Οι αληθινές Χριστιανικές εμπειρίες παραδείσου πάντοτε φέρουν την πανομοιότυπη σφραγίδα της υπερκόσμιας εμπειρίας. Εκείνοι που έχουν δεί τον παράδεισο δεν ταξίδεψαν απλώς σε έναν διαφορετικό τόπο, αλλά επίσης εισήλθαν σε μία τελείως διαφορετική πνευματική κατάσταση. Εμείς που δεν έχουμε ανάλογη προσωπική εμπειρία πρέπει να αρκεστούμε στην περιγραφή ορισμένων εξωτερικών χαρακτηριστικών τα οποία, συναθροιζόμενα, διαφοροποιούν αρκετά ευκρινώς αυτές τις εμπειρίες από όλες τις εμπειρίες του εναέριου κόσμου τις οποίες εξετάσαμε προηγουμένως.

Σε πολυάριθμους Βίους Αγίων περιγράφεται η είσοδος των ψυχών στον ουρανό, όπως θεάται από τη γή. Στο Βίο του αγ. Αντωνίου του Μεγάλου διαβάζουμε: «Αλλοτε πάλιν, εκεί που ασκήτευε στο όρος, σήκωσε το βλέμμα του ψηλά και είδε στον αέρα κάποιον ν' ανεβαίνει και να γίνεται μεγάλη χαρά σ' αυτούς (τους Αγγέλους) που τον συναπαντούσαν. Επειτα, ενώ θαύμαζε και μακάριζε τον τέτοιο χορό, προσηύχετο να μάθει τι ήταν αυτό. Και αμέσως του ήλθε φωνή, ότι αυτή ήταν η ψυχή του Αμούν, του μοναχού της Νιτρίας. Αυτός έμεινε ασκητής ως τα γεράματα.

Με τον ίδιο τρόπο περιγράφει και ο αββάς Σεραπίων το θάνατο του αγ. Μάρκου Θράκης: «Σηκώνοντας τα μάτια μου προς στον ουρανό, είδα την ψυχή του αγίου να έχει ήδη απελευθερωθεί από τα δεσμά του σώματος. Οι άγγελοι την είχαν καλύψει με ένα λαμπρό, λευκό ένδυμα και την ανέβαζαν στους ουρανούς. Είδα το δρόμο προς τους ουρανούς που ανοιγόταν μέσα από τον αέρα, καθώς και τους ανοιγμένους ουρανούς. Μετά είδα τις ορδές των δαιμόνων που έφραζαν αυτό το δρόμο και άκουσα φωνή αγγέλου να λέει στους δαίμονες: «Γιοί του σκότους! Εξαφανιστείτε από δώ και κρυφτείτε από το πρόσωπο του φωτός της ευσέβειας!». Οι δάιμονες κρατούσαν την άγια ψυχή του Μάρκου στον αέρα για μία ώρα περίπου.Και τότε μία φωνή ακούσθηκε από τους ουρανούς που είπε στους αγγέλους: «Πάρτε τον και φέρτε τον εδώ αυτόν που ντρόπιασε τους δαίμονες». Αφού η ψυχή του αγίου διάβηκε τις ορδές των δαιμόνων χωρίς να πάθει κανένα κακό και οδηγήθηκε από τους αγγέλους κοντά στους ανοιγμένους ουρανούς, είδε κάτι που έμοιαζε με χέρι να ξεπροβάλλει και να παίρνει μαζί του την άμωμη ψυχή. Μετά αυτό το όραμα αποκρύφτηκε από τα μάτια μου και δεν είδα πια τίποτα άλλο».

Από τις παραπάνω αναφορές ήδη γίνονται φανερά τρία χαρακτηριστικά της αληθινής Χριστιανικής εμπειρίας παραδείσου: η πορεία προς τον παράδεισο είναι άνοδος, η ψυχή οδηγείται από αγγέλους, τη χαιρετίζουν και την υποδέχονται στη συντροφιά τους οι κάτοικοι του παραδείσου.

Οι εμπειρίες παραδείσου είναι διαφόρων ειδών. Μερικές φορές η ψυχή οδηγείται στον παράδεισο πριν το θάνατο έτσι ώστε να της φανερωθούν τα θαυμαστά του ή η θέση που έχει προετοιμαστεί εκεί γι' αυτήν. Έτσι , η αγ. Μαύρα, αφού κατάφερε να μην υποκύψει στα δύο ψευδή οράματα των πεπτωκότων πνευμάτων κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου της - τα οποία περιγράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο ως παράδειγμα των πειρασμών που μπορούν να εμφανιστούν την ώρα του θανάτου - περιέγραψε τη θεόσδοτη εμπειρία που ακολούθησε: «Μετά την απομάκρυνσή του, με κοντοζύγωσε ένας τρίτος. Ήταν σεμνά ντυμένος, το πρόσωπό του έλαμπε σαν ήλιος. Με πήρε από το χέρι και με ταξίδεψε. Με ανέβαζε, με ανέβαζε συνέχεια. Φτάσαμε σε τοποθεσία με αζωγράφιστη θέα, με απερίγραπτο κάλλος... Μου έδειξε ένα θρόνο με απαστράπτουσες κουρτίνες. Κάποιο στεφάνι που τόξευε ανταύγειες από πολύτιμους λίθους, στεκόταν μετέωρο ανάμεσα στις κουρτίνες... Συμμάζεψα τη δύναμη που μου απόμενε στη γλώσσα και είπα: «Σε ποιόν ανήκουν αυτές οι καταπληκτικές ομορφιές, Κύριε; Χαμογέλασε απαλά. Κίνησε τα χείλη και αποκρίθηκε: «Εκέρδισες το θρόνο μαζί με το στεφάνι που βλέπεις. Ετοιμάσθηκαν σαν βραβείο της νίκης σου... Αναχώρησε λοιπόν τώρα από δώ, ξαναγύρισε στο κρεμασμένο εκεί στο σταυρό σώμα σου, και κάνε λίγη υπομονή. Γιατί όπου νάναι, μόλις ξημερώσει, θα κατέβουν άγγελοι, αποσταλμένοι του Κυρίου για να παραλάβουν τις ψυχές σας».

Αναφέρεται η εμπειρία της θέασης του παραδείσου σε όραμα από απόσταση, όπως στην περίπτωση του Πρωτομάρτυρα α. Στεφάνου ο οποίος είδε «Τους ουρανούς ανοικτούς και τον Υιόν του ανθρώπου να στέκεται εις τα δεξιά του Θεού». Εδώ, ωστόσο, θα περιγρράψουμε μόνο τη συγκεκριμένη εμπειρία που είναι και η πλέον συγκρίσιμη με τις σημερινές «μεταθανάτιες» εμπειρίες: την άνοδο στους ουρανούς κατά την ώρα του θανάτου, ή κατά τη διάρκεια μίας χαρισματικής εμπειρίας, που εκδηλώνεται είτε «μέσα» είτε «έξω» από το σώμα.



Ο αγ. Σάλβιος από την πόλη Αλμπί της Ν. Γαλλίας, επίσκοπος Γαλατίας που έζησε τον 6ο αιώνα, αφού υπήρξε νεκρός για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, επέστρεψε στη ζωή και διηγήθηκε στο φίλο του αγ. Γρηγόριο της Τουρώνης τα εξής: «Όταν σειόταν το κελλί μου πριν τέσσερις ημέρες, και με είδατε να κείτομαι νεκρός, δυό άγγελοι με ανύψωσαν και με μετέφεραν στο πιό ψηλό σημείο του ουρανού, τόσο ψηλά που έμοιαζε να έχω κάτω από τα πόδια μου όχι μόνον αυτήν την άθλια γή, αλλά και τον ήλιο και το φεγγάρι, τα σύννεφα και τα άστρα. Κατόπιν πέρασα μαζί με τους αγγέλους μέσα από μιά πύλη η οποία έλαμπε πιό πολύ κι απ' το  φώς του ήλιου και μπήκα σε ένα κτίριο που το πάτωμά του ήταν καμωμένο από λαμπερό ασήμι και χρυσό. Το φώς που υπήρχε ήταν αδύνατο να περιγραφεί. Βρισκόταν εκεί ένα πλήθος ανθρώπων, που δεν ήταν ούτε άνδρες ούτε γυναίκες, και κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις και σε τέτοια έκταση που δεν μπορούσες να δείς μέχρι που έφτανε. Οι άγγελοί μου άνοιξαν δρόμο για να περάσω μέσα από αυτό το πλήθος που ήταν μπροστά μου, και φτάσαμε στο μέρος εκείνο το οποίο ατενίζαμε απ' όταν ακόμα βρισκόμαστε πολύ μακριά. Πάνω από εκείνο το μέρος έστεκε ένα σύννεφο λαμπρότερο από οποιοδήποτε φώς, κι όμως δεν υπήρχε ούτε ήλιος ούτε φεγγάρι ούτε κανένα αστέρι, και μάλιστα, το σύννεφο έλαμπε πιό πολύ απ' όσο θα μπορούσε να λάμπει από μόνο του το καθένα από αυτά. Μία φωνή ακούστηκε μέσα από το σύννεφο, που θύμιζε τον ήχο από πολλά νερά που έπεφταν. Εμένα τον αμαρτωλό με υποδέχθηκαν με μεγάλο σεβασμό κάποια όντα, μερικά από τα οποία φορούσαν άμφια και άλλα κανονικά ρούχα, οι άγγελοι που με οδηγούσαν μου εξήγησαν ότι αυτά τα όντα ήταν οι μάρτυρες και άλλοι άγιοι τους οποίους τιμούμε εδώ στη γή και στους οποίους προσευχόμαστε με μεγάλη ευλάβεια. Και ενώ στεκόμουν εκεί άρχισε να με τυλίγει απαλά μιά ευωδία τόσο γλυκιά που, νιώθοντας να «τρέφομαι» από αυτήν, δεν αισθανόμουν καμμιά ανάγκη να φάω ή να πιώ τίποτα μέχρι αυτή τη στιγμή που σου μιλάω. Μετά άκουσα μία φωνή που έιπε: « Αφήστε αυτόν τον άνθρωπο να γυρίσει πίσω στον κόσμο, γιατί οι εκκλησίες μας τον έχουν ανάγκη». Παρότι έπεσα μπρούμυτα στο έδαφος συντετριμμένος, κλαίγοντας. «Αλίμονο, αλίμονο, Θεέ μου!» είπα.»Γιατί μου αποκάλυψες όλα αυτά που είδα μόνο και μόνο για να μου τα ξαναπάρεις πίσω;... «Η φωνή που μου είχε μιλήσει είπε: «Πορεύσου εν ειρήνη. Εγώ θα σε προστατεύω μέχρι να σε ξαναφέρω και πάλι σ' αυτό το μέρος.».Τότε οι οδηγοί μου άγγελοι με άφησαν και εγώ επέστρεψα περνώντας και πάλι μέσα από την πύλη από την οποία είχα εισέλθει, κλαίγοντας καθώς έφευγα».

Αρκετά επιπλέον σημαντικά χαρακτηριστικά προστίθενται σε αυτήν την εμπειρία: η λαμπρότητα του φωτός του παραδείσου, η αόρατη παρουσία του Κυρίου, του Οποίου η φωνή ακούγεται, το δέος και ο φόβος του αγίου μπροστά στο Θεό, και μία απτή αίσθηση της Θείας Χάρης, με τη μορφή απερίγραπτης ευωδίας. Ακόμη, διευκρινίζεται ότι το πλήθος των «ανθρώπων» που απαντώνται στον παράδεισο είναι - πέραν των αγγέλων που οδηγούν τις ψυχές - οι ψυχές των μαρτύρων και των αγίων.

Ο μοναχός του Ουένλοκ, αφού ανυψώθηκε στον αέρα από αγγέλους και πέρασε μέσα από τα τελώνια, «είδε επίσης ένα μέρος απίστευτης ομορφιάς, όπου πλήθος ανθρώπων με πολύ όμορφη εμφάνιση ζούσαν μία σπάνια ευτυχία, και τον προσκάλεσαν να έρθει κοντά τους και να μοιραστεί την ευτυχία τους εάν αυτό του επιτρεπόταν. Τότε τον τύλιξε απαλά μιά ευωδία θαυμάσιας γλυκύτητας, προερχόμενη από την πνοή των αγίων ψυχών που αγαλλιούσαν όλες μαζί. Οι άγιοι άγγελοι του είπαν ότι αυτός ήταν ο Παράδεισος του Θεού, για τον οποίο όλοι οι άνθρωποι έχουν ακούσει». Ακόμα, «είδε μεγαλοπρεπή τείχη που άστραφταν κι έλαμπαν, με απίστευτο μήκος και τεράστιο ύψος. Καιτότε οι άγιοι άγγελοι είπαν: «Αυτή είναι η ιερή και ονομαστή πόλη, η ουράνια Ιερουσαλήμ, όπου οι άγιες ψυχές ζούν μέσα σε αιώνια αγαλλίαση». Ο μοναχός είπε ότι εκείνες οι ψυχές και τα τείχη εκείνης της ένδοξης πόλης... είχαν μιά τέτοια εκτυφλωτική λαμπρότητα που ήταν τελείως αδύνατο να την αντέξουν τα μάτια του».

Ίσως η πληρέστερη και πιό εντυπωσιακή εμπειρία παραδείσου που έχει καταχωρηθεί στην χριστιανική γραμματεία είναι αυτή του αγ. Ανδρέα εκ Κωνσταντινουπόλεως, του διά Χριστόν Σαλού, ο οποίος έζησε τον 9ο αιώνα. Εδώ θα παραθέσουμε μόνο μερικά αποσπάσματα από την εμπειρία αυτή, την οποία κατέγραψε ο φίλος του Νικηφόρος έτσι όπως του τη διηγήθηκε ο ίδιος ο άγιος:

Κάποτε, κατά τη διάρκεια ενός φοβερού χειμώνα όταν ο άγιος Ανδρέας κειτόταν παγωμένος σε κάποιο δρόμο της πόλης, κοντεύοντας να πεθάνει, ένιωσε ξαφνικά μία θέρμη μέσα του και είδε ένα εκθαμβωτικό νέο με πρόσωπο που έλαμπε σαν τον ήλιο, ο οποίος τον οδήγησε στον παράδεισο και στον τρίτο ουρανό.

«Με τη θέληση του Θεού βυθίστηκα για δυό εβδομάδες σε ένα τερπνό όραμα... είδα ότι βρισκόμουν μέσα σε ένα θαυμάσιο και μεγαλοπρεπή παράδεισο... Ο νούς και η καρδιά μου είχαν συγκλονιστεί από την ανείπωτη ομορφιά του θεϊκού παραδείσου, και ένιωθα μιά γλυκιά απόλαυση περπατώντας μέσα σε αυτόν. Υπήρχαν πολλοί κήποι, γεμάτοι με ψηλά δένδρα, τα κλαδιά τους ανέδιδαν μία υπέροχη ευωδία και τα μάτια μου αγαλλίαζαν βλέποντας τις άκρες τους να λικνίζονται... Κανένα δένδρο στη γή δεν είναι τόσο όμορφο όσο αυτά τα δένδρα. Στους κήπους υπήρχαν επίσης αμέτρητα πουλιά με φτερά χρυσά, χιονάτα ή πολύχρωμα. Κάθονταν πάνω στα κλαδιά των δένδρων του παραδείσου, και το μαγευτικό τους κελάηδημα με είχε συνεπάρει. Μπροστά μου περπατούσε ένας νέος, με πρόσωπο λαμπρό σαν τον ήλιο και ντυμένος με μανδύα πορφυρό... Ακολουθώντας τον είδα ένα μεγάλο, υπέροχο Σταυρό, σαν φωτεινή νεφέλη, που γύρω του στέκονταν μελωδιστές με μάτια που άστραφταν σαν πύρινες ακτίνες, που έψαλλαν θεσπέσιους ύμνους, δοξάζοντας τον Σταυρωθέντα Κύριο. Ο νέος που με οδηγούσε, περνώντας μπροστά από τον Σταυρό, τον ασπάσθηκε και μου ένευσε να τον ασπασθώ κι εγώ... Καθώς τον ασπαζόμουν πλημμύρισα από άφατη πνευματική γλυκύτητα και μία ευωδία που όμοιά της ούτε στον παράδεισο δεν είχα οσφρανθεί. Προσωρώντας μπροστά από τον Σταυρό, κοίταξα κάτω και αντίκρισα άβυσσο θαλάσσης... Τότε ο οδηγός μου, γυρνώντας προς το μέρος μου, μου είπε: «Μη φοβάσαι, χρειάζεται να ανεβούμε ακόμα ψηλότερα» και μου έδωσε το χέρι.






Και τότε βρεθήκαμε αμέσως στο δεύτερο στερέωμα. Εκεί είδα ωραιότατους ανθρώπους σε μία τέτοια ανάπαυση και αγαλλίαση που δεν μπορεί να εκφράσει η ανθρώπινη γλώσσα... Και νά, μετά ανεβήκαμε στο τρίτο στερέωμα, όπου πλήθος ουράνιες δυνάμεις υμνούσαν και δοξολογούσαν τον Θεό. Φτάσαμε σε ένα υπέρλαμπρο παραπέτασμα, μπροστά από το οποίο στέκονταν μεγαλόσωμοι και φοβεροί νέοι, που έμοιαζαν με πύρινες φλόγες. Ο νέος που με οδηγούσε μου είπε: « Όταν σηκωθεί το παραπέτασμα, θα δείς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Υποκλίσου βαθιά ενώπιον του θρόνους της δόξης Του». Ακούγοντάς τον, ένιωσα ανείπωτη αγαλλίαση αλλά και τρόμο... Και τότε, ένα πύρινο χέρι σήκωσε το παραπέτασμα, και όπως ο Προφήτης Ησαίας, « Είδον εν οράματι τον Κύριο να κάθεται επάνω εις ένα θρόνον υψηλόν και μετέωρον και είδα ακόμη να είναι γεμάτος από απερίγραπτον δόξαν ο ναός αυτού. Γύρω από τον άνδοξον αυτόν θρόνον ίσταντο τα Σεραφείμ».

Φορούσε μανδύα πορφυρό, το πρόσωπό Του ήταν απίστευτα λαμπρό, και τα μάτια Του με κοίταζαν με αγάπη. Έπεσα και Τον προσκύνησα ενώπιον του ολόλαμπρου και φοβερού θρόνου της δόξας Του. Η χαρά που με κατέκλυσε όταν αντίκρισα το πρόσωπό Του δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Ακόμα και τώρα, φέρνοντας στο μυαλό μου εκείνο το όραμα, η ίδια άφατη χαρά με κυριεύει. Τρέμοντας, έμεινα πεσμένος ενώπιόν Του...Τότε, οι στρατιές των αγγέλων άρχισαν να ψάλλουν έναν εξαίσιο, απερίγραπτο ύμνο και τη στιγμή εκείνη, εγώ ο ίδιος, δεν ξέρω πώς, βρέθηκα πάλι να περπατώ μέσα στον παράδεισο».

Όταν ο αγ. Ανδρέας συλλογίστηκε ότι δεν είχε δεί την Παναγία στον ουρανό ένας άγγελος του είπε: « Ευχήθηκες να δείς εδώ τη Βασίλισσα η Οποία είναι λαμπρότερη κι απ' αυτές τις επουράνιες δυνάμεις; Δεν είναι εδώ, επισκέπτεται τον επίγειο κόσμο που βρίσκεται σε μεγάλα δεινά, για να βοηθήσει τους ανθρώπους και να ανακουφίσει τη θλίψη τους. Θα σου έδειχνα την ουράνια κατοικία Της, τώρα όμως δεν έχουμε χρόνο, αφού πρέπει και πάλι να γυρίσεις στη γή». Εδώ και πάλι επιβεβαιώνεται  το ότι οι άγγελοι και οι άγιοι μπορούν να βρίσκονται σε ένα μόνο τόπο κάθε φορά.

Ακόμα και το 19ο αιώνα, ένα παρόμοιο αληθινό όραμα παραδείσου αντίκρισε ο Μεγαλόσχημος Μοναχός Θεόδωρος του Σβίρ, μαθητής του Πρεσβύτερου  Παϊσίου του Βελιτσκόφσκυ. Προς το τέλος της ζωής του βίωνε πολύ έντονες εμπειρίες της χάρης του Θεού. Λίγο μετά από μία τέτοια εμπειρία αρρώστησε και επί τρείς ημέρες είχε πέσει σε ένα είδος κώματος: «Όταν περιήλθε σε έκσταση και βρέθηκε έξω από το σώμα του, εμφανίστηκε μπροστά του ένας αόρατος νεανίσκος, τον οποίο ένιωσε και είδε μόνο με την καρδιά του, αυτός τον οδήγησε προς τα αριστερά μέσα από ένα στενό μονοπάτι. Ο ίδιος ο πατέρας Θεόδωρος, όμως κατόπιν διηγήθηκε, είχε την αίσθηση ότι ήταν ήδη νεκρός, και είπε στον εαυτό του: «Έχω πεθάνει. Δεν ξέρω εάν θα σωθώ ή εάν θα αφανιστώ».

«Έχεις σωθεί!» του είπε μία αόρατη φωνή απαντώντας στη σκέψη του. Και ξαφνικά μία δύναμη, σαν ορμητικός ανεμοστρόβιλος τον σήκωσε ψηλά και τον μετέφερε στα δεξιά.

«Γεύσου τη γλυκύτητα των αρραβώνων του παραδείσου την οποία δωρίζω σε όσους Με αγαπούν», ακούστηκε να λέει δυνατά η αόρατη φωνή. Με αυτές τις λέξεις, φάνηκε στον Πατέρα Θεόδωρο ότι ο ίδιος ο Σωτήρας έθεσε τη δεξιά Του παλάμη επάνω στην καρδιά του, και μεταφέρθηκε σε έναν ανείπωτα ευχάριστο τόπο, που ήταν όμως τελείως αόρατος και αδύνατον να περιγραφεί με γήινες λέξεις. Μετά από αυτή την αίσθηση, βίωσε μία άλλη, ακόμα υψηλότερη, και μετά μία Τρίτη, όμως όλες αυτές τις αισθήσεις, όπως είπε ο ίδιος, μπορούσε μόνο με την καρδιά του να τις θυμηθεί, ενώ  δεν μπορούσε να τις κατανοήσει με το μυαλό του.

Κατόπιν είδε κάτι σαν ναό, και στο εσωτερικό του, κοντά στην Αγία Τράπεζα, κάτι που έμοιαζε με σκηνή, στην οποία υπήρχαν πέντε ή έξι άνδρες. Μία νοερή φωνή είπε: «Για χάρη αυτών των ανδρών ο θάνατος σου παραμερίζεται. Θα ζήσεις γι' αυτούς». Και τότε φανερώθηκε μπροστά του το πνευματικό ανάστημα μερικών από τους μαθητές του, και ο Κύριος του δήλωσε τις δοκιμασίες που έμελλαν να ταράξουν τη δύση της ζωής του. Όμως η Θεία φωνή τον διαβεβαίωσε ότι το πλοίο της ψυχής του δε θα τσακιζόταν από αυτά τα άγρια κύματα, αφού αόρατος οδηγός του θα ήταν ο Χριστός».

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και άλλες παρόμοιες εμπειρίες από Βίους Αγίων και ασκητών, τις παραλείπουμε όμως αφού και σε αυτές απλώς επαναλαμβάνονται τα χαρακτηριστικά που ήδη περιγράφηκαν εδώ. Ωστόσο, θεωρούμε διδακτική την παράθεση της εμπειρίας ενός σύγχρονου αμαρτωλού στον παράδεισο, ειδικά για λόγους σύγκρισης με τις μεταθανάτιες εμπειρίες της εποχής μας. Ετσι, ο συγγραφές του  "Unbelievable for Many" , τη μαρτυρί του οποίου έχουμε παραθέσει αρκετές φορές, αφού διέφυγε από τους δαίμονες των τελωνίων με τη διαμεσολάβηση της Παναγίας, περιγράφει το πώς, συνοδευόμενος ακόμα από τους οδηγούς - αγγέλους του, «κατάλαβα πώς συνεχίζαμε να ανεβαίνουμε ψηλά ...; σε λίγο είδα πάνω ένα δυνατό φώς: ήταν, όπως μου φάνηκε, σαν το δικό μας ηλιακό φώς αλλά πολύ πιο δυνατό. Ήταν το βασίλειο του φωτός.
» Ναι, είναι πραγματικά ένα βασίλειο με απόλυτη κυριαρχία του φωτός, επειδή το φώς αυτό δε δημιουργεί σκιά», σκεφτόμουν, ή καλύτερα να πούμε αισθανόμουν με έναν ανεξήγητο τρόπο αυτό που ποτέ δεν είχα ξαναδεί. «Αλλά πώς μπορεί να υπάρχει φώς χωρίς σκιά;» παρουσιάστηκε αμέσως  στη σκέψη μου η απορία φανερώνοντας πώς σκέφτομαι ακόμα με τα κατηγορήματα του γήινου κόσμου.

» Ξαφνικά εισήλθαμε με μεγάλη ταχύτητα σ' αυτήν την περιοχή του φωτός που κυριολεκτικά με θάμπωσε. Έκλεισα τα μάτια μου, έβαλα και τα χέρια μου πάνω σ' αυτά. Όμως αυτό δε με βοήθησε καθόλου επειδή το φώς περνούσε και μέσα από τα χέρια μου. Άλλωστε τι νόημα είχε εδώ μία τέτοια προσπάθεια;

»Αχ, Θεέ μου, τι είναι αυτό το φώς; Αυτό με τυφλώνει. Δε βλέπω τίποτα, σαν στο σκοτάδι, δε βλέπω τίποτα ...;»

» Αφού σκοτίστηκαν τα μάτια μου μου δημιουργήθηκε περισσότερος φόβος. Ήταν φυσικό βέβαια να φοβάμαι επειδή βρισκόμουν σ' έναν άγνωστο κόσμο. «Τι με περιμένει;» σκέφτηκα, «Πότε θα βγούμε απ' αυτό το φώς; Υπάρχει πουθενά τέλος;»

» Όμως συνέβη κάτι που δεν το περίμενα. Μία φωνή μεγαλοπρεπής και αγέρωχη ακούστηκε από πάνω. Με ακλόνητη σταθερότητα και χωρίς θυμό αυτή η φωνή είπε: «Δεν είναι έτοιμος!».

» Και μετά ...; μετά αμέσως σταμάτησε η πορεία μας προς τα πάνω - και αρχίσαμε γρήγορα να κατεβαίνουμε».

Σε αυτήν την εμπειρία η ιδιότητα του φωτός του παραδείσου περιγράφεται πιο καθαρά: είναι ένα είδος φωτός που δεν μπορεί να το αντέξει κάποιος ο οποίος δεν έχει την κατάλληλη προετοιμασία γι' αυτό, σε αντίθεση με τους αγίους Σάλβιο και Ανδρέα οι οποίοι υπέμειναν έως τέλους τον αγώνα της εν Χριστώ ζωής.
via