Τον Αγιαννανίτη πατέρα Ιάκωβο, τον οποίο για το βραχύ και λεπτοκαμωμένο του αναστήματός του, όλοι τον αποκαλούσαν «το Ιακωβάκι», τον συναντούσα ευτελοαπασχολούμενον σε περιοχές και αυλές καλυβών συνασκητών του ή ανεβοκατεβαίνοντα το κεντρικό της Σκήτης μονοπάτι, με ξερόκλαδα για προσανάμματα στην αγκάλη του ή προσφοιτώντα στους βοηθητικούς χώρους του Κυριακού κατά τις εόρτιες ιδίως συναθροίσεις των πατέρων. Πάντα δε ξεσκούφωτον, αχτένιστον, ρυπαρό, ρακένδυτο, ξυπόλυτο χειμώνα καλοκαίρι.
Έκανε μικροθελήματα και βοηθούσε σε ότι του εμπιστευόταν ο Δικαίος της Σκήτης και οι λοιποί διακονηταί πατέρες. Εύκολα τον «απόπαιρνε» και τον επιτιμούσε ο καθένας. Τον έσμπρωχνε στο πλάι, τον εμπόδιζε να πλησιάζη εκεί, που νόμιζε πως δεν του ήρμοζε, και ‘κείνος υπήκουε αγόγγυστα κι αδιαμαρτύρητα και χαμογελούσε με άκρα ακακία. Καιόλα αυτά είχαν εύκολη την εξήγησι και την κοινή παραδοχή. Γιατί τον είχαν για «λειψό». Ελάχιστοι δε ήσαν εκείνοι, που έτρεμαν και συγκλονίζονταν στην σκέψι, μήπως είχαν απέναντί τους ένα σύγχρονο φαινόμενο ηθελημένης και κρυπτομένης δια Χριστόν σαλότητος.




Μικρό απόσπασμα από το δημοσίευμα για τον π. Ιάκωβο
του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμο
via