Μκ. δ' 1-41

Η παραβολή του σπορέα
1 Καὶ πάλιν ἤρξατο διδάσκειν παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ συνήχθη πρὸς αὐτὸν ὄχλος πολύς, ὥστε αὐτὸν ἐμβάντα εἰς τὸ πλοῖον καθῆσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος πρὸς τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν.  2 καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς πολλά, καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ·  3 ἀκούετε. ἰδοὺ ἐξῆθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι.  4 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ σπείρειν ὃ μὲν ἔπεσεν ἐπὶ τὴν ὁδόν, καὶ ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ κατέφαγεν αὐτό·  5 καὶ ἄλλο ἔπεσεν ἐπὶ τὸ πετρῶδες, ὅπου οὐκ εἶχε γῆν πολλήν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς,  6 ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ρίζαν ἐξηράνθη·  7 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό, καὶ καρπὸν οὐκ ἔδωκε·  8 καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν ἀναβαίνοντα καὶ αὐξάνοντα, καὶ ἔφερεν ἐν τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατόν.  9 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.  1 Και άρχισε πάλι να διδάσκει δίπλα στη λίμνη. Και συνάζεται κοντά του πλήθος πάρα πολύ, ώστε αυτός αναγκάστηκε να μπει σ’ ένα πλοίο και να καθίσει στη λίμνη, και όλο το πλήθος ήταν κοντά στη λίμνη, στην ξηρά.  2 Και τους δίδασκε πολλά με παραβολές και τους έλεγε στη διδαχή του:  3 «Ακούτε: ιδού, εξήλθε ο σπορέας για να σπείρει.  4 Και συνέβηκε, ενώ έσπερνε, ένας σπόρος να πέσει δίπλα στην οδό και ήρθαν τα πετεινά και τον κατάφαγαν.  5 Και άλλος έπεσε πάνω στο πετρώδες έδαφος όπου δεν είχε γη πολλή και ευθύς φύτρωσε, επειδή δεν είχε βάθος η γη.  6 Και όταν ανάτειλε ο ήλιος, κάηκε και, επειδή δεν είχε ρίζα, ξεράθηκε.  7 Και άλλος έπεσε στα αγκάθια, και μεγάλωσαν τα αγκάθια και τον συνέπνιξαν, και δεν έδωσε καρπό.  8 Και άλλοι έπεσαν στη γη την καλή και έδιναν καρπό που μεγάλωνε, και οι σπόροι αυξάνονταν και έφερε ο ένας τριάντα και ο άλλος εξήντα και ο άλλος εκατό».  9 Και έλεγε: «Αυτός που έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει». 
Ο σκοπός των παραβολών
10 ῞Οτε δὲ ἐγένετο κατὰ μόνας, ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ περὶ αὐτὸν σὺν τοῖς δώδεκα τὴν παραβολήν.  11 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις δὲ τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τὰ πάντα γίνεται,  12 ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσι καὶ μὴ συνιῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς τὰ ἁμαρτήματα.  10 Και όταν έμεινε μόνος, τον ρωτούσαν εκείνοι που ήταν γύρω του μαζί με τους δώδεκα για τις παραβολές.  11 Και τους έλεγε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί το μυστήριο της βασιλείας του Θεού. Αλλά σ’ εκείνους, τους έξω, τα πάντα γίνονται με παραβολές,  12 για να βλέπουν συνεχώς αλλά να μη δουν, και ν’ ακούν συνεχώς αλλά να μην καταλαβαίνουν, μην τυχόν επιστρέψουν στο Θεό και αφεθεί σ’ αυτούς η αμαρτία». 
Η εξήγηση της παραβολής του σπορέα
13 καὶ λέγει αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τὴν παραβολὴν ταύτην, καὶ πῶς πάσας τὰς παραβολὰς γνώσεσθε;  14 ὁ σπείρων τὸν λόγον σπείρει.  15 οὗτοι δέ εἰσιν οἱ παρὰ τὴν ὁδὸν ὅπου σπείρεται ὁ λόγος, καὶ ὅταν ἀκούσωσιν, εὐθὺς ἔρχεται ὁ σατανᾶς καὶ αἴρει τὸν λόγον τὸν ἐσπαρμένον ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν.  16 καὶ οὗτοι ὁμοίως εἰσὶν οἱ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπειρόμενοι, οἳ ὅταν ἀκούσωσι τὸν λόγον, εὐθὺς μετὰ χαρᾶς λαμβάνουσιν αὐτόν,  17 καὶ οὐκ ἔχουσι ρίζαν ἐν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ πρόσκαιροί εἰσιν· εἶτα γενομένης θλίψεως ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον, εὐθὺς σκανδαλίζονται.  18 καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ εἰς τὰς ἀκάνθας σπειρόμενοι, οἱ τὸν λόγον ἀκούοντες,  19 καὶ αἱ μέριμναι τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν λόγον, καὶ ἄκαρπος γίνεται.  20 καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρέντες, οἵτινες ἀκούουσι τὸν λόγον καὶ παραδέχονται, καὶ καρποφοροῦσιν ἐν τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατόν.  13 Και τους λέει: «Δεν καταλαβαίνετε την παραβολή αυτή, και τότε πώς όλες τις παραβολές θα καταλάβετε;  14 Ο σπορέας σπέρνει το λόγο.  15 Και αυτοί είναι όσοι έπεσαν δίπλα στην οδό: είναι οι άνθρωποι όπου σπέρνεται ο λόγος, αλλά όταν τον ακούσουν, ευθύς έρχεται ο Σατανάς και αφαιρεί το λόγο τον σπαρμένο σ’ αυτούς.  16 Και όσοι σπέρνονται στα πετρώδη εδάφη είναι αυτοί που, όταν ακούσουν το λόγο, ευθύς με χαρά τον λαβαίνουν,  17 όμως δεν έχουν ρίζα μέσα τους αλλά είναι πρόσκαιροι. Έπειτα, όταν γίνει θλίψη ή διωγμός εξαιτίας του λόγου, ευθύς σκανδαλίζονται.  18 Και άλλοι είναι που σπέρνονται στα αγκάθια: αυτοί είναι όσοι το λόγο τον άκουσαν,  19 αλλά οι μέριμνες του αιώνα και η απάτη του πλούτου και οι επιθυμίες που μπαίνουν μέσα τους για τα λοιπά πράγματα συμπνίγουν το λόγο και γίνεται άκαρπος.  20 Και όσοι σπάρθηκαν στη γη την καλή είναι εκείνοι οι οποίοι ακούνε το λόγο και τον παραδέχονται και καρποφορούν, ο ένας τριάντα και ο άλλος εξήντα και ο άλλος εκατό». 
Το φως κάτω από το μόδι
21 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· μήτι ἔρχεται ὁ λύχνος ἵνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην; οὐχ ἵνα ἐπὶ τὴν λυχνίαν ἐπιτεθῇ;  22 οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ φανερωθῇ, οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ᾿ ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν.  23 εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω.  24 Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· βλέπετε τί ἀκούετε. ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν, καὶ προστεθήσεται ὑμῖν τοῖς ἀκούουσιν.  25 ὃς γὰρ ἂν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ· καὶ ὃς οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ.  21 Και τους έλεγε: «Μήπως ετοιμάζεται ο λύχνος για να τεθεί κάτω από το μόδι ή κάτω από το κρεβάτι; Δεν ετοιμάζεται για να τεθεί πάνω στο λυχνοστάτη;  22 Γιατί δεν υπάρχει κρυφό που να μη φανερωθεί, ούτε έγινε απόκρυφο παρά για να έρθει στο φανερό.  23 Αν κάποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει».  24 Και τους έλεγε: «Προσέχετε τι ακούτε. Με όποιο μέτρο μετράτε θα μετρηθεί σ’ εσάς και θα σας προστεθεί.  25 Γιατί σ’ όποιον έχει θα του δοθεί. αλλά σ’ όποιον δεν έχει, και αυτό που έχει θα αφαιρεθεί από αυτόν». 
Η παραβολή του σπόρου που αυξάνεται
26 Καὶ ἔλεγεν· οὕτως ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἂν ἄνθρωπος βάλῃ τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς,  27 καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ ὁ σπόρος βλαστάνῃ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός.  28 αὐτομάτη γὰρ ἡ γῆ καρποφορεῖ, πρῶτον χόρτον, εἶτα στάχυν, εἶτα πλήρη σῖτον ἐν τῷ στάχυϊ.  29 ὅταν δὲ παραδῷ ὁ καρπός, εὐθέως ἀποστέλλει τὸ δρέπανον, ὅτι παρέστηκεν ὁ θερισμός.  26 Και έλεγε: «Έτσι είναι η βασιλεία του Θεού: όπως ένας άνθρωπος που έριξε το σπόρο στη γη  27 και κοιμάται και σηκώνεται νύχτα και ημέρα, και ο σπόρος βλασταίνει και μεγαλώνει με τρόπο που αυτός δεν ξέρει.  28 Αυτόματα η γη καρποφορεί, πρώτα χορτάρι, έπειτα στάχυ, έπειτα πλήρες σιτάρι μέσα στο στάχυ.  29 Όταν λοιπόν παραδοθεί ώριμος ο καρπός, ευθύς αποστέλλει το δρεπάνι, γιατί έχει έρθει ο θερισμός». 
Η παραβολή του κόκκου του σιναπιού
30 Καὶ ἔλεγε· πῶς ὁμοιώσωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; ἢ ἐν τίνι παραβολῇ παραβάλωμεν αὐτήν;  31 ὡς κόκκον σινάπεως, ὃς ὅταν σπαρῇ ἐπὶ τῆς γῆς, μικρότερος πάντων τῶν σπερμάτων ἐστὶ τῶν ἐπὶ τῆς γῆς·  32 καὶ ὅταν σπαρῇ, ἀναβαίνει καὶ γίνεται μείζων πάντων τῶν λαχάνων, καὶ ποιεῖ κλάδους μεγάλους, ὥστε δύνασθαι ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνοῦν.  30 Και έλεγε: «Πώς να παρομοιάσουμε τη βασιλεία του Θεού ή με ποια παραβολή να την παραθέσουμε;  31 Είναι σαν κόκκος σιναπιού που, όταν σπαρθεί στη γη, είναι μικρότερος από όλους τους σπόρους που βρίσκονται στη γη.  32 Και όταν σπαρθεί, αυξάνει και γίνεται το μεγαλύτερο από όλα τα λάχανα, και κάνει μεγάλα κλαδιά, ώστε τα πετεινά του ουρανού να δύνανται να φωλιάζουν κάτω από τη σκιά του». 
Ο τρόπος χρήσεως των παραβολών
33 Καὶ τοιαύταις παραβολαῖς πολλαῖς ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον, καθὼς ἠδύναντο ἀκούειν,  34 χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον· κατ᾿ ἰδίαν δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπέλυε πάντα.  33 Και με τέτοιες πολλές παραβολές τους μιλούσε το λόγο του Θεού, καθώς μπορούσαν να ακούνε.  34 Και χωρίς παραβολή δεν τους μιλούσε, αλλά ιδιαιτέρως στους δικούς του μαθητές τα επέλυε όλα. 
Η κατάπαυση της τρικυμίας
35 Καὶ λέγει αὐτοῖς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψίας γενομένης· διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν.  36 καὶ ἀφέντες τὸν ὄχλον παραλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς ἦν ἐν τῷ πλοίῳ· καὶ ἄλλα δὲ πλοῖα ἦν μετ᾿ αὐτοῦ.  37 καὶ γίνεται λαῖλαψ ἀνέμου μεγάλη, τὰ δὲ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτὸ βυθίζεσθαι.  38 καὶ ἦν αὐτὸς ἐπὶ τῇ πρύμνῃ ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον καθεύδων· καὶ διεγείρουσιν αὐτὸν καὶ λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα;  39 καὶ διεγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ εἶπε τῇ θαλάσσῃ· σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη.  40 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε οὕτω; πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν;  41 καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;  35 Και τους λέει εκείνη την ημέρα, όταν βράδιασε: «Ας περάσουμε αντίπερα στη λίμνη».  36 Και αφού άφησαν το πλήθος, παραλαβαίνουν αυτόν όπως ήταν μέσα στο πλοίο. και άλλα πλοία ήταν μαζί του.  37 Και γίνεται λαίλαπα μεγάλη από άνεμο και τα κύματα ρίχνονταν πάνω στο πλοίο, ώστε ήδη το πλοίο να γεμίζει νερά.  38 Αλλά αυτός ήταν στην πρύμη πάνω στο προσκεφάλι και κοιμόταν. Και τον ξυπνούν και του λένε: «Δάσκαλε, δε σε μέλει που χανόμαστε;»  39 Και αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και είπε στη θάλασσα: «Σώπα, φιμώσου». Και κόπασε ο άνεμος και έγινε μεγάλη γαλήνη.  40 Και τους είπε: «Γιατί είστε δειλοί; Ακόμα δεν έχετε πίστη;»  41 Και φοβήθηκαν με φόβο μεγάλο και έλεγαν ο ένας προς τον άλλο: «Ποιος άραγε είναι αυτός που και ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούνε;» 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ
1  2  3  4  5  6  7  8  9  10  11  12  13  14  15  16