Μκ. γ' 1-35

Ο άνθρωπος με το ξερό χέρι
1 Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα.  2 καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς σάββασι θεραπεύσει αὐτόν, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ.  3 καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα· ἔγειρε εἰς τὸ μέσον.  4 καὶ λέγει αὐτοῖς· ἔξεστι τοῖς σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι; ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; οἱ δὲ ἐσιώπων.  5 καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη.  6 καὶ ἐξελθόντες οἱ Φαρισαῖοι εὐθέως μετὰ τῶν ῾Ηρῳδιανῶν συμβούλιον ἐποίουν κατ᾿ αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσι.  1 Και εισήλθε πάλι στη συναγωγή. Και ήταν εκεί ένας άνθρωπος έχοντας ξεραμένο το χέρι.  2 Και τον παρατηρούσαν αν θα τον θεραπεύσει το Σάββατο, για να τον κατηγορήσουν.  3 Και λέει στον άνθρωπο που είχε το ξερό χέρι: «Σήκω στο μέσο».  4 Και τους ρωτά: «Επιτρέπεται κανείς το Σάββατο να κάνει αγαθό ή να κακοποιήσει, να σώσει ζωή ή να σκοτώσει;» Εκείνοι σιωπούσαν.  5 Και αφού τους κοίταξε γύρω με οργή, λυπημένος συγχρόνως για την πώρωση της καρδιάς τους, λέει στον άνθρωπο: «Έκτεινε το χέρι σου». Και το εξέτεινε και αποκαταστάθηκε το χέρι του.  6 Και όταν εξήλθαν οι Φαρισαίοι, ευθύς έκαναν συμβούλιο μαζί με τους Ηρωδιανούς αποφασίζοντας εναντίον του, για να τον σκοτώσουν. 
Ένα μεγάλο πλήθος στην ακρογιαλιά
7 Καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνεχώρησε μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς τὴν θάλασσαν· καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἠκολούθησαν αὐτῷ,  8 καὶ ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων καὶ ἀπὸ τῆς ᾿Ιδουμαίας καὶ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου καὶ οἱ περὶ Τύρον καὶ Σιδῶνα, πλῆθος πολύ, ἀκούσαντες ὅσα ἐποίει, ἦλθον πρὸς αὐτόν.  9 καὶ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα πλοιάριον προσκαρτερῇ αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἵνα μὴ θλίβωσιν αὐτόν·  10 πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν, ὥστε ἐπιπίπτειν αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ ἅψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας·  11 καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, ὅταν αὐτὸν ἐθεώρουν, προσέπιπτον αὐτῷ καὶ ἔκραζον λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.  12 καὶ πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν αὐτὸν ποιήσωσι.  7 Και ο Ιησούς αναχώρησε προς τη λίμνη μαζί με τους μαθητές του, και πολύ πλήθος τους ακολούθησε από τη Γαλιλαία και από την Ιουδαία  8 και από τα Ιεροσόλυμα και από την Ιδουμαία και πέρα από τον Ιορδάνη, και πολύ πλήθος που κατοικούσε γύρω από την Τύρο και τη Σιδώνα ήρθε προς αυτόν, επειδή άκουγαν όσα έκανε.  9 Και είπε στους μαθητές του να παραμένει κοντά του ένα πλοιάριο, εξαιτίας του πλήθους, για να μην τον συνθλίβουν.  10 Γιατί πολλούς θεράπευσε, ώστε έπεφταν πάνω του για να τον αγγίξουν όσοι είχαν μάστιγες.  11 Και τα πνεύματα τα ακάθαρτα, όταν τον έβλεπαν, έπεφταν μπροστά του και έκραζαν λέγοντας: «Εσύ είσαι ο Υιός του Θεού».  12 Και πολύ τα επιτιμούσε, για να μην τον κάνουν φανερό. 
Η εκλογή των δώδεκα μαθητών
13 Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός, καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν.  14 καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν  15 καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια·  16 καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι Πέτρον,  17 καὶ ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ ᾿Ιακώβου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα Βοανεργές, ὅ ἐστιν υἱοὶ βροντῆς·  18 καὶ ᾿Ανδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον καὶ Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν καὶ ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ ᾿Αλφαίου καὶ Θαδδαῖον καὶ Σίμωνα τὸν Κανανίτην  19 καὶ ᾿Ιούδαν ᾿Ισκαριώτην, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν.  13 Και ανεβαίνει στο όρος και προσκαλεί όσους ήθελε αυτός, και πήγαν προς αυτόν.  14 Και διόρισε δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε “αποστόλους”, για να είναι μαζί του και για να τους αποστέλλει να κηρύττουν  15 και να έχουν εξουσία να βγάζουν τα δαιμόνια.  16 Και διόρισε τους δώδεκα, και επέθεσε στο Σίμωνα το όνομα Πέτρος,  17 και στον Ιάκωβο, το γιο του Ζεβεδαίου, και στον Ιωάννη τον αδελφό του Ιακώβου τους επέθεσε τότε τα ονόματα Βοανηργές, που σημαίνει “Γιοι Βροντής”.  18 Και διάλεξε επίσης τον Ανδρέα και το Φίλιππο και το Βαρθολομαίο και το Ματθαίο και το Θωμά και τον Ιάκωβο, το γιο του Αλφαίου, και το Θαδδαίο και το Σίμωνα τον Καναναίο  19 και τον Ιούδα Ισκαριώτη, ο οποίος και τον παράδωσε. 
Ο Ιησούς και ο Βεελζεβούλ
20 Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν.  21 καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη.  22 καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων καταβάντες ἔλεγον ὅτι Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια.  23 καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς· πῶς δύναται σατανᾶς σατανᾶν ἐκβάλλειν;  24 καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ᾿ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη·  25 καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ᾿ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ οἰκία ἐκείνη.  26 καὶ εἰ ὁ σατανᾶς ἀνέστη ἐφ᾿ ἑαυτὸν καὶ μεμέρισται, οὐ δύναται σταθῆναι, ἀλλὰ τέλος ἔχει.  27 οὐδεὶς δύναται τὰ σκεύη τοῦ ἰσχυροῦ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον τὸν ἰσχυρὸν δήσῃ, καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει.  28 ᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ αἱ βλασφημίαι ὅσας ἐὰν βλασφημήσωσιν.  29 ὃς δ᾿ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως·  30 ὅτι ἔλεγον, πνεῦμα ἀκάθαρτον ἔχει.  20 Και έρχεται σ’ έναν οίκο. και συνέρχεται πάλι το πλήθος, ώστε αυτοί να μη δύνανται μήτε άρτο να φάνε.  21 Και όταν το άκουσαν οι δικοί του, εξήλθαν για να τον κρατήσουν. γιατί έλεγαν ότι ήταν εκτός εαυτού.  22 Και οι γραμματείς που κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα έλεγαν ότι έχει το Βεελζεβούλ, και ότι μέσω του άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια.  23 Και τους προσκάλεσε και τους έλεγε με παραβολές: «Πώς δύναται Σατανάς να βγάζει Σατανά;  24 Και αν μια βασιλεία χωριστεί κατά του εαυτού της, εκείνη η βασιλεία δε δύναται να σταθεί.  25 Και αν μια οικία χωριστεί κατά του εαυτού της, εκείνη η οικία δε θα δυνηθεί να σταθεί.  26 Και αν ο Σατανάς σηκώθηκε κατά του εαυτού του και χωρίστηκε, δε δύναται να σταθεί, αλλά έχει τέλος.  27 Αλλά δε δύναται κανείς να εισέλθει στην οικία του ισχυρού και να λεηλατήσει τα σκεύη του, αν πρώτα δε δέσει τον ισχυρό, και τότε την οικία του θα τη λεηλατήσει.  28 Αλήθεια σας λέω ότι όλα τα αμαρτήματα και οι βλαστήμιες θα αφεθούν στους γιους των ανθρώπων, όσα κι αν βλαστημήσουν.  29 Όποιος όμως βλαστημήσει ενάντια στο Πνεύμα το Άγιο, δεν έχει άφεση στον αιώνα, αλλά είναι ένοχος αιώνιου αμαρτήματος».  30 Γιατί έλεγαν: «Έχει πνεύμα ακάθαρτο». 
Η μητέρα και οι αδελφοί του Ιησού
31 ῎Ερχονται οὖν ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ ἔξω ἑστῶτες ἀπέστειλαν πρὸς αὐτὸν φωνοῦντες αὐτόν.  32 καὶ ἐκάθητο περὶ αὐτὸν ὄχλος· εἶπον δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἔξω ζητοῦσί σε.  33 καὶ ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου;  34 καὶ περιβλεψάμενος κύκλῳ τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους λέγει· ἴδε ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου·  35 ὃς γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστί.  31 Και έρχεται η μητέρα του και οι αδελφοί του και, αφού στάθηκαν έξω, απέστειλαν μήνυμα προς αυτόν καλώντας τον.  32 Και γύρω του καθόταν πλήθος, και του λένε: «Ιδού, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου και οι αδελφές σου σε ζητούν έξω».  33 Και τότε αποκρίθηκε και τους λέει: «Ποια είναι η μητέρα μου και ποιοι οι αδελφοί μου;»  34 Και αφού κοίταξε ολόγυρα προς αυτούς που κάθονταν γύρω του κυκλικά, λέει: «Να η μητέρα μου και οι αδελφοί μου.  35 Γιατί όποιος κι αν κάνει το θέλημα του Θεού, αυτός είναι αδελφός μου και αδελφή και μητέρα». 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ
1  2  3  4  5  6  7  8  9  10  11  12  13  14  15  16