Θεόδωρος Ζιάκας 


Απ' όλα τα κατά καιρούς δημοσιεύματα στο Αντίφωνο, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στους σχολιαστές προκαλούν όσα επικεντρώνονται στην αντίθεση θεϊσμού-αθεϊσμού

Οι "άθεοί" μας, βαθύτατα πεπεισμένοι ότι "ο Θεός πέθανε" και ότι η ύπαρξή του είναι "ασυμβίβαστη με την επιστήμη", περνούν από γενεές δεκατέσσερις όσους προσπαθούν να αρθρώσουν αντίλογο. Κι αυτοί οι κακόμοιροι τους ακολουθούν στον τρόπο που οι "άθεοι" (τρομάρα τους) θέτουν το ζήτημα. Το αποτέλεσμα είναι απίστευτο. Αναπαράγεται μια διαπάλη εντελώς εκτός τόπου και χρόνου. 

Επειδή η εικόνα δεν μας τιμά καθόλου, προτείνω στους περί το θέμα παλαιστές, να διαβάσουν αν όχι όλο  το βιβλίο του Ζακ Ελλύλ, Μεταμόρφωση του αστού (εκδ. Νησίδες 2008), έστω την σελίδα 156 την οποία και παραθέτω: 

<< Θα μπορούσα να ξαναπιάσω κάθε συστατικό στοιχείο της κοινωνίας μας και να ξαναβρὡ για το καθένα την ακόλουθη συμφωνία σε τέσσερις κινήσεις, κάθε φορά τελείως ενορχηστρωμένη:
  1. Μια αύξηση της στερεότητας, της ακαμψίας, της αποτελεσματικότητας των συστημάτων και των δομών.
  2. Μια προσποιητή αδιαφορία του ανθρώπου απέναντί τους, θεωρώντας ότι, αφού τα πράγματα είναι έτσι, δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.
  3. Μια παθιάζουσα και παθιασμένη ιδεολογική μάχη, με αμφισβήτηση εικόνων, πεποιθήσεων ή γεγονότων που έχουν ήδη ξεπεραστεί.
  4. Τέλος, η διαβεβαίωση ότι εκεί έγκειται η πραγματικότητα, το μόνο σημαντικό στοιχείο, το αληθινό πρόβλημα, το κέντρο του κόσμου και της κοινωνίας.
 Αυτήν ακριβώς τη συμφωνία σε τέσσερις κινήσεις ονομάζω κυριολεκτικά ιδεολογία του μηδενός. Ο άνθρωπος αποδίδει την έσχατη σημασία σ' αυτό το οποίο έχει υπό τον έλεγχό του, σ' αυτό που ξέρει πως μπορεί να τροποποιήσει κατά βούληση ή να αρνηθεί. Πώς θα έκανε διαφορετικά; Έχει εδώ και δύο αιώνες αποκτήσει τη βεβαιότητα της αυτονομίας του, της ελευθερίας του, της παντοδυναμίας του. 

Έχει μάθει να τροποποιεί τον κόσμο με τα εργαλεία του, έχει περιορίσει με την κριτική του κάθε δυνατότητα για άλλες διεξόδους. Και όταν ψάχνει να βρει από πού θα ερχόταν η βοήθεια, τώρα μπορεί μόνο να κοιταχτεί στον καθρέφτη και να σκεφτεί: «μόνον από εμένα». Πῶς θα μπορούσε να υποφέρει μια κατάσταση που αμφισβητεί την πραγματικότητά του; Απεναντίας, ποια ανωτερότητα δεν επιβεβαιώνει ακόμη όταν ο ίδιος αμφισβητεί τον εαυτό του;

Αλλά όχι στ' αλήθεια. Αυτό που θα αμφισβητήσει είναι μια έννοια του ανθρώπου - διόλου το έργο του.

'Έτσι, είμαστε πάρα πολύ περήφανοι που σκοτώσαμε τον Θεό. Κακόμοιροι αθώοι! Ο Θεός απλώς έχει γίνει άλλος. Ἐχει ξαναγίνει Μολώχ. Γιατί ο πραγματικός θεός της εποχής μας είναι η αγία Τριάδα Κράτος-Εργασία-Τεχνική, που απαιτεί από εσάς τα πάντα, παρέχοντάς σας κυριολεκτικά μια κάποια θεία χάρη. Αυτόν έπρεπε να σκοτὡσουμε! 'Οχι τον σκουληκοφαγωμένο γέροντα της Γενέσεως. Αλλά, απεναντίας, η επιχείρηση «θάνατος του Θεού» επιτρέπει να παραδοθούμε ολοκληρωτικά στον Μολώχ. [...]

Και αν επιμένω, αν φτάνω να δείξω ότι όλο το θρησκευτικό φαινόμενο έχει μεταβιβαστεί σ΄αυτές τις συγκεκριμένες και φοβερές πραγματικότητες, τότε βλέπω τον συνομιλητή μου να αλλάζει ύφος, να με κοιτάζει με συμπόνια ή οργή ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του, και μετά να απομακρύνεται ακροποδητί.

 Έτσι, η διακήρυξη του θανάτου του θεού επιτρέπει στη σκληρή συγκεκριμένη ανελέητη πραγματικότητα του κόσμου τούτου να παρουσιαστεί σαν Θεός, να λατρεύεται, να υπηρετείται -ποιος λοιπόν θα τολμούσε να της επιτεθεί και στο όνομα τίνος;- αφού ίσα-ίσα ο Θεός είναι νεκρός! >>

lerakis