Η. Νὰ μὴν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτό του
Νὰ μὴν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτό του
Νὰ μὴν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτό του σὲ τίποτε, ἀλλὰ γιὰ ὅλα νὰ συμβουλεύεται τοὺς διακριτικοὺς πατέρες καὶ νὰ ἐξομολογεῖται καθαρὰ τὰ μυστικά της καρδιᾶς του.
Ἀπὸ τὸν ἅγιο Βαρσανούφιο
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰωάννη τὸν προφήτη:
- Γιὰ ὅλους τοὺς λογισμούς, ποὺ ξεφυτρώνουν στὴν καρδιά μου, πρέπει νὰ ρωτάω τοὺς γέροντες;
- Δὲν εἶναι ἀνάγκη, ἀπάντησε ὁ γέροντας, νὰ ρωτάει κανεὶς γιὰ ὅλους τοὺς λογισμοὺς ποὺ περνοῦν ἀπὸ τὴν καρδιά, γιατὶ φεύγουν καὶ χάνονται. Νὰ ρωτάει μόνο γι᾿ αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἐπιμένουν καὶ πολεμοῦν.
Συμβαίνει, θὰ λέγαμε, μὲ τοὺς λογισμοὺς ὅ,τι καὶ μὲ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ βρίζεται ἀπὸ πολλούς, ἀλλ᾿ ἀγνοεῖ καὶ προσπερνάει τὶς ὕβρεις.
Τότε δὲν κάνει καμιὰ ἐνέργεια. Ἂν ὅμως κάποιος (ἀπὸ τοὺς ὑβριστές του) στραφεῖ ἐναντίον του καὶ τὸν πολεμήσει, τότε τὸν καταγγέλλει στὶς ἀρχές. Ἔρχεται δηλαδὴ στὸν ἄρχοντα καὶ ὑποβάλλει μήνυση ἐναντίον ἐκείνου ποὺ τὸν πολέμησε.
Ἔτσι γίνεται καὶ μὲ τοὺς λογισμούς:
Πρέπει νὰ κάνουμε στοὺς γέροντες ἐξαγόρευση ἐκείνων μονάχα ποὺ μᾶς πολεμοῦν ἢ μένουν μέσα μας πολὺν καιρό.
Τοῦ ἀββᾶ Κασσιανοῦ
Δεῖγμα ἀληθινῆς ταπεινώσεως εἶναι τὸ νὰ φανερώνουμε στοὺς πατέρες ὄχι μόνο ὅσα κάνουμε, ἀλλὰ καὶ ὅσα σκεφτόμαστε. Γιατὶ αὐτὸς ὁ τρόπος προετοιμάζει τὸ μοναχὸ γιὰ νὰ βαδίσει τὸ σωστὸ δρόμο χωρὶς βλάβη καὶ ἐμπόδιο. Εἶναι ἀδύνατον σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ρυθμίζει τὴ ζωή του σύμφωνα μὲ τὴν κρίση καὶ τὴ γνώμη τῶν προχωρημένων πατέρων, νὰ πέσει σὲ ἀπάτη τῶν δαιμόνων. Καὶ αὐτὴ καθεαυτή, ἄλλωστε, ἡ φανέρωση καὶ ἡ ἀποκάλυψη στοὺς πατέρες τῶν πονηρῶν σκέψεων, τὶς μαραίνει καὶ τὶς ἐξασθενίζει. Ὅπως τὸ φίδι, ὅταν τὸ βγάλεις ἀπὸ μία σκοτεινὴ τρύπα στὸ φῶς, τρέχει γιὰ νὰ σωθεῖ καὶ νὰ ἐξαφανιστεῖ, ἔτσι καὶ οἱ πονηροὶ λογισμοί, ὅταν φανερωθοῦν μὲ τὴν εἰλικρινῆ ὁμολογία καὶ ἐξαγόρευση, φεύγουν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν ἄλλη ὁδὸς σωτηρίας ἀπὸ τὴν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν στοὺς πατέρες καὶ τὴ μὴ καταφρόνηση τῆς παραδόσεως τῶν προγόνων. Γιατὶ καὶ αὐτοὶ δὲν κινήθηκαν ἀπὸ τὴ δική τους θέληση, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ τὶς θεόπνευστες Γραφὲς γιὰ νὰ παραδώσουν στοὺς μεταγενέστερους (αὐτὴ τὴ συνήθεια), τὸ νὰ συμβουλεύονται (δηλαδὴ) τοὺς προοδευμένους (στὴν ἀρετή). Αὐτὸ μποροῦμε νὰ τὸ μάθουμε καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα μέρη τῆς θεόπνευστης Γραφῆς, προπαντὸς ὅμως ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ ἁγίου Σαμουὴλ τοῦ προφήτη. Αὐτός, ἂν καὶ (ἀφιερώθηκε) ἀπὸ νήπιο στὸ Θεὸ ἀπὸ τὴ μητέρα του καὶ ἀξιώθηκε νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, δὲν πίστεψε στὸ λογισμό του. Μολονότι μία καὶ δυὸ φορὲς τὸν κάλεσε ὁ Θεός, τρέχει πρὸς τὸν γέροντα Ἠλεί, παίρνει ὁδηγίες ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ τὸν συμβουλεύεται πῶς ν᾿ ἀποκρίνεται στὸ Θεὸ (Α´ Βασ. 3:9). Καὶ ἐκεῖνον, ποὺ τὸν διάλεξε ὁ Θεὸς σὰν ἄξιό Του, θέλει μὲ τοὺς κανόνες καὶ τὴ διδαχὴ τοῦ γέροντα νὰ καθοδηγεῖται, κι ἔτσι νὰ ὁδηγηθεῖ στὴν ταπείνωση. Μὰ καὶ τὸν Παῦλο, ποὺ τὸν κάλεσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ συνομίλησε μαζί του, ἐνῷ μποροῦσε ἀμέσως νὰ τοῦ ἀνοίξει τὰ μάτια καὶ νὰ τοῦ δείξει τὴν ὁδὸ τῆς τελειότητας, τὸν στέλνει στὸν Ἀνανία καὶ τὸν βεβαιώνει ὅτι θὰ μάθει ἀπ᾿ αὐτὸν τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας, λέγοντας: «Εἴσελθε εἰς τὴν πόλιν, καὶ λαληθήσεταί σοι τί σὲ δεῖ ποιεῖν» (Πράξ. 9:6). Μὲ τοῦτα μᾶς διδάσκει ν᾿ ἀκολουθοῦμε τὶς ὁδηγίες τῶν προοδευμένων. Ἀφοῦ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος τὸ διδάχθηκε αὐτό, τὸ ἐκπλήρωνε ἔπειτα μὲ τὰ ἔργα του, ἐφόσον γράφει γιὰ τὸν ἑαυτό του: «Ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα ἰδεῖν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον, καὶ ἀνεθέμην αὐτοῖς τὸ εὐαγγέλιον ὃ κηρύσσω, μήπως εἰς κενὸν τρέχω ἢ ἔδραμον» (πρβλ. Γάλ. 1:18-19, 2:2). Ἀλίμονο! Τὸ «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», αὐτὸς ποὺ ἀνυψώθηκε ὡς τὸν τρίτο οὐρανὸ καὶ ἄκουσε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεὸ «ἄρρητα ρήματα», αὐτός, ποὺ πάντα τὸν συνόδευε ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, βεβαιώνοντας τὸ λόγο τῆς διδαχῆς του μὲ τὰ θαύματα ποὺ ἀκολουθοῦσαν, αὐτὸς ὁμολογεῖ πὼς εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὶς συμβουλὲς τῶν ἀποστόλων ποὺ προηγήθηκαν. Ποιὸς λοιπὸν εἶναι τόσο ἀλαζόνας καὶ ὑπερήφανος, ὥστε νὰ μὴ φρίττει ἀκούγοντας αὐτά, καὶ νὰ μὴ φοβᾶται ν᾿ ἀκολουθεῖ τὴ γνώμη του ὅπως φοβᾶται τὴ φωτιὰ τῆς γέεννας καὶ τὴν αἰώνια κόλαση; Γιατὶ σὲ κανέναν ὁ Κύριος δὲν ἀποκαλύπτει τὸ δρόμο τῆς τελειότητας, παρὰ μόνο ἂν ὁδηγηθεῖ σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ πνευματικοὺς πατέρες. Ὅπως μᾶς παραγγέλλει καὶ μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη:
«Ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι» (Δευτ. 32:7).
Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ
Ἀδελφέ, ἂν σφάλεις σ᾿ ἕνα πρᾶγμα, μὴν πεῖς ψέματα ἀπὸ ντροπή, ἀλλὰ βάλε μετάνοια λέγοντας (στὸν πλησίον), «Συγχώρεσέ με», καὶ τὸ σφάλμα σου ἐξαφανίζεται. Μὴν ἔχεις ἄλλα στὸ στόμα σου καὶ ἄλλα στὴν καρδιά σου, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται, ὅλα τὰ βλέπει, καὶ τὰ κρυφὰ καὶ τὰ φανερά. Κάθε λογισμὸ λοιπὸν καὶ κάθε θλίψη καὶ κάθε θέλημά σου καὶ κάθε ὑποψία σου μὴν τὰ κρύψεις, ἀλλὰ φανέρωσέ τα ἐλεύθερα στὸ γέροντά σου. Καὶ ὅ,τι ἀκοῦς ἀπ᾿ αὐτόν, φρόντιζε νὰ τὸ ἐφαρμόζεις μὲ πίστη. Ἔτσι ὁ πόλεμος γίνεται ἐλαφρότερος. Γιατὶ χαρὰ ἀλλοῦ δὲν βρίσκουνε τὰ πονηρὰ πνεύματα, παρὰ στὸν ἄνθρωπο ποὺ κρατάει κρυφοὺς τοὺς λογισμούς του, εἴτε εἶναι καλοὶ εἴτε κακοί.
Παράδωσε τὴν καρδιά σου στὴν ὑπακοὴ τῶν πατέρων σου, καὶ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ κατοικήσει μέσα σου. Μὴ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου συνετό, γιὰ νὰ μὴν πέσεις στὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν σου. Τὸ νὰ σωπαίνεις καὶ νὰ μὴν ἐξαγορεύεις τοὺς λογισμούς σου, δείχνει ὅτι ζητᾷς τὴν τιμὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν ἄθλια δόξα του. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔχει τὸ θάρρος νὰ ἐξαγορεύει τοὺς λογισμούς του στοὺς πατέρες του, τοὺς διώχνει μακριά του. Πάντα νὰ παίρνει τὴ συμβουλὴ τῶν πατέρων σου, καὶ θὰ εἶσαι σ᾿ ὅλη σου τὴ ζωὴ ἀναπαυμένος.
Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Ἐπισκεφθήκαμε κάποτε ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες καὶ τὸν ρωτήσαμε:
- Ἂν κάποιος, ποὺ πειράζεται ἀπὸ ἕναν λογισμὸ καὶ βλέπει ὅτι νικιέται, διαβάζει συχνὰ-πυκνὰ ὅσα εἶπαν οἱ πατέρες γιὰ τὸ λογισμὸ αὐτὸ καὶ προσπαθεῖ νὰ τὰ ἐφαρμόσει, χωρὶς ὅμως νὰ τὸ κατορθώνει ἀπόλυτα, τί εἶναι προτιμότερο, νὰ φανερώσει σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πατέρες τὸ λογισμό του ἢ νὰ προσπαθήσει μόνος του νὰ ἐφαρμόσει ὅσα διάβασε καὶ νὰ περιοριστεῖ στὴν πληροφορία τῆς δικῆς του συνειδήσεως;
- Ἔχει ὑποχρέωση, ἀπάντησε ὁ γέροντας, νὰ φανερώσει τὸ λογισμό του σὲ ἄνθρωπο ποὺ θὰ μπορέσει νὰ τὸν ὠφελήσει, καὶ νὰ μὴ βασιστεῖ μόνο στὸν ἑαυτό του. Γιατὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ βοηθήσει τὸν ἑαυτό του, ὅταν μάλιστα ταλαιπωρεῖται ἀπὸ τὰ πάθη.
Νὰ τί συνέβη σὲ μένα ὅταν ἤμουνα νέος:
Εἶχα ἕνα ψυχικὸ πάθος ποὺ μὲ νικοῦσε. Ἀκούγοντας λοιπὸν ὅτι ὁ ἀββᾶς Ζήνων εἶχε θεραπεύσει πολλούς, ποὺ ἦταν σὲ παρόμοια κατάσταση, ἀποφάσισα νὰ πάω καὶ νὰ τοῦ μιλήσω. Ὁ σατανᾶς ὅμως μὲ ἐμπόδιζε, βάζοντάς μου τὴ σκέψη: «Ἀφοῦ ξέρεις τί πρέπει νὰ κάνεις, ἐφάρμοσε ὅσα διαβάζεις, γιατί νὰ πᾶς καὶ νὰ ἐνοχλήσεις τὸ γέροντα;» Κάθε φορὰ ποὺ ἀποφάσιζα, ὡστόσο, νὰ ἐπισκεφθῶ τὸ γέροντα καὶ νὰ τοῦ μιλήσω, ὁ πόλεμος τοῦ πάθους ὑποχωροῦσε, μὲ τέχνασμα τοῦ πονηροῦ, γιὰ νὰ μὴν πάω. Καὶ ὅταν ἔπαιρνα τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν πάω, κυριευόμουνα πάλι ἀπὸ τὸ πάθος. Σ᾿ αὐτὴ τὴν παγίδα μ᾿ ἔριχνε πολὺ καιρὸ ὁ ἐχθρός, ποὺ δὲν ἤθελε νὰ φανερώσω τὸ πάθος στὸ γέροντα. Ἀλλὰ καὶ πολλὲς φορές, ποὺ πῆγα ἀποφασισμένος νὰ τοῦ πῶ τὸ λογισμό μου, ὁ ἐχθρὸς δὲν μὲ ἄφηνε, γεννώντας μέσα στὴ καρδιά μου ντροπὴ καὶ λέγοντάς μου μυστικά:
«Ἀφοῦ ξέρεις πῶς πρέπει νὰ θεραπευθεῖς, τί χρειάζεται νὰ μιλήσεις σὲ κάποιον σχετικά; Ἄλλωστε ἐσὺ δὲν ἀδιαφορεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ξέρεις τί εἶπαν οἱ Πατέρες». Αὐτὰ μοῦ ἔβαζε στὸ νοῦ ὁ ἀντίπαλος, γιὰ νὰ μὴ φανερώσω τὸ πάθος στὸ γιατρὸ καὶ θεραπευθῶ.
Ὁ γέροντας, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ἐνῷ καταλάβαινε ὅτι εἶχα λογισμούς, δὲν μοῦ ἔκανε παρατήρηση, περιμένοντας νὰ τοὺς φανερώσω ὁ ἴδιος. Μὲ δίδασκε μόνο γιὰ τὸν σωστὸ τρόπο ζωῆς, καὶ μὲ ἄφηνε νὰ φύγω.
Κάποτε ὅμως, γεμάτος θλίψη, εἶπα μέσα μου:
«Ὡς πότε, ταλαίπωρη ψυχή μου, δὲν θὰ θέλεις νὰ γιατρευτεῖς; Ἄλλοι ἔρχονται στὸ γέροντα ἀπὸ μακριὰ καὶ θεραπεύονται, κι ἐσὺ δὲν ντρέπεσαι, νὰ ἔχεις κοντά σου τὸ γιατρὸ καὶ νὰ μὴ γίνεσαι καλά;»
Ζεστάθηκε ἔτσι ἡ καρδιά μου καὶ εἶπα μέσα μου:
«Ἂς πάω στὸ γέροντα, κι ἂν δὲν βρῶ κανέναν (ἄλλον) ἐκεῖ, θὰ καταλάβω πὼς εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ τοῦ ἀποκαλύψω τὸ λογισμό μου». Πράγματι, πῆγα καὶ δὲν βρῆκα κανέναν.
Ὁ γέροντας, ὅπως συνήθιζε, μὲ νουθέτησε γύρω ἀπὸ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς καὶ γιὰ τὸ πῶς θὰ καθαρθεῖ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ρυπαροὺς λογισμούς. Ἐγὼ ἀπὸ ντροπὴ δὲν τοῦ φανέρωσα πάλι τίποτα, κι ἑτοιμαζόμουνα νὰ φύγω. Σηκώθηκε, ἔκανε εὐχὴ καὶ μὲ ξεπροβόδιζε, βαδίζοντας μπροστά μου, ὡς τὴν ἐξώπορτα.
Τὸν ἀκολουθοῦσα ἀπὸ κοντά, ἐνῷ μὲ βασάνιζαν οἱ λογισμοί: Νὰ μιλήσω ἢ νὰ μὴ μιλήσω στὸ γέροντα;
Ἐκεῖνος στράφηκε, εἶδε πόσο βασανιζόμουν ἀπὸ τοὺς λογισμούς, μὲ χτύπησε στὸ στῆθος καὶ μοῦ εἶπε:
«Τί ἔχεις; Ἄνθρωπος εἶμαι κι ἐγώ!».
Μόλις εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, νόμισα πῶς ἡ καρδιά μου ἀνοίχτηκε.
Πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο στὰ πόδια του, παρακαλώντας τὸν μὲ δάκρυα:
«Ἐλέησέ με!».
«Τί ἔχεις;», μοῦ λέει ὁ γέροντας.
«Δὲν ξέρεις τί ἔχω;», ἀποκρίθηκα.
«Ἐσὺ πρέπει νὰ τὸ πεῖς!», εἶπε ἐκεῖνος.
Τότε λοιπόν, μὲ πολλὴ ντροπή, τοῦ ἐξομολογήθηκα τὸ πάθος μου. Καὶ μοῦ λέει:
«Γιατί ντρεπόσουνα νὰ μοῦ τὸ πεῖς τόσον καιρό; Δὲν εἶμαι κι ἐγὼ ἄνθρωπος; Θέλεις λοιπὸν νὰ σοῦ φανερώσω αὐτὸ ποῦ ξέρω;
Δὲν ἔχεις ἤδη τρία χρόνια, ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ μ᾿ αὐτοὺς τοὺς λογισμούς, καὶ δὲν τοὺς ἀναφέρεις;»
Τὸ ὁμολόγησα, κι ἔπεσα πάλι μπροστά του, παρακαλώντας τον:
«Ἐλέησέ με, γιὰ τὸν Κύριο!»
«Πήγαινε», μοῦ εἶπε, «μὴν παραμελεῖς τὴν προσευχή σου καὶ μὴν κατακρίνεις κανέναν».
Πῆγα πράγματι στὸ κελί μου καὶ ἀφοσιώθηκα μὲ ἐπιμέλεια στὴν προσευχή μου.
Μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντα, ποτὲ πιὰ δὲν ἐνοχλήθηκα ἀπὸ τὸ πάθος ἐκεῖνο.
***
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
- Ξέρω μοναχούς, ποὺ ἔπεσαν μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ἀσκητικοὺς κόπους κι ἔφτασαν ὡς τὴν παράκρουση, ἐπειδὴ στήριξαν τὶς ἐλπίδες τους μόνο στὸν ἀγῶνα τους καὶ δὲν ἔδωσαν σημασία στὴν ἐντολὴ Ἐκείνου, ποὺ εἶπε:
«Ἐπερώτησον τὸν πατέρα σου, καὶ ἀναγγελεῖ σοι, τοὺς πρεσβυτέρους σου, καὶ ἐροῦσί σοι» (Δευτ. 32:7).
***
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς:
- Ὁ μοναχὸς ποὺ ἔχει πνευματικὸ πατέρα, δὲν ἔχει ὅμως ὑπακοὴ καὶ ταπείνωση, καὶ αὐτόβουλα νηστεύει ἢ κάνει ὁτιδήποτε ἄλλο ποὺ θεωρεῖ καλό, δὲν θ᾿ ἀποκτήσει ποτὲ καμία ἀρετὴ οὔτε ξέρει τί εἶναι μοναχός.
***
Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Ἂν σ᾿ ἐνοχλοῦν ἀκάθαρτοι λογισμοί, μὴν τοὺς κρύψεις, ἀλλὰ πές τους ἀμέσως στὸν πνευματικό σου πατέρα καὶ ἔλεγξέ τους.
Γιατὶ ὅσο κρύβει ὁ ἄνθρωπος τοὺς λογισμούς του, τόσο πληθαίνουν καὶ δυναμώνουν.
Ὅπως δηλαδὴ τὸ φίδι, μόλις βγεῖ ἀπὸ τὴ φωλιά του, ἀμέσως φεύγει, ἔτσι καὶ ὁ πονηρὸς λογισμός, μόλις φανερωθεῖ, ἀμέσως χάνεται.
Καὶ ὅπως τὸ σκουλῆκι τρώει τὸ ξύλο, ἔτσι καὶ ὁ πονηρὸς λογισμὸς ἀφανίζει τὴν καρδιά.
Ὅποιος φανερώνει τοὺς λογισμούς του, γρήγορα θεραπεύεται. Ὅποιος ὅμως τοὺς κρύβει, πάσχει ἀπὸ ὑπερηφάνεια.