγραμμένη στις Ορθόδοξες πηγές είναι ένα ισχυρό μέσο αφύπνισης του ανθρώπου ώστε να ακολουθήσει την εν Χριστώ ζωή, το μοναδικό τρόπο για να διαφύγει τα αιώνια μαρτύρια, και γι' αυτόν το λόγο ο Θεός παραχωρεί τέτοιες εμπειρίες.


Υπάρχουν άραγε κάποιες συγκρίσιμες εμπειρίες κόλασης στη σημερινή βιβλιογραφία των «μεταθανάτιων» εμπειριών;