Ένας Ρώσος ερημίτης, ο μεγαλόσχημος μοναχός Μακάριος, ο οποίος έζησε σε σπηλιά της Κερασιάς και εκοιμήθη το έτος 1888, διηγήθηκε τα εξής:
Ο π. Αρσένιος δασάρχης της Μεγίστης Λαύρας προς εισέλθη στον μοναχισμό ήταν επί δεκαοκτώ χρόνια αρχηγός των σερδάρηδων και μερικά χρόνια τσοπάνης. Εγνώριζε λοιπόν όλα τα μονοπάτια των αγιορείτικων δασών για αυτό όταν πήγε στην Λαύρα, του ανέθεσαν το διακόμημα του δασάρχου. Ο π. Αρσένιος ανταποκρίθηκε στην διακονία του. Όταν επιτηρούσε το δάσος έμαθε για τον κρυμμένο ερημίτη και σε δεδομένη συζήτηση έκανε λόγο περί αυτού στον π. Μακάριο.
Το έτος 1861, προ του Πάσχα, ο π. Αρσένιος ήλθε στον π. Μακάριο και τον ερώτησε αν είχε αναγκαία τρόφιμα για την εορτή. Όταν έμαθε οτι δεν είχε τίποτε, του εξήγησε οτι εκείνες τις ημέρες έρχονται πλοιάρια από ένα νησί του αρχιπελάγους, φορτωμένα με λάδι, τυρί, αυγά και άλλα και τον παρεκίνησε να κατέβη στην Λαύρα για να προμηθευθή ο,τι χρειάζεται. Ο π. Μακάριος απάντησε οτι δεν έχει χρήματα και εκείνος του υποσχέθηκε οτι θα πληρώση ο ίδιος. Με μια λέξη τον έπεισε να ξεκινήσει μαζί του αλλά καθ' οδόν ο π. Μακάριος άρχισε να τον ερωτά μήπως γνωρίζη κάποιον από τους ερημίτας οι οποίοι ζουν κρυμμένοι, εφ'όσον επί τόσα χρόνια ήταν δασάρχης και παλαιότερα σερδάρης και τσοπάνης. Τότε ο π. Αρσένιος του είπε:
Αν παίρνεις επάνω σου την αμαρτία του όρκου, θα σου πω.
Εκείνος δέχθηκε, λέγοντας πως, όταν εμφανισθή ο κρυμμένος Γέροντας αμέσως θα του πη ότι υπεύθυνος είναι ο ίδιος.
Έτσι από την Μολδαβική Σκήτη προχώρησαν προς τη Λαύρα. Στο μέσον της διαδρομής ο δασάρχης έστριψε δεξιά και τον καθωδηγούσε δια μέσου δυσβάτου περιοχής, εξηγώντας που ζη και πως μπορεί να τον βρη. Αμφέβαλλε όμως εάν ο π. Μακάριος θα μπορέση να κατεβή σ'εκείνο το φαράγγι, όπου ζούσε ο κρυμμένος Γέροντας. Συζητώντας πλησίασαν στην χαράδρα. Από τις τρεις πλευρές απόκρημνοι βράχοι έφθαναν ως κάτω σαν σε τάφο και κάθοδος δεν υπήρχε πουθενά. Τότε ο π. Αρσένιος είπε:
Να, αν μπορής, να κατεβής πήγαινε. Όταν φθάσης ως το πλάτωμα, κοίταξε κατ'ευθείαν κάτω από τον βράχο και εκεί θα διακρίνεις την κατοικία του
Ο π. Μακάριος άρχισε να κατεβαίνη. Αργότερα έλεγε οτι αν είναι δύσκολο να αναρριχηθεί κανείς στους βράχους της κορυφής του Άθωνα για να κόψη αμάραντα λουλούδια εδώ είναι ασυγκρίτως δυσκολότερα.
Στην αρχή τον εμπόδιζαν τα παπούτσι και τα πέταξε κάτω. Κατόπιν έριξε το ράσο, που επίσης τον δυσκόλευε να περάσει ανάμεσα στους βράχους. Σιγά σιγά πλησίασε στους πρόποδες και εκεί, στον βράχο, βρήκε τα πράγματα του ασκητού. Στάθηκε σε επίπεδο μέρος, κοίταξε γύρω και κάτω από τον βράχο ανακάλυψε την καλύβα. Δίπλα της ήταν φυτευμένες τρεις ελιές και μια συκιά. Πλησιάζοντας, είδε και τον ίδιο τον Γέροντα να κάθεται απ'έξω, που μόλις αντελήφθη τον επισκέπτη σταυροκοπήθηκε, έπτυσε και γρήγορα κλείσθηκε στην καλύβα.
Ο π. Μακάριος είχε ακούσει από τον π. Αρσένιο οτι ο άγνωστος ασκητής , εκτός από ελληνικά, βουλγαρικά και ρωσικά γνωρίζει επίσης τουρκικά και γαλλικά. Προχώρησε ως το κελλί, είπε: “Δι'ευχών των Αγίων Πατέρων....” και άρχισε να κτυπά την πόρτα. Ο ερημίτης για αρκετή ώρα δεν απαντούσε. Ο π. Μακάριος όταν αντελήφθη οτι τον θεωρεί ως διάβολο, άρχισε να τον διαβεβαιώνη οτι είναι χριστιανός και μάλιστα μοναχός.
Και τί χρειάζεσαι; ρώτησε τελικώς ο ερημίτης σε καθαρή ρωσική γλώσσα.
Ήλθα να σε δώ
Ποιος σε ωδήγησε εδώ, ο Θεός ή ο δαίμονας;
Ο Θεός, απήντησε ο π. Μακάριος
Από που ξέρεις οτι είναι ο Θεός; Μπορεί να είναι ο διάβολος.
Ο Θεός, είπε αναστατωμένα ο π. Μακάριος
Ο ερημίτης συνέχισε να τον παρακαλή να φύγη από εκεί, διότι θα του ήταν ανώφελο. Ο π. Μακάριος απήντησε επίμονα οτι θα πεθάνει δίπλα στο κελλί αλλά δεν θα φύγει, μαζί του δεν ειχε ούτε υποδήματα, ούτε ψωμί.
-Τί ενοχλητικός και πεισματάρης άνθρωπος είσαι, είπε ο ερημίτης. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιον.
Εν τω μεταξύ ο π. Μακάριος παρακαλούσε συνεχώς να του ανοίξει.
Ω ξέρω ποιος σου είπε, συνέχισε ο Γέροντας, κακός άνθρωπος είναι αυτός!
Δεν είναι δική του η ενοχή. Γέροντα, εγώ είμαι ο ένοχος
Φύγε από εδώ, σε παρακαλώ, φύγε!
Δεν θα φύγω, θα καθίσω δίπλα στην πόρτα σου ως το Πάσχα και εδώ θα πεθάνω. Δεν θα φύγω ώσπου να σε δω!
Πες το “Θεοτόκε Παρθένε...” είπε τέλος ο Γέροντας.
Και όταν ο μοναχός είπε την προσευχή, ο Γέροντας άνοιξε την πόρτα λέγοντας:
Λοιπόν τί θέλεις από εμένα;
Ευλόγησον πάτερ, είπε ο π. Μακάριος και έπεσε μπροστά στα πόδια του Γέροντος.
Ο Θεός να σε ευλογήσει, απήντησε αυτός και κάθισε στο κατώφλι καλώντας και τον π. Μακάριο να καθίσει.
Πέρασε περίπου μια ώρα με σιωπή και μετά ο Γέροντας σηκώθηκε λέγοντας:
Πήγαινε τώρα από εκεί που ήλθες!
Εγώ θα ήθελα πάτερ, να ακούσω από σένα κάποιον λόγο για να ωφεληθώ, παρεκάλεσε ο π. Μακάριος
Και τί να σου πω; Εγώ είμαι άνθρωπος αμαρτωλός. Εκτός αυτού, τίποτε δεν ξεύρω. Βλέπεις ζω σαν το φίδι, που κρύβεται από τους ανθρώπους στην τρύπα του. Έτσι μένω και εγώ σ'αυτήν την τρύπα.
Πάντως, κάτι θα γνωρίζης και αν το πεις ίσως να είναι ωφέλιμο για μένα.
Που ζεις; Ποιος είναι ο πνευματικός σου; ρώτησε ο Γέροντας, βλέποντας την απλότητα του π. Μακαρίου.
Ζω σε μια σπηλιά της Κερασιάς και πνευματικός μου είναι ο π. Νήφων ο Καυσοκαλυβίτης.
Και ποιο είναι το εργόχειρο σου;
Κατασκευάζω κουτάλια
Τί είδους;
Συνηθισμένα και με “ευλογία”, δηλαδή με σχεδιασμένο χέρι που ευλογεί
Να αν θέλεις να με ακούσεις, μην κάνεις πλέον κουτάλια με “ευλογία”.
Και γιατί; Τέτοια κουτάλια αγοράζουν περισσότερο και στο Ρωσικό και στο Σεράι
Ας αγοράζουν, εσύ να μην κατασκευάζεις
Δεν ξεύρω, είπε σκεπτικός ο π. Μακάριος. Να στο Ρωσικό υπάρχει έμπειρος πνευματικός ο π. Ιερώνυμος, ο οποίος χωρίς αντίρρηση παίρνει αυτό το είδος.
Ο π. Ιερώνυμος, παρατήρησε ο Γέροντας, είναι πράγματα έμπειρος πνευματικός στην διοίκηση της αδελφότητας του, αλλά σε λεπτομέρειες δεν δίδει σημασία. Έτσι δεν βλέπει οτι τέτοια κουτάλια δεν πρέπει να γίνονται, επειδή μπορεί να πέσουν σε χέρια απίστων και αιρετικών, που ενδεχομένως να χλευάσουν την σχεδιασμένη ευλογία, Αλλά και σε ορθόδοξη οικογένεια, το κουτάλι δεν είναι εικόνα ή σταυρός. Μπορεί λοιπόν να χρησιμοποιηθεί ως παιχνίδι ή με αυτό ο πατέρας α κτυπήσει το άτακτο παιδί ή είναι δυνατόν να πεταχθεί κάπου μαζί με άχρηστα αντικείμενα. Και όταν σε εκείνο το κουτάλι ευρίσκωνται δύο σταυροί, ο ένας ο οποίος αντιπροσωπεύει την ίδια την “ευλογία” και ο δεύτερος χαραγμένος στο μανίκι του χεριού που ευλογεί, σημαίνει οτι και οι δύο θα ατιμασθούν και αυτό είναι αμαρτία!
Ο π. Μακάριος υποσχέθηκε οτι στο μέλλον δεν θα κατασκευάζει πλέον τέτοια κουτάλια. Επιθυμούσε μάλιστα κάτι ακόμη να ρωτήσει τον Γέροντα, αλλά δεν γνώριζε πως. Τέλος είπε:
Εσύ πάτερ ποιας καταγωγής είσαι;
Εγώ είμαι από όλα τα γένη, απήντησε ο Γέροντας χωρίς να το θέλει
Μήπως είσαι Ρώσος;
Όχι είμαι Βούλγαρος
Και από που γνωρίζεις τόσο καλά τα Ρωσικά;
Έζησα στην Μορφονού, κοντά σε έναν Ρώσο ιερομόναχο. Έζησα επίσης στην Σκήτη της Αγίας Άννης, στα Καυσοκαλύβια και στην Προβάτα. Εν συντομία περιήλθα διάφορα μέρη και τέλος ο Κύριος μου απεκάλυψε αυτόν τον τόπον όπου ζω ήδη δεκαέξι χρόνια.
Και πόσο έζησες σ'όλα αυτά τα μέρη;
Νομίζω περισσότερα από ογδόντα χρόνια. Από τότε που ήλθα στο Άγιον Όρος δεν βγήκα ποτέ στον κόσμον.
Και πόσο χρονών είσαι;
Εκατόν δεκαοκτώ
Με τί τρέφεσαι και από που προμηθεύεσαι ενδύματα και όλα τα αναγκαία;
Έχω αδελφό, ο οποίος έγινε μοναχός από τον ίδιο μ'εμένα γέροντα και είναι ηγούμενος σε ένα νησί. Αυτός, όταν έρχεται με πλοιάριο, κάθε τρεις μήνες μου αφήνει ο,τι χρειάζομαι.
Στο τέλος ο π. Μακάριος ρώτησε αν μπορεί να τον επισκεφθεί πάλι.
Εκείνος του απάντησε οτι ακόμη και αν το αποφασίσει δεν θα τα καταφέρει. Με αυτά αποχωρίσθηκαν.
Και πράγματι, όταν ο π. Μακάριος μετά από αρκετό καιρό απεφάσισε να πάει, πέρασε μέσα από αδιάβατους θάμνους έσχισε τα ρούχα και τα παπούτσι αλλά εκείνο το μέρος δεν το βρήκε. Το επόμενο έτος παρεκάλεσε τον π. Αρσένιο, ο οποίος τότε τον είχε επισκεφθεί να τον οδηγήσει εκεί. Αυτός του εξεπλήρωσε την επιθυμία και ο π. Μακάριος με τις ίδιες δυσκολίες κατέβηκε ως την καλύβα του Γέροντος, ο οποίος δεν ήταν πλέον μεταξύ των ζώντων, νωπό χώμα με σταυρό μαρτυρούσε το θάνατο του. Τον έθαψε ίσως – όπως υπέθεσε ο π. Μακάριος – ο ηγούμενος που του προμήθευε τα αναγκαία.
Επειδή δεν πρόφθασε τον ερημίτη, λυπημένος προχώρησε προς την θάλασσα. Καθαρός χείμαρρος, ο οποίος έχει τις πηγές του δίπλα στην καλύβη του Γέροντος, εκβάλλει κάπου εκεί και η πρόσβασις δεν είναι δύσκολη. Στην εκβολή του χειμάρρου υπάρχει λευκός σταυρός, που προφανώς χρησίμευε ως “σινιάλο” για τον ηγούμενο.
Ο π. Αρσένιος ο δασάρχης εκτός από αυτόν εγνώριζε τρεις ακόμη κρυμμένους γέροντες, αλλά για τον τόπο της διαμονής τους σε κανέναν δεν ήθελε να πει αν και πολλοί τον παρακαλούσαν. Αυτό σημαίνει τι υπήρχαν – και ακόμη υπάρχουν – τέτοιοι ερημίτες, τους οποίους κανείς δεν ήξευρε παρά μόνο λίγοι μοναχοί, οι πλέον έμπιστοι. Να ένα παράδειγμα:
Πέντε χρόνια μετά την φυγή των Τούρκων, περίπου το 1835, οι σερδάρηδες κυνηγούσαν αγριοκάτσικα στην κορυφή του Άθωνος. Κάποια φορά, περνώντας την αυγή από τις πλαγιές, βρέθηκαν μπροστά σ'έναν γυμνό γέροντα, ο οποίος στεκόταν στην είσοδο μιας δύσκολα αντιληπτής σπηλιάς. Ξαφνιασμένοι από την ασυνήθιστη συνάντηση, άρχισαν τη συζήτηση.
Ευλόγησον πάτερ!
Ο Θεός να ευλογήσει
Πώς ζεις;
Δοξολογώντας τον Κύριο. Αλήθεια πως ζει το Άγιον Όρος;
Πολύ καλά μετά τη φυγή των απίστων Τούρκων.
Ποιών Τούρκων;
Αυτών που ζούσαν στο Άγιον Όρος κατά την Ελληνική επανάσταση
Ποια επανάσταση;
Μα δεν ξεύρεις οτι αν δέκα χρόνια δεν κυλούσε το ορθόδοξο αίμα δεν θα είχε αποτιναχθεί ο τουρκικός ζυγός;
Όχι δεν το ήξευρα. Εμείς είμαστε εδώ επτά. Πουθενά δεν πάμε και περί αυτού δεν γνωρίζουμε!
Ευλόγησον πάτερ! Είπαν οι σερδάρηδες και πήραν το δρόμο τους
Αργότερα όταν ήλθαν στην Σκήτη της Αγίας Άννης, διηγήθηκαν για τη συνάντηση τους. Τότε συγκεντρώθηκαν πολλοί πατέρες, λησμονώντας κα τα γηρατειά και την αδυναμία. Τακτοποίησαν τα ράσα τους και ξεκίνησαν τρέχοντας για να βρουν τον Γέροντα. Δεν συνάντησαν όμως ούτε αυτόν εκεί, όπου τον είχαν δει οι σερδάρηδες, ούτε και τους άλλους έξι για τους οποίους είχε μιλήσει ο ίδιος, Έλεγαν ότι ίσως είναι οι ίδιοι επτά κρυμμένοι ασκητές, τους οποίους κοινωνούσε ο γνωστός πνευματικός Χριστόφορος από το “Γιαννακόπουλο”.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Αγιορείτες Πατέρες 2” του Ιερομονάχου Αντωνίου. Εκδόσεις Ίνδικτος
via