Οἱ ἐμπειρίες τῆς θεώσεως εἶναι ἀνάλογες μὲ τὴν κάθαρση τοῦ ἀνθρώπου. Ὅσο περισσότερο καθαρισθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πάθη, τόσο ἀνώτερη ἐμπειρία λαμβάνει τοῦ Θεοῦ, βλέπει τὸν Θεό, κατὰ τὸ «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. ε´ 8).
Ὅταν ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοεῖ, νὰ ἐξομολογεῖται καὶ νὰ κλαίει γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, λαμβάνει τὶς πρῶτες ἐμπειρίες τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τέτοιες δὲ ἐμπειρίες εἶναι πρῶτα τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας, ποὺ φέρουν χαρὰ ἀνεκλάλητη στὴν ψυχή, καὶ ἡ βαθειὰ εἰρήνη ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ πένθος αὐτὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας λέγεται "χαροποιὸν πένθος", ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στοὺς Μακαρισμούς Του: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ε´ 4).
Μετὰ προχωρεῖ σὲ ἀνώτερα στάδια, ὅπως εἶναι ὁ θεῖος φωτισμός, μὲ τὸν ὁποῖο φωτίζεται ὁ νοῦς καὶ βλέπει μὲ ἄλλη χάρι τὰ πράγματα, τὸν κόσμο, τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀγαπᾶ τότε ὁ Χριστιανὸς τὸν Θεὸ περισσότερο καὶ ἔρχονται ἄλλα δάκρυα, ἀνώτερα, ποὺ εἶναι δάκρυα ἀγάπης γιὰ τὸν Θεό, θείου ἔρωτος. Ὄχι πιὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, διότι ἔχει τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεὸς συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες του. Τὰ δάκρυα αὐτά, ποὺ φέρουν μεγαλύτερη εὐτυχία, χαρὰ καὶ εἰρήνη στὴν ψυχή, εἶναι ἀνώτερη ἐμπειρία θεώσεως.
Ἀποκτᾶ μετὰ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀπάθεια, τὴν ζωὴ χωρὶς τὰ διαβλητὰ πάθη, τὶς ἐφάμαρτες ἀδυναμίες. Καὶ εἶναι τότε εἰρηνικὸς καὶ ἀτάραχος σὲ κάθε προσβολὴ ἐξωτερική, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ ὑπερηφάνεια, μίσος, μνησικακία, σαρκικὲς ὀρέξεις.
Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο στάδιο τῆς θεώσεως, τὸ καλούμενο "θεωρία", κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος καθαρισμένος ἤδη ἀπὸ τὰ πάθη φωτίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐλλάμπεται καὶ θεώνεται. Θεωρία σημαίνει θέα. Θεωρία τοῦ Θεοῦ σημαίνει θέα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ μπορεῖ ὅμως κανεὶς νὰ βλέπει τὸν Θεό, πρέπει νὰ εἶναι θεωμένος ἄνθρωπος. Ἄρα θεωρία τοῦ Θεοῦ σημαίνει θέωσις.
Ὅταν μάλιστα καθαρισθεῖ τελείως, προσφερθεῖ τελείως στὸν Θεό, τότε λαμβάνει καὶ τὴν μεγαλύτερη στοὺς ἀνθρώπους ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος, ποὺ κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ φῶς τὸ βλέπουν οἱ πολὺ προχωρημένοι στὴν θέωση, ἐλάχιστοι σὲ κάθε γενεά. Τὸ βλέπουν οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, καὶ φαίνονται μέσα σ᾿ αὐτό, ὅπως ἄλλωστε εἰκονίζονται στὶς ἅγιες εἰκόνες τους μὲ τὰ φωτοστέφανα.
Στὸν βίο π.χ. τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου ἀναφέρεται ὅτι ὅταν ὁ Μ. Βασίλειος προσευχόταν στὸ κελί του, τὸν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι, ὅσοι βέβαια μποροῦσαν νὰ τὸν δοῦν νὰ λάμπει ὅλος αὐτὸς καὶ τὸ κελί του μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς τῆς θείας Χάριτος. Στοὺς βίους πολλῶν ἁγίων Νεομαρτύρων τῆς Πίστεώς μας, διαβάζουμε πὼς ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια κρεμοῦσαν τὰ σώματά τους στὶς πλατεῖες τῶν πόλεων πρὸς ἐκφοβισμὸ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, πολλὲς φορὲς τὶς νύχτες φαινόταν ἕνα φῶς νὰ τοὺς περιλάμπη. Κι ἔλαμπε τόσο φανερὰ καὶ ἔντονα, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ κατακτητές, ἐπειδὴ ἀποδεικνυόταν ἔτσι περίτρανα ἡ ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας, διέτασαν καὶ τὰ κατέβαζαν, ὥστε νὰ μὴν ντροπιάζονται στοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν πῶς ὁ Θεὸς δόξαζε τοὺς ἁγίους Μάρτυράς Του.
Ἡ Χάρις τῆς θεώσεως διατηρεῖ ἄφθαρτα καὶ τὰ σώματα τῶν Ἁγίων, τὰ ἅγια λείψανα, μυροβλύζοντα καὶ θαυματουργοῦντα. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ πρῶτα ἑνωθεῖ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν Ἁγίων, κατόπιν σκηνώνει καὶ στὰ ἅγια σώματά τους, καὶ χαριτώνει κι αὐτά. Κι ὄχι μόνο στὰ σώματά τους, ἀλλὰ καὶ στοὺς τάφους τους, στὶς εἰκόνες τους καὶ στοὺς Ναούς τους. Νά γιατὶ προσκυνοῦμε καὶ ἀσπαζόμαστε τὶς εἰκόνες, τὰ ἅγια λείψανα, τοὺς τάφους, τοὺς Ναοὺς τῶν ἁγίων. Διότι ὅλα αὐτὰ ἔχουν κάτι ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος στὴν ψυχή τους λόγῳ τῆς ἑνώσεώς του μὲ τὸν Θεό, λόγῳ τῆς θεώσεώς του.
Γι᾿ αὐτὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπολαμβάνουμε τὴν Χάρι τῆς θεώσεως ὄχι μόνο μὲ τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα μας, ἐπειδὴ καὶ τὸ σῶμα συγκοπιάζοντας μὲ τὴν ψυχή, ἀσφαλῶς καὶ συνδοξάζεται, ὡς ναὸς τοῦ ἐνοικοῦντος σ᾿ αὐτὸ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτὴ ἡ Χάρις πηγάζοντας ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριο, τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ἐκχύνεται στὴν Παναγία μας, στοὺς Ἁγίους καὶ ἔρχεται καὶ σὲ μᾶς τοὺς ταπεινούς.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ βέβαια ὅτι ὅλες οἱ τυχὸν ἐμπειρίες τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς ἐμπειρίες θεώσεως καὶ πνευματικές. Πολλοὶ πλανήθηκαν ἀπὸ δαιμονικὲς ἢ ψυχολογικὲς ἐμπειρίες. Γιὰ νὰ μὴ ὑπάρχει λοιπὸν κίνδυνος πλάνης καὶ δαιμονικῆς ἐπήρειας, πρέπει νὰ ἀναφέρονται ὅλες ταπεινὰ στὸν Πνευματικό, ὁ ὁποῖος καὶ μὲ τὸν παρὰ Θεοῦ φωτισμοῦ θὰ διακρίνει τὴν γνησιότητα ἢ μὴ αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν καὶ θὰ καθοδηγήσει ἀναλόγως τὴν ἐξομογούμενη ψυχή. Γενικῶς δὲ ἡ ὑπακοή μας στὸν Πνευματικὸ εἶναι ἐκ τῶν πλέον βασικῶν σημείων τῆς πνευματικῆς μας πορείας, διὰ τῆς ὁποίας ἀποκτοῦμε ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα μαθητείας ἐν Χριστῷ καὶ ἐξασφαλίζεται ἡ νόμιμος ἄθλησίς μας ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό.
Ἕνας ἰδιαίτερος χῶρος θεώσεως, ἐντὸς πάντοτε τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καὶ ὁ Μοναχισμός, ὅπου οἱ μοναχοὶ ἁγιαζόμενοι λαμβάνουν ὑψηλὲς ἐμπειρίες ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό.
Ἔτσι, ὅσο μοναχοὶ μετέχουν στὴν θέωση καὶ τὸν ἁγιασμό, βοηθοῦν καὶ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Διότι ὅπως πιστεύουμε οἱ Χριστιανοί, ἀκολουθώντας τὴν μακραίωνα Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀγώνας τῶν μοναχῶν ἔχει θετικὴ ἐπίδραση στὴν ζωὴ τοῦ κάθε ἀγωνιζόμενου πιστοῦ μέσα στὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθοδοξία μας ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἔχει πολλὴ εὐλάβεια στὸν Μοναχισμό.
Στὴν Ἐκκλησία μας ἐξ᾿ ἄλλου συμμετέχουμε στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων, ἔχουμε τὴν ἐμπειρία καὶ χαρὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος. Μὲ αὐτὸ ἐννοοῦμε ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἴμαστε ἄτομα μεμονωμένα, ἀλλὰ μία ἑνότης, μία ἀδελφότης, μία ἀδελφικὴ κοινωνία. Κι ὄχι μόνο μεταξύ μας ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ ποὺ ζοῦν ἐπὶ γῆς σήμερα ἢ ἔχουν κοιμηθεῖ. Ἀφοῦ καὶ μὲ τὸν θάνατον ἀκόμη δὲν χωρίζονται οἱ Χριστιανοί. Ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ χωρίσει τοὺς Χριστιανοὺς διότι εἶναι ὅλοι τους ἑνωμένοι στὸ ἀνεστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ κάθε Κυριακή, καὶ κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, εἴμαστε σ᾿ αὐτὴν ὅλοι παρόντες, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων. Εἶναι ἀκόμη καὶ οἱ συγγενεῖς μας ποὺ ἔχουν πεθάνει, ἂν βέβαια εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό. Ὅλοι ἐκεῖ εἴμαστε καὶ κοινωνοῦμε μεταξύ μας μυστικά, ὄχι ἐξωτερικὰ ἀλλὰ ἐν Χριστῷ.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὴν Προσκομιδή, ὅπου στὸ ἅγιο Δισκάριο, γύρω ἀπὸ τὸν Ἀμνὸ Χριστό, τοποθετοῦνται οἱ μερίδες τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων Χριστιανῶν. Ὅλες αὐτὲς οἱ μερίδες ἐμβάπτονται, μετὰ τὸ καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων, στὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὅτι εἴμαστε μέλη της καὶ μποροῦμε νὰ κοινωνοῦμε ὄχι μόνο μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ μεταξύ μας ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Κεφαλὴ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ σώματος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἡ ζωὴ ἔρχεται ἀπὸ τὴν κεφαλὴ στὸ σῶμα. Τὸ σῶμα βέβαια ἔχει ζωντανὰ μέλη, ἀλλὰ ἔχει καὶ μέλη ποὺ δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ζωντάνια, δὲν ἔχουν ὅλα τέλεια ὑγεία. Τέτοιοι εἴμαστε οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ὅμως καὶ ἀπὸ τὰ ζωντανὰ μέλη του ἔρχεται ἡ ζωή, τὸ αἷμα τὸ ὑγιές, καὶ στὰ ἄλλα μέλη τὰ λιγότερο ὑγιῆ, ὥστε σιγὰ-σιγὰ νὰ ὑγιαίνουν καὶ δυναμώνουν κι αὐτά. Νά γιατὶ πρέπει νὰ εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία! Γιὰ νὰ λαμβάνουμε ὑγεία καὶ ζωή, ἀφοῦ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότης νὰ ἀναρρώσουμε καὶ νὰ ζωοποιηθοῦμε.
Αὐτὰ ὅλα φυσικὰ δὲν ἔρχονται ἀμέσως. Σ᾿ ὅλη του τὴν ζωὴ πρέπει νὰ ἀγωνίζεται ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, γιὰ νὰ μπορεῖ σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν ταπείνωση, τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὰ ἅγια Μυστήρια, νὰ ἁγιάζεται καὶ νὰ θεώνεται.
Αὐτὸς ὅμως εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὁ στόχος ὁ μεγάλος. Δὲν ἔχει τόση σημασία ποῦ ἀκριβῶς θὰ φτάσουμε. Ἀξία ἔχει ὁ ἀγώνας μας, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς εὐλογεῖ πλουσίως καὶ στὸν παρόντα καὶ στὸν μέλλοντα αἰώνα.
via Ὅταν ἀρχίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοεῖ, νὰ ἐξομολογεῖται καὶ νὰ κλαίει γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, λαμβάνει τὶς πρῶτες ἐμπειρίες τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τέτοιες δὲ ἐμπειρίες εἶναι πρῶτα τὰ δάκρυα τῆς μετάνοιας, ποὺ φέρουν χαρὰ ἀνεκλάλητη στὴν ψυχή, καὶ ἡ βαθειὰ εἰρήνη ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ πένθος αὐτὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας λέγεται "χαροποιὸν πένθος", ὅπως εἶπε ὁ Κύριος στοὺς Μακαρισμούς Του: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Ματθ. ε´ 4).
Μετὰ προχωρεῖ σὲ ἀνώτερα στάδια, ὅπως εἶναι ὁ θεῖος φωτισμός, μὲ τὸν ὁποῖο φωτίζεται ὁ νοῦς καὶ βλέπει μὲ ἄλλη χάρι τὰ πράγματα, τὸν κόσμο, τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀγαπᾶ τότε ὁ Χριστιανὸς τὸν Θεὸ περισσότερο καὶ ἔρχονται ἄλλα δάκρυα, ἀνώτερα, ποὺ εἶναι δάκρυα ἀγάπης γιὰ τὸν Θεό, θείου ἔρωτος. Ὄχι πιὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, διότι ἔχει τὴν βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεὸς συγχώρησε τὶς ἁμαρτίες του. Τὰ δάκρυα αὐτά, ποὺ φέρουν μεγαλύτερη εὐτυχία, χαρὰ καὶ εἰρήνη στὴν ψυχή, εἶναι ἀνώτερη ἐμπειρία θεώσεως.
Ἀποκτᾶ μετὰ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀπάθεια, τὴν ζωὴ χωρὶς τὰ διαβλητὰ πάθη, τὶς ἐφάμαρτες ἀδυναμίες. Καὶ εἶναι τότε εἰρηνικὸς καὶ ἀτάραχος σὲ κάθε προσβολὴ ἐξωτερική, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ ὑπερηφάνεια, μίσος, μνησικακία, σαρκικὲς ὀρέξεις.
Αὐτὸ εἶναι τὸ δεύτερο στάδιο τῆς θεώσεως, τὸ καλούμενο "θεωρία", κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος καθαρισμένος ἤδη ἀπὸ τὰ πάθη φωτίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐλλάμπεται καὶ θεώνεται. Θεωρία σημαίνει θέα. Θεωρία τοῦ Θεοῦ σημαίνει θέα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ νὰ μπορεῖ ὅμως κανεὶς νὰ βλέπει τὸν Θεό, πρέπει νὰ εἶναι θεωμένος ἄνθρωπος. Ἄρα θεωρία τοῦ Θεοῦ σημαίνει θέωσις.
Ὅταν μάλιστα καθαρισθεῖ τελείως, προσφερθεῖ τελείως στὸν Θεό, τότε λαμβάνει καὶ τὴν μεγαλύτερη στοὺς ἀνθρώπους ἐμπειρία τῆς θείας Χάριτος, ποὺ κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρας εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ φῶς τὸ βλέπουν οἱ πολὺ προχωρημένοι στὴν θέωση, ἐλάχιστοι σὲ κάθε γενεά. Τὸ βλέπουν οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ, καὶ φαίνονται μέσα σ᾿ αὐτό, ὅπως ἄλλωστε εἰκονίζονται στὶς ἅγιες εἰκόνες τους μὲ τὰ φωτοστέφανα.
Στὸν βίο π.χ. τοῦ Ἁγίου Βασιλείου τοῦ Μεγάλου ἀναφέρεται ὅτι ὅταν ὁ Μ. Βασίλειος προσευχόταν στὸ κελί του, τὸν ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι, ὅσοι βέβαια μποροῦσαν νὰ τὸν δοῦν νὰ λάμπει ὅλος αὐτὸς καὶ τὸ κελί του μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ, τὸ φῶς τῆς θείας Χάριτος. Στοὺς βίους πολλῶν ἁγίων Νεομαρτύρων τῆς Πίστεώς μας, διαβάζουμε πὼς ἀφοῦ οἱ Τοῦρκοι μετὰ ἀπὸ φρικτὰ βασανιστήρια κρεμοῦσαν τὰ σώματά τους στὶς πλατεῖες τῶν πόλεων πρὸς ἐκφοβισμὸ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, πολλὲς φορὲς τὶς νύχτες φαινόταν ἕνα φῶς νὰ τοὺς περιλάμπη. Κι ἔλαμπε τόσο φανερὰ καὶ ἔντονα, ποὺ οἱ ἴδιοι οἱ κατακτητές, ἐπειδὴ ἀποδεικνυόταν ἔτσι περίτρανα ἡ ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας, διέτασαν καὶ τὰ κατέβαζαν, ὥστε νὰ μὴν ντροπιάζονται στοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν πῶς ὁ Θεὸς δόξαζε τοὺς ἁγίους Μάρτυράς Του.
Ἡ Χάρις τῆς θεώσεως διατηρεῖ ἄφθαρτα καὶ τὰ σώματα τῶν Ἁγίων, τὰ ἅγια λείψανα, μυροβλύζοντα καὶ θαυματουργοῦντα. Ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ πρῶτα ἑνωθεῖ μὲ τὶς ψυχὲς τῶν Ἁγίων, κατόπιν σκηνώνει καὶ στὰ ἅγια σώματά τους, καὶ χαριτώνει κι αὐτά. Κι ὄχι μόνο στὰ σώματά τους, ἀλλὰ καὶ στοὺς τάφους τους, στὶς εἰκόνες τους καὶ στοὺς Ναούς τους. Νά γιατὶ προσκυνοῦμε καὶ ἀσπαζόμαστε τὶς εἰκόνες, τὰ ἅγια λείψανα, τοὺς τάφους, τοὺς Ναοὺς τῶν ἁγίων. Διότι ὅλα αὐτὰ ἔχουν κάτι ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε ὁ Ἅγιος στὴν ψυχή τους λόγῳ τῆς ἑνώσεώς του μὲ τὸν Θεό, λόγῳ τῆς θεώσεώς του.
Γι᾿ αὐτὸ μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπολαμβάνουμε τὴν Χάρι τῆς θεώσεως ὄχι μόνο μὲ τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα μας, ἐπειδὴ καὶ τὸ σῶμα συγκοπιάζοντας μὲ τὴν ψυχή, ἀσφαλῶς καὶ συνδοξάζεται, ὡς ναὸς τοῦ ἐνοικοῦντος σ᾿ αὐτὸ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτὴ ἡ Χάρις πηγάζοντας ἀπὸ τὸν ἅγιο Κύριο, τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ἐκχύνεται στὴν Παναγία μας, στοὺς Ἁγίους καὶ ἔρχεται καὶ σὲ μᾶς τοὺς ταπεινούς.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ βέβαια ὅτι ὅλες οἱ τυχὸν ἐμπειρίες τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς ἐμπειρίες θεώσεως καὶ πνευματικές. Πολλοὶ πλανήθηκαν ἀπὸ δαιμονικὲς ἢ ψυχολογικὲς ἐμπειρίες. Γιὰ νὰ μὴ ὑπάρχει λοιπὸν κίνδυνος πλάνης καὶ δαιμονικῆς ἐπήρειας, πρέπει νὰ ἀναφέρονται ὅλες ταπεινὰ στὸν Πνευματικό, ὁ ὁποῖος καὶ μὲ τὸν παρὰ Θεοῦ φωτισμοῦ θὰ διακρίνει τὴν γνησιότητα ἢ μὴ αὐτῶν τῶν ἐμπειριῶν καὶ θὰ καθοδηγήσει ἀναλόγως τὴν ἐξομογούμενη ψυχή. Γενικῶς δὲ ἡ ὑπακοή μας στὸν Πνευματικὸ εἶναι ἐκ τῶν πλέον βασικῶν σημείων τῆς πνευματικῆς μας πορείας, διὰ τῆς ὁποίας ἀποκτοῦμε ἐκκλησιαστικὸ πνεῦμα μαθητείας ἐν Χριστῷ καὶ ἐξασφαλίζεται ἡ νόμιμος ἄθλησίς μας ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἕνωσή μας μὲ τὸν Θεό.
Ἕνας ἰδιαίτερος χῶρος θεώσεως, ἐντὸς πάντοτε τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι καὶ ὁ Μοναχισμός, ὅπου οἱ μοναχοὶ ἁγιαζόμενοι λαμβάνουν ὑψηλὲς ἐμπειρίες ἑνώσεως μὲ τὸν Θεό.
Ἔτσι, ὅσο μοναχοὶ μετέχουν στὴν θέωση καὶ τὸν ἁγιασμό, βοηθοῦν καὶ ὅλη τὴν Ἐκκλησία. Διότι ὅπως πιστεύουμε οἱ Χριστιανοί, ἀκολουθώντας τὴν μακραίωνα Ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἀγώνας τῶν μοναχῶν ἔχει θετικὴ ἐπίδραση στὴν ζωὴ τοῦ κάθε ἀγωνιζόμενου πιστοῦ μέσα στὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ στὴν Ὀρθοδοξία μας ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ ἔχει πολλὴ εὐλάβεια στὸν Μοναχισμό.
Στὴν Ἐκκλησία μας ἐξ᾿ ἄλλου συμμετέχουμε στὴν κοινωνία τῶν Ἁγίων, ἔχουμε τὴν ἐμπειρία καὶ χαρὰ τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος. Μὲ αὐτὸ ἐννοοῦμε ὅτι μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν εἴμαστε ἄτομα μεμονωμένα, ἀλλὰ μία ἑνότης, μία ἀδελφότης, μία ἀδελφικὴ κοινωνία. Κι ὄχι μόνο μεταξύ μας ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ ποὺ ζοῦν ἐπὶ γῆς σήμερα ἢ ἔχουν κοιμηθεῖ. Ἀφοῦ καὶ μὲ τὸν θάνατον ἀκόμη δὲν χωρίζονται οἱ Χριστιανοί. Ὁ θάνατος δὲν μπορεῖ νὰ χωρίσει τοὺς Χριστιανοὺς διότι εἶναι ὅλοι τους ἑνωμένοι στὸ ἀνεστημένο σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Γι᾿ αὐτὸ κάθε Κυριακή, καὶ κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία, εἴμαστε σ᾿ αὐτὴν ὅλοι παρόντες, μαζὶ μὲ τοὺς Ἀγγέλους καὶ τοὺς Ἁγίους ὅλων τῶν αἰώνων. Εἶναι ἀκόμη καὶ οἱ συγγενεῖς μας ποὺ ἔχουν πεθάνει, ἂν βέβαια εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστό. Ὅλοι ἐκεῖ εἴμαστε καὶ κοινωνοῦμε μεταξύ μας μυστικά, ὄχι ἐξωτερικὰ ἀλλὰ ἐν Χριστῷ.
Αὐτὸ φαίνεται καὶ στὴν Προσκομιδή, ὅπου στὸ ἅγιο Δισκάριο, γύρω ἀπὸ τὸν Ἀμνὸ Χριστό, τοποθετοῦνται οἱ μερίδες τῆς Παναγίας, τῶν Ἁγίων καὶ τῶν ζώντων καὶ κεκοιμημένων Χριστιανῶν. Ὅλες αὐτὲς οἱ μερίδες ἐμβάπτονται, μετὰ τὸ καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων, στὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ὅτι εἴμαστε μέλη της καὶ μποροῦμε νὰ κοινωνοῦμε ὄχι μόνο μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ μεταξύ μας ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Κεφαλὴ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ σώματος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἡ ζωὴ ἔρχεται ἀπὸ τὴν κεφαλὴ στὸ σῶμα. Τὸ σῶμα βέβαια ἔχει ζωντανὰ μέλη, ἀλλὰ ἔχει καὶ μέλη ποὺ δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ζωντάνια, δὲν ἔχουν ὅλα τέλεια ὑγεία. Τέτοιοι εἴμαστε οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ ὅμως καὶ ἀπὸ τὰ ζωντανὰ μέλη του ἔρχεται ἡ ζωή, τὸ αἷμα τὸ ὑγιές, καὶ στὰ ἄλλα μέλη τὰ λιγότερο ὑγιῆ, ὥστε σιγὰ-σιγὰ νὰ ὑγιαίνουν καὶ δυναμώνουν κι αὐτά. Νά γιατὶ πρέπει νὰ εἴμαστε μέσα στὴν Ἐκκλησία! Γιὰ νὰ λαμβάνουμε ὑγεία καὶ ζωή, ἀφοῦ ἔξω ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότης νὰ ἀναρρώσουμε καὶ νὰ ζωοποιηθοῦμε.
Αὐτὰ ὅλα φυσικὰ δὲν ἔρχονται ἀμέσως. Σ᾿ ὅλη του τὴν ζωὴ πρέπει νὰ ἀγωνίζεται ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, γιὰ νὰ μπορεῖ σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ, μέσα στὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴν ταπείνωση, τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὰ ἅγια Μυστήρια, νὰ ἁγιάζεται καὶ νὰ θεώνεται.
Αὐτὸς ὅμως εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ὁ στόχος ὁ μεγάλος. Δὲν ἔχει τόση σημασία ποῦ ἀκριβῶς θὰ φτάσουμε. Ἀξία ἔχει ὁ ἀγώνας μας, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς εὐλογεῖ πλουσίως καὶ στὸν παρόντα καὶ στὸν μέλλοντα αἰώνα.