Πρόκειται για την τελευταία είσοδο της Εικόνος και της Λιτανείας σε αντιπροσωπεία. Την υποδέχεται πολυμελής αντιπροσωπία από ιερομονάχους και διακόνους, ενδεδυμένους με τις χαρακτηριστικές απαστράπτουσες χρυσοΰφαντες στολές, Μοσχοβίτικης κι Άγιο Πετροπουλίτικης προελεύσεως και Τσαρικής ενδόξου εποχής, και από μοναχούς κατάξανθους, εμφανούς ρωσικής κατατομής και εμφανίσεως, πού έρχονται προς τούτο από την Ι. Μονή των, την του Αγίου Παντελεήμονος, και στο εσωτερικό του ναού του Κανακιού η δέησις και η όλη σχετική τελετή γίνεται στην σλαβονική λατρευτική γλώσσα, σε κλασσική τετραφωνία. Όλα εδώ αποτελούν μια ξεχωριστή νότα και τάξι, εντελώς διάφορη και ιδιόμορφη μέσα στο σύνολο της λιτανείας.
Τον πήρε τον μάτι μου ανάμεσα στο πλήθος, μόλις ανεβήκαμε τις αρκετές σκάλες του Κανακιού και μπήκαμε μέσα, ακουμπισμένο στην γωνιά του νάρθηκα, με τον σφιχτοδεμένο με λινόσχοινο στην μέση του παληόπαλτο, με ανάκατα τα σταχτόχροα γένια του, και εντελώς απρόθυμα τα περισσότερα μαλλιά του, ρερυπωμένα κι' αυτά, να υποταθούν κάτω από την καλογερική του σκούφια, μονίμως μπερδεμένα και κατακατσιασμένα, πρωτότυπα να προσπαθούν να πλαισιώνουν τον ρυτιδωμένο αλλά συμπαθέστατο πρόσωπό του.
Ξεθωριασμένα, χιλιοτσαγκρούνιστα, στραβοπάτητα και άδετα τα ταλαίπωρα παπούτσια του, πού ακάλτσωτος φορούσε, κι απορίας άξιο το πώς μπορούσαν ακόμα, χειμώνες καλοκαίρια τα ίδια, να τον υπακούνε και να συμβαδίζουν.
Είχε στραμμένο τον βλέμμα προς τα κάτω, και ενώ μουρμούριζε ποιός ξέρει τί, φαίνεται πώς είχε στραμμένη την προσοχή του στο ρωσσιστί και τετραφωνιστί αδόμενο μέλος, και κουνούσε ευρύθμως και διάπλατα τα χέρια του σαν μαέστρος σε σκαμνί, διευθύνων πολυμελή, πολυόργανο και πολυφωνική ορχήστρα. Όλοι τον ήξεραν όμως σαν «σαλλεμένο» και γι αυτό κανείς δεν έδινε προσοχή και σημασία.
Μυστήριο επτασφράγιστο τούτος ό άνθρωπος στην Καρυώτικη μικροκοινωνία. Και να, κι' εγώ δεν ξέρω για ποσοστή φορά, πάλι το ερώτημα ενώπιων μου: είναι; υπήρξε ποτέ τρελός, ή τον τρελό μας παριστάνει;
Όλοι στις Καρυές έτρεφαν αγάπη και συμπόνια για τον Κώστα, ενώ αυτός από κανέναν δεν την ζητούσε. Ξετρύπωνε κάπου, κάπου από τα λαβυρινθώδη ενδότερα κάθυγρα και βοριόπληκτα εγκαταλελειμμένα Σεραγιώτικα δώματα, προ πολλού χωρίς πορτοπαράθυρα, και τσαλαβουτώντας στις λάσπες και στα χιονόνερα πήγαινε στα Καρυώτικα σπίτια, και πλησίαζε την εξώπορτα όπου νόμιζε και έκρινε από όλα. Δεν την χτυπούσε. Περίμενε ολόρθος σιγοψιθυρίζοντας τα ακαταλαβίστικα του.
Το πόσο θα περίμενε, εξαρτιόταν από το πότε θα άνοιγαν οι νοικοκυραίοι Γεροντάδες, είτε επειδή κάποιος τον είχε αντιληφθή ή επειδή το επέβαλε ή περίπτωσης ή η ανάγκη οπότε τού έδιναν ένα κομμάτι ψωμί και ότι προσφάγια βρισκόταν στο «φανάρι». Τότε φυσιολογικώτατα και λογικότατα και με τέλεια άρθρωση έλεγε «ευχαριστώ», έκανε βαθειά υπόκλιση και έπαιρνε τον μονοπάτι της επιστροφής στο καταφύγιο του.
Στα «ευλογείτε» μας, τύχαιναν και φορές πού απαντούσε με το «ό Κύριος», όπως συνηθίζεται στο Όρος. Δεν μας έκανε όμως ποτέ την χάρι να σταματήσει και ν' ανταλλάξει μαζί μας λίγα λόγια. Εκείνη δέησης ή φήμη, την όποια αρκετοί με επιμονή και ζωηρότητα υπεστήριζαν, ότι ενδεχομένως να είναι «διά Χριστόν σαλός», ήταν πού όχι μόνο έκοβε κάθε διάθεση αστεϊσμού μας μαζί του, αλλά και μας γέμιζε με δέος, οσάκις περνούσε από δίπλα ή από ανάμεσα μας. Και γινόταν αυτό πολύ συχνά, αφού κοινή ήταν ή αυλή τούτο Σεραγιού και της Αθωνιάδος.
Δεν ήταν λίγες και οι φορές πού σκόπιμα παρεμβληθήκαμε στο διάβα του και κάναμε κινήσεις και διατυπώσαμε παρακλήσεις να μας κάνη την χάρι να πή κάτι. Εκείνος αθόρυβα και διακριτικά μας παρέκαμπτε, συνέχιζε να κινεί άτακτα τον ελεύθερο χέρι -με το άλλο συνήθως κρατούσε τον μπακράτσι- και να λέει «τα δικά του». Επιταχύνοντας μάλιστα κάπως τον βήμα χανόταν στου Σεραγιού τα δαιδαλώδη και ατέλειωτα ένδον, όπου κάπου αλανθάστως πάντως έβρισκε τον κατάλυμά του.
Στην Αθωνιάδα πάντοτε περίσσευε φαγητό και κάμποσοι του «τάγματος» αλλά και άλλοι άποροι έλυναν τον πρόβλημά τους. Είχαν δώσει «ευλογία» οι Έφοροι και ό Σχολάρχης. Από συμπόνια προτείναμε ό Κώστας, πού ήταν και γείτονάς μας, να μη κοπιάζει και υποφέρει, και δη τον χειμώνα, αναζητώντας τροφή μακριά μας, αφού μπορούσαμε να του προσφέρουμε εμείς. «Ματαιοπονείτε- -είπε ό Σχολάρχης-, Προηγήθησαν άλλοι σε καλή θέληση, αλλά απέτυχαν δεν δέχθηκε» και ό λόγος ήταν, μάλλον επειδή στην Άθωνιάδα... κρεωφαγούσαμε.
Δεν τον είδε ποτέ κανείς, στα φανερά του τουλάχιστον, να κρατάη βιβλίο, να διαβάζη κάτι- αλλά ούτε και θυμήθηκε κάποιος να απουσίασε από Κυριακή ή μεγαλογιορτή από το Πρωτάτο. Ένας τρελός, τελείως απομονωμένος και ασυντρόφευτος, χωρίς βιβλία και βοηθήματα, πώς μπορούσε να έχει ημερολογιακή γνώσι, εορτολογική συνείδησι και εκκλησιαστική συμμετοχή;
«Σπάζαμε» τα κεφάλια μας αλλά οι απορίες μας έμεναν αναπάντητες και μεγάλωναν ακόμα περισσότερο όταν τον διαπιστώναμε παρόντα και κατά τις εθνικές επετείους, όπως της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου, κατά τις εκδηλώσεις των όποιων και τις εκφωνήσεις λόγων, έδειχνε τόσο προσεκτικός και σύννους αλλά έβαζε και σε μεγίστη δοκιμασία την ψυχραιμία και την σοβαρότητά μας μόλις αρχίζαμε να ψέλνουμε τον Εθνικό Ύμνο. Γιατί κάθε φορά εισπηδούσε προς το κέντρο, και αυτοκλήτως και εμφανώς από όλους, μεταβαλλόταν μάλλον σε επιτυχημένο μαέστρο, αφού κουνούσε τόσο «εκφραστικά» τα χέρια και πρόδιδε γνώσι ρυθμού και μέτρου, φαινόμενο πού ενέβαλλε σε πρόσθετες απορίες...
Βαλθήκαμε με έναν συσπουδαστή μου να εξιχνιάσουμε επί το τελειότερο τα κατ' αυτόν. Επί ημέρες, όταν οι άλλοι έκαναν περίπατο, εμείς «κόβαμε βόλτες» εξωτερικώς και κάτω από τούς βορεινούς μαντρότοιχους τού Σεραγιού. Ακροποδητί ο δικός μας «περίπατος» και ή αναπνοή μας ακόμα προσεκτική, μη και από λάθος μας σκιαχτεί τον «ελάφι», όπως λένε οι καλοί κυνηγοί. Κάποιο σύρσιμο ακούσαμε, λουφάξαμε πίσω από θάμνο και διακρίναμε την μορφή του στο άνοιγμα ενός παραθύρου. Κάτι έλεγε, αλλά δεν ξεχωρίζαμε λέξεις, γιατί ήμασταν αρκετά μακριά. Συγκίνησις όμως μας κυρίεψε όταν τον είδαμε κατακάθαρα να κάνη τον Σταυρό του. Με την ίδια προσοχή απομακρυνθήκαμε από το παρατηρητήριο μας και επιστρέψαντες διηγηθήκαμε την επιτυχία μας στον Σχολάρχη.
Ήταν Σάββατο- κι' αφού δεν είχαμε διάβασμα για την άλλη μέρα, θελήσαμε να δώσουμε συνέχεια στο θέμα. Σύμφωνος και πρόθυμος σε τούτο και ό Σχολάρχης, αφού κι' εκείνον η ίδια περιέργεια τον «έτρωγε» εδώ και χρόνια, για το τί τέλος πάντων ήταν και ποιόν ρόλο έπαιζε ό Κώστας. Είχε ήδη σκοτεινιάσει και επομένως δεν χρειαζόταν και πολλή προσοχή να βρεθούμε άνυποψιάστως γι' αυτόν κάτω ακριβώς από το παράθυρό του. Και αν ακόμα ακούσει τίποτα θορύβους μας -σκεφθήκαμε- σίγουρα θα μας νομίσει για «θηρία του δρυμού» και επομένως ήσυχος και αμέριμνος θα μείνει.
Και ενώ προσπαθούσαμε να βολευθούμε και να καθίσουμε στων κισσών το φυλλόστρωμα, που άρχιζε να απλώνεται και να έρπει από πολύ πιο κάτω μας, να σκαρφαλώνει ύστερα τον μαντρότοιχο και πάνω ακόμα από το παράθυρο του Κώστα, κρεμώντας προς εμάς την πλούσια και ασυμμάζωχτη χαίτη του, έκοψε την αναπνοή μας και παρά λίγο και την καρδιά μας ή φωνή του Κώστα- σοβαρά και ευκρινέστατα άρχιζε τον εσπερινό του!...
Ακούγαμε, και δεν το πιστεύαμε, πώς κατακάθαρα απάγγελνε τον Προοιμιακό. Άρχιζε, κατά το Κυριακοδρόμιο, από εκείνο τον Σάββατο ό ήχος Γ, και μου πέρασε η ιδέα πώς αν πράγματι σε τρίτο ήχο θα έψελνε τον «Κύριε έκέκραξα» και εν συνεχεία τα αναστάσιμα στιχηρά, τότε θα έπρεπε να τρελαθώ στην πραγματικότητα εγώ. Και όμως, έτσι εξελίχθηκε ό εσπερινός και τα περαιτέρω του. Σε ήχο τρίτο άναυδοι ακούαμε, και μουσικώς αλάνθαστα τα κεκραγάρια, την στιχολογία, τα τροπάρια!... Άποτραβηχθήκαμε ανοιχτότερα για να δούμε προς τα επάνω καλλίτερα. Ούτε λάμπα, ούτε κερί αναμμένο. Και τον σκοτάδι ήδη πυκνό. Άρα όλα από μνήμης και από στήθους τα έλεγε. Αυτός, πού ποτέ και κανένας δεν τον είδε να πλησιάσει αναλόγιο και δεν τον άκουσε πουθενά να πει ούτε ένα «Κύριε έλέησον»:
«Τω σω σταυρώ Χριστέ Σωτήρ θανάτου κράτος λέλυται...» «Πεφώτιστε τά σύμπαντα τη αναστάσει σου Κύριε...», «Δοξάζω τον Πατρός και του Υιου την δύναμιν και Πνεύματος Άγιου υμνώ την εξουσίαν...» όλα από στήθους και εμμελώς, ό ευλογημένος· και υστέρα σε αργότερο χρόνο άρχισε το Δογματικό Θεοτοκίο:
«Πώς μη θαυμάσωμεν τόν θεανδρικόν σου τόκον Πανσεβάσμιε».
Πρόσθετο δέος, αγάπη και σεβασμό αισθάνθηκα να εγκαθίστανται στα βάθη της ψυχής μου για τον Κώστα, και συνειδητοποίησα ότι το περί αυτόν μυστήριο έπαιρνε πλέον και απόκοσμες διαστάσεις. Ένοιωσα όμως και ντροπή για τον εαυτό μου γιατί, και αν ακόμη το προσπαθούσα, ποτέ δεν θα κατόρθωνα να αποστηθίσω όλα τα αναστάσιμα εσπέρια.
Συνέχισε ό Κώστας το προκείμενο, είπε το «Καταξίωσον Κύριε» και «μπήκε» και στα απόστιχα...
Όταν αποχωρούσαμε απ εκεί, ψαχουλευτά σχεδόν και τοίχο τοίχο, εκείνος έλεγε το «Νύν απολύεις τον δούλον σου»· και τώρα, παρά την απόστασι, ευάκουστα, γαλήνια και οιονεί αγγελικά ενηχούσε στα αυτιά μας, και γλυκυθυμία χάριζε στις ψυχές μας το αναστάσιμο απολυτίκιο: «Εφραινέσθω τα ουράνια αγαλλιάσθω τα επίγεια».
Ξένοιαστος ο Κώστας, -ο «τρελλός»- για το ότι εκείνη την ώρα κανείς δεν μπορούσε να είναι κάτω απ το ενδιαίτημά του, και στραμμένος προς τον ιστορικό Λάκκο του Αδειν και την Καψαλιώτικη ερημιά, άφηνε ελεύθερα να εκφράζεται η ψυχή του προς τον Σωτήρα Κύριο, και «εκ βαθέων» να δοξάζη και ανυμνή την ανάστασι και τα μεγαλεία Του.
Αναφέραμε λεπτομερώς τα καθέκαστα και ήταν και του Σχολάρχου μας ή εκπληξις μεγάλη. Του γνωστοποιήσαμε όμως συγχρόνως και τον σχεδιασμό μας, πώς σύντομα θα επιχειρούσαμε επέλασι και στην κέλλα του· ξέραμε τώρα ποιά απ τις πολλές εκατοντάδες είναι και που του Σεραγίου βρίσκεται, για να κατοπτεύσουμε τον προσωπικό του χώρο και συμπεράνουμε τις λεπτομέρειες της ενδιαιτήσεώς του.
Βέβαιος εκείνος, για το ότι κλειδαριές οπωσδήποτε δεν θα μας εμπόδιζαν γιατί το δώμα του και ο ίδιος δεν τις χρειαζόταν, αλλά κι εμείς δεν αμφιβάλλαμε γι αυτό αφού απ το παράθυρο του -όπως παρατηρήσαμε- έλλειπαν τα τζαμλίκια και μόνο η «κάσα» στεκόταν στη θέσι της, έδωκε την συγκατάθεσι. Μόνο πού συνέστησε μεγάλη προσοχή ως προς την επιλογή της ώρας της «επιχειρήσεως». Έπρεπε να βεβαιωθούμε ότι ό Κώστας θα βρισκόταν στις Καρυές, ή πάντως να έλλειπε οπωσδήποτε- γιατί θα ήταν σφάλμα, ντροπή και αδιακρισία, να ταράξουμε την ησυχία του και να τον στενοχωρήσουμε, παρουσιαζόμενοι αγενώς, απροσκλήτως, απροειδοποιήτως καί ανεπιθυμήτως στο καταφύγιο και ενώπιόν του.
Ενημερώσαμε σχετικώς τον θυρωρό μας, κι εκείνος δέχθηκε πρόθυμος να κρατεί σκοπιά και «καραούλι» από την τζαμόπορτα κι από το παράθυρο του- και σε ένα από τα αμέσως επόμενα απομεσήμερα μας κάλεσε εν σπουδή για να μας διαβεβαίωση ότι δεν είχε πολύ ώρα πού ό Κώστας βγήκε από του Σεραγιού την κυρία είσοδο, έκαμε δυτικά και χάθηκε στην δασοπλαγιά.
Σίγουρα κατά την Καψάλα θα πήγαινε πρόσθεσε με ικανοποίηση. Οπότε εμείς ορμήσαμε στο αχανές εσωτερικό. Οι, καμιά εικοσαριά τότε, υπέργηροι ΡωσσοΣεραγιώτες έμεναν στα νοτιοδυτικά του κτιριακού συγκροτήματος, που ήσαν τα πιο υγιεινά και άντεχαν ακόμα. Ούτε μας πήραν είδηση όταν διασχίσαμε τις αυλές και χωθήκαμε στους όλως αντιθέτως κείμενους χώρους.
Μαυρίλες, κάπνες, σκόνες, αράχνες, στους τοίχους, στα περβάζια στις σκάλες των πολλών εκατοντάδων δωματίων. Εδώ και χρόνια, συμμάχησαν ακατοικεσία, εγκατάλειψης και στοιχεία της φύσεως, και βάλθηκαν άσπλαχνα να εξουθενώσουν την πάλαι ποτέ επιβλητικότητα, λαμπρότητα και ρωσική αυτοκρατορική σκοπιμότητα και αλαζονεία.
Κάποια στιγμή με προσεκτικό υπολογισμό προσδιορίσαμε ποιά έπρεπε να είναι ή κέλλα του Κώστα και με λογισμούς θριαμβευτικούς βαδίζαμε προς τα εκεί για να μπούμε μέσα. Ήταν ήδη Μάιος και παρά ταύτα το βορεινό και ή υγρασία της σαραβαλιασμένης κόρδας μας πιρούνιαζε τα κόκαλα. Η πόρτα του καταφυγίου του Κώστα μισάνοιχτη.
Ήμουν έτοιμος να πω τον αγιορείτικο σε τέτοιες περιπτώσεις, «ούτε σκυλί δεμένο δεν μένει εδώ τον Χειμώνα», όταν πατώντας στο κατώφλι και έσπρωχνα την μισόκλειστη πόρτα για ν' άνοιξη διάπλατα- αλλά εκείνη έδειξε πως κάτι δεν συμφωνούσε από πίσω. Την ώθησα δυνατότερα και ή συνέπεια ήταν να πέσω επάνω στον... Κώστα!... Ένα αμήχανο άαα... ξέφυγε από τα χείλη μου και ένοιωσα να λιώνω από εξουθενωτική καταισχύνη. Ίδια αισθάνθηκε και ό συσπουδαστής μου. Σκέφθηκα ότι έπρεπε να προσπέσουμε στα πόδια του και να του ζητήσουμε αμέσως συγγνώμη, αλλά για αρκετές στιγμές μέναμε άφωνοι και άγαλματωμένοι.
Ύστερα ακολούθησε το ακόμα πιο απροσδόκητα και αποκαλυπτικό για μας, πού είχε και την συνέπεια να μας αγάγη σε πλήρη αβουλία και αμηχανία:
- Τί με κοιτάτε έτσι; Γιατί δεν προσκυνάτε τις εικόνες;
Στραφήκαμε προς τον ανατολικό τοίχο του δωματίου και είδαμε τέσσαρες μεγάλες εικόνες με ολόσωμους και σε φυσικό ύψος τον Κύριο, την Θεοτόκο, τον Τίμιο Πρόδρομο και τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Τα σταυροκοπήματά μας και οι προσκυνηματικές κινήσεις ήταν συνάμα ψυχικός ανασασμός, λυτρωτική διέξοδος, και της ασφυκτιούσης καρδιάς μας μερική έστω ανάταξης και ανακούφισης. Ύστερα πάλι βουβαμάρα εκ μέρους μας, πάλι δυσκολία στην αναπνοή και πολυσφυγμία στις αρτηρίες μας. Μη έχοντας λοιπόν τίποτα άλλο να κάνουμε και να πούμε, αρθρώσαμε με άκρα συστολή:
- Να μάς συγχωρέσης Κώστα ήταν απερισκεψία μας. Ευλογείτε.
- Στο καλό, ό Χριστός μαζί σας, πρόφερε. Και ενώ βουβοί απομακρυνόμασταν, είχαμε την αίσθηση ότι πολλά πράγματα βάραιναν επάνω μας, και τα ταβάνια ακόμα βλέπαμε με φοβία, μήπως έπεφταν να μάς πλακώσουν...
Αυτές οι εμπειρίες με έκαναν να τον σέβομαι και να τον ευλαβούμαι πολύ. Πολλές φορές σε άλλες ευκαιρίες και συναντήσεις καθ οδόν προσπάθησα να τον σταματήσω, να ανταλλάξουμε δύο λέξεις. Τίποτα. Επιτάχυνε σκόπιμα τον βηματισμό, λοξοδρομούσε και μ' απέφευγε, χειρονομώντας άτακτα και προφέροντας τα... «κινέζικά» του.
via από το βιβλίο Πρόσωπα και Δρώμενα στον Άθωνα
του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου