Νήψις εν ανθρώπω χρονίζουσα, ορθού και θεαρέστου βίου οδηγός γίνεται. τούτο και επίβασις θεωρίας, και το τριμερές της ψυχής δικαίως κινείν ημάς εκδιδάσκει, τας αισθήσεις τε ασφαλώς τηρείν.

Με την καινούρια αυτή πρόταση ο άγιος επανέρχεται στην κλίμακα των δωρεών της νήψεως. Επειδή η νήψις είναι μέθοδος και οδός, χρειάζεσαι οδηγό για να την ασκήσεις. Το θαυμαστό εδώ είναι ότι η ίδια γίνεται οδηγός και ταυτόχρονα ο τόπος όπου οδηγείσαι, με την έννοια ότι υπάρχει πλήρης ασφάλεια σε αυτόν τον δρόμο. Γίνεται, τρόπον τινά, η νήψις, το πρόσωπο που σου ομιλεί και σου εξηγεί, και έχεις κοινωνία μαζί του. Γι’ αυτό η θεότης – πολύ σπουδαίο αυτό – δεν είναι κάτι το αόριστο, δεν είναι κάποια πηγή ή αρχή, κάποια νεφελώδης ουσία, αλλά τρισυπόστατη ουσία, τρία Πρόσωπα που σε αγαπούν. είναι ο κτίστης σου, ο πλαστουργός σου, που έλαβε χουν και σου έφτιαξε τους αρμούς, τις φλέβες, τα νεύρα, τις σάρκες, τα οστά, που γνωρίζει ό,τι πνευματικό και υλικό υπάρχει μέσα σου, που σε σκέπτεται, σε βλέπει, σε καταλαβαίνει. Η νήψις είναι μεν ενέργεια που (σ.48) εκπηγάζει από την δική σου προσωπικότητα, από την δική σου καρδιά, την προσλαμβάνει όμως ο Θεός και γίνεται οδηγός σου.

Ορθού και θεαρέστου βίου οδηγός γίνεται. Πόσα χρόνια ταλαιπωρούμεθα για να ζήσουμε τον ορθό βίο της πίστεως! Ένας μάρτυς όμως, μέσα σε δυο λεπτά που θα τον βασανίσουν, γίνεται αμέσως ποιητής του Νόμου. Όποιος επίσης βαπτίζεται, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, όποια ηλικία κι αν έχει, μέσα σε μια στιγμή γίνεται άγιος, αγιώτερος όλων μας. Έτσι γίνεται και με την νήψη, που μας οδηγεί στον ορθό και θεάρεστο βίο, τον οποίο ανακαλύπτουμε στη ζωή μας.

Τούτο και επίβασις θεωρίας. Η νήψις δεν γίνεται μόνον οδηγός θεαρέστου βίου αλλά και αιτία, ώστε ο θεάρεστος βίος να γίνει επίβασις θεωρίας. Για την απόκτηση της κοσμικής γνώσεως, παλαιότερα διδασκόμεθα πρώτα την θεωρία και μετά την πράξη. πρώτα μαθαίναμε τους κανόνες της γραμματικής και κατόπιν τους χρησιμοποιούσαμε. Στον πνευματικό βίο όμως η πράξις μας οδηγεί στην γνώση των πραγμάτων και με αυτήν οδηγούμεθα στην θεωρία. Εν προκειμένω, η πράξις που εντυπώνεται και πραγματοποιείται δια της νήψεως στην ζωή μας, αυτή μας αποκαλύπτει όλη την γνώση, όλη την πνευματική φιλοσοφία, η οποία μας οδηγεί στην θεωρία, και έτσι γίνεται η πράξις επίβασις θεωρίας. Εγώ λοιπόν κάνω την νήψη, και η ζωή μου κτίζεται. και καθώς κτίζεται, υψώνεται. Η καθημερινή μου δηλαδή εμπειρία γίνεται ένας αναβατήρας, μία επίβασις και ανάβασις προς την θεωρία.

Επομένως η αφετηρία, το θεμέλιο, ή η πέτρα που ανεβαίνει κανείς για να αγναντέψει μακριά και να δει αν υπάρχουν εχθροί ή τι υπάρχει στον ουρανό – πως είναι η θεότητα, πως είναι οι άγγελοι-, να απολαύσει όλη αυτή την θεωρία, είναι η νήψις. Τούτο, όλη αυτή διενέργεια της νήψεως, γίνεται και επίβασις θεωρίας.

Αν χρειάζεται να ανεβείς σε μια κορυφή για να δεις τον Θεόν, εγώ, λέγει η νήψις, θα σε οδηγήσω, εγώ θα γίνω και η κορυφή, από την οποία θα δεις, θα θαυμάσεις και θα απολαύσεις τον Θεόν. Τουτέστιν, εγώ τα κάνω όλα: εγώ σε ανεβάζω, εγώ είμαι και ο υψηλός τόπος, το Θαβώρ από όπου μπορείς να δεις. εγώ είμαι που σου δίνω την δύναμη, εγώ είμαι και η αιτία και το αποτέλεσμα. Τούτο και επίβασις θεωρίας. Ενώ δηλαδή σε ανεβάζω, ταυτόχρονα γίνομαι και η σκάλα με την οποία ανεβαίνεις.

Και το τριμερές της ψυχής δικαίως κινείν ημάς εκδιδάσκει. Πως μπορούμε να κινούμε δικαίως το τριμερές της ψυχής μας; Πως μπορούμε να πηδαλιουχούμε έτσι την ζωή μας, ώστε ορθώς και θεαρέστως να βαδίζουμε; Και ποιο είναι το τριμερές της ψυχής;

Το τριμερές το εξετάζουμε από μια θεωρητική πλευρά, από την στροφή μας προς τον Θεόν, κι από μια πρακτική, από την ροπή μας προς τα πάθη, που ή τα κληρονομήσαμε ή τα καλλιεργήσαμε και είναι τα δικά μας κατορθώματα. Προκειμένου δε να κόψουμε τα πάθη, τα αντιμετωπίζουμε από τις τρεις πλευρές του ψυχικού κόσμου. Επειδή εδώ ο άγιος δεν αναφέρεται στην εσωτερική θεωρητική ζωή μας αλλά στην πορεία της νήψεως που συνιστά την πράξη, προφανώς εννοεί την τριμερή διαίρεση της ψυχής που αφορά τον αγώνα κατά των παθών, και είναι το λογιστικό, το θυμικό και το επιθυμητικό. Ας τα δούμε.

Το λογιστικό περιλαμβάνει το νόημα και τον λόγο, την λειτουργία του νου και της διανοίας – ας θυμηθούμε το εμπαθών νοημάτων και λόγων – και επιδρά αμεσώτατα σε όλη την ύπαρξή μας, δημιουργώντας έναν πόδα, μία εκβολή, το θυμικό. Αυτό αποτελεί το υπόστρωμα του ανθρώπου, το πως νοιώθω εγώ κάποιον ή κάτι, το τι πιστεύω, είναι δε γενικώς το περιεχόμενο της κρίσεώς μου, η ιδεολογία μου, η αίσθησις και η καρδιά μου. Το θυμκό γεννά εν συνεχεία το επιθυμητικό, τις επιθυμίες. Με το λογιστικό ελέγχουμε και καλλιεργούμε το θυμικό, τα ενδότερα της ψυχής μας, ό,τι έχουμε μέσα μας, και με το επιθυμητικό εκφράζουμε τα αποτελέσματα της εσωτερικής αυτής καλλιεργείας.

Πως όμως οφείλουμε να παλεύουμε, ώστε να κινούμε ορθά το τριμερές της ψυχής; Χρειάζεται να παίρνουμε αποφάσεις; Να αλλάζουμε τις ιδέες μας ή τις επιθυμίες μας; Αν ναι, ολόκληρη η ζωή μας δεν θα μας φθάσει, οπότε μετά θάνατον θα κάνουμε τον αγώνα και θα είναι πλέον αργά. Κάνουμε λοιπόν κάτι αποτελεσματικότερο: Ακολουθούμε την νήψη, η οποία στρέφει τις τρεις ψυχικές δυνάμεις μας ενοποιημένες προς τον Κύριον. Αλλά αυτό που κατ’ εξοχήν μένει σαν μια ακτίνα, σαν ένα φως, σαν μία κάτοψις του παντός, είναι ο νους, το ηγεμονικό του ανθρώπου, το οποίο εποπτεύει τα άρρητα του Θεού. Άρα, η ίδια η νήψις μας υποδεικνύει πως να κινούμε φυσιολογικά, δηλαδή πνευματικά, τα τρία μέρη της ψυχής μας, και αναμοχλεύει ότι υπάρχει μέσα μας.

Τας αισθήσεις τε ασφαλώς τηρείν. Εκτός από το τριμερές της ψυχής έχουμε και τις εξωτερικές αισθήσεις. εκείνο δουλεύει εσωτερικά, ενώ αυτές παίρνουν υλικό από έξω. Η νήψις μας διδάσκει και πάλι να προσέχουμε τα αισθητήριά μας, εάν θέλουμε να δουλεύουν αυτά για τον Χριστόν, για την σωτηρία μας, για την πνευματικότητά μας.
via