« …. Με υπόδειξη του π. Παϊσίου, είχα πάει το 1988 να επισκεφθώ και δύο Ρουμάνους ερημίτες στην Καψάλα, με κάποιο φίλο μου μοναχό. Πήραμε ντομάτες, ροδάκινα, αχλάδια, λίγα μακαρόνια και Μπισκότα Παπαδοπούλου γεμιστά για ευλογία. Αυτά βρήκαμε στις Καρυές.
Η πρώτη μας συνάντηση ο γέρο-Ξενοφών. Πριν καλά καλά τον συναντήσουμε, μόνο που άκουσε τα βήματά μας, ξεφώνησε περιχαρής:
- Έρχεται, πατέρες, έρχεται.
Το ακούσαμε με ανάμεικτη έκπληξη και απορία αυτό δύο τρεις φορές. Έως ότου ξαφνικά τον διακρίνουμε ανάμεσα από τους θάμνους. Ένα γεροντάκι, ογδόντα οκτώ ετών, καθισμένο σε μια ψάθινη καρέκλα ανάποδα, με την πλάτη της στο στήθος και τα χέρια ψηλά στον ουρανό, μόλις μας αντικρύζει αναλύεται σε λυγμούς. Δυσκολευτήκαμε να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Με σπασμένα ελληνικά, μας ζήτησε συγγνώμην και δικαιολογήθηκε. Είχε μέρες που προσευχόταν να τον αναπαύσει ο Θεός. Θεωρούσε ότι τον είχε ξεχάσει. Στο άκουσμα των δικών μας βημάτων και στο θόρυβο των κλαδιών των θάμνων που παραμερίζαμε πίστεψε πως ερχόταν ο άγγελός του. Μόλις αντί για άγγελο είδε εμάς, απογοητεύτηκε. Και δικαιολογημένα! Αυτό δε μας το είπε· εμείς το καταλάβαμε. Στο Άγιον Όρος ο άγγελος είναι ποθεινότερος, ακόμα κι αν πρόκειται να σου πάρει την ψυχή, απ’ όσο ο άνθρωπος, ακόμα κι αν σου φέρνει… γεμιστά μπισκότα Παπαδοπούλου.
Αφού συνήλθε, άρχισε πάλι με λυγμούς να μας ευχαριστεί για τον κόπο μας και να ζητά συγγνώμην αν μας λύπησε ή αν μας πρόσβαλε. Λίγες μέρες αργότερα ήρθε και ο άγγελος· ο π. Ξενοφών ανεπαύθη. Ας έχουμε την ευχή του.
Ήδη η ώρα περνούσε και έπρεπε να πάμε και στον π. Ηρωδίωνα· έναν Ρουμάνο που ή ήταν σαλός δια Χριστόν ή δεν ήταν άνθρωπος. Σε δέκα λεπτά φθάσαμε στον… σκουπιδότοπό του. Ο ήλιος είχε ήδη δύσει. Σ’ ένα ερείπιο γεμάτο σκουπίδια συναντούμε έναν νέο ήρωα. Ογδόντα δύο ετών, όρθιος στο κούφωμα μιας πόρτας… χωρίς πόρτα. Τα πόδια του κρατούσαν κόντρα στο ένα της δοκάρι. Η μέση του ακουμπούσε στο άλλο. Τα χέρια του στηρίζονταν στο πρώτο. Ώρες ολόκληρες περνούσε έτσι. Ο ίδιος χωρίς ζωστικό. Μια μάλλινη φανέλλα κι ένα κουρελιασμένο παντελόνι κάλυπταν το εξαγιασμένο σώμα του. Η καλύβη του γεμάτη σκουπίδια. Δεν έβλεπες δάπεδο. Ένα στρώμα από κονσέρβες, κουκούτσια, σακκούλες, τάπες, καπάκια από μπουκάλια, φλούδες, ό,τι μπορούσε κανείς να φαντασθεί, πάχους τριάντα εκατοστών και πάνω, αποτελούσε το πολύτιμο χαλί στο μυστηριώδες… παλατάκι του και ασφαλώς το στρώμα του, αν βέβαια κοιμόταν οριζόντιος. Στους τοίχους του τα αποτυπώματα χυμένων καφέδων και τα ζουμιά πεταγμένων πορτοκαλάδων και, αντί για κατοικίδια ζώα όλων των ειδών τα ζωύφια, μυγάκια, κατσαρίδες και ποντίκια.
- Ευλογείτε, γέροντα, είπε χαρούμενος ο απλοϊκός συνοδοιπόρος μου.
- Ο Κύριος, απαντά νηφάλιος ο ηρωικός ασκητής, χωρίς να δείχνει καθόλου ενοχλημένος για τον οικολογικό περίγυρό του.
- Σου φέραμε λίγες ευλογίες, κάτι να φας συνεχίζει δίχως ενδοιασμό ο μοναχός φίλος μου.
- Ω, καλοί πατέρες, πολύ ευκαριστώ. Σας ευκαριστώ. Καλοί πατέρες. Πολύ ευκαριστώ, απαντά εκείνος.
Και παίρνοντας την σακκούλα με τις ευλογίες και συνεχίζοντας να επαναλαμβάνει αυτές τις προτάσεις, με ιδιάζουσα δύναμη και εκφραστικότητα, πετούσε τις ντομάτες και τα ροδάκινα πάνω από τα κεφάλια μας στους τοίχους της καλύβης του.Τα χυμένα ζουμιά τους αποτύπωναν τη δική μου απορία που, σκυμμένος μη με πάρουν τα βόλια, προσπαθούσα να καταλάβω την λογική της ευγνωμοσύνης του και, εντελώς ξαφνιασμένος, να αποτυπώσω το περιεχόμενο της ιδιότυπης μοναχικής προοπτικής του.
Αφού έσπασε τα μακαρόνια και τα έχυσε από το περίβλημά τους, αφού σκόρπισε τα μπισκότα όσο πιο μακρυά μπορούσε, φωνάζοντας: « Να φάνε τα πουλάκια· να φάνε τα πουλάκια », άρχισε να μας μιλάει για το σταυρό του Χριστού, την προδοσία του Ιούδα και εν μέσω ασυνάρτητων κραυγών να δοξάζει το όνομα του Θεού.
Είχε ήδη αρχίσει να νυχτώνει. Λίγο ακόμη και θα χάναμε το θέαμα. Θα χάναμε αυτό που ο π. Ηρωδίων έδειχνε. Μέσα όμως στη νύχτα της δικής μου λογικής είχα αρχίσει να υποψιάζομαι λίγο απ’ αυτό που έκρυβαν τα σκουπίδια, τα ακαταλαβίστικα λόγια και φυσικά η εντελώς ακατανόητη λογική ενός σαλού για την αγάπη του Χριστού. Θυμήθηκα τον αββά Ισαάκ που, αναφερόμενος σ’ αυτούς τους ηρωικούς αγίους που ζουν « ἐν ἐταξίαις, εὐτακτοι ὄντες » κατακλείει· « ταύτην τὴν ἄνοιανἀξιώσαι ἡμᾶς ὁ Θεὸς φθάσαι ». Άραγε αυτή είναι λογική για την οποία μιλούσε ο π. Παΐσιος;
Γύρισα πίσω για μια τελευταία κλεφτή ματιά. Το άσχημο από τη φύση του και άγριο από τον τρόπο του πρόσωπό του έλαμπε υπερβατικά από τη χάρι του Θεού. Ήταν τόση η λάμψη του, που υποχρέωνε τα πήλινα μάτια μου και την « μὴ ὁρῶσα »καρδιά μου σε ασυνήθιστες οράσεις άλλου είδους και άλλου κόσμου. Η μυστηριώδης όψη του μένει ακόμη βαθειά χαραγμένη στην μνήμη μου.
Έφυγα και ξαναβυθίστηκα στα σκουπίδια του εαυτού μου. Εκείνος έμεινε πατώντας πάνω στα σκουπίδια της λογικής αυτού του κόσμου. Τον σκεπτόμουν και θαύμαζα την αντοχή και τον ηρωισμό του. Μέχρι σήμερα, ενώ αντιλαμβάνομαι την αξία και το μεγαλείο της λογικής του, δεν μπορώ να συλλάβω τη δομή της. Σίγουρα η λογική είναι μεγαλύτερη εκτροπή από την δια Χριστόν σαλότητα. Ίσως όμως ο σταυρός της να είναι τελικά βαρύτερος από τον σταυρό του π. Ηρωδίωνα.
Πάνω στο πανεπιστήμιο των σκουπιδιών και της σαλότητος, τόλμησα να προβάλω την λογική, την αίγλη και την φινέτσα της νωπής τότε εμπειρίας μου στοHarvard και το MIT. Τότε άρχισαν τα σκουπίδια να ευωδιάζουν σαν λουλούδια, τα ζωύφια να μεταμορφώνονται σε πουλάκια, οι ξεσχισμένες σακκούλες σε πτυχία και δημοσιεύματα· και ο π. Ηρωδίων πολύ πιο «έξυπνος», πολύ πιο πετυχημένος από τους Νομπελίστες καθηγητές μου! Η λογική τους έμοιαζε με αγωνιστικό αυτοκίνητο· η λογική της δια Χριστόν σαλότητος με πύραυλο. Το πρώτο τρέχει μέχρι 320 χλμ. την ώρα. Το δεύτερο από 29.000 χλμ. την ώρα και πάνω. Το πρώτο κινείται οριζόντια. Το δεύτερο κατακόρυφα. Στην μια περίπτωση, αν υπερβείς το όριο, γκρεμοτσακίζεσαι. Στην δεύτερη, αν το ξεπεράσεις, εκτοξεύεσαι· ξεπερνάς την βαρύτητα της γης· διαφεύγεις· ελευθερώνεσαι. Οι πρώτοι, οι λογικοί, όσο κι αν τρέχουν πατάνε στην γη. Ο π. Ηρωδίων έφυγε από αυτόν τον κόσμο χωρίς να την έχει ακουμπήσει. Χωρίς να τον έχει ακουμπήσει…»
.