Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί γνωρίζουν πολύ καλά ότι ο άνθρωπος έχει πράγματι τη δυνατότητα να υψωθεί υπεράνω των περιορισμών της σωματικής του φύσης και να ταξιδέψει σε αόρατους κόσμους. Η ακριβής μορφή αυτού του ταξιδιού δε θα μας απασχολήσει εδώ. Ο ίδιος ο απόστολος Παύλος δεν γνώριζε εάν ήταν «με το σώμα ή εκτός του σώματος» όταν αρπάχθηκε έως τον τρίτο ουρανό, «είτε με το σώμα, δεν ξέρω, είτε εκτός του σώματος, δεν ξέρω, ο Θεός ξέρει», και δε μας είναι αναγκαίο να εικάσουμε το πώς το σώμα μπορεί να γίνει αρκετά εκλεπτυσμένο ώστε να εισέλθει στους ουρανούς - εάν η εμπειρία του ήταν όντως «με το σώμα» - ή το τι είδους «λεπτό σώμα» είναι δυνατόν να ενδυθεί η ψυχή κατά τη διάρκεια μίας «εξωσωματικής εμπειρίας» - εάν βέβαια τέτοιες γνώσεις μπορούν να αποκτηθούν σε αυτή τη ζωή. Μας αρκεί να γνωρίζουμε ότι η ψυχή μέσα σε οποιουδήποτε είδους «σώμα» μπορεί πράγματι να ανυψωθεί με τη Χάρη του Θεού και να δεί τον παράδεισο, όπως και τον υπο-ουράνιο εναέριο κόσμο των πνευμάτων.

Συχνά στην Ορθόδοξη γραμματεία τέτοιες εμπειρίες περιγράφονται ως «εξωσωματικές» όπως αυτή του αγ. Αντωνίου με τα «τελώνια» κατά τη διάρκεια της προσευχής του, η οποία αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Ο Επίσκοπος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ μνημονεύει δύο ασκητές του 19ου αιώνα, των οποίων οι ψυχές με τον ίδιο τρόπο αποχωρίστηκαν από τα σώματά τους ενώ προσεύχονταν - πρόκειται για τον Πρεσβύτερο Βασιλίσκο από τη Σιβηρία, μαθητής του οποίου ήταν ο φημισμένος Ζωσιμάς, και τον μεγαλόσχημο Ιγνάτιο (Ησαϊα), προσωπικό φίλο του Επισκόπου Ιγνατίου. Η πιο εντυπωσιακή «εξωσωματική» εμπειρία στους Ορθόδοξους Βίους Αγίων είναι πιθανώς αυτή του οσίου Ανδρέα εκ Κωνσταντινουπόλεως, του διά Χριστόν Σαλού ο οποίος, ενώ το σώμα του κειτόταν μέσα στο χιόνι των δρόμων της πόλης, ανελήφθη εν πνεύματι και είδε τον παράδεισο και τον τρίτο ουρανό, μέρος του οποίου περιέγραψε στο μαθητή του ο οποίος κατέγραψε την εμπειρία.(έζησε τον 10ο αιώνα και η μνήμη του εορτάζεται την 2α Οκτωβρίου).

Τέτοιες εμπειρίες παραχωρούνται μόνο από τη Χάρη του Θεού και τελείως ανεξάρτητα από τη θέληση ή την επιθυμία των ανθρώπων. Όμως η «αστρική προβολή» είναι μία «εξωσωματική» εμπειρία την οποία μπορεί κάποιος να αναζητήσει και να μυηθεί σ' αυτή μέσω ορισμένων τεχνικών. Αποτελεί μία ειδική μορφή αυτού που ο Επίσκοπος Ιγνάτιος περιγράφει ως το «άνοιγμα των αισθήσεων», και είναι φανερό ότι, αφού η επαφή με τα πνεύματα είναι απαγορευμένη για τους ανθρώπους εκτός από την περίπτωση άμεσης ενέργειας του Θεού, ο κόσμος που μπορεί να προσεγγίσει κάποιος με την παραπάνω μέθοδο δεν είναι ο επουράνιος, αλλά απλώς και μόνον ο υπο-ουράνιος εναέριος κόσμος των πεπτωκότων πνευμάτων.

Τα θεοσοφιστικά κείμενα που περιγράφουν λεπτομερώς την εμπειρία της «αστρικής προβολής» περιέχουν τόσες πολλές απόψεις και ερμηνείες βασισμένες στον αποκρυφισμό, ώστε τελικά αδυνατούν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους να δώσουν μία ιδέα περί των πραγματικών εμπειριών αυτού του κόσμου. Στον 20ο αίώνα, ωστόσο, έκανε την εμφάνισή της μια άλλη κατηγορία κειμένων σχετικών με την εν λόγω εμπειρία: παράλληλα με την πρόοδο της έρευνας και των πειραμάτων στο πεδίο της «παραψυχολογίας», μερικοί άνθρωποι έχουν ανακαλύψει, είτε πειραματιζόμενοι είτε κατά τύχη, ότι είναι ικανοί να βιώνουν την εμπειρία της «αστρικής προβολής» και έχουν γράψει βιβλία στα οποία περιγράφουν αυτές τους τις εμπειρίες σε μη αποκρυφιστική γλώσσα, επίσης, μερικοί ερευνητές έχουν συγκεντρώσει και μελετήσει αναφορές «εξωσωματικών» εμπειριών και έχουν γράψει σχετικά με αυτές σε επιστημονική και όχι αποκρυφιστική γλώσσα. Αμέσως παρακάτω θα εξετάσουμε μερικά τέτοια βιβλία.

Η γήινη πλευρά των «εξωσωματικών» εμπειριών περιγράφεται ικανοποιητικά σε βιβλίο που έγραψε η Διευθύντρια του Ινστιτούτου Ψυχοφυσικής Έρευνας που εδρεύει στην Οξφόρδη της Αγγλίας. Το Σεπτέμβριο του 1966 μετά από σχετική ανακοίνωση στον Τύπο και το ραδιόφωνο της Βρετανίας, το Ινστιτούτο έλαβε περίπου 400 απαντήσεις από ανθρώπους οι οποίοι υποστήριζαν ότι είχαν προσωπικές εξωσωματικές εμπειρίες. Μία τέτοια ευρεία ανταπόκριση δείχνει τόσο ότι οι εμπειρίες αυτές δεν είναι καθόλου σπάνιες στις μέρες μας, όσο και ότι οι άνθρωποι που τις βιώνουν είναι πολύ περισσότερο πρόθυμοι απ' ότι στο παρελθόν να τις συζητήσουν χωρίς να κινδυνεύουν να θεωρηθούν «τρελλοί».
Ο δρ. Μούντυ και άλλοι ερευνητές έχουν καταλήξει στις ίδιες διαπιστώσεις όσον αφορά τις «μεταθανάτιες» εμπειρίες. Το ινστιτούτο έδωσε στα 400 αυτά άτομα δυό ερωτηματολόγια προς συμπλήρωση, και από τη συγκριτική και αναλυτική επεξεργασία των απαντήσεων που δόθηκαν προέκυψε το σχετικό βιβλίο.

Οι περιγραφόμενες εμπειρίες ήταν σχεδόν όλες ακούσιες και είχαν προκληθεί κάτω από διάφορες οργανικές συνθήκες, όπως στρές, κούραση, ασθένεια, κάποιο ατύχημα, λήψη αναισθητικής ουσίας, ύπνο. Σχεδόν όλες συνέβησαν κοντά στο σώμα του ανθρώπου και όχι σε κάποιον «πνευματικό»κόσμο, και οι σχετικές παρατηρήσεις θυμίζουν πολύ αυτές που συναντούμε στις «μεταθανάτιες» εμπειρίες: το άτομο βλέπει το ίδιο του το σώμα όντας «έξω» από αυτό, κατέχει στο ακέραιο όλες τις αισθητηριακές λειτουργίες, ακόμα κι αν «μέσα» στο σώμα ήταν τυφλό ή κουφό, δεν έχει τη δυνατότητα να αγγίζει το περιβάλλον του ή να αλληλεπιδρά με αυτό, «αιωρείται» με μία εξαιρετική αίσθηση ευχαρίστησης και ευεξίας, και έχει μεγαλύτερη πνευματική διαύγεια απ' ότι συνήθως. Μερικά άτομα περιέγραψαν ότι συναντήθηκαν με αποθανόντες συγγενείς ή ότι ταξίδεψαν σε ένα τοπίο που δε φαινόταν να ανήκει στη συνηθισμένη πραγματικότητα.

Ένας ερευνητής «εξωσωματικών» εμπειριών, ο Άγγλος γεωλόγος Ρόμπερτ Κρούκαλ, έχει συγκεντρώσει ένα τεράστιο σχετικό δείγμα, τόσο από αποκρυφιστές  και μέντιουμ, όσο και από κοινούς ανθρώπους, και συνοψίζει την εμπειρία ως εξής: «ένα σώμα αντίγραφο» ή «δεύτερο σώμα» «γεννήθηκε» από το φυσικό σώμα και κατέλαβε μία θέση πάνω από αυτό. Καθώς το «δεύτερο» σώμα αποχωρίσθηκε από το φυσικό προκλήθηκε ένα «μπλακ άουτ» στη συνείδηση (κατά τον ίδιο περίπου τρόπο με τον οποίο η αλλαγή ταχυτήτων στο αυτοκίνητο προκαλεί μία στιγμιαία διακοπή στη μετάδοση ισχύος) ...; Πολλές φορές οι άνθρωποι έβλεπαν την περασμένη τους ζωή σε μία πανοραμική ανασκόπηση και συνήθως, κοιτάζοντας από το απελευθερωμένο «δεύτερο» σώμα προς τα κάτω, μπορούσαν να δούν το κενωμένο φυσικό τους σώμα ...;

Αντίθετα από το αναμενόμενο, κανείς δεν ανέφερε ότι αισθάνθηκε πόνο ή φόβο ως αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από το σώμα, αντιθέτως, τα πάντα έμοιαζαν απολύτως φυσικά ...;

Η συνείδηση, καθώς λειτουργούσε μέσα από το αποχωρισμένο «δεύτερο» σώμα, ήταν πιο διευρυμένη απ' ότι στην καθημερινή ζωή ...; Σε μερικές περιπτώσεις εκδηλώθηκαν φαινόμενα τηλεπάθειας, διόρασης και πρόγνωσης και οι άνθρωποι είδαν «πεθαμένους» φίλους τους. Πολλοί ένιωσαν έντονη απροθυμία να εισέλθουν και πάλι στο σώμα τους και έτσι να επιστρέψουν στην επίγεια ζωή ...; Αυτό το γενικό μοντέλο των καταστάσεων που απαντώνται στις «εξωσωματικές» εμπειρίες, μη αναγνωρισμένο έως τώρα, δεν μπορεί να ερμηνευθεί επαρκώς βάσει της υπόθεσης ότι όλες αυτές οι εμπειρίες ήταν όνειρα και ότι όλα τα περιγραφέντα «δεύτερα» σώματα ήταν απλές παραισθήσεις. Μπορεί, όμως, εύκολα να ερμηνευθεί βάσει της υπόθεσης ότι επρόκειτο για γνήσιες εμπειρίες και ότι τα «δεύτερα» σώματα που έβλεπαν τα άτομα αυτά ήταν, αν και υπερφυσικά, εν τούτοις υπαρκτά.

Η ανωτέρω περιγραφή είναι σχεδόν πανομοιότυπη, σημείο προς σημείο, με το «μοντέλο» μεταθανάτιων εμπειριών του Δρος Μούντυ. Αυτή η ομοιότητα είναι τόσο ακριβής που το μόνο που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι πρόκειται για την περιγραφή μίας και της αυτής εμπειρίας. Εάν κάτι τέτοιο αληθεύει, τότε είναι τελικά δυνατό να προσδιορίσουμε την εμπειρία που περιγράφουν ο Δρ. Μούντυ και άλλοι ερευνητές, και η οποία έχει προκαλέσει τόσο ενδιαφέρον και τόσες συζητήσεις στο Δυτικό κόσμο εδώ και αρκετά χρόνια. Δεν πρόκειται ακριβώς για «μεταθανάτια» αλλά για «εξωσωματική» εμπειρία που αποτελεί μόνο τον προθάλαμο για άλλες πολύ περισσότερο εκτενείς εμπειρίες είτε αυτού του ίδιου του θανάτου είτε αυτού που ενίοτε αποκαλείται «αστρικό ταξίδι», το οποίο θα περιγράψουμε παρακάτω. Παρότι η «εξωσωματική» εμπειρία θα μπορούσε να ονομαστεί η «πρώτη στιγμή» του θανάτου - στην περίπτωση που ο θάνατος όντως ακολουθεί- είναι καταφανές σφάλμα να συμπεράνουμε από αυτήν οτιδήποτε απολύτως σχετικά με τη «μεταθανάτια» κατάσταση, εκτός από τα αδιαμφισβήτητα δεδομένα της επιβίωσης και της συνείδησης της ψυχής μετά θάνατον, που σχεδόν κανείς από αυτούς που πράγματι πιστεύουν στην αθανασία της ψυχής δεν αρνείται σε οποιαδήποτε περίπτωση.  Επιπλέον, επειδή η «εξωσωματική» εμπειρία δεν είναι καθόλου κατ' ανάγκη συνδεδεμένη με το θάνατο, πρέπει να προχωρούμε με εξαιρετική προσοχή στη διάκριση των αποδεικτικών στοιχείων που μας παρέχουν οι εκτενείς εμπειρίες στον κόσμο αυτό, ειδικότερα, πρέπει να αναρωτηθούμε εάν οι εμπειρίες της όρασης του «παραδείσου» ή της «κόλασης» που μερικοί άνθρωποι βιώνουν σήμερα έχουν οποιαδήποτε σχέση με την αληθινή χριστιανική αντίληψη για τον παράδεισο και την κόλαση, ή εάν αποτελούν μόνο μία ερμηνεία κάποιας απλώς φυσικής ή δαιμονικής εμπειρίας στον «εξωσωματικό» κόσμο.

Ο Δρ. Κρουκαλ, ο πλέον εμβριθής ερευνητής του χώρου αυτού έως σήμερα, ο οποίος προσεγγίζει το αντικείμενο της  έρευνάς του με την ίδια σύνεση και το ίδιο ενδιαφέρον για τη λεπτομέρεια που χαρακτηρίζουν τα προηγούμενα βιβλία του για τα απολιθωμένα φυτά στη Μ. Βρετανία, έχει συγκεντρώσει εκτενές υλικό σχετικά με τις εμπειρίες στην «εξωσωματική» κατάσταση, και τις διακρίνει ως εξής: « Εκείνοι που άφηναν τα σώματά τους αβίαστα συνήθως αντίκριζαν φευγαλέα ένα είδος «Παραδεισένιων» συνθηκών, όπου όλα ήταν φωτεινά και ειρηνικά, ένα είδος εκθαμβωτικά λαμπερής γής, αντιθέτως, όσοι είχαν αποχωρισθεί βίαια από τα σώματά τους ...; συνήθως βρίσκονταν σε ένα σχετικά θαμπό, συγκεχυμένο, και ημι-ονειρικό περιβάλλον αντίστοιχο του αρχαίου «Αδη». Οι πρώτοι συνάντησαν πολλά πρόσωπα που είχαν διάθεση να τους βοηθήσουν, συμπεριλαμβανομένων των «πεθαμένων» φίλων και συγγενών που ήδη αναφέρθηκαν, ενώ οι τελευταίοι μερικές φορές συνάντησαν άυλα όντα τα οποία σχεδίαζαν να τους παρεμποδίσουν». Τα άτομα που, σύμφωνα με το Δρα Κρούκαλ, έχουν σωματική σύνθεση «ίδια με αυτήν των μέντιουμ», πάντοτε διέρχονται κατ' αρχήν μέσα από μία σκοτεινή, ομιχλώδη περιοχή «Αδη», και κατόπιν από μία περιοχή λαμπρού φωτός που μοιάζει με τον Παράδεισο. Αυτός ο «Παράδεισος» ποικιλοτρόπως περιγράφεται, από μέντιουμ και μη, ως «το πιο όμορφο τοπίο που έχει δεί ποτέ κανείς», «ένας τόπος θεσπέσιας ομορφιάς, ένας απέραντος κήπος που θύμιζε πάρκο και ένα φώς που παρόμοιό του κανείς ποτέ δεν έχει αντικρίσει στη γή ή στη θάλασσα», «υπέροχο τοπίο» με «ανθρώπους ντυμένους στα λευκά» όπως επίσης περιγράφουν σε άλλα σημεία, «το φώς έγινε πολύ έντονο», όλη η γή φλεγόταν».

Για να ερμηνεύσει αυτές τις εμπειρίες ο Δρ. Κρούκαλ διατυπώνει την υπόθεση της ύπαρξης μίας «συνολικής γής» η οποία αποτελείται, στο κατώτατο επίπεδο, από τη φυσική γή όπως τη γνωρίζουμε στην καθημερινή μας ζωή, περιβαλλόμενη από μία διεισδύουσα σε αυτήν μη - φυσική σφαίρα με ζώνες «Αδη» και «Παραδείσου» στα κατώτερα και ανώτερα όριά της. Πρόκειται, σε γενικές γραμμές, για την περιγραφή του κόσμου που η Ορθοδοξία αποκαλεί εναέριο κόσμο των πεπτωκότων πνευμάτων του υπο-ουράνιου χώρου, και η θεοσοφία «αστρικό πεδίο», ωστόσο, οι περιγραφές που δίνει η Ορθοδοξία γι' αυτόν τον κόσμο δε διακρίνονται από «γεωγραφικούς» διαχωρισμούς μεταξύ «ανώτερου» και «κατώτερου», αλλά υπογραμμίζουν κυρίως τις δαιμονικές πλάνες οι οποίες αποτελούν ένα ουσιώδες τμήμα του. Ο Δρ. Κρούκαλ, ένας κοσμικός ερευνητής, δε γνωρίζει τίποτα σχετικά με αυτήν την πλευρά του εναέριου κόσμου, με την «επιστημονική» του όμως ιδιότητα πιστοποιεί ένα εξαιρετικά σημαντικό δεδομένο για την κατανόηση των «μεταθανάτιων» και «εξωσωματικών» εμπειριών: ο «παράδεισος» και η «κόλαση» που βλέπουν οι άνθρωποι κατά τη διάρκεια αυτών των εμπειριών είναι μόνον τμήματα (ή εξωτερικές εντυπώσεις) από τον εναέριο κόσμο των πνευμάτων και δεν έχουν καμιά σχέση με τον αληθινό παράδεισο και την κόλαση της Χριστιανικής διδασκαλίας, που αποτελούν τις αιώνιες κατοικίες των ανθρώπινων ψυχών (και των αναστημένων σωμάτων τους) καθώς και των άυλων πνευμάτων. Τα άτομα που βρίσκονται σε «εξωσωματική» κατάσταση δεν είναι ελεύθερα να «περιπλανηθούν» μέσα στον αληθινό παράδεισο και την κόλαση, που ανοίγονται στις ψυχές μόνο με την έκτακτη θέληση του Θεού. Το ότι μερικοί «χριστιανοί» κατά το «θάνατό» τους βλέπουν σχεδόν αμέσως μία «ουράνια πόλη» με «μαργαριταρένιες πύλες» και «αγγέλους», αποτελεί μόνον ένδειξη ότι η οπτική παράσταση του εναέριου  κόσμου εξαρτάται σε κάποιο βαθμό από τις παρελθοντικές εμπειρίες και προσδοκίες του κάθε ατόμου, αφού άλλωστε, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, κάποιοι ετοιμοθάνατοι ινδουιστές βλέπουν τους δικούς τους ινδουϊστικούς ναού και «θεούς». Όμως, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, οι γνήσιες χριστιανικές εμπειρίες παραδείσου και κόλασης έχουν μία τελείως διαφορετική διάσταση.
via