Μοναχισμός νήψις και ησυχία

Αφού είδαμε μέχρι τώρα τι ζητάμε από τον Θεόν στην αγρυπνία μας, για να είναι ένα σάλτο προς τον Θεόν και όχι ένα σκοτάδι, ένα μαρτύριο, τώρα ας πλησιάσωμε περισσότερο την ώρα αυτή της αγρυπνίας.


Είμαστε μόνοι στο κελλί, δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα, ούτε μεταφέρομε μέριμνες ή λογισμούς. Όταν όλα τα θέτωμε εκποδών από το μυαλό και την καρδιά μας, δεν ευρίσκουν κάποιο σημείο για να κολλήσουν. Ό,τι είναι ξένο προς την ζωή μας, δεν έχει καμιά όρεξι να μπή στον νου ή στην καρδιά μας· μόλις πλησίαση, φεύγει ευθύς αμέσως. Οτιδήποτε κολλάει στο μυαλό μας, σημαίνει ότι το θέλομε, το αγαπούμε, υπάρχει ήδη στο βάθος της ψυχής μας. Βεβαίως, ο Θεός επιτρέπει στον σατανά να βάλη κάτι πειραστικό μέσα στον άνθρωπο, αλλά μόνον σε έναν πνευματικό άνθρωπο, για να αποκτήση περισσότερη δόξα, τιμή και απόλαυσι. Γενικώς όμως, όλα όσα έχομε στον νου, προέρχονται από τον βαθύτατο χώρο της βουλήσεως και της καρδιάς μας. Εάν αυτά τα αποβάλωμε με μία βουλητική διάθεσι, τότε μένομε ελεύθεροι και μπορούμε να γεμίσωμε με ό,τι θέλομε την ώρα και τον νου μας. Με τί θα γεμίσωμε λοιπόν την λειτουργία μας; Με ποιούς θα ασχοληθούμε;

Εφ’ όσον είμαστε μόνοι μας, το πρώτο που θα κάνωμε είναι να φέρωμε κοντά μας, με το δικαίωμα που μας δίνει ο ίδιος ο Θεός, τον Θεόν μας. Δεν χρειάζεται να κουρασθούμε, διότι ο Θεός είναι παρών. Δεν ζητάμε από τον Θεόν τίποτε, παρά μόνον να νοιώσωμε και να πιστεύσωμε αυτό που είναι αληθές. Ότι είναι παρών. Ακόμη και να θέλωμε, δεν είναι δυνατόν να απιστούμε στην παρουσία και στην οντότητα του Θεού. Κοι¬τάζομε μέσα στο σκοτάδι; Εκεί είναι ο Θεός. Κοιτάζαμε την εικόνα, τον τοίχο; Εκεί είναι ο Θεός. Παντού είναι ο Θεός.

Καμιά φορά η μιζέρια μας, ο αυθεντισμός μας, η αδράνειά μας, η ραθυμία μας, μας κάνουν να αναρωτιώμαστε πού είναι ο Θεός, διότι έτσι καλύπτεται η συνείδησίς μας και βολευόμαστε στην καθημερινότητά μας. Με την σκέψι ότι ο Θεός είναι μακριά μας, η ζωή μας ρυθμίζεται πολύ καλά και δεν έχομε καμία αγωνία. Αφ’ ης στιγμής όμως θέλομε να είμαστε συνεπείς με την αλήθεια ότι ο Θεός είναι ο εγγύς, ο ων, από την στιγμή εκείνη ο τα πάντα πληρών πρέπει να γίνη το πλήρωμα και του δικού μου κελλιού.

Ο πρώτος λοιπόν που γεμίζει το κελλί μου είναι ο Θεός. Ίσταμαι ενώπιον του Θεού, τον αγαπώ, τον αγκαλιάζω νοερώς ή αισθαντικώς, τον φιλώ, του χαμογελώ, του υπόσχομαι, τον παρακαλώ, τον βάζω να μου υπόσχεται, όπως έκαναν οι άγιοι της Εκκλησίας, γονατίζω μπροστά του, κλαίω, και σιγά- σιγά αρχίζω νοιώθω ότι ανοίγει για μένα η πύλη του ουρανού, ότι δεν είμαι τόσο τυφλός. Αν και τα νοερά μου μάτια έχουν ακόμη πολλή αμβλυωπία, η καρδιά μου, που είναι πιο ευαίσθητη, λυγίζει ευκολώτερα και μπορεί να αντιλαμβάνεται τον Θεον ταχύτερα. Αρχίζω τώρα να του μιλάω, να του εμπιστεύωμαι, να του ανοίγω την καρδιά μου, να του ζητώ, να του απαιτώ, και εκείνος, έχω την αίσθησι ότι με ακούει, διότι πάντοτε έχει την ευαισθησία να ακούη. Ο Θεός πάντοτε είναι πλήρης ακοής· κατά τον προφήτη σκύβει το ους του επάνω μας.

Εάν ο Θεός σκύβη, για να μας μιλήση, για να μας δώση τον λόγο του, πόσο μάλλον σκύβει για να ακούση την κραυγή της καρδιάς μας που πάσχει από την δική του απουσία. Έτσι, η οροφή μας γίνεται ένα άνοιγμα, ένα παράθυρο, και εγώ δεν είμαι μόνος, σπάει η παγωνιά της μοναξιάς. Μπορώ τώρα ό,τι κάνω να το κάνω με μεγαλύτερη επίγνωσι ότι το κάνω γι’ αυτόν. Ακόμη και αν θα έκανα ακροβατισμούς, είμαι βέβαιος ότι θα ένοιωθε τι ήθελα να του πω με αυτούς, πολλώ μάλλον με όλες αυτές τις προσπάθειες της ψυχής μου. Ζω κάτι πολύ ήρεμο, πολύ γλυκύ, κάτι που το αρχίζω μετά από την γαλήνη και την ησυχία, που τα επεδίωξα και τα πέτυχα. Με μία σωματικο-πνευματική προσπάθεια αμέσως το επιτυγχάνομε αυτό. Πρέπει να είναι κανένας πολύ ανήμπορος, ακρωτηριασμένος πνευματικά, αχρηστεμένος, για να μην μπορή να το πετύχη. Αλλά όλοι μας δεν προλάβαμε ακόμη να αχρηστευθούμε τόσο πολύ, ώστε να μην μπορούμε να ονομάσωμε τον Θεόν μας Θεόν ζώντα και άληθινόν.


Κατά κανόνα, ο Θεός είναι πολύ άμεσος στις απαντήσεις του, μόνο που θέλει το κάθε τι να γίνεται με την απλότητα ενός μικρού παιδιού. Όπως το παιδάκι φωνάζει τον πατέρα του, έτσι να φωνάζωμε και εμείς τον Θεόν. Αν έχω αυτή την ταπείνωσι και αυτή την ελπίδα και την πίστι εν τη απιστία μου, ο Θεός οπωσδήποτε θα μου εμφανισθή. Ουδείς ποτέ ζήτησε τον Θεόν και αστόχησε.

Εν συνεχεία βάζομε στο κελλί μας την Αγία Γραφή και τους Πατέρες. Η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από αποκαλύψεις του Θεού. Θέλοντας και μη, διαβάζοντάς την δεν κάνομε τίποτε άλλο, παρά να συναντάμε τον Θεόν. Ο Θεός, ο ων, παρίσταται μυστικώς και μας μιλάει διά μέσου των Γραφών. Έτσι, από την μια έχομε την εσωτερική μυστική αποκάλυψι του Θεού, και από την άλλη το ζωντανό και απλό αυτό γεγονός, ο Θεός να μας αποκαλύπτεται -ποιός μπορεί να δυσπιστήση σε κάτι τέτοιο;- μέσα από τις γραμμές της Αγίας Γραφής. Αυτή η αποκάλυψις είναι πιο πολύ στα μέτρα μας, αισθητή. Βλέπομε άλλοτε να κινήται ο Θεός προς τον άνθρωπο, άλλοτε ο άνθρωπος προς τον Θεόν ή μακράν του Θεού· άλλοτε ο Θεός να απειλή, άλλοτε να συμβουλεύη ή να αγαπά. Μιλάει ο Θεός, μιλούν οι άγγελοι, μιλούν οι άγιοί του. Και όλα αυτά τα γεγονότα είναι δικά μας, τα ζούμε, τα οικειοποιούμαστε. Βλέπομε την αμαρτωλότητά μας συγκρίνοντας την ζωή μας με την ζωή των αγίων σχεδόν δεν περνάει σελίδα που δεν βρίσκομε τον εαυτό μας. Όταν διαβάζωμε την Αγία Γραφή επικαλούμενοι τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, όσο χοντροκομμένη και να είναι η ψυχή μας, αυτά τα νοιώθει, τα χαίρεται· η Αγία Γραφή γίνεται ένας διάλογος με τον αληθινόν Θεόν.

Οι ψαλμοί παίζουν σημαντικό ρόλο στην αγρυπνία, όταν μάλιστα διαρκή αρκετές ώρες. Σιγά- σιγά μαθαίνομε τα νοήματά τους, μπαίνουν μέσα στην καρδιά μας, μαλακώνουν τα σπλάγχνα μας και μας γεμίζουν. Το Ψαλτήρι είναι από τα πλέον πνευματοφόρα βιβλία της Εκκλησίας μας. Έτσι, η μελέτη της Αγίας Γραφής γίνεται ένα θαυμάσιο και πολύ εύκολο μέσο κοινωνίας με τον Θεόν γίνεται μία προσευχή, αλλά και μία προετοιμασία για την προσευχή. Με την μελέτη αυτή ανανεώνομε τις σχέσεις μας και τις υποσχέσεις μας με τον Θεόν, θυμόμαστε και πάλι τις επαγγελίες του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και αποκτούμε προσωπική σχέσι με την ιστορία της Εκκλησίας μας και με τον ίδιον τον Θεόν. Μπορούμε να μελετούμε ακόμη και ερμηνείες της Αγίας Γραφής. Αυτό μπορεί να γίνη την νύκτα, μπορεί και την ήμερα.

Συνεχίζομε με οποιαδήποτε άλλη πνευματική μελέτη, η οποία όμως δεν μας χαλάει την ατμόσφαιρα αυτή, δεν μας βγάζει από το κελλί μας, αλλά μας κρατάει γονατιστούς ενώπιον του Κυρίου.

Όταν κανείς έχη περισσότερες ώρες για κανόνα, μπορεί να χρησιμοποιή ταυτοχρόνως ένα εργόχειρο, να πλέκη ένα κοαποσχοίνι ή να κάνη οτιδήποτε άλλο. Μπορεί ακόμη, όταν οι ώρες είναι ατέρμονες, να διανθίζη την ώρα του με μια γραφική εργασία, που δεν τον αποσπά άλλα είναι ένα διάλειμμα, με την επίγνωσι ότι εδώ καθίζει τον Θεόν και εκείνος γράφει ή κάνει την συγκεκριμένη δουλειά. Είμαι ποιμήν; Κάνω την ποιμαντική μου εργασία ή μελετώ τους κανόνες της Εκκλησίας. Είμαι υποτακτικός; Κάνω κάτι σχετικό με την υποτακτική μου δουλειά ή μελετώ ένα θεολογικό βιβλίο.

Εάν είμαι περισσότερο αδύνατος, με ευλογία μπορώ να κάνω αντί για προσευχή οποιαδήποτε δουλειά· στην ανάγκη κάτι είναι και αυτό· και εάν θυμηθώ, έστω και μια φορά, ας πω το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Εάν το ξεχάσω, όταν τελειώσω, ας πω, δόξα σοι ο Θεός που μου έδωσες απόψε αυτή την αγρυπνία. Και έτσι, το δόξα σοι ο Θεός σφραγίζει όλη αυτή την ταλαιπωρία της νύκτας και πάω και κοιμάμαι ήσυχος, γιατί εγώ έκανα αυτό που μπορούσα να κάνω σήμερα, και ο Θεός ας κάνη το δικό του. Εγώ, σαν άνθρωπος αγωνίσθηκα, σαν άνθρωπος πόνεσα, σαν άνθρωπος αδύνατος και αμαρτωλός αμάρτησα, σαν άνθρωπος έκλαψα, σαν άνθρωπος συντετριμμένος μετανόησα, και ο Θεός, σαν άγιος, σαν πολυεύσπλαχνος, σαν ελεήμων, σαν πατέρας στοργικός, ας μου δώση εκείνο που μπορεί να μου δώση.

Επίσης, μπορώ να διαβάζω ορισμένες ακολουθίες. Όταν ακόμη είμαι σε ένα στάδιο που χρειάζεται να καταλάβω τον εαυτό μου, οι Ώρες μπορούν να μου καλύψουν ένα χρονικό διάστημα, διότι έχουν ψαλμούς και τροπάρια γεμάτα από νοήματα της Αγίας Γραφής, είναι δηλαδή παρμένες από την ζωή και την αποκάλυψι του Θεού, από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, την σταύρωσι και την ταφή του Χριστού. Όλα αυτά με ενισχύουν.

Μπορώ λοιπόν να διαβάζω, να προσεύχωμαι, να κάνω έργα των χειρών μου, να πλουτίζω τον χρόνο μου, αρκεί να μη σταματώ να είμαι ενώπιον του Θεού.

Μεγάλη σημασία για τον κανόνα μου έχει και το να βάζω στο κελλί μου τους αγίους. Οι άγιοι μου κάνουν πιο εύκολο τον αγώνα μου, μου γεμίζουν τον χώρο, διότι είναι χιλιάδες χιλιάδων και μυριάδες μυριάδων. Αν αναλογισθώ και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους, και αν οι άγιοι για μένα δεν είναι απλώς νοητά πρόσωπα, αλλά είναι και λείψανα και εικόνες, που η καθεμιά είναι ένα σημάδι της αληθινής παρουσίας του Θεού, τότε η βοήθεια είναι πολύ μεγάλη. Σχεδόν παύει το κελλί μου να έχη τόπο αισθητώς άδειο, το γεμίζει ο Θεός. Αλλά τί παθαίνομε εμείς οι άνθρωποι! Νοιώθομε πιο κοντά μας τους αγίους, και θα έλεγε κανείς ότι αυτό το κάνει ο πονηρός. Όχι· ο Θεός, η ανθρώπινη φύσις μάς κάνει να νοιώθωμε περισσότερο εγγύς τον άγιο, γιατί και αυτός ήταν σαν και εμάς, ασθενής, αδύνατος• πάλεψε, αμάρτησε, σηκώθηκε όπως και εμείς. Ήταν σύμφυτος με την αμαρτία και εν συνεχεία έγινε σύμφυτος της ζωής του Χριστού.

Καλούμε λοιπόν τους αγίους, τους αγγέλους, που και αυτοί έχουν κάποια παχύτητα, όπως παραδέχεται η δογματική της Εκκλησίας μας, ή έχομε τα απτά σημάδια της παρουσίας τους, τις εικόνες και τα λείψανά τους. Καλόν είναι οι εικόνες που βάζομε στο κελλί μας και οι άγιοι που καλούμε να έχουν κάποια σχέσι με την ζωή μας· κάποιο περιστατικό, κάποια αρρώστια, κάποιος φωτισμός, κάποια ζωηρή ανάμνησις, κάποιο εσωτερικό ή εξωτερικό, ψυχικό ή σαρκικό βίωμα να μας έχη συνδέσει μαζί τους. Αν δεν έχωμε κάτι τέτοιο, τουλάχιστον να το επιθυμούμε· κάτι είναι και αυτό και μπορεί κάτι να μας δώση. Έχω, λόγου χάριν, το όνομα του αγίου Νικόδημου. Δεν μου μιλάει ο άγιος Νικόδημος, αλλά είναι ο άγιός μου. Θα τον καλέσω, θα τον βάλω στο κελλί μου. Διαβάζω τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και μου κάνουν εντύπωσι. Διαβάζω τον Μέγα Βασίλειο και μου μιλάει. Αυτούς τους αγίους θα τους καλέσω στο κελλί μου, και θα τους αφήσω να μιλούν συνεχώς στην ψυχή μου.

Αφού καλέσω τους αγίους, βάζω τον καθένα στην θέσι του. Εδώ τον άγιο που τον αγαπώ περισσότερο, εκεί τον άγιο που μου αρέσει να τον βλέπω συχνότερα με τα μάτια της σαρκός μου ή της ψυχής μου. Μπροστά μου εκείνον για τον οποίο έχω την πείρα πως ό,τι του ζητώ μου το δίνει, οπότε και τώρα, εάν του ζητήσω κάτι, θα μου το δώση. Αν σήμερα νοιώθω βαρύς, αν βλέπω τον ουρανό σκοτεινό, αυτός ο άγιος έχω την πείρα ότι θα με βοηθήση. Και πράγματι, αν βρούμε τα κουμπιά ενός αγίου, διαπιστώνομε ότι ο άγιος μάς λύνει τα πάντα, μας βάζει στην ζωή του και μπαίνει και μέσα μας. Ο κάθε άγιος μπορεί να εχη κάτι να μας δώση. Αν κάποιος είναι πτωχός στην ζωή του, δηλαδή στα μυαλά του, θα έχη λίγους αγίους. Άλλος μπορεί να έχη πολλούς ή να πάρη όσους θέλει. Αρκεί να ξέρη να συνάπτη δεσμούς με τους αγίους, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας την ζωή τους.


Όταν κάποιος μάς απωθή ή είναι στενοχωρημένος μαζί μας, τον πλησιάζομε, τον ερωτούμε γιατί είναι στενοχωρημένος, μήπως έχη κάτι μαζί μας, του πάμε ένα δώρο για να τον γλυκάνωμε, τον χαροποιούμε, κοιτάζαμε τι θέλει για να μας αγαπάη περισσότερο ή για να τον αγαπήσωμε· και είναι ένας άνθρωπος θνητός, μπορεί και αμαρτωλός. Πολύ περισσότερο πρέπει να κάνωμε κάτι τέτοιο με έναν άγιο. Χρειάζεται να συσχετισθούμε μαζί του, για να μπορούμε να έχωμε την άνεσι και την ευχέρεια να του ζητάμε ό,τι θέλομε. Ο άγιος πάλεψε στην ζωή του, έζησε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, κουράσθηκε για τον Χριστόν, γι’ αυτό δεν ανέχεται να του αποσπάσωμε τα μυστικά χωρίς να κουρασθούμε. Εκείνος είναι βέβαιος ότι και εμείς κοπιάζοντας μπορούμε να επιτύχωμε, διότι γνωρίζει εξ ιδίας πείρας την αγάπη και την ετοιμότητα του Θεού να μας πλουτίζη. Όμως θέλει να καταβάλωμε και εμείς τον δικό του μόχθο, να κάνωμε τις δικές του ασκητικές δοκιμές. Αυτό είναι μία απαίτησις του πνευματικού νόμου της σχέσεώς μας με τους αγίους. Επομένως, πρέπει να αποκτήσωμε προσωπικά νήματα με τους αγίους. Αν δεν αποκτήσωμε με πολλούς, τουλάχιστον ας αποκτήσωμε με έναν. Προκειμένου να είμαστε μόνοι, καλύτερα να είμαστε και με έναν άλλον.

Ας σχετισθούμε με τον άγιο που φέρομε το όνομά του ή με τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, που είναι πολύ πρόχειρος και εύκολος· ακόμη και τους μουσουλμάνους ακούει. Ας σχετι¬σθούμε με τον άγιο Νικόλαο, που πηγαίνει και στους αμαρτωλούς και στους εγκληματίες και τους σώζει. Ας σχετισθούμε με την Παναγία. Ποιός μίλησε στην Παναγία και αστόχησε, δεν άκουσε την φωνή της, δεν δέχθηκε το χάδι της; Την Παναγία ακόμη και μέσα από την κόλασι την φωνάζουν· πόσο μάλλον εμείς που είμαστε έξω από την κόλασι. Ας έχωμε, όσο μπορούμε, τους δικούς μας μεσίτες. Και αναμφιβόλως, ποιός αγνοεί ότι οι άγιοι είναι πρόσωπα ζωντανά, ότι ευρίσκονται «εν χειρί Θεού» και επομένως μπορούν να ενεργούν οι ίδιοι;

Πώς όμως ενεργούν; Διά του Αγίου Πνεύματος, διά των αγγέλων και διά μυρίων άλλων τρόπων. Εν Αγίω Πνεύματι μπορούν να γίνουν ορατοί. Αυτό είναι βέβαιο, το λένε και οι Πατέρες μας. Έτσι, τα δυό χέρια γίνονται αμέσως τέσσερα. Τα δυό μάτια γίνονται τέσσερα μάτια. Τα δυό πόδια γίνονται τέσσερα πόδια, η μια καρδιά γίνεται δυό καρδιές. Και ένας άλλος ζη μαζί με μένα και κυριαρχεί και αγωνίζεται για το θέμα της υγείας μου, των αναγκών μου, για να καταλάβω κάτι, να νοιώσω κάτι, σε κάτι να διαφωτισθώ.

Άραγε, τί μπορώ να του ζητήσω; Οτιδήποτε, προπάντων όμως την σωτηρία μου, την αποκάλυψι του θελήματος του Θεού, ή να μου δώση τον Χριστόν που αυτός κατέχει. Ένας τέτοιος κόπος και μια τέτοια προσπάθεια μας γεμίζει με αναμνήσεις. Μία φορά στις εκατό να πετύχωμε κάτι, αυτή η μία φορά είναι δυνατόν να μας θρέφη για ένα, δέκα, είκοσι, πενήντα χρόνια. Πολλές φορές ακούμε να λένε: «Υπάρχει άγιος! θυμάμαι όταν ήμουν παιδάκι -τώρα είναι υπέργηρος και ακόμη ζη το γεγονός αυτό- βράδιασα στο χωράφι και άρχισα να φοβάμαι. Τότε φώναξα δυνατά: Άγιε μου Νικόλαε. Και αμέσως ο άγιος με άρπαξε από το χέρι και με έφερε στο χωριό». Είμαστε πιο κοντά με τους αγίους, καταλαβαίναμε ότι είναι πιο πρόθυμοι να έλθουν, ότι μας νοιώθουν περισσότερο, ότι μας αγαπούν πιο εύκολα, ότι είναι επιεικέστεροι μαζί μας, γιατί είναι του αυτού φυράματος με μας. Έτσι, μπορούμε να περάσωμε περίφημα την βραδιά μας. Όταν μάλιστα ασχολούμαστε και με την ζωή τους και προσπαθούμε να τους μιμηθούμε, τότε γίνεται καλύτερη η βραδιά μας.

Οι άγιοι λοιπόν πρεσβεύουν συνεχώς στον Χριστόν. Δεν θα χρησιμοποιήσω αυτόν που είναι αυτόβουλος και αυτοδύναμος και αυτενέργητος; Θα είναι πολύ αφελές εκ μέρους μου. Και αν ακόμη ο άγιος δεν έχη πάρει από τον Θεόν το δώρημα που του ζητώ, διότι ο καθένας έχει το δικό του δώρημα, μπορεί και μεσιτεύει. Και μια μεσιτεία δεν πάει ποτέ χαμένη.

Κάποιος μοναχός παρακαλούσε επίμονα για κάτι τον άγιο Σίμωνα, τον κτίτορα της Σιμωνόπετρας, αλλά φαινόταν αδύνα¬τον να πραγματοποιηθή. Πήγε τότε στον παπα-Εφραίμ και του παραπονέθηκε ότι πήγαν χαμένες οι προσευχές του. “Άντε, του λέγει εκείνος, φύγε” ποτέ δεν πάει η προσευχή χαμένη, και θα πάη χαμένη η μεσιτεία ενός αγίου που προσεδρεύει πρόσωπο με πρόσωπο στο θυσιαστήριο του Θεού, και μπορεί να συμπαρασύρη στην μεσιτεία όλους τους αγίους που είναι τριγύρω του;

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 472-482)
via