(ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)

Στη Δημοτική

Δι­δα­χή του Κυ­ρί­ου διά των δώ­δε­κα α­πο­στό­λων στα έ­θνη







Εί­ναι δύ­ο δρό­μοι, ο έ­νας της ζω­ής και ο άλ­λος του θα­νά­του και δι­α­φο­ρά με­γά­λη α­νά­με­σα στους δύ­ο δρό­μους.

Η ο­δός της ζω­ής εί­ναι η ε­ξής: πρώ­τον α­γα­πή­σεις τον Θε­όν τον ποι­ή­σαν­τα σε, δεύ­τε­ρον τον πλη­σί­ον σου ως σε­αυ­τόν. Και πάν­τα ό­σα ε­άν θε­λή­σe­ις να μη σου κά­μουν, μην τα κά­νης και συ στους άλ­λους.







Και αυ­τών των ρη­τών η δι­δα­χή εί­ναι η έ­ξης· Ευ­λο­γεί­τε τους κα­τα­ρω­μέ­νους η­μίν και προ­σεύ­χε­σθε υ­πέρ των ε­χθρών υ­μών και νη­στεύ­ε­τε υ­πέρ των δι­ω­κόν­των υ­μάς· ποί­α γαρ χά­ρις, ε­άν α­γα­πά­τε τους α­γα­πών­τας υ­μάς; Ου­χί και τα έ­θνη τού­το ποι­ού­σιν; Άλ­λα σεις φι­λεί­τε τους μι­σούν­τας υ­μάς και δεν θα έ­χε­τε ε­χθρό. Ά­πέ­χου των σαρ­κι­κών ε­πι­θυ­μι­ών. Ε­άν σε ρα­πί­ση κα­νείς εις την δε­ξιάν σι­α­γό­να, στρέ­ψον αυ­τώ και την άλ­λην, και έ­ση τέ­λει­ος. "Αν αγ­γα­ρεύ­ση σε τις μί­λιον εν, ύ­πα­γε με­τ' αυ­τού δύ­ο· αν σου πά­ρη κα­νείς το ι­μά­τιό σου, δό­σε του και τον χι­τώ­να· αν σου α­φαί­ρε­ση κα­νείς το σον, μη α­παί­τει· ού­τε μπο­ρείς να το κά­νης. Παν­τί τω αι­τούν­τι σε δί­δου και μη α­παί­τει· δι­ό­τι σ' ό­λους θέ­λει να δί­νης ο πα­τήρ α­πό ό­σα έ­χεις χα­ρί­σμα­τα. Μα­κά­ριος ο­ποί­ος δί­νει, κα­τά την εν­το­λή·

Η δευ­τέ­ρα δε εν­το­λή της δι­δα­χής εί­ναι ου φο­νεύ­σεις, ου μοι­χεύ­σεις, να μην ά­σελ­γή­σης, να μην πορ­νεύ­σης, ου κλέ­ψεις, να μη χρη­σι­μο­ποί­η­σης .μά­για, να μη φαρ­μα­κώ­σης, να μη σκο­τώ­σης το παι­δί στην κοι­λιά η α­φού γεν­νη­θή.

Ουκ ε­πι­θυ­μή­σεις τα του πλη­σί­ον, ουκ ε­πι­ορ­κή­σεις, ου ψευ­δο­μαρ­τυ­ρή­σεις, να μη κα­κο­λο­γή­σης, να μη κρα­τή­σης μνη­σι­κα­κί­α. Να μην εί­σαι δί­γνω­μος ού­τε δί­γλωσ­σος· δι­ό­τι η δι­γλωσ­σί­α εί­ναι πα­γί­δα θα­νά­του. Να μην εί­ναι ο λό­γος σου ψεύ­τι­κο­ςo­ύ­τε ά­δει­ος, αλ­λά με­στός α­πό έρ­γα. Να μην εί­σαι πλε­ο­νέ­κτης ού­τε άρ­παξ ού­τε υ­πο­κρι­τής ού­τε κα­κο­ή­θης ού­τε πε­ρή­φα­νος. Να μην παίρ­νης πο­νη­ρές α­πο­φά­σεις ε­ναν­τί­ον του πλη­σί­ον σου. Να μη μι­σή­σης κα­νέ­να άν­θρω­πο, αλ­λά άλ­λους μεν να τους έ­λεγ­ξης, για άλ­λους δε να προ­σευ­χη­θής κι' άλ­λους να τους α­γα­πή­σης πά­νω α­πό την ψυ­χή σου

Τέ­κνο μου, α­πό­φευ­γε κά­θε τι το πο­νη­ρό κι ο,τι μοιά­ζει για πο­νη­ρό. Μη γί­νε­σαι όρ­γί­λος, δι­ό­τι η ορ­γή ο­δη­γεί στον φό­νο, μή­τε ζη­λιά­ρης μή­τε φι­λό­νει­κος μή­τε θυ­μώ­δη­ς' δι­ό­τι ά­π' ό­λα αυ­τά γί­νον­ται οι φό­νοι. Τέ­κνο μου, μην εί­σαι ε­πι­θυ­μη­τής, δι­ό­τι η ε­πι­θυ­μί­α ό­δη­γει στην πορ­νεί­α, μή­τε αί­σχρο­λό­γος μή­τε θρα­σύς στα μά­τια δι­ό­τι ά­π' ό­λα αυ­τά γί­νον­ται, οι μοι­χεί­ες. Τέ­κνο μου, μην προ­σέ­χης στις οί­ω­νο­σκο­πί­ες, δι­ό­τι ο­δη­γούν στην εί­δω­λο­λα­τρεία, μή­τε τις α­πό­κρυ­φες ε­πι­στή­μες· ού­τε να τα βλέ­πης ο­ύ­τε να τ' ά­κο­ύς τέ­τοι­α πράγ­μα­τα. Δι­ό­τι ό­λα αυ­τά γεν­νούν την εί­δω­λο­λα­τρεία. Τέ­κνο μου, μην εί­σαι ψεύ­της, δι­ό­τι τα ψέμ­μα­τα ο­δη­γούν στην κλο­πή, μή­τε φι­λάρ­γυ­ρος μή­τε κε­νό­δο­ξος* δι­ό­τι ά­π' ό­λα αυ­τά γί­νον­ται οι κλο­πές. Τέ­κνο μου, να μην εί­σαι γογ­γυ­στής, δι­ό­τι αυ­τό ό­δη­γεί στη βλα­σφη­μί­α, μή­τε αυ­θά­δης μή­τε πο­νη­ρό­μυα­λος· ά­π' ό­λα αυ­τά γί­νον­ται οι βλα­σφη­μί­ες. Άλ­λα να εί­σαι πρά­ος, δι­ό­τι οι πρα­είς κλη­ρο­νο­μή­σου­σι την γην. Να εί­σαι μα­κρό­θυ­μος και ε­λε­ή­μων και ά­κα­κος και η­σύ­χιος και α­γα­θός και να τρέ­μης πάν­τα τους λό­γους που ά­κου­σες. Να μην ύ­ψώ­νης τον ε­αυ­τό σου και να μη δώ­σης στην ψυ­χή σου θρά­σος. Να μη κολ­λη­θή η ψυ­χή σου στους δο­ξα­σμέ­νους του κό­σμου, άλ­λα να θέλ­γε­σαι στη συν­τρο­φιά δι­καί­ων και τα­πει­νών. "Ο,τι σου συμ­βαί­νει, να το δέ­χε­σαι ως κα­λό, ξέ­ρον­τας ότι τί­πο­τε δεν γί­νε­ται χω­ρίς να το έ­πι­τρέ­πη ο Θε­ός.







Τέ­κνο μου, του λα­λούν­τος σοι τον λό­γον του Θε­ού μνη­σθή­ση νύ­χτα και μέ­ρα, να τον τι­μάς δε ως τον ι­διο τον Κύ­ριο* δι­ό­τι ε­κεί ο­πού κη­ρύσ­σε­ται ο Κύ­ριος, ε­κεί εί­ναι ο ί­διος. Και κα­θη­με­ρι­νά να ζη­τάς με δί­ψα τα πρό­σω­πα α­γί­ων, για να α­να­παύ­ε­σαι πά­νω στα λό­για τους. Να μην κά­νης σχί­σμα, αλ­λά να ει­ρη­νεύ­ης ε­κεί­νους που μά­χον­ται. Κρί­νεις δι­καί­ως, να μην εί­σαι προ­σω­πο­λή­πτης ό­ταν έ­λέγ­χης πα­ρα­πτώ­μα­τα. Να μη δι­ψυ­χή­σης, κυ­μαι­νό­με­νος α­νά­με­σα στα πρό­σω­πα.

Να μην α­πλώ­νε­ται εύ­κο­λα το χέ­ρι σου ό­ταν πρό­κει­ται να. πά­ρης και να μη μα­ζεύ­ε­ται ό­ταν πρό­κει­ται να δώ­σης. "Αν έ­χης κά­τι να δώ­σης, θα δώ­σης συγ­χρό­νως λύ­τρω­σι και στις α­μαρ­τί­ες σου. Να μη δι­στά­σης να δώ­σης, κι' ό­ταν δί­νης να μην κλαί­γε­σαι. Και θα μά­θης έ­τσι ποι­ος εί­ναι ο κα­λός άν­τα­πο­δό­της του μι­σθού. Να μη γυ­ρί­ζης το πρό­σω­πο σου αλ­λού, ό­ταν κά­ποι­ος έ­χη την α­νάγ­κη σου κι' ο,τι έ­χεις να το μοι­ρά­ζης με τον α­δελ­φό σου,, μη θαρ­ρών­τας τί­πο­τε δι­κό σου. Δι­ό­τι, αν μοι­ρά­ζε­στε την α­θα­να­σί­α, δεν θα μοι­ρα­σθή­τε τα φθαρ­τά ;

Να μη σήηκώ­σης τη φρον­τί­δα σου ά­πό τον γυι­ό σου η την κό­ρη σου, άλ­λα ά­πό τα τρυ­φε­ρά τους χρό­νια να τους δι­δά­ξης τον φό­βο του Θε­ο­ύ. Να μην εί­σαι α­πό­το­μος και πι­κρό­χο­λος στον υ­πη­ρέ­τη η την υ­πη­ρέ­τρια σου, που ελ­πί­ζουν στον ί­διο Θε­ό με σέ­να, για να μην α­γα­να­κτή­σουν σ' αυ­τόν, που εί­ναι κοι­νός Θε­ός σας. Ο Θε­ός δεν έρ­χε­ται να κα­λέ­ση τον ε­να η τον άλ­λον, άλ­λα ό­λους ό­σους το· Πνεύ­μα ε­τοί­μα­σε. Κα! σεις οι υ­πη­ρέ­τες να ύ­πο­τάσ­σε­σθε στους κυ­ρί­ους σας σαν να εί­ναι τύ­ποι του Θε­ού, με συ­στο­λή και φό­βο.

Να μι­σή­σης κά­θε εί­δος υ­πο­κρι­σί­ας και κά­θε τι που δεν εί­ναι α­ρε­στό στον Κύ­ριο. Να μην πα­ρα­βής τας έν­το­λάς Κυ­ρί­ου, φυ­λά­ξεις δε ό­σα πα­ρέ­λα­βες, μή­τε προ­στι­θείς μή­τε α­φαι­ρών. Στην εκ­κλη­σί­α να εξο­μο­λο­γή­σαι τα πα­ρα­πτώ­μα­τα σου και να μην έρ­χε­σαι στην προ­σευ­χή με συ­νεί­δη­σι ρυ­πα­ρή. Αυ­τός εί­ναι. ο δρό­μος της ζω­ής.

Και ο δρό­μος του θα­νά­του εί­ναι ο έ­ξης : πρώ­τα ά­π' ό­λα εί­ναι, πο­νη­ρός και με­στός από κα­τά­ρα- φό­νοι, μοι­χεί­αι, ε­πι­θυ­μί­αι, πορ­νεί­αι, κλο­παί, ει­δω­λο­λα­τρεί­ες, μα­γεί­ες, φαρ­μα­κί­ες, άρ­πα­γες, ψευ­δόμαρ­τυ­ρί­ες, υ­πο­κρι­σί­ες, δι­πλο­καρ­δί­α, δό­λος-, υ­πε­ρη­φά­νεια, κα­κί­α, αυ­θά­δεια, πλε­ο­νε­ξί­α, αι­σχρο­λο­γί­α, ζη­λο­τυ­πί­α, θρα­σύ­της, καύ­χη­σις, α­λα­ζο­νεί­α, α­φο­βί­α. Έ­κε­ί περ­πα­τούν ό­σοι δι­ώ­κουν τους α­γα­θούς, μι­σούν την α­λή­θεια, α­γα­πούν το ψεύ­δος, δεν ξέ­ρουν τον μι­σθό της δι­και­ο­σύ­νης, δεν κολ­λών­ται στο α­γα­θό ού­τε σε δί­και­η κρί­σι, δεν α­γρυ­πνούν στο α­γα­θό, άλ­λα στο πο­νη­ρό. Ά­π' αυ­τούς εί­ναι μα­κρυ­ά η πρα­ό­της και η υ­πο­μο­νή,μά­ται­α α­γα­πών­τες, δι­ώ­κον­τες άν­τα­πό­δο­μα. Δεν ε­λε­ούν τον πτω­χό, δεν συμ­πο­νούν τον βα­σα­νι­σμέ­νο, δεν κου­ρά­ζον­ται με τον κου­ρα­σμέ­νο, δεν α­να­γνω­ρί­ζουν τον δη­μι­ουρ­γό τους. Φο­νε­ίς τέ­κνων. Κα­τα­στρέ­φουν το πλά­σμα του Θε­ού. Μέ­νουν α­νάλ­γη­τοι σ' όσους έχουν α­νάγ­κη, κα­τα­θλί­βουν τόν α­δι­κού­με­νο, χα­ϊ­δεύ­ουν τους πλου­σί­ους, κρί­νουν α­νε­λέ­η­τα τους πέ­νη­τες, βρί­θουν ά­πό α­μαρ­τί­α. Εί­θε να σω­θή­τε, τέ­κνα, ά­π' όλα αυ­τά.







Κύτ­τα­ξε, μη τις σε πλα­νή­ση ά­πό τον δρό­μο αυ­τής της δι­δα­χής και σε ξε­στρα­τί­ση με τη δι­δα­σκα­λί­α του ά­πό το θέ­λη­μα το­υ Θε­ού. "Αν μπο­ρής να βα­στάς ό­λο τον ζυ­γό του Κυ­ρί­ου, θα εί­σαι τέ­λει­ος. "Λν δεν μπο­ρής ο­λό­κλη­ρον, βά­στα­ξε τον ό­σο μπο­ρείς. "Ο­σο για τη νη­στεί­α, κρά­τα την ό­σο αν­τέ­χεις. 'Α­πό τα σφά­για των θυ­σι­ών πρό­σε­χε πο­λύ- δι­ό­τι εί­ναι λα­τρεί­α α­νύ­παρ­κτων θε­ών.







"Οσο για το βάπτισμα, έτσι να βαπτίζετε· ά­φού πή­τε προ­η­γου­μέ­νως ό­λα τα σχε­τι­κά, βα­πτί­σα­τε εις το ό­νο­μα του Πα­τρός και του Υί­ού και του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος σε νε­ρό μό­λις αν­τλη­μέ­νο. Και αν δεν έ­χεις νε­ρό τέ­τοι­ο, βά­πτι­σε σε άλ­λο νε­ρό· κι αν δεν μπο­ρείς σε δρο­σε­ρό, σε χλια­ρό. Κι' αν δεν έ­χεις ού­τε ά­πό το έ­να ου­τε ά­πό το άλ­λο, χύ­σε πά­νω στο κε­φά­λι τρεις φο­ρές νε­ρό εις ό­νο­μα του Πα­τρός κα­ι του Υιού και του Α­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Και πριν α­πό το βά­πτι­σμα, να νη­στεύ­σουν ε­κεί­νος που θα βά­πτι­ση και ε­κεί­νος που θα βα­πτι­σθή, α­κό­μη και ό­σοι άλ­λοι μπο­ρούν. Και να προ­στά­ξης αυ­τόν που πρό­κει­ται να βα­πτι­σθή, να νη­στεύ­ση μί­α δύ­ο η­μέ­ρες πριν.







Αι δε νη­στείαι σας να μην εί­ναι σαν ε­κεί­νες των υ­πο­κρι­τών, που νη­στεύ­ουν τη Δευ­τέ­ρα και την Πέμ­πτη. Σεις να νη­στεύ­ε­τε Τε­τάρ­τη και Πα­ρα­σκευ­ή. Μή­τε να προ­σεύ­χε­σθε ως οι ύ­πο­κρι­ταί, άλ­λα κα­θώς ώ­ρι­σε ο Κύ­ριος στο Ευ­αγ­γέ­λιο του, ού­τω προ­σεύ­χε­σθε· Πά­τερ η­μών ο εν τω ού­ρα­νώ, ά­γι­α­σθή­τω το ό­νο­μα σου, έλ­θέ­τω η βα­σι­λεί­α σου, γε­νη­θή­τω το θέ­λη­μα σου ως εν ού­ρα­νώ και ε­πί γης· τον άρ­τον η­μών τον ε­πι­ού­σιον δος ή­μίν σή­με­ρον, και ά­φες η­μίν την ο­φει­λήν η­μών, ως και η­μείς ά­φί­ε­μεν τοις ό­φει­λέ­ταις η­μών, και μη εί­σε­νέγ­κης η­μάς εις πει­ρα­σμόν, αλ­λά ρύ­σαι η­μάς ά­πό το­υ πο­νη­ρού. Δι­ό­τι σε σέ­να α­νή­κει η δύ­να­μις και η δό­ξα στους αι­ώ­νες. Τρεις φο­ρές την ή­με­ρα, έ­τσι να προ­σεύ­χε­σθε.







"Ο­σο για τη θεί­α ευ­χα­ρι­στί­α, αυ­τές τις ευ­χα­ρι­στή­ρι­ες ευ­χές να λέ­τε. Πρώ­τα για το πο­τή­ριο· Σ' ευ­χα­ρι­στού­με, Πα­τέ­ρα μας, για την α­γί­α άμ­πε­λο Δαυ­ΐδ του δού­λου σου, που μας τη χά­ρι­σες δια του Υι­ού σου Ί­η­σο­ύ· σε σέ­να ας εί­ναι η δό­ξα στους αι­ώ­νες. Για δε τον άρ­το· Σ' ευ­χα­ρι­στού­με, πα­τέ­ρα μας, για τη ζω­ή και τη γνώ­σι που μας χά­ρι­σες δια του υι­ού σου Ι­η­σού· σε σέ­να ας εί­ναι η δό­ξα στους αι­ώ­νες. "Ο­πως αυ­τός ο άρ­τος ή­ταν σκορ­πι­σμέ­νος πά­νω στα ό­ρη και μα­ζεύ­θη­κε και έ­γι­νε έ­νας, έ­τσι ας μα­ζευ­θή και η εκ­κλη­σί­α σου ά­πο τα πέ­ρα­τα της γης στη βα­σι­λεί­α σου. Δι­ό­τι δι­κή σου εί­ναι η δό­ξα και η δύ­να­μις δια του Ί­η­σού Χρι­στού στους αι­ώ­νες. Και κα­νείς να μη με­τα­λά­βη ά­πο τον άρ­το και τον οί­νο πα­ρά μο­νά­χα ό­σοι βα­πτί­σθη­καν στο ό­νο­μα του Κυ­ρί­ου. Δι­ό­τι γι' αυ­τό εί­πε ο Κύ­ριος- Μη δώ­τε το ά­γιον τοις κυ­σί.

Κι ά­φου με­τα­λά­βε­τε, πέ­στε αυ­τή την ευ­χα­ρι­στή­ριο ευ­χή· Σ' ευ­χα­ρι­στού­με, πα­τέ­ρα ά­γι­ε, για το ά­γιο ο­νο­μά σου και δι­ό­τι κα­τε­σκή­νω­σες στις καρ­δι­ές μας και για τη γνώ­σι, την πί­στι και την α­θα­να­σί­α, που μας χά­ρι­σες δια το­υ Υι­ού σου Ί­η­σού· σε σέ­να ας εί­ναι η δό­ξα στους αι­ώ­νες. Συ, Δέ­σπο­τα Παν­το­κρά­τορ, έ­κτι­σας τα πάν­τα για χά­ρι το­υ ο­νό­μα­τος σου κι' έ­δω­σες τρο­φή και πο­τό στους αν­θρώ­πους να τ' α­πο­λαμ­βά­νουν και να σ' ευ­χα­ρι­στούν, και σε μας χά­ρι­σες πνευ­μα­τι­κή τρο­φή και πό­σι και ζω­ή αι­ώ­νιο δια το­υ Υι­ού σου. Για ό­λα σ' ευ­χα­ρι­στο­ύ­με, δι­ό­τι είσαι δυνατός· σε σέ­να ας εί­ναι η δό­ξα στους αι­ώ­νες. Μνή­σθη­τι, Κύ­ρι­ε, της εκ­κλη­σί­ας σου για να τη γλυ­τώ­σης ά­πο κά­θε πο­νη­ρό και να την κά­νης τε­λεί­α μέ­σα στην α­γά­πη σου και σύ­να­ξον αυ­τήν ά­πο των τεσ­σά­ρων ά­νέ­μων· ά­φο­ύ την ά­γιά­σης,στη βα­σι­λεί­α σου, που της ε­τοί­μα­σες· δι­ό­τι σε σέ­να α­νή­κει η δύ­να­μις και η δό­ξα στους αι­ώ­νες. "Ας έλ­θη η χά­ρις και ας πα­ρέλ­θη ο κό­σμος αυ­τός ε­δώ. Ω­σαν­νά τω Θε­ώ Δαυ­ΐδ. "Ο­ποι­ος εί­ναι ά­γιος, ας προ­σέλ­θη· ο­ποί­ος δεν εί­ναι, ας με­τα­νο­ή­ση· μα­ράν ά­θά· α­μήν. Κι αυ­τούς που έ­χουν προ­φη­τι­κό χά­ρι­σμα να τους α­φή­νε­τε να ευ­χα­ρι­στούν τον θε­ό με αυ­το­σχέ­δι­ες προ­σευ­χές.

"Ο­ποι­ος, λοι­πόν, έλ­θη και σας δι­δά­ξη ο­λα αυ­τά που προ­εί­πα­με, να τον ύ­πο­δέ­χε­σθε. Κι' αν αυ­τός που δι­δά­σκει ε­κτρο­χια­σθή σε άλ­λη δι­δα­σκα­λί­α που εί­ναι κα­τα­λυ­τι­κή, μη τον ά­κου­τε πλέ­ον άλ­λ' ό­σο σας προ­σθέ­τει δι­και­ο­σύ­νη και γνώ­σι του Κυ­ρί­ου, να τον δέ­χε­σθε σαν τον ί­διο τον Κύ­ριο.

"Ο­σο για τους α­πο­στό­λους και προ­φή­τες, να κά­νε­τε σύμ­φω­να με τις εν­το­λές του Ευ­αγ­γε­λί­ου. Κά­θε α­πό­στο­λος που άρ­χε­ται α­νά­με­σα σας, να γί­νε­ται δε­κτός ως ο ί­διος ο Κύ­ριος. Και δεν θα μέ­νη πα­ρά μο­νά­χα μί­α η­μέ­ρα* κι' αν εί­ναι α­νάγ­κη, θα μεί­νη και τη δεύ­τε­ρη* αν ομως μείνη τρεις μέ­ρες, εί­ναι ψευ­δο­προ­φή­της. Και α­να­χω­ρών­τας ο α­πό­στο­λος τί­πο­τε να μην παίρ­νη πα­ρά ψω­μί, ο­σο για να πο­ρέ­ψη* κι' αν ζή­τα χρή­μα­τα, εί­ναι ψευ­δο­προ­φή­της.

Και κά­θε προ­φή­τη που μι­λά μέ­σα στο Πνεύ­μα το "Α­γιο να μην τον εκ­πει­ρά­σε­τε ού­τε να αμ­φι­βάλ­λε­τε. Δι­ό­τι πά­σα α­μαρ­τί­α α­φε­θή­σε­ται, αλ­λά αύ­τη η α­μαρ­τί­α ουκ ά­φε­θή­σε­ται. Και δεν εί­ναι προ­φή­της ο κα­θέ­νας που μι­λεί πνευ­μα­τι­κά, αλ­λά μο­νά­χα ό­ποι­ος έ­χει τους τρό­πους του Κυ­ρί­ου. Ά­πό τους τρό­πους, λοι­πόν, θα γί­νη αν­τι­λη­πτός ο ψευ­δο­προ­φή­της και ο προ­φή­της. Και κά­θε προ­φή­της που ο­ρί­ζει να γί­νη πνευ­μα­τι­κή τρά­πε­ζα, δεν θα φά­η ά­π' αυ­τή, άλ­λοι­ώς εί­ναι ψευ­δο­προ­φή­της. Και κά­θε προ­φή­της που δι­δά­σκει την α­λή­θεια και δεν κά­νει ό­σα δι­δά­σκει, εί­ναι ψευ­δο­προ­φή­της. Και κά­θε προ­φή­της δο­κι­μα­σμέ­νος, α­λη­θι­νός, που λαμ­βά­νει μέ­ρος στη μυ­στη­ρι­ώ­δη ερ­γα­σί­α της Εκ­κλη­σί­ας μέ­σα στον κό­σμο και δεν δι­δά­σκει να κά­νε­τε ό­σα ο ί­διος κά­νει, δεν θα κρι­θή από σας* μό­νος ο Θε­ός ξέ­ρει για­τί συμ­πε­ρι­φέ­ρε­ται έ­τσι. "Ε­τσι γι­νό­ταν και με τους αρ­χαί­ους προ­φή­τες. Κι ό­ποι­ος πη, μι­λών­τας πνευ­μα­τι­κά* δό­στε μου χρή­μα­τα η κά­τι άλ­λο πα­ρό­μοι­ο, να μη τον α­κού­σε­τε. '­Αλ­λα αν σας πη να δώ­σε­τε για άλλους που στερούνται, κανείς να μη τον κατακρίνη.

Κά­θε έ­νας ερ­χό­με­νος εν ο­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, να γί­νε­ται δε­κτός. Κα­τό­πιν, ά­φου τον δο­κι­μά­σε­τε, θα κα­τα­λά­βε­τε πε­ρί τί­νος πρό­κει­ται, δι­ό­τι θα φω­τι­σθή­τε ώ­στε να τον κρα­τή­σε­τε αν εί­ναι κα­λος η να τον δι­ώ­ξε­τε αν δεν εί­ναι. "Αν εί­ναι πε­ρα­στι­κος αύ­τος που έρ­χε­ται, βο­η­θή­στε τον ο­σο μπο­ρεί­τε* και δεν θα μεί­νη κον­τά σας πα­ρά δύ­ο η τρεις μέ­ρες, αν εί­ναι α­νάγ­κη. '­Αλ­λα αν θέ­λη να κα­θί­ση κον­τά σας, ξέ­ρον­τας κά­ποι­α τέ­χνη, ας δου­λεύ­η κι ας τρώ­η. Κι αν δεν ξέ­ρει τέ­χνη, προ­νο­ή­στε ο­πως φω­τι­σθή­τε, ώ­στε να μη ζή­ση αρ­γός α­νά­με­σα σας χρι­στια­νός. Κι αν δεν θέ­λει να κά­νη έ­τσι, εί­ναι χρι­στέμ­πο­ρος. Να φυ­λά­γε­σθε ά­πό τέ­τοι­ους.







Και κά­θε προ­φή­της α­λη­θι­νός, που θέ­λει να κα­θί­ση μα­ζί σας, ά­ξιος ε­στί της τρο­φής αυ­τού. Ο α­λη­θι­νός δι­δά­σκα­λος εί­ναι ε­πί­σης ά­ξιος κι αυ­τός ό­πως ο ερ­γά­της της τρο­φή αυ­τού Κά­θε, λοι­πόν, πρω­το­γέν­νη­μα ά­πό τ' α­λώ­νι η το πα­τη­τή­ρι. ά­πό βό­δια και πρό­βα­τα θα τα ξε­χω­ρί­ζε­τε και θα τα φυ­λά­τε για τους προ­φή­τες· δι­ο­τι αυ­τοί εί­ναι οι, αρ­χι­ε­ρείς σας. Κι αν δεν έ­χε­τε προ­φή­τη, δό­στε τα στους φτω­χούς. Κι ά­πό το σι­τά­ρι της χρο­νιάς που μά­ζε­ψες στο σπή­τι σου, δι­ά­θε­σε έ­να μέ­ρος σύμ­φω­να με την εν­το­λή. Ε­πί­σης αν α­νοί­ξης στα­μνί κρα­σιού η λα­διού, δόσε ένα μέρος στους προ­φή­τες. Ε­πί­σης κι α­πό χρή­μα­τα κι α­πό ρού­χα και α­πό κά­θε τι που α­πο­χτάς, χώ­ρι­σε έ­να με­ρος, ό­πως νο­μί­ζεις κα­λύ­τε­ρα και δι­ά­θε­σέ το σύμ­φω­να με την εν­το­λή.

Και την η­μέ­ραν του Κυ­ρίου α­φού συ­να­χθή­τε, κό­ψε­τε τον άρ­το και τε­λέ­στε τη θεί­α ευ­χα­ρι­στί­α, α­φού ε­ξο­μο­λο­γη­θή­τε τα πε­ρα­πτώ­μα­τά σας για να εί­ναι η θυ­σί­α σας κα­θα­ρή. Και ό­ποι­ος ε­χει δι­α­φο­ρά με τον σύν­τρο­φο του να μη λα­βαί­νη μέ­ρος α­νά­με­σα σας, έ­ως ό­του συμ­φι­λι­ω­θούν, για να μη σπι­λω­θή η θυ­σί­α σας. Δι­ό­τι έ­τσι τη ζή­τη­σε ο Κύ­ριος, λέ­γον­τας· εν παν­τί τό­πω και σε κά­θε χρό­νο προ­σφέ­ρειν μοι θυ­σί­αν κα­θα­ράν ό­τι βα­σι­λεύς μέ­γας ει­μί, λέ­γει Κύ­ριος, και το ό­νο­μα μου θαυ­μα­στόν εν τοις έ­θνε­σι.

Χει­ρο­το­νή­σα­τε, λοι­πόν, για σας ε­πι­σκό­πους και δι­α­κό­νου,α­ξί­ους του Κυ­ρί­ου, άν­δρες πρά­ους και α­φι­λαρ­γύ­ρους και α­λη­θι­νούς και δο­κι­μα­σμέ­νους. Δι­ό­τι εί­ναι λει­τουρ­γοί του ι­δίου έρ­γου για σας λει­τουρ­γούν οι προ­φή­τες και οι δι­δά­σκα­λοι. Μη λοι­πόν τους υ­πο­τι­μά­τε αυ­τοί εί­ναι οι τι­μη­μέ­νοι σας μα­ζί με τους προ­φή­τες και τους δα­σκά­λους.

Και να ε­λέγ­χε­τε ο έ­νας τον άλ­λον ό­χι σε ορ­γή, αλ­λά με ει­ρή­νη, ό­πως εν­τέλ­λε­ται το Ευ­αγ­γέ­λιο. Και να μη μι­λά­τε σε ό­ποι­ον βλά­ψη τον α­δελ­φό του, ου­τε να τον ά­κου­τε έ­ως ό­του με­τα­νο­ή­ση. Και τις προ­σευ­χές σας και τις ε­λε­η­μο­σύ­νες σας και κά­θε άλ­λη πρά­ξι σας έ­τσι να την κά­νε­τε, ό­πως βλέ­πε­τε να δι­δά­σκον­ται μέ­σα στο Ευ­αγ­γέ­λιο του Κυ­ρί­ου μας.

Γρη­γο­ρεί­τε για τη ζω­ή σας· οι λύ­χνοι υ­μών να μη σβύ­σουν και αι ό­σφύ­ες υ­μών να μη ξε­σφι­χθουν, άλ­λα γί­νε­σθε έ­τοι­μοι* ου γαρ ο­ί­δα­τε την ώ­ραν, εν η ο Κύ­ριος η­μών έρ­χε­ται. Να συ­νά­ζε­σθε συ­χνά έ­ποι­κο­δο­μών­τας τις ψυ­χές σας. Δεν θα σας ώ­φε­λή­ση ό­λος ο χρό­νος της πί­στε­ως σας, αν δεν ά­πο­δει­χθή­τε τέ­λει­οι στους έ­σχα­τους και­ρούς. Στις έ­σχα­τες ή­με­ρες θα πλη­θυν­θο­ύν οι ψευ­δο­προ­φή­τες και οι δι­α­φθο­ρείς και θα αλ­λά­ξουν τα. πρό­βα­τα σε λύ­κους και η α­γά­πη θα άλ­λά­ξη σε μί­σος. Θα με­γα­λώ­ση η α­νο­μί­α και θα α­νά­ψη μί­σος με­τα­ξύ των αν­θρώ­πων και θα δι­ώ­ξουν και θα πα­ρα­δώ­σουν στον θά­να­το ο έ­νας τον άλ­λο και τό­τε θα φα­νή ο κο­σμο­πλα­νευ­τής ως υι­ός του θε­ού και θα κά­μη ση­μεί­α και τέ­ρα­τα και η γη θα πα­ρα­δο­θή στα χέ­ρια του και θα κά­νη α­νό­σια πράγ­μα­τα που δεν εί­χαν γί­νει πο­τέ έ­ως τό­τε. Τό­τε θα μπη το γέ­νος μας στην ά­νο­μη πυ­ρά της δο­κι­μα­σί­ας και σκαν­δα­λι­θή­σον­ται πολ­λοί και θα χα­θούν, οι δε υ­πο­μοί­ναν­τες μέ­σα στην πί­στι τους σω­θή­σον­ται ά­π' αυ­τή την κα­τά­ρα. Και τό­τε φα­νή­σε­ται τα ση­μεί­α της α­λη­θεί­ας. Πρώ­το ση­μεί­ο θα εί­ναι το ξε­τύ­λιγ­μα του ου­ρα­νού, δεύ­τε­ρο φω­νή σάλ­πιγ­γος και τρί­το ά­νά­στα­σις νε­κρών. Και δεν θα α­να­στη­θούν στην α­λη­θι­νή ζω­ή ό­λοι, άλ­λα ό­πως ε­λέ­χθη "Η­ξει ο Κύ­ριος και πάν­τες οι ά­γιοι με­τ' αυ­τού. Τό­τε ό­ψε­ται ο κό­σμος τον Κύ­ριο έρ­χό­με­νον έ­πά­νώ των νε­φε­λών το­υ ού­ρα­νού.

via