Γνώσίν τε ασφαλή Θεού του ακαταλήπτου οδευομένη χαρίζεται, καθ' όσον εφικτόν, και μυστηρίων θείων και αποκτύφων λύσιν.
Πόση παρηγοριά, πόση χαρά, τι μεγαλείο κρύβει αυτή η πρότασις! Άραγε, τι πιο λαχταριστό θα μπορούσαμε να επιθυμήσουμε; Τι καλύτερο θα μπορούσαμε να ζητήσουμε; Γιατί γεννηθήκαμε; Γιατί ζούμε; Τι σημαίνει ότι ο Θεός μας έπλασε από αγάπη; Μήπως μας έφερε σε αυτή τη ζωή για να είμεθα τάλανες; Για να βασανιζόμαστε; Για να παλεύουμε και ν’ αγκομαχούμε; Αυτή είναι η αγάπη του Θεού; Αν μας συγκινούσε λίγο η νήψις , θα ψηλαφούσαμε τον Θεόν, θα τον αισθανόμασταν, θα κοινωνούσαμε μαζί του, θα τον γνωρίζαμε.
Το ελκυστικό, το υπέροχο, το μοναδικό της φράσεως, "γνώσίν τε ασφαλή Θεού του ακαταλήπτου οδευομένη χαρίζεται, έγκειται στο ρήμα “χαρίζεται”, για να σου πει: Μη σε νοιάζει εσένα, μόνο ακολούθησε το δρόμο της νήψεως και αυτός θα σε βγάλει στην γνώση του Θεού. Μην αγωνιάς, διότι δεν θα κουρασθείς εσύ, δεν θα κτίσεις εσύ, ούτε με την δική σου νόηση θα φθάσεις εκεί. Δεν είναι ενέργεια του νου σου η γνώση του Θεού αλλά άρπαγμα του νου, είτε εν σώματι είτε εκτός του σώματος, όπως έλεγε κι ο Απ. Παύλος. Ηρπάγη ο απόστολος, του βούτηξε το νου ο Θεός. Αυτή δε η γνώσις, λέγει ο άγιος, δεν χαρίζεται στους τελείους, αλλά σε αυτόν που κάνει την νήψι.
Πως;
"Καθ' όσον εφικτόν". Δεν έχουμε όλοι μας την ίδια χωρητικότητα. Άλλο να είμαι 15 ετών έφηβος και να αρχίζω την λειτουργία αυτή, και διαφορετικό να είμαι 40. Δεν είναι το ίδιο όταν με αγνή και νεανική καρδιά πάω στο μοναστήρι και αρχίσω την νήψι, ή όταν πάω μετά από είκοσι χρόνια και πω, πέρασαν τώρα τα χρόνια μου, ας αρχίσω κι εγώ επιτέλους την νήψι. Έχω κουρασθεί από τη ζωή, έχω αποκτήσει άλλα βιώματα, έχασα τον καιρό. και όταν χάνουμε τον καιρό χάνουμε και τους καρπούς. Δεν είναι μικρή υπόθεσις αυτό. Επίσης παίζει ρόλο το πως ζήσαμε, το πως σκεφτόμαστε, το τι νοιώθουμε για τη ζωή, για το Θεό, για τον εαυτόν μας, πόση ταπείνωση έχουμε. Όλα αυτά δημιουργούν την δική μας δυνατότητα, την δική μας χωρητικότητα.
Γι’ αυτό δεν δίνει σε όλους ο Θεός την αυτή ποσότητα, ούτε την αυτή ποιότητα δωρεών. Το Πνεύμα το Άγιον κινείται με φιλανθρωπία προς τον άνθρωπο και αποβλέπει σε μένα, στο τι μπορώ εγώ να δουλέψω μέσα μου. Όπως ένας Γέροντας εκφράζει την υπέρτατη αγάπη του, όταν προσπαθεί να βρει ποιο διακόνημα κάνει πιο εύκολη την ζωή των υποτακτικών του, ποιο τους βοηθάει να μην έχουν λογισμούς, πειρασμούς, περισπασμούς, για να μπορούν να ασχολούνται με τον Χριστόν, το ίδιο κάνει και το Άγιο Πνεύμα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αγάπη από αυτήν. Διότι η προσευχή εξαρτάται από μένα, και βρύει μετά τα ιάματα ο Θεός. Η αγρυπνία τελείται από την Εκκλησία και εξαρτάται από την δική μου προσοχή. Ό,τι εξαρτάται από τον Γέροντα, είναι το διακόνημα που θα μου δώσει. γι’ αυτό μπορεί να δώσει απολογία στον Θεό. Αναπαύει εμένα πρακτική, κοινωνική ή απομονωτική εργασία; Θα μου δώσει αυτή που είναι το συμφέρον της ψυχής μου.
Έτσι κάνει και ο Θεός. Χαρίζεται καθ’ όσον εφικτόν, καθ’ όσον μπορούμε, καθ’ όσον χωρούμε, στην ουσία καθ’ όσον του ανοίγουμε εμείς χώρο, και καθ’ όσον ο ίδιος γνωρίζει και καταλαβαίνει. Δηλαδή, χαρίζεται ανάλογα με το δικό μας συμφέρον, διότι κατά κανόνα ισχύει το ότι δεν γνωρίζουμε τι ζητάμε από τον Θεό, γι’ αυτό και δεν λαμβάνουμε. Αν ζητούσαμε τα εφικτά, αυτά που μπορούμε να φθάσουμε εμείς, τότε ο Θεός θα μας τα έδινε αμέσως ή αργότερα.
Σε αυτό δεν μας εμποδίζει καθόλου ο χαρακτήρας μας, διότι δεν τον πλάσαμε εμείς. Εμείς ίσως να δουλέψαμε πάνω του και να τον αλλοιώσαμε, να τον αχρειώσαμε, ή πιθανόν να τον ενισχύσαμε. Η λέξις χαρακτήρας σημαίνει σφραγίδα, χάραγμα από το ρήμα χαράσσω. Ο χαρακτήρας μας είναι ένα σφράγισμα, ένα δούλεμα, ένα κατασκεύασμα του Θεού. Με τον χαρακτήρα που έχει ο καθένας μας, μπορεί να φθάσει στον ουρανό.
Εμείς όμως προβάλλουμε ως δικαιολογία τον χαρακτήρα μας για να διαβάλλουμε τον Θεόν, την Εκκλησία, το Σχήμα που φοράμε, για να καταργούμε την δόξα του Χριστού και να δίνουμε την χειρίστη εικόνα στους άλλους. Συχνά λέμε: Ο χαρακτήρας μου αυτός είναι, δεν με διευκολύνει, ούτε μπορώ να τον αλλάξω. Τι να κάνω; Έτσι όμως ενοχοποιούμε τον Θεό. μπορεί μάλιστα να φθάσουμε και στο σημείο να πούμε ότι δεν υπάρχει Θεός για μένα. Αλλά στην πραγματικότητα ο Θεός μου έδωσε το μόνο σφράγισμα που είναι για μένα ό,τι ακριβώς χρειάζεται η ψυχή μου για να φθάσει στα ουράνια μυστήρια, για τα οποία με έχει καλέσει.
"Καθ' όσον εφικτόν". Σημασία για την χώρηση της γνώσεως του Θεού έχουν ακόμη κι οι περιστάσεις: το διακόνημα, ο τόπος, το πως προσεύχομαι. Αλλοιώς μου καθίσταται εφικτός ο Θεός όταν λέγω την ευχή καθιστός σε σκαμνάκι, αλλοιώς όρθιος, αλλοιώς όταν βγω στην φύση και πω ρομαντικώς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν». Η φράσις λοιπόν “καθ’ όσον εφικτόν”, σημαίνει το πως δουλεύουμε εμείς, τι δίνουμε εμείς στον Θεόν, πως στεκόμαστε εμείς ενώπιόν Του. Βεβαίως πολλές από τις περιστάσεις είναι αντικειμενικές, χωρίς να μπορούμε εμείς να τις μεταβάλλουμε. Εν πολλοίς όμως μπορούν να ορίζονται και από εμάς, διότι εμείς δημιουργούμε τις προϋποθέσεις για τις συνθήκες της ζωής μας.
Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα εκ της θέσεως του Γέροντος για να καταλάβουμε την συμπεριφορά του Θεού. Σου αναθέτω κάποιο διακόνημα, και συ έχεις διαρκώς παράπονα εναντίον του Επιτρόπου. Του χρόνου επιβάλλεται να σε βγάλω από αυτό το διακόνημα, διότι διακονώ, σημαίνει υπηρετώ τον Θεόν. Επειδή δε ο Θεός είναι αόρατος, υπηρετώ τον ορατό άνθρωπο, την εικόνα του Θεού. Αλλά τις εικόνες και τα άγια λείψανα τα προσκυνάμε. Ο Γέροντας, ο Επίτροπος, ο Προϊστάμενος είναι εικόνες Θεού. Εάν εγώ φιλονικώ με τον Επίτροπο, είναι σαν να φιλονικώ με τον Θεό, διότι ο αόρατος Θεός εμψυχώνει το παν. Ο Γέροντας ή ο Επίτροπος είναι απλώς η ορωμένη σάρκα. Όπως καίγονται οι εικόνες, έτσι μπορεί και ο Γέροντας ή ο Επίτροπος να καεί, ο Θεός όμως δεν χάνεται. η δε τέφρα της εικόνος ή των τιμίων λειψάνων είναι αγιασμένη. Το ίδιο και ο πεπτωκώς Γέροντας ή ο πεπτωκώς Επίτροπος, ο άχρηστος, ο βλαξ, ο ηλίθιος, ο πεισματάρης, ο κακός, ο διεστραμμένος, είναι τέφρα που την αγίασε ο Θεός.
Τον επόμενο χρόνο σε βάζω σ’ ένα άλλο διακόνημα. Μου λες τότε εσύ, αυτό είναι δύσκολο, δεν μπορώ και κάνεις φασαρία. Γιατί ενεργείς έτσι; Αφού εσύ όδευσες προς το δεύτερο διακόνημα, μη ενεργώντας τα θεία. Εγώ σου το άλλαξα, για να δω μήπως το νέο σε αναπαύσει. Έτσι κάνει και ο Θεός. Δοκιμάζει τι να μας δώσει, πως να μας μιλήσει, από που να μας πιάσει, για να μας αναπαύσει. Να ξέραμε τι αγώνα κάνει ο Θεός για χάρη μας! Ανά πάσα στιγμή προσπαθεί να βρει το καλύτερο, που θα μπορεί να μας αναπαύσει.
Τις συνθήκες λοιπόν και τις περιστάσεις της ζωής μας τις καθορίζουμε εμείς, τις αντιμετωπίζουμε όμως σαν να μην προέρχονται από εμάς. Την ησυχία μας, την γαλήνη μας, την χαρά μας, την στενοχώρια μας, την άνεσή μας, την θλίψη μας, τα πάντα εμείς τα δημιουργούμε εντός μας, ανάλογα με τον τρόπο που φερόμεθα προς τον Θεόν.
“Γνώσιν τε ασφαλή Θεού του ακαταλήπτου χαρίζεται”. Ο Θεός είναι ακατάληπτος. Ποιος μπορεί να τον καταλάβει; Το μόνο που καταλαβαίνουμε, λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, είναι η ακαταληψία του Θεού. Γίνεται όμως καταληπτός, χαρίζεται. εκεί που κάθεσαι, ξαφνικά τον βρίσκεις. Ανοίγει αστραπιαία ο νους σου – το πνεύμα, όχι το μυαλό -, και νοιώθεις ότι κατέκτησες την γνώση του Θεού, την οποία δίνει το Άγιο Πνεύμα σε εκείνον που είναι τριανταοκτώ χρόνια παράλυτος και θέλει να περπατήσει. Του λύνει τότε όλες τις αγκυλώσεις του σώματος και της ψυχής, του συγχωρεί τις αμαρτίες και του λέγει: Πάρε το κρεβάτι σου και περιπάτει.
Αλλά στον φυσιολογικό άνθρωπο δεν μπορεί να το κάνει αυτό ο Θεός, διότι πρέπει να το θελήσει ο ίδιος. Πως; Με το να εξασκήσει την νήψι, την πνευματική αυτή λειτουργία, η οποία είναι παρακολούθησις και όρασις του Αγίου Πνεύματος, και που τελικώς μου την χαρίζει ο Θεός, όπως μου χαρίζει και το φως του και μπορώ να τον βλέπω μυστικώς. Η νήψις γίνεται τότε για μένα ένα αισθητήριο όργανο, μία αίσθησις, κι εγώ μία παναίσθησις. Πιάνω πλέον όλον τον Θεόν και γίνομαι ένα νήπιο, ένα άκακο αρνίο, ενώ μέχρι χθες μπορεί να ήμουν ένας ακόλαστος. Γίνομαι παναίσθησις γιατί κατέχω όλον τον Θεόν.
Στην όραση και στην γνώση του Θεού συμμετέχει ακόμη και η σάρκα, η οποία αγάλλεται. Αγάλλεται η γλώσσα, σκιρτά η σάρκα όπως τα ζαρκάδια, συμμετέχει όλος ο άνθρωπος σε αυτή την κοινωνία της Θεότητος. «Ακατάληπτον εστί τι τελούμενον εν σοι», λέγει ο μελωδός και ποιητής των μεγαλυναρίων της Υπαπαντής. «Το τελούμενον», που είναι η κοινωνία, η συνάφεια της Παναγίας, τουτέστι του ανθρώπου με τον Θεόν, είναι ακατάληπτο για μας, τελείται όμως μέσα μας. Αυτό το ακατάληπτο γίνεται καταληπτό δια της κοινωνίας μας με τον Θεόν. Και τι ενώνει τα χέρια μας, τις δύο φύσεις; Η νήψις. Ώστε εμείς είναι ανάγκη να ανοίξουμε κάποιον δρόμο, να χρησιμοποιήσουμε κάποια μέθοδο, και τότε ο Θεός ρίχνει τον σπόρο.
“Χαρίζεται γνώσίν τε ασφαλή Θεού”. Δεν εννοεί βεβαίως την φυσική γνώση. Όλοι έχουμε μία γνώση εκ φύσεως, την οποία αποκτούμε από την σύλληψη και κυοφορία μας. Μέσα στην κοιλία της μητέρας το έμβρυο έχει γνώση των απορρήτων του Θεού, η οποία εν συνεχεία καλλιεργείται. Έχοντας δε γνώση του Θεού, έχει και αίσθηση και κοινωνία και μετάληψη του Θεού, ακόμη και συμμετοχή σε όσα συμβαίνουν στην μητέρα. Ωχριά η μητέρα; Ωχριά μέσα στην κοιλία και το έμβρυο. Συγκρούεται η μητέρα με τον άνδρα της; Το καταλαβαίνει και το έμβρυο και φοβάται. και όταν γεννηθεί μια μέρα, θα γεννηθεί με τρόμο. θα συμβαίνει κάτι και θα τρομάζει. Χαίρεται η μητέρα; Αγαλλιά και ανασαίνει το έμβρυο. Η επιστήμη σήμερα με τα όργανά της μπορεί επακριβώς να παρακολουθήσει την πλήρη κοινωνία των βιωμάτων, ενεργημάτων και αισθημάτων μητρός και κυοφορουμένου.
Το έμβρυο έχει λοιπόν την εμπειρία όλων των παθών της ανθρωπίνης ζωής, παράλληλα όμως και την εμπειρία του Θεού, γιατί φέρει το θείο εμφύσημα. Και εάν εμείς σπέρνουμε τον γήινο σπόρο και τον παρακολουθούμε όταν φυτρώσει, τον σκαλίζουμε, τον ποτίζουμε, δεν θα έχει ο Θεός κοινωνία με το σπλάγχνο το οποίο γέννησε μέσα μας; Αδύνατον!
Γι’ αυτό και τα νεκρά έμβρυα, που εξέρχονται της κοιλίας χωρίς να δουν αυτήν την ζωή, γνωρίζουν τον Θεόν. Επομένως , έχουν την δυνατότητα να πάρουν μία θέση απέναντί Του, παρ’ ότι δεν περνούν από την γέφυρα αυτής της ψευτοζωής και του ψευτοθανάτου. Η ζωή μας είναι ψευτοζωή γιατί είναι θάνατος. Ο θάνατος όμως είναι πραγματική ζωή, το προχώρημα στη ζωή. Το νήπιο περνάει απ’ ευθείας στην αληθινή ζωή, στον ουρανό.
Άρα όλοι από τη σύλληψή μας φέρομε μέσα μας κάποια γνώση του Θεού. Εν συνεχεία, προσκτώμεθα γνώση από την καθημερινή ζωή, από την διαπαιδαγώγηση των γονέων μας, από το ευρύτερο περιβάλλον μας, από την αγωγή στο σχολείο μας, στο μοναστήρι μας, απ’ οτιδήποτε. Όλα αυτά είναι διδασκαλία πνευματική, γνώσις κοινωνική και μεθεκτική, που προστίθεται στη φυσική γνώση.
Ο άγιος όμως δεν αναφέρεται σε αυτή τη γνώση, αλλά στην ασφαλή, στην αληθή και βεβαία, σε αυτή που δεν αίρεται αλλά είναι εξασφαλισμένη, οριστική, πιστοποιημένη, γιατί την πιστοποιεί ο ίδιος ο Θεός. Είναι η γνώσις που προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα, την οποία δεν αποκτάς με το να διαβάσεις εγχειρίδια δογματικής ή συμβολικής ή βιβλία Πατέρων. Ό,τι κι αν διαβάσεις, ό,τι και αν κάνεις, δεν μπορείς να αποκτήσεις ούτε ελάχιστη αληθή γνώση Θεού. Άρα, η μελέτη μας, οι έρευνές μας, οι συζητήσεις μας, η αγωγή μας δεν μπορούν να μας δώσουν την αληθή γνώση. όλα αυτά είναι απλώς μέθοδοι, γέφυρες. Μόνον ο ίδιος ο Θεός μπορεί να μας την ψιθυρίσει μέσα μας δια της νήψεως. Στην ουσία αυτή η γνώσις είναι μία αποκάλυψις, γι’ αυτό είναι ασφαλής και βεβαία.
Τι σημαίνει αποκάλυψις; Προσέξτε την ερμηνεία του αγίου.
Γνώσίν τε ασφαλή Θεού του ακαταλήπτου οδευομένη χαρίζεται καθ’ όσον εφικτόν, και μυστηρίων θείων και αποκρύφων λύσιν.
Η φράσις καθ’ όσον εφικτόν, έχει δύο σκέλη: εγώ και ο Θεός. ποιος είμαι εγώ και τι μπορώ να χωρέσω, και ποιος είναι ο Θεός και τι κάνει. Τα μυστήρια του Θεού είναι οι οδοί του, που (σελ.27) υπάρχουν επάνω στην θαλάσσα, επάνω στη στεριά, επάνω στους δρόμους του ουρανού, τους οποίους διασχίζει ταχέως το άρμα του Θεού, υπάρχουν μέσα στη φύση του Θεού, στις ενέργειές του, στις υποστάσεις των τριών Προσώπων. Τα μυστήρια είναι τα βιώματα του Θεού, οι ιδιότητές του, οι λειτουργίες του, οι πορείες του, η φυσική ζωή του, ιδιαίτερα δε εκείνα τα οποία εκφράζουν την έγερση του Θεού από τον θρόνο του και το σκύψιμό του επάνω στον άνθρωπο.
Όλα αυτά λέγονται μυστήρια, διότι είναι ανάγκη άλλος να μας τα αποκαλύψει και να μας μυήσει. Ο μυσταγωγός εδώ είναι ο ίδιος ο Θεός. αυτός μας αποκαλύπτει τον εαυτό του. Όπως ο Υιός του Θεού μας απεκάλυψε εν τη σαρκί του την θεότητά του, έτσι και τώρα γίνεται μια μυστηριακή, τρόπον τινά, σάρκωσις στο πνεύμα του ανθρώπου, όπου αποκαλύπτεται ο Θεός.
Η αναφής παρουσία του Θεού επί του θρόνου, εν σχέσει προς την απολυτότητά Του, είναι σκιωδώς μεν ορατή από τους αγγέλους και τους αγίους, αόρατος δε από εμάς. Η ενέργεια όμως του Θεού και εν συνεχεία το σκύψιμό του επάνω μας, το προσωπικό του έγγισμα, είναι οι οδοί του Θεού, που μπορεί ο άνθρωπος να γνωρίσει μετά βεβαιότητος. γι’ αυτό λέγει ασφαλήν γνώσιν. Αυτή η γνώσις είναι οντολογική. Έχομε λοιπόν την φυσική, την επίκτητη και την οντολογική γνώση του Θεού. Το Ον αποκαλύπτεται όντως στην δική μας προσωπικότητα, στην δική μας οντότητα.
Επομένως όταν λέγει ο άγιος μυστηρίων θείων, εννοεί το πως κινείται ο Θεός, πως ενεργεί. ότι σηκώνεται από τον θρόνο του, πέφτει επάνω μας και μας μιλάει. Αυτά είναι τα ιδιώματα του Θεού, που γίνονται βιώματα δικά μας, όταν εμείς καθιστούμε τους εαυτούς μας εφικτούς όσο μπορούμε.
Η Παλαιά Διαθήκη λέει ότι δεν μπορούμε να δούμε και να πιάσουμε τα αποτυπώματα του καραβιού στη θάλασσα. Αν και είναι ορατό, κτιστό, ένα μεγαθήριο μπροστά μας το καράβι, το ίχνος του χάνεται. Αλλά και των πτηνών τα ίχνη, όπως και τα βάθη του βασιλέως και τα βάθη της καρδιάς μας είναι ανεξερεύνητα. δεν μπορούμε να τα παρακολουθήσουμε ούτε να τα εξιχνιάσουμε. Εν τούτοις, βιούμε τα ίχνη του Θεού και στην θάλασσα και στον ουρανό και στην καρδιά μας. είναι τα θεία βιώματα, είναι τα περπατήματα του Θεού μέσα μας. Η ζωή του Θεού είναι μια λειτουργία, είναι μια έξοδος του Θεού προς εμένα, και το μυστήριο αυτό γίνεται τώρα δικό μου βίωμα, δική μου ζωή.
“Και μυστηρίων θείων λύσιν”. Η λέξις μυστήριο έχει την έννοια του κεκρυμμένου, του ειδικού, του προσωπικού, αλλά και του δυαδικού. Δηλαδή είμαι εγώ, ο μυούμενος, είναι και ο μυών, ο διδάσκαλός μου, ο ίδιος ο Θεός, που μου αποκαλύπτει, με διδάσκει. Ο άγιος αναφέρεται συνεχώς σε αυτή την δυάδα: εγώ και ο Θεός. Κατά κανόνα όμως, εγώ δεν είμαι μόνος μου αλλά μαζί με πολλά ή με πολλούς, ενώ ο άγιος μας θέλεις μόνους με τον Θεόν.
Βλέπετε τι χάρισμα του Θεού είναι η νήψις, η μόνη κίνησίς μας προς τον Θεόν, η λειτουργία η δική μας, και πού μας ανεβάζει ο Θεός; Βλέπετε τι πραγματική ευεργεσία είναι; Τι πλούτο έχουμε στο χέρι μας και τι επιτυγχάνουμε μέσα μας; Όπως ο Θεός σαρκώθηκε στην κοιλία της Θεοτόκου, έτσι σαρκώνεται και μέσα μας και κατοικεί στο πνεύμα μας.
“Και αποκρύφων λύσιν”. Τα από τους αιώνος αποκεκρυμμένα μυστήρια τα απεκάλυψε ο Θεός εν τω πληρώματι της Θεανθρωπίνης φύσεως του Χριστού, εν τω προσώπω του Χριστού, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου. Αυτή είναι η γνωσιολογική αποκάλυψις. Όμως, αν και αποκαλύφθηκαν τα αποκεκρυμμένα μυστήρια, για να τα βιώσει κανείς, απαιτείται λόγω του βάθους των κάποια προσπάθεια. Η οντολογική δηλαδή αποκάλυψις της θεότητος γίνεται δια του ιδίου του Θεού μέσα στην ύπαρξή μας, ανάλογα με το πόσο και εμείς θεούμεθα.
Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Έρχεσαι να μου μιλήσεις εσύ πνιγμένος στα προβλήματά σου. Είσαι άρρωστος, αμάρτησες, εξώκειλες, σε έδιωξαν από το μοναστήρι, σου είπαν ότι έχεις καρκίνο και θα πεθάνεις. Σου μιλάω εγώ, με ακούς και μετά από λίγο μου λες με δάκρυα: Γέροντα λύθηκε το πρόβλημά μου. Λύθηκε; Πως; Ο καρκίνος δεν θεραπεύθηκε, η εγχείρησις θα γίνει, τελικώς θα πεθάνεις. Από το μοναστήρι σε έδιωξαν. Πώς λύθηκε το πρόβλήμά σου; Και όμως εσύ λες ότι λύθηκε. Πράγματι λύθηκε διότι άλλαξε η εσωτερική κατάστασίς σου, άλλαξε το βίωμά σου. Θεία ενέργεια φώτισε τα έγκατά σου, και ένοιωσες ότι λύθηκε το πρόβλημά σου. Δεν λύνονται τα προβλήματά μας, διότι προκαλούνται από τους άλλους και τις καταστάσεις. Εν τούτοις, το πρόβλημα δεν είναι οι άλλοι αλλά η σχέσις μου με τον Θεόν, εγώ και ο Θεός. Όταν αυτήν την τακτοποιούμε, δεν υπάρχει πλέον πρόβλημα.
“Αποκρύφων λύσιν”. Όπως όταν είναι σκοτάδι, σκοντάφτω πάνω στα καθίσματα και πέφτω επάνω σας επειδή δεν βλέπω τίποτε, μόλις όμως μπει φως, προχωράω άνετα χωρίς να σκοντάφτω, έτσι γίνεται και η λύσις των αποκρύφων του Θεού. Η ανθρωπίνη κατάστασίς μας, παραμένει η ίδια, εγώ είμαι αυτός που ήμουν, αλλά η λύσις επήλθε. Τα απόρρητα του Θεού μου έγιναν γνωστά, και η αλλοίωσίς μου είναι αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου, το φως που ρίχνει μέσα μου ο Θεός. Τώρα βλέπω διαφορετικά τα πράγματα. Βλέπω μεν εσάς, αλλά νοώ τον Θεόν. Καταλαβαίνω λόγου χάριν, ότι δεν με αγαπάς, αλλά δεν με νοιάζει. αντίθετα το χαίρομαι, το πανηγυρίζω τώρα.
Ο Θεός παραμένει αόρατος, αναφής αμέθεκτος, είναι όμως ο γνωστός μου Θεός, διότι δεν έχω πλέον προβλήματα ως προς την γνώσιν του, αφού ο ίδιος μπαίνει μέσα μου και τα θεία γίνονται δικό μου περιεχόμενο. Η πραγματικότης αυτής της αποκαλύψεως είναι η θεοφορία μου, την οποία βιώ και αντιλαμβάνομαι. είναι η εσωτερική λύσις, το άνοιγμα των οφθαλμών μου.
Η καινούρια αυτή όρασις, εκτός από τα μυστήρια του Θεού, μου αποκαλύπτει επίσης το νόημα των όντων, των αγγέλων, των δογμάτων, αλλά και το νόημα των εν εμοί τελουμένων, το νόημα της ασθένειάς μου, τα πάντα. Πόσα δεν μου αποκαλύπτει ο Θεός! Αποκτώ βαθιά γνώση, εισχωρώ εις τον εν εμοί Θεόν, δεν κοιτάζω πλέον εκ του μακρόθεν. Όπως όταν μου πονέσει η καρδιά ή μου παρουσιασθεί ξαφνικά ένα πρήξιμο στο σώμα μου το καταλαβαίνω, έτσι ακριβώς καταλαβαίνω και τον Θεόν στην κοινωνία μου μαζί του. Αυτή δε η κοινωνία μας είναι ο μυστικός γάμος μας, διότι γάμος σημαίνει κοινωνία. Αυτό είναι και η νήψις: κοινωνία με το παρακολουθούμενον Άγιον Πνεύμα. Όταν είμαι σε αυτή την κατάσταση αντί να προβληματίζομαι, αντί να κουράζομαι, αντί να αγωνιώ για το μέλλον μου, κάνω κάτι άλλο: ψάλλω το γαμήλιο αλληλούια της αποκαλύψεως του Θεού στην ζωή μου.
Επομένως, ό,τι ζητάμε από τον Θεόν και είναι για μας συμφέρον, το παίρνουμε. Όμως, καθίσαμε ποτέ ενώπιόν του με την ειλικρινή διάθεση να δούμε ποιο είναι το συμφέρον μας και αυτό να ζητήσουμε; Πολά ζητάμε, αλλά το συμφέρον μας είναι ο Θεός. Τουτέστι συμφερόμεθα, συζούμε με τον Θεό. Πόσο παιδαριώδης γίνεται η καθημερινή ζωή μας κι οι προσευχές μας, όταν ζητάμε εκείνα που δεν χρειαζόμαστε, και που ευτυχώς ο Θεός δεν μας τα δίνει. Παίζουμε σαν παιδάκια, που πότε κλαίνε και πότε γελούν, αλλά ούτε το κλάμα τους ούτε το γέλιο τους είναι αληθινό.
Όταν στην καθημερινή μας ζωή λειτουργούμε χωρίς να παίρνουμε όσα ζητάμε, αυτό οφείλεται στο ότι λειτουργούμε χωρίς άρτο και οίνο. Τότε, αντί «όσων αιτούμεθα και ου λαμβάνομεν», έχουμε την αίσθηση του εαυτού μας, της ημετέρας μεγαλειότητος, της ημετέρας δηλαδή ουδενίας (του δικού μας τίποτα). Αλλά το συμφέρον μας είναι άλλο: είναι η νήψις, η λειτουργία που μας παρέχει την βρώση και την πόση του Θεού. Ας ζητάμε λοιπόν την πραγματική βρώση και πόση της υπάρξεώς μας και την αγαλλιάση της καρδιάς μας, την νήψη. Ας επιτελούμε την μυσταγωγία της νήψης, για να μας λυθούν τα μυστήρια, για να γίνουμε κάτοχοι και μέτοχοι της θεότητος, για να γίνουμε ένα με την θεότητα.
Θαυμαστά όντως και εναποτεθειμένα σχεδόν μέσα στα χέρια μας, όπως λέγει ο άγιος Ησύχιος, είναι τα δώρα της νήψεως. Μόνο που, για να γίνουν κτήμα μας, είναι ανάγκη να κλείσουμε την χούφτα μας, ώστε να μην τα χάσουμε.