Γ. Πρέπει πάντοτε νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο
  1. Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα
  2. Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
  3. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό


Πρέπει πάντοτε νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο


Πρέπει πάντοτε νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο καὶ τὴ μέλλουσα κρίση, γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τὰ περιμένουν, εὔκολα κυριεύονται ἀπὸ τὰ πάθη.

Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα


Τρία πράγματα ἀποκτᾷ μὲ δυσκολία ὁ ἄνθρωπος - καὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ συντηροῦν ὅλες τὶς ἀρετές: τὸ πένθος, τὰ δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἡ θύμηση τοῦ θανάτου του. Γιατὶ ὅποιος καθημερινὰ συλλογίζεται τὸ θάνατο καὶ λέει στὸν ἑαυτό του, «Μόνο τὴ σημερινὴ μέρα ἔχω νὰ ζήσω σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο», αὐτὸς ποτὲ δὲν θ᾿ ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ὅποιος, ἀντίθετα, ἐλπίζει πὼς θὰ ζήσει πολλὰ χρόνια, αὐτὸς θὰ πέσει σὲ πολλὲς ἁμαρτίες.

Ὁ Θεὸς φροντίζει νὰ διατηρεῖ καθαρὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὸ δρόμο τῆς ζωῆς ἐκείνου, ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ δώσει λόγο γιὰ ὅλες του τὶς πράξεις στὸ Θεό. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀδιαφορεῖ λέγοντας, «Ἔχω καιρὸ ὡς τότε», βρίσκεται δίπλα στοὺς δαίμονες.

Κάθε μέρα, πρὶν πιάσεις δουλειά, νὰ θυμᾶσαι ποῦ βρίσκεσαι καὶ ποῦ πρόκειται νὰ πᾶς ὅταν χωριστεῖς ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ μὴν παραμελήσεις οὔτε μία μέρα τὴν ψυχή σου. Νὰ παρακολουθεῖ προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό σου, ὥστε πάντα νὰ θυμᾶται, πάντα νὰ ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια του τὸ θάνατο καὶ τὰ αἰώνια κολαστήρια καὶ ὅσους βασανίζονται καὶ ὑποφέρουν ἐκεῖ. Καὶ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου σὰν ἕναν ἀπὸ ἐκείνους μᾶλλον παρὰ ἀπὸ τοὺς ζωντανούς.

Ἀλίμονό μας! Ἐνῷ πρόκειται νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπου προσωρινὰ κατοικοῦμε, καταπιανόμαστε μὲ πολύχρονες φροντίδες γιὰ γήινα καὶ φθαρτὰ πράγματα. Καὶ στὸν καιρὸ τῆς ἀναπόφευκτης ἀναχωρήσεώς μας ἀπὸ δῶ, δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ κρατήσουμε τίποτα δικό μας.

Ἀλίμονό μας! Γιὰ κάθε πράξη τῆς ἐπίγειας ζωῆς, γιὰ κάθε ἀργὸ λόγο, γιὰ κάθε πονηρὸ καὶ ἀκάθαρτο λογισμό, γιὰ κάθε ἀναθύμηση τῆς ψυχῆς θὰ λογοδοτήσουμε στὸν φοβερὸ Δικαστῆ. Ὡστόσο, λὲς καὶ εἴμαστε ἀνεύθυνοι, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὶς ψυχές μας. Γι᾿ αὐτὸ μᾶς περιμένει ἐκεῖ ἡ ἄσβεστη φωτιὰ τῆς γέενας καὶ τὸ μακρινὸ σκοτάδι καὶ τὸ ἀκοίμητο σκουλῆκι καὶ ὁ θρῆνος καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν καὶ τὸ αἰώνιο ντρόπιασμα μπροστὰ σὲ ὅλα τὰ οὐράνια καὶ ἐπίγεια δημιουργήματα (Ματθ. 5:22, 8:12, Μάρκ. 9:43-48, Β´Θέσ. 1:8-10).

Ἀλίμονό μας! Τὰ κεντρίσματα καὶ τὰ δαγκώματα τῶν ψύλλων καὶ τῶν κοριῶν καὶ τῶν ψειρῶν καὶ τῶν μυγῶν καὶ τῶν κουνουπιῶν καὶ τῶν μελισσῶν δὲν τὰ ὑποφέρουμε. Δὲν φροντίζουμε ὅμως -οὔτε καὶ θέλουμε!- νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν νοητὸ δράκοντα, ποὺ καθημερινὰ μᾶς δαγκώνει καὶ μᾶς ρουφάει καὶ μᾶς καταπληγώνει ἀπὸ παντοῦ μὲ τὰ φαρμακερὰ κεντριὰ τοῦ θανάτου. Πῶς λοιπὸν θὰ μπορέσουμε νὰ ὑποφέρουμε τὶς φοβερὲς καὶ αἰώνιες τιμωρίες;

Τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ


Ἀδελφέ, νὰ περιμένεις κάθε μέρα τὸ θάνατό σου καὶ νὰ ἑτοιμάζεσαι κατάλληλα γιὰ τὴν πορεία ἐκείνη. Γιατὶ τὸ φοβερὸ πρόσταγμα θὰ ἔρθει ὅταν δὲν θὰ τὸ περιμένεις. Καὶ ἀλίμονο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ βρεθεῖ ἀνέτοιμος. Ἂν εἶσαι ἀκόμα νέος, ὁ ἐχθρὸς σοῦ σπέρνει συχνὰ λογισμοὺς σὰν κι αὐτόν: «Νέος εἶσαι ἀκόμη. Ἀπόλαυσε τὶς ἡδονές σου, καὶ στὰ γεράματά σου μετανοεῖς. Πόσους τάχα δὲν ξέρεις, ποὺ καὶ τὶς ἐπίγειες ἡδονὲς ἀπόλαυσαν καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ κέρδισαν ὕστερα μὲ τὴ μετάνοια; Τί θέλεις καὶ λιώνεις τὸ σῶμα σου ἀπὸ τόσο μικρὴ ἡλικία, μὲ κίνδυνο ν᾿ ἀρρωστήσεις;»

Ἐσὺ ὅμως ἐναντιώσου στὸν ἐχθρὸ καὶ πές του: «Διώκτη καὶ ἐχθρὲ τῆς ψυχῆς μου! Πάψε νὰ μοῦ βάζεις λόγια! Γιατὶ, ἂν μ᾿ ἁρπάξει ὁ θάνατος στὰ νιάτα μου καὶ δὲν προφτάσω νὰ γεράσω, τί θ᾿ ἀπολογηθῶ μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ; Νά, βλέπω πολλοὺς νεώτερους νὰ πεθαίνουν καὶ πολλοὺς ἡλικιωμένους νὰ ζοῦν πολλὰ χρόνια ἀκόμη. Ἄγνωστη εἶναι στοὺς ἀνθρώπους ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τους. Ἂν λοιπὸν μὲ προλάβει ὁ θάνατος, μπορῶ νὰ πῶ τότε στὸν Κριτὴ ὅτι μὲ πῆρε νέο, καὶ νὰ μ᾿ ἀφήσει γιὰ νὰ μετανοήσω; Μήπως πάλι δὲν βλέπω, πῶς δοξάζει ὁ Κύριος ὅσους Τὸν ὑπηρετοῦν ἀπὸ τὰ νιάτα ὡς τὰ γεράματά τους; Νά, στὸν προφήτη Ἱερεμία εἶπε: «Ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου καὶ ἀγάπης τελειώσεώς σου τοῦ ἐξακολουθεῖν σε ὀπίσω ἁγίου Ἰσραήλ» (πρβλ. Ἱερ. 2:2). Ἀντίθετα, ἐκεῖνον ποὺ συνεχῶς, ἀπὸ τὰ νιάτα ὡς τὰ γεράματά του, ἀκολούθησε τὸ λογισμὸ τῆς πλάνης, πῶς τὸν ἀποδοκίμασε ὁ προφήτης, ἂν καὶ νέος; «Πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν, νῦν ἤκασιν αἱ ἁμαρτίαι σου, ἂς ἐποίεις τὸ πρότερον» (Δαν. Σως.:52). Γι᾿αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μακαρίζει ἐκείνους ποὺ σηκώνουν τὸ ζυγὸ τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴ νεότητά τους (βλ. Θρ. Ἱερ. 3:27)… Φύγε λοιπὸν ἀπὸ κοντά μου, ἐργάτη τῆς ἀνομίας καὶ πονηρὲ σύμβουλε. Ὁ Κύριος καὶ Θεός μου νὰ διαλύσει τὶς δολοπλοκίες σου καὶ νὰ λυτρώσει κι ἐμένα ἀπὸ τὶς ἐπιβουλές σου, μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη Του».

Πάντα λοιπόν, ἀγαπητέ, νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου τὴν ἡμέρα τοῦ τέλους σου. Ὅταν φτάσεις πιὰ νὰ πέσεις στὴν ψάθα σου ψυχομαχώντας - ἀλίμονο, τί φόβος καὶ τρόμος ζώνει τὴν ψυχή σου τότε, καὶ μάλιστα ἂν ἔχει τὴ συνείδηση νὰ τὴν κατηγορεῖ!

Ἂν μὲν ἔχει κάνει κάτι καλὸ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, ἂν δηλαδὴ βάσταξε θλίψεις καὶ ἀτιμώσεις γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ ἔκανε ὅσα εἶναι εὐάρεστα σ᾿ Ἐκεῖνον, τότε μὲ πολλὴ χαρὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους στοὺς οὐρανούς. Γιατὶ ὅπως ὁ ἐργάτης ποὺ κοπιάζει στὴ δουλειὰ ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα, μ᾿ ἀπαντοχὴ περιμένει τὴ δωδέκατη ὥρα, γιὰ νὰ πάρει τὸ μεροκάματό του καὶ νὰ ξεκουραστεῖ μετὰ τὸ μόχθο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων περιμένουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Οἱ ψυχὲς ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι γεμάτες ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο μεγάλο τὴν ὥρα ἐκείνη. Γιατὶ ὅπως ὁ κατάδικος, ποὺ πιάστηκε ἀπὸ τοὺς φύλακες καὶ ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο, καρδιοχτυπάει καὶ τρέμει ὁλόκληρος στὴ σκέψη τῶν βασανιστηρίων ποὺ τὸν περιμένουν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἄδικων ἀνθρώπων συνταράζονται τότε, καθὼς βλέπουν πιὰ καθαρὰ τὸ ἀτέλειωτο μαρτύριο τῆς αἰώνιας φωτιᾶς καὶ τὶς ἄλλες τιμωρίες, τὶς παντοτινὲς καὶ ἀτερμάτιστες. Κι ἂν ὁ ἁμαρτωλὸς πεῖ τότε σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν σέρνουν, «Ἀφῆστε με γιὰ λίγο νὰ μετανοήσω», ὄχι μόνο δὲν θὰ τὸν ἀκούσει κανείς, ἀλλὰ θὰ τοῦ ποῦνε κιόλας: «Τότε ποὺ εἶχες καιρό, δὲν μετανοοῦσες. Καὶ τώρα βεβαιώνεις πὼς θὰ μετανοήσεις; Ὅταν τὸ στάδιο ἦταν ἀνοιχτὸ γιὰ ὅλους, δὲν ἀγωνίστηκες. Καὶ θέλεις ν᾿ ἀγωνιστεῖς τώρα, ποὺ κλείστηκαν ὅλες οἱ πύλες καὶ πέρασε ὁ καιρὸς τοῦ ἀγῶνα; Δὲν ἄκουσες τί εἶπε ὁ Κύριος; «Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν…» (Ματθ. 25:13).

Γνωρίζοντας ἀπὸ τώρα, ἀγαπητέ, αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια, ν᾿ ἀγωνίζεσαι ὅσο ἔχεις ἀκόμα καιρό. Καὶ νὰ διατηρεῖς ἄσβεστη πάντα τὴ λαμπάδα τῆς ψυχῆς σου μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Ἔτσι, ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Νυμφίος, θὰ βρεθεῖς ἕτοιμος καὶ θὰ μπεῖς μαζί Του στὸν νυφικὸ θάλαμο, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες παρθένες ψυχές, ποὺ ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του (πρβλ. Ματθ. 25:1-13).

Ἀπὸ τὸ Γεροντικό


Ἕνας γέροντας εἶπε:

- Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει κάθε ὥρα τὸ θάνατο μπροστὰ στὰ μάτια του, νικάει τὴ μικροψυχία».

***


Ἄλλος γέροντας εἶπε:

- Σὲ κάθε ἔργο ποὺ πρόκειται νὰ κάνεις, λέγε πάντα: «Ἂν μ᾿ ἐπισκεφθεῖ τώρα δὰ ὁ Θεός, τί γίνεται;»

Καὶ πρόσεξε τί θὰ σοῦ ἀποκριθεῖ ὁ λογισμός. Ἂν σὲ κατακρίνει, σταμάτησε ἀμέσως καὶ ματαίωσε τὸ ἔργο ποὺ ἔπιασες. Καταπιάσου μὲ ἄλλο, ποὺ θὰ τὸ τελειώσεις μὲ σιγουριά. Γιατὶ ὁ πνευματικὸς ἐργάτης πρέπει νὰ εἶναι κάθε ὥρα ἕτοιμος νὰ τραβήξει τὸ δρόμο του (πρὸς τὴν αἰωνιότητα). Εἴτε λοιπὸν κάθεσαι στὸ ἐργόχειρο εἴτε βαδίζεις στὸ δρόμο εἴτε τρῷς, τοῦτο λέγε πάντα μέσα σου:

«Ἂν αὐτὴ τὴ στιγμὴ μὲ καλέσει ὁ Θεός, τί γίνεται;» Βλέπε ὕστερα τί ἀπάντηση σοῦ δίνει ἡ συνείδησή σου καὶ κάνε χωρὶς χρονοτριβὴ ὅ,τι σοῦ λέει. Θέλοντας πάλι νὰ μάθεις ἂν ἐλεήθηκες, ξαναρώτησε τὴ συνείδησή σου. Καὶ μὴ σταματήσεις νὰ ρωτᾷς, ὥσπου νὰ πληροφορηθεῖ ἡ καρδιά σου καὶ νὰ σοῦ πεῖ ἡ συνείδησή σου: «Πιστεύουμε ὅτι ὁπωσδήποτε ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἐλεήσει».

Πρόσεχε ὅμως, μήπως ἡ καρδιά σου λέει αὐτὸ τὸ λόγο μὲ δισταγμό.

Γιατὶ κι ἂν ἀκόμα ἔχει ἐπιφυλακτικότητα ἴσαμε μία τρίχα, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μακριὰ ἀπὸ σένα.

***


Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος:

- Νὰ θυμᾶσαι πάντα τὴν αἰώνια κρίση καὶ νὰ μὴν ξεχνᾷς ὅτι θὰ πεθάνεις. Ἔτσι δὲν θὰ ὑπάρξει ἐνοχὴ στὴν ψυχή σου.

***


Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἠλίας:

- Ἐγὼ τρία πράγματα φοβᾶμαι πάντα:

Ὅταν θὰ βγαίνει ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅταν θὰ βρίσκομαι μπροστὰ στὸ Θεό, καὶ ὅταν θὰ βγεῖ ἡ ἀπόφαση ἐναντίον μου.

*****

[Περιεχόμενα] [01] [02] [03] [04] [05] [06] [07] [08] [09] [10] [11] [12] [13] [14] [15]