....Έκαμα κουράγιο, μπῆκα στὴ σπηλιά, προχώρησα κατὰ τὴ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τὸ κεφάλι ὁ ἀσκητής, καὶ διέκρινα στὸ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο ἀπὸ τὶς ἀγρύπνιες καὶ τὴν πείνα, μὲ ἀδειανοὺς βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σὲ ἀνείπωτη μακαριότητα· τὰ μαλλιά του εἶχαν πέσει, ἔλαμπε τὸ κεφάλι του σὰν κρανίο.

— Εὐλόγησον, πάτερ, εἶπα κι ἔσκυψα νὰ τοῦ φιλήσω τὸ κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ὥρα σωπαίναμε· κοίταζα μὲ ἀπληστία τὴν ψυχὴ τούτη ποὺ εἶχε ἐξαφανίσει τὸ κορμί της, αὐτὸ βάραινε τὶς φτεροῦγες της καὶ δὲν τὴν ἄφηνε ν᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό. Ἀνήλεο, ἀνθρωποφάγο θεριὸ ἡ ψυχὴ ποὺ πιστεύει· κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα τοῦ τά ῾χε φάει.

Δὲν ἤξερα τί νὰ πῶ, ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω. Σὰν ἕνα στρατόπεδο ὕστερα ἀπὸ φοβερὴ σφαγή μοῦ φάνταζε τὸ σαράβαλο κορμὶ μπροστά μου· ξέκρινα ἀπάνω του τὶς νυχιὲς καὶ τὶς δαγκωματιὲς τοῦ Πειρασμοῦ.

Ἀποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀκόμα μὲ τὸ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τὸν ρώτησα.
— Ὄχι πιά, παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι αὐτὸς μαζί μου· δὲν ἔχει δύναμη· παλεύω μὲ τὸ Θεό.
— Μὲ τὸ Θεό! ἔκαμα ξαφνιασμένος· κι ἐλπίζεις νὰ νικήσεις;
— Ἐλπίζω νὰ νικηθῶ, παιδί μου· μοῦ ἀπόμειναν ἀκόμα τὰ κόκαλα· αὐτὰ ἀντιστέκουνται.
— Βαριὰ ἡ ζωή σου, γέροντά μου· θέλω κι ἐγὼ νὰ σωθῶ, δὲν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος;
— Πιὸ βολικός; ἔκαμε ὁ ἀσκητὴς καὶ χαμογέλασε μὲ συμπόνια.
— Πιὸ ἀνθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕνας μονάχα δρόμος. 
— Πῶς τὸν λέν;
— Ἀνήφορο· ν᾿ ἀνεβαίνεις ἕνα σκαλί· ἀπὸ τὸ χορτασμὸ στὴν πείνα, ἀπὸ τὸν ξεδιψασμὸ στὴ δίψα, ἀπὸ τὴ χαρὰ στὸν πόνο· στὴν κορφὴ τῆς πείνας, τῆς δίψας, τοῦ πόνου κάθεται ὁ Θεός. Στὴν κορφὴ τῆς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος· διάλεξε.
— Εἶμαι ἀκόμα νέος· καλή ῾ναι ἡ γῆς, ἔχω καιρὸ νὰ διαλέξω.
Ἅπλωσε ὁ ἀσκητὴς τὰ πέντε, κόκαλα τοῦ χεριοῦ του, ἄγγιξε τὸ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶν σὲ ξυπνήσει ὁ Χάρος.
Ἀνατρίχιασα.
— Εἶμαι νέος, ξανάπα γιὰ νὰ κάμω κουράγιο.
— Ὁ Χάρος ἀγαπάει τοὺς νέους· ἡ Κόλαση ἀγαπάει τοὺς νέους· ἡ ζωή ῾ναι ἕνα μικρὸ κεράκι ἀναμμένο, εὔκολα σβήνει, ἔχε τὸ νοῦ σου, ξύπνα!

Σώπασε μιὰ στιγμή, καὶ σὲ λίγο:
— Εἶσαι ἕτοιμος; μοῦ κάνει. 
Ἀγανάχτηση μὲ κυρίεψε καὶ πεῖσμα.
— Ὄχι! φώναξα.
— Αὐθάδεια τῆς νιότης! Τὸ λὲς καὶ καυχιέσαι, μὴ φωνάζεις· δὲ φοβᾶσαι;
— Ποιὸς δὲ φοβᾶται; Φοβοῦμαι. Κι ἐλόγου σου, πάτερ ἅγιε, δὲ φοβᾶσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στὴν κορφὴ τῆς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τῆς Παράδεισος· μὰ θ᾿ ἀνοίξει ἡ πόρτα αὐτὴ νὰ μπεῖς; θ᾿ ἀνοίξει; εἶσαι σίγουρος;

Δυὸ δάκρυα κύλησαν ἀπὸ τὶς κόχες τῶν ματιῶν του· ἀναστέναξε· καὶ σὲ λίγο:
— Εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ νικάει καὶ συχωρνάει τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου.
— Κι ἐγὼ εἶμαι σίγουρος γιὰ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ λοιπὸν μπορεῖ νὰ συχωρέσει καὶ τὴν αὐθάδεια της νιότης.
— Ἀλίμονο νὰ κρεμόμαστε μονάχα ἀπὸ τὴν καλοσύνη τοῦ Θεοῦ· ἡ κακία τότε κι ἡ ἀρετὴ θὰ μπαῖναν ἀγκαλιασμένες στὴν Παράδεισο.
— Δὲν εἶναι, θαρρεῖς, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη τοῦ Θεοῦ τόσο μεγάλη;
Κι ὡς τό ῾πα, ἄστραψε στὸ νοῦ μου ὁ ἀνόσιος, μπορεῖ, μά, ποιὸς ξέρει, μπορεῖ ὁ τρισάγιος στοχασμός, πὼς θά ῾ρθει καιρὸς τῆς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θὰ σβήσουν οἱ φωτιὲς τῆς Κόλασης, κι ὁ Ἄσωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ᾿ ἀνέβει στὸν οὐρανό, θὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ Πατέρα καὶ δάκρυα θὰ κυλήσουν ἀπὸ τὰ μάτια του: «Ἥμαρτον!» θὰ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ᾿ ἀνοίξει τὴν ἀγκάλη του: «Καλῶς ἦρθες» θὰ τοῦ πεῖ «καλῶς ἦρθες, γιὲ μου· συχώρεσέ με ποὺ σὲ τυράννησα τόσο πολύ!».

Μὰ δὲν τόλμησα νὰ ξεστομίσω τὸ στοχασμό μου· πῆρα ἕνα πλάγιο μονοπάτι νὰ τοῦ τὸ πῶ.
— Ἔχω ἀκουστά, γέροντά μου, πὼς ἕνας ἅγιος, δὲ θυμᾶμαι τώρα ποιός, δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ ἀνάπαψη στὴν Παράδεισο. Ἄκουσε ὁ Θεὸς τοὺς στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί ἔχεις κι ἀναστενάζεις;» τὸν ρώτησε· «δὲν εἶσαι εὐτυχής;—Πῶς νά ῾μαι εὐτυχής, Κύριε;» τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἅγιος. Στὴ μέση μέση τῆς Παράδεισος ἕνα συντριβάνι καὶ κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τα δάκρυα τῶν κολασμένων».

Ὁ ἀσκητὴς ἔκαμε τὸ σημάδι τοῦ σταυροῦ, τὰ χέρια του ἔτρεμαν.
— Ποιὸς εἶσαι; ἔκαμε μὲ φωνὴ ξεψυχισμένη· ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ!
Ἔκαμε πάλι τὸ σταυρὸ του τρεῖς φορές, ἔφτυσε στὸν ἀέρα:
— Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ, ξανάπε, κι ἡ φωνή του τώρα εἶχε στερεώσει.


Ἄγγιξα τὸ γόνατό του ποὺ γυάλιζε γυμνὸ στὸ μεσόφωτο· τὸ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ κάνω, δὲν ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ πειράξω, δὲν εἶμαι ὁ Πειρασμός· εἶμαι ἕνας νέος ποὺ θέλει νὰ πιστέψει ἁπλοϊκά, χωρὶς νὰ ρωτάει, ὅπως πίστευε ὁ παππούς μου ὁ χωριάτης· θέλω, μὰ δὲν μπορῶ.


—Ἀλίμονό σου, ἀλίμονό σου, δυστυχισμένε· τὸ μυαλὸ θὰ σὲ φάει, τὸ ἐγὼ θὰ σὲ φάει.

Ὁ ἀρχάγγελος Ἑωσφόρος, ποὺ ἐσὺ ὑπερασπίζεσαι καὶ θὲς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στὴν Κόλαση; Ὅταν στράφηκε στὸ Θεὸ κι εἶπε: Ἐγώ. Ναὶ ναί, ἄκου, νεαρέ, καὶ βάλ᾿ το καλὰ στὸ νοῦ σου: 
Ἕνα μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ ἐγώ. Τὸ ἐγώ, ἀνάθεμά το!


Τίναξα τὸ κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ζῷο, μὴν τὸ κακολογᾶς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ τὸ ἐγὼ αὐτὸ ξεχώρισε ἀπὸ τὸ Θεό. Πρῶτα ὅλα ἦταν ἕνα μὲ τὸ Θεό, εὐτυχισμένα στὸν κόρφο του. Δὲν ὑπῆρχε ἐγὼ καὶ σὺ κι ἐκεῖνος· δὲν ὑπῆρχε δικό σου καὶ δικὸ μου, δὲν ὑπῆρχαν δυό, ὑπῆρχε ἕνα· τὸ Ἕνα, ὁ Ἕνας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Παράδεισος ποὺ ἀκοῦς, κανένας ἂλλος· ἀπὸ κεῖ ξεκινήσαμε, αὐτὸν θυμᾶται καὶ λαχταρίζει ἡ ψυχὴ νὰ γυρίσει· βλογημένος ὁ θάνατος! τί ‘ναι ὁ θάνατος, θαρρεῖς; Ἕνα μουλάρι, τὸ καβαλικεύουμε καὶ πᾶμε.

Μιλοῦσε, κι ὅσο μιλοῦσε τὸ πρόσωπό του φωτίζουνταν· γλυκό, εὐτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν άπὸ τὰ χείλια του κι ἔπιανε ὅλο του τὸ πρόσωπο. Ἔνιωθες βυθίζουνταν στὴν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶς, γέροντά μου;
— Εἶναι νὰ μὴ χαμογελῶ; μοῦ ἀποκρίθηκε· εἶμαι εὐτυχής, παιδὶ μου· κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικῶ τὰ πέταλα τοῦ μουλαριοῦ, γρικῶ τὸ Χάρο νὰ ζυγώνει.

Εἶχα σκαρφαλώσει τὰ βράχια γιὰ νὰ ξομολογηθῶ στὸν ἄγριο τοῦτον ἀπαρνητὴ τῆς ζωής· μὰ εἶδα ἦταν ἀκόμα πολὺ ἐνωρίς· ἡ ζωὴ μέσα μου δὲν εἶχε ξεθυμάνει, ἀγαποῦσα πολὺ τὸν ὁρατὸ κόσμο, ἔλαμπε ὁ Ἑωσφόρος στὸ μυαλό μου, δὲν εἶχε ἀφανιστεῖ μέσα στὴν τυφλωτικὴ λάμψη τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σὰν ξεθυμάνω, σὰν ξεθυμάνει μέσα μου κι ὁ Ἑωσφόρος.

Σηκώθηκα. Ἄσκωσε ὁ γέροντας τὸ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔκαμε· ἄε στὸ καλό· ὁ Θεὸς μαζί σου. 
Καὶ σὲ λίγο, περιπαιχτικά:

Χαιρετίσματα στὸν κόσμο.
 
Χαιρετίσματα στὸν οὐρανό, ἀντιμίλησα· καὶ πὲς στὸ Θεὸ, δὲ φταῖμε ἐμεῖς, φταίει αὐτὸς ποὺ ἔκαμε τὸν κόσμο τόσο ὡραῖο.

Ἀπὸ τὴν «Ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο», ἐκδ. Ἑλ. Καζαντζάκη, 1964.
«Αντέπτο»