Ε. Οἱ θεοφιλεῖς γονεῖς
Οἱ θεοφιλεῖς γονεῖς
Οἱ θεοφιλεῖς γονεῖς ὄχι μόνο χαίρονται, ἀλλὰ καὶ προτρέπουν τὰ παιδιά τους νὰ ὑπομένουν πειρασμοὺς γιὰ τὸν Κύριο καὶ κινδύνους γιὰ τὴν ἀρετή.
Ἀπὸ τὸ μαρτύριο τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων
Οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στὸ στάδιο τῆς ἀθλήσεως. Τὸ πρωί, μετὰ τὴν ὁλονύκτια ὀρθοστασία τους μέσα στὴ λίμνη καὶ τὴν ἀλύγιστη καρτερικότητά τους στὴν ἀβάσταχτη παγωνιά, τοὺς τραβοῦσαν στὴν ἀκρολιμνιὰ γιὰ νὰ τοὺς συντρίψουν τὰ πόδια μὲ ρόπαλα.
Ἡ μητέρα ἑνὸς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔμενε ἐκεῖ δίπλα τους, ὅσο βασανίζονταν, παρατηρώντας τὸ γιό της. Αὐτὸς ἦταν, βλέπετε, πιὸ νέος ἀπ᾿ ὅλους στὴν ἡλικία, καὶ ἡ μητέρα του φοβόταν μήπως τὰ νιάτα καὶ ἡ ἀγάπη στὴ ζωὴ τὸν κάνουν κάποια στιγμὴ νὰ δειλιάσει καὶ νὰ φανεῖ ἔτσι ἀνάξιος τῆς στρατιωτικῆς ἰδιότητος καὶ τιμῆς. Στεκόταν λοιπὸν καὶ τὸν παρακολουθοῦσε προσεκτικά, μὲ τὴ στάση καὶ τὸ βλέμμα της, καὶ τοῦ ἔδινε θάρρος, τεντώνοντας πρὸς τὸ μέρος του τὰ χέρια της καὶ λέγοντας:
- Παιδί μου γλυκύτατο! Τοῦ οὐράνιου Πατέρα πιὰ παιδί! Κάνε λίγη ἀκόμα ὑπομονή, καὶ θὰ γίνεις τέλειος! Μὴ φοβηθεῖς τὰ βασανιστήρια. Γιατὶ, δές, σοῦ παραστέκεται βοηθὸς ὁ Χριστός. Καμιὰ πίκρα, καμιὰ ταλαιπωρία δὲν θὰ σὲ βρεῖ πιά. Ὅλ᾿ αὐτὰ πέρασαν. Τά ᾿χεις ὅλα νικήσει μὲ τὴ γενναιότητά σου. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα χαρά, ἡδονή, ἄνεση, εὐφροσύνη... Αὐτὰ θὰ γευθεῖς, βασιλεύοντας μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ πρεσβεύοντας σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ γιὰ μένα, ποὺ σὲ γέννησα.
Μετὰ τὴ συντριβὴ λοιπὸν τῶν ποδιῶν τους, οἱ ἅγιοι παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸ Θεό. Καὶ οἱ στρατιῶτες ἔφεραν ἁμάξια καὶ ἔβαλαν σ᾿ αὐτὰ τὰ ἱερὰ σώματα, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρουν στὴν ὄχθη τοῦ γειτονικοῦ ποταμοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως παρατήρησαν πὼς ὁ νέος ἐκεῖνος, ποὺ λεγόταν Μελίτων, ἀνάσαινε ἀκόμα, τὸν ἄφησαν ἔτσι, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ζήσει.
Σὰν εἶδε ἡ μητέρα του ὅτι αὐτὸς μονάχα ἔμεινε πίσω, τῆς ἦρθε βαρύ, σὰν θάνατος δικός της καὶ τοῦ παιδιοῦ της. Παράβλεψε λοιπὸν τὴ γυναικεία ἀδυναμία καὶ λησμόνησε τὴ μητρικὴ εὐσπλαγχνία. Σήκωσε τὸ γιό της στοὺς ὤμους κι ἀκολουθοῦσε γενναιόψυχα τὰ ἁμάξια, πιστεύοντας πὼς τότε μόνο θὰ ζοῦσε, ὅταν θὰ τὸν ἔβλεπε νὰ εἶναι τελειωμένος καὶ νεκρός.
Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ τὸν κουβαλοῦσε, αὐτὸς ξεψύχησε. Τότε πιὰ ἡ μητέρα του ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὶς φροντίδες. Σκιρτώντας δυνατὰ ἀπ᾿ τὴ μεγάλη της χαρὰ γιὰ τὸ τέλος τοῦ γιοῦ της, μεταφέρει τὸν πολυαγαπημένο της νεκρὸ μέχρι τὸν τόπο, ὅπου ἦταν τὰ σώματα τῶν ἁγίων, τὸν βάζει πάνω σ᾿ αὐτὰ καὶ τὸν συναριθμεῖ μαζί τους, γιὰ νὰ μὴ χωριστεῖ ἀπὸ τὰ σώματά τους οὔτε τὸ σῶμα ἐκείνου, ποὺ τὴν ψυχή του βιαζόταν νὰ συναριθμήσει μὲ τὶς ψυχές τους.
Ἀνάβουν τότε μεγάλη φωτιὰ οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἐχθροῦ (διαβόλου) καὶ κατακαῖνε τὰ σώματα τῶν ἁγίων. Ὕστερα τὰ πέταξαν στὸ ποτάμι, ἐπειδὴ φθονοῦσαν τὰ λείψανα τῶν χριστιανῶν. Ἐκεῖνα ὅμως, ἀπὸ θεία βέβαια οἰκονομία, συγκρατήθηκαν σὲ κάποια ὄχθη καὶ διασώθηκαν. Καὶ τὰ ξαναπῆραν χριστιανικὰ χέρια, χαρίζοντάς μας πλοῦτο ἀσύλληπτο.
Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Ἀλυπίου
Ὁ μεγάλος Ἀλύπιος, ἔχοντας τὴν καρδιὰ πυρωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη στὸ Θεό, προβληματιζόταν τί νὰ κάνει στὴν παροῦσα ζωή, γιὰ νὰ κατορθώσει τὴν ὁλοκληρωτικὴ καὶ παντοτινὴ συμβίωσή του μὲ Αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, τὴν ὁλοκάθαρη θεωρία Ἐκείνου μὲ ὅλο του τὸ νοῦ καὶ τὴ γνήσια ἕνωση μαζί Του. Ἀποφάσισε λοιπὸν ν᾿ ἀπαρνηθεῖ τὰ πάντα καὶ νὰ φύγει, φυσικὰ μακριὰ ἀπὸ φίλους, συγγενεῖς, γνωστούς, κι ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ μάνα, διαλέγοντας τὸν ἀγαθὸ δρόμο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Τὴν ἀπόφασή του τὴν ἐμπιστεύθηκε μόνο στὴ μητέρα του.
- Μάνα, τῆς εἶπε, μὲ κυρίεψε πόθος φλογερὸς νὰ πάω κατὰ τὴν Ἀνατολή, ὅπου πολλοὶ ἔζησαν θεάρεστα καὶ μακάρια, διαλέγοντας τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Κατευόδωσέ με λοιπὸν σ᾿ αὐτὸν τὸ δρόμο καὶ δῶσε μου τὶς εὐχές σου σὰν φυλαχτό.
Σὰν ἄκουσε ἐκείνη αὐτὰ τὰ λόγια, δὲν ἔπαθε τίποτε ἀπ᾿ ὅσα παθαίνουν οἱ γυναῖκες (συνήθως, ὅταν ἀκοῦνε παρόμοιες ἀποφάσεις τῶν παιδιῶν τους). Δὲν πρόβαλε σὰν ἐμπόδιο τὴ χηρεία της οὔτε τὴ μοναξιά της. Δὲν εἶπε πὼς εἶναι πρᾶγμα ἀσήκωτο γιὰ τὶς μανάδες νὰ χάνουν ἕνα γιὸ τόσο καλὸ οὔτε κάτι ἄλλο παρόμοιο. Δὲν προσπάθησε νὰ ματαιώσει τὴν πρόθεση τοῦ ἀγαπημένου της παιδιοῦ. Ποθοῦσε, βλέπετε, πραγματικὰ τὸ συμφέρον τοῦ γιοῦ της πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ δικό της. Ἀντίθετα, σήκωσε τὰ μάτια, ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ συγκέντρωσε ὅλη της τὴ σκέψη σὲ προσευχή. Ὕστερα εἶπε:
- Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε ἐκεῖ ποὺ σὲ ὁδηγεῖ ἡ κλήση τοῦ (Ἁγίου) Πνεύματος. Νά, ὁ Θεός, ποὺ σ᾿ Αὐτὸν μέσα ζοῦμε καὶ σ᾿ Αὐτὸν σὲ παραδίνω, θὰ στείλει τὸν ἄγγελό Του μπροστά σου (Ἐξ. 23:20), γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσει ὅπου εἶναι τὸ θέλημά Του. Ἄμποτε νὰ σοῦ στείλει βοήθεια ἀπὸ τὸ ἅγιο κατοικητήριό Του καὶ νὰ σὲ προστατέψει ἀπὸ τὴν οὐράνια Σιών (Ψαλμ. 19:3). Νὰ σοῦ φορέσει σὰν θώρακα τὴ δικαιοσύνη καὶ νὰ σοῦ βάλει τὴν περικεφαλαία τῆς σωτηρίας (Ἡσ. 59:17. Ἐφ. 6:14-17). Σὰν ἥλιος τοῦ μεσημεριοῦ νὰ λάμψει ἡ ἀρετὴ στὰ ἔργα σου (πρβλ. Ψαλμ. 36:6), ποὺ χάρη σ᾿ αὐτὰ ἀγάπησες τὸ Δεσπότη περισσότερο κι ἀπὸ γονεῖς κι ἀπὸ πατρίδα.
Ἦταν ἐκείνη γνήσια μάνα ἑνὸς τέτοιου γιοῦ. Καὶ γι᾿ αὐτό, βάζοντας τὴν ἀρετὴ πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ φύση, δὲν προσπάθησε νὰ κάνει ἢ νὰ πεῖ τίποτε ἀνάξιό της.
Ἔπειτα, μετὰ τὴν εὐχή, ὁ γιὸς τυλίχθηκε στὸ λαιμὸ τῆς μάνας κι ἡ μάνα ἀγκάλιασε μὲ λαχτάρα τὸ γιό, ἐνῷ βρέχονταν καὶ οἱ δυό τους μὲ θερμὰ δάκρυα. Καὶ ἀφοῦ καταφιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Ἡ μάνα κίνησε γιὰ τὸ σπίτι, καὶ ὁ γιὸς πῆρε τὸ δρόμο ποὺ ποθοῦσε.
Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κλήμεντος
Ὅταν ὁ ἅγιος Κλήμης ἦταν ἀκόμα νήπιο, πέθανε ὁ πατέρας του. Ἡ μητέρα του λοιπόν, μένοντας ἔρημη ἀπὸ ἄντρα καὶ στηρίζοντας πιὰ ὅλες της τὶς ἐλπίδες, μετὰ τὸ Θεό, στὸ παιδί της μονάχα, τοῦ ἀφοσιώθηκε μὲ τόση φροντίδα, ποὺ ἔγινε γι᾿ αὐτὸ τὰ πάντα, καὶ πατέρας καὶ μητέρα καὶ δάσκαλος.
Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Κλήμης βρισκόταν μέσα σὲ τέτοια χέρια καὶ μεγάλωνε μὲ καλὴ ἀνατροφὴ ἀπὸ μητέρα φιλόστοργη, ἐκείνη προαισθάνθηκε ὅτι πλησίαζε τὸ τέλος της. Ἀγκάλιασε τότε μὲ τρυφερότητα καὶ πόθο τὸ παιδί της, ποὺ δὲν εἶχε κλείσει ἀκόμα τὰ δέκα του χρόνια, τὸ φιλοῦσε γλυκὰ-γλυκὰ καί, καθὼς βιαζόταν νὰ τὸ κάνει ὄχι τόσο διάδοχο στὰ δικά της πλούτη ὅσο κληρονόμο τῶν θησαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἔδινε (συμβουλὲς καί) παραγγελίες σὰν κι αὐτές:
- Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο! Παιδί μου, πού, πρὶν γνωρίσεις τὸν πατέρα σου, γνώρισες τὴν ὀρφάνια, μὰ πλούτισες, κάνοντας τὸ Θεὸ πατέρα καὶ χρησιμοποιώντας τὴν ὀρφάνια γιὰ τὴν εὐτυχία σου! Ἐγὼ μὲν σὲ γέννησα σωματικά, μὰ ὁ Χριστὸς σὲ μεγάλωσε πνευματικά. Γνώρισε λοιπὸν τὸν Πατέρα σου. Μὴ διαψεύσεις τ᾿ ὄνομα τοῦ γιοῦ. Τὸ Χριστὸ μονάχα λάτρευε. Στὸ Χριστὸ μονάχα ἔχε ἐμπιστοσύνη. Αὐτὸς εἶναι, πραγματικά, ἡ ἀθανασία. Αὐτὸς εἶναι ἡ σωτηρία. Αὐτός, ποὺ κατέβηκε γιὰ μᾶς ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ μᾶς ἀνέβασε μαζί Του καὶ μᾶς ἔκανε παιδιά Του καὶ θεούς. Ὅποιος λοιπὸν μπαίνει στὴν ὑπηρεσία αὐτοῦ τοῦ Δεσπότη, θὰ ξεπεράσει ὅλες τὶς δυσκολίες, καὶ ὄχι μόνο θὰ νικήσει τοὺς τυράννους καὶ τοὺς βασιλιάδες ποὺ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα, μὰ καὶ θὰ ντροπιάσει ἀκόμα κι αὐτοὺς τοὺς δαίμονες, ποὺ τιμοῦν ἐκεῖνοι, καὶ τὸν ἀρχηγὸ καὶ προστάτη τους διάβολο…
Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε, τὰ μάτια της βούρκωσαν. Καὶ γεμίζοντας ἀπὸ τὴ χάρη, εἶδε θεία θεωρία καὶ ἄρχισε νὰ διηγεῖται προφητικὰ τὰ μελλούμενά του.
- … Καὶ σὲ παρακαλῶ, ἔλεγε, γιέ μου πολυαγαπημένε, σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνεις μία χάρη γιὰ ὅλα (ὅσα ἐγὼ ἔκανα γιὰ σένα). Ἐπειδὴ ἔφτασαν καιροὶ δύσκολοι, ἐπειδὴ φυσάει φοβερὸς ὁ ἄνεμος τοῦ διωγμοῦ τῆς ἀσέβειας καὶ ἐπειδὴ ξέρω πὼς κι ἐσὺ θὰ ὁδηγηθεῖς, ὅπως εἶπε ὁ Δεσπότης μας, «ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας» γιὰ χάρη Του (Λουκ. 21:12), κάνε μου, παιδί μου, αὐτὴ τὴν τιμή: Ἀντιστάσου γενναῖα γιὰ χάρη Του καὶ κράτησε σταθερὴ γιὰ χάρη μου τὴν ὁμολογία σου ὡς τὸ τέλος. Καὶ πιστεύω πὼς ὁ Χριστός μου, σπλάγχνο μου, πιστεύω πὼς καὶ στὸ δικό σου κεφάλι θὰ κάνει ν᾿ ἀνθήσει σύντομα τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι. Νὰ ἑτοιμάζεις λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ παρακινεῖς τὴν ψυχή σου σὲ ἀντρειοσύνη, γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖς ἀπροετοίμαστος στοὺς ἀγῶνες. Γιατὶ δὲν θὰ παλέψεις μὲ τυχαίους ἐχθροὺς ἢ γιὰ τυχαῖα πράγματα…
«Τιποτένιο εἶναι, γιέ μου, τὸ νὰ πεθαίνουν θεληματικὰ οἱ στρατιῶτες γιὰ ἕναν ὁμόδουλο καὶ θνητὸ βασιλιά, κι ἐμεῖς νὰ μὴ σηκώνουμε τὸ θάνατο, ὅπως ἐκεῖνοι, γιὰ Βασιλιὰ ἀθάνατο. Καὶ μάλιστα, ὅταν ἐκεῖνοι δὲν παίρνουν ἀπ᾿ αὐτὸν κανένα ἀντάλλαγμα ἄξιο μιᾶς τέτοιας ἀφοσιώσεως. Γιατί ποιὸ δῶρο εἶναι ἰσάξιο μὲ τὴ ζωή; Ἢ ποιὰ ἀπὸ τὶς μεταθανάτιες τιμὲς γίνεται αἰσθητὴ (στὸν σκοτωμένο στρατιώτη); Ἂν ὅμως πεθάνεις γιὰ τὸν κοινὸ Δεσπότη ὅλων, τὸ Χριστό, ἀντὶ γιὰ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ θ᾿ ἀποκτήσεις τὴν ἀθάνατη. Ἀντὶ γιὰ τὴ φευγαλέα ἀπόλαυση καὶ τὴ δόξα καὶ τὸν πλοῦτο, θ᾿ ἀπολαύσεις τὴν αἰώνια μακαριότητα. Τί λοιπόν; Κι ἂν δὲν πεθάνουμε τώρα, δὲν θὰ πεθάνουμε πάντως μετὰ ἀπὸ λίγο, πληρώνοντας τὸ κοινὸ χρέος ὅλων; Ἄλλωστε, ὁ θάνατος γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ θεωρεῖται θάνατος. Γιατὶ πάντοτε, μὲ τὴν ἀνώτερη ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, χάνεται ἡ αἴσθηση (κι αὐτοῦ τοῦ θανάτου)…
Μ᾿ αὐτὰ τὸν ἐμψύχωνε ἡ μητέρα του, ἔχοντας τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς Σοφίας, ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα της, μιὰ ποὺ ὁ γιός της ἦταν κιόλας -πρὶν τὴν ὥρα του- συνετὸς σὰν γέροντας, καὶ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ σοβαρότερες παραινέσεις. Στὸ τέλος μάλιστα πρόσθετε καὶ τοῦτα:
- Τέτοια ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἀνατροφή σου δῶσε, παιδί μου, σὲ μένα, τὴ μάνα σου. Αὐτὸς ἂς γίνει ὁ μισθός μου, γιέ μου γλυκύτατε, γιὰ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασα στὴ γέννα σου, γιὰ νὰ σωθῶ κι ἐγώ, σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο, «διὰ τῆς τεκνογονίας» (Α´ Τιμ. 2:15) καὶ νὰ δοξαστῶ μὲ τὰ μέλη τοῦ παιδιοῦ μου. Γιατὶ νά, παιδί μου, ἐγὼ φεύγω κιόλας μὲ τὴ δύναμη τῆς θείας χάριτος -αἰσθανόταν, βλέπετε, πὼς πέθαινε- καὶ τὸ αἰσθητὸ τοῦτο φῶς δὲν θὰ μὲ φωτίσει τὸ πρωί. Ἐσὺ ὅμως θὰ εἶσαι γιὰ μένα φῶς ἐν Χριστῷ καὶ ζωή. Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, σπλάγχνο μου, νὰ μὴ διαψεύσεις τὶς ἐλπίδες ποὺ στήριξα πάνω σου. Μιὰ Ἑβραία γυναῖκα ἀνέδειξε κάποτε ἑφτὰ γιοὺς μάρτυρες. Καὶ ἦταν σὰν ν᾿ ἀθλεῖσαι κι ἡ ἴδια μὲ ἑφτὰ σώματα, τὰ σώματά τους. Μὰ σὲ μένα εἶσαι ἀρκετὸς ἐσὺ μονάχα γιὰ νὰ δοξαστῶ. Καὶ εἶμαι εὐτυχισμένη μέσα στὶς μανάδες ἐγώ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς θὰ γίνω ἔνδοξη ἐξαιτίας σου. Νά, θὰ προχωρήσω μπροστά σου, γιέ μου. Σωματικὰ μὲν χωρίζομαι σήμερα κιόλας ἀπὸ τὰ ποθεινά σου μάτια. Ἡ ψυχή μου ὅμως -πίστευέ το- μόλις πεθάνω, θὰ κρεμαστεῖ γιὰ πάντα πάνω στὴ δική σου ψυχή. Μαζί της θὰ προσκυνήσω μὲ παρρησία στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ θὰ καμαρώνω γιὰ τὰ παθήματά σου. Καὶ θὰ εἶμαι στολισμένη μὲ τὶς πληγές σου. Καὶ θὰ ἔχω μερίδιο στὰ πολύτιμα ἐκεῖνα βραβεῖα καὶ στὴ χαρά σου.
Αὐτὰ ἔλεγε ἡ μάνα στὸ γιό. Καὶ καταφιλοῦσε ὅλα μαζὶ τὰ μέλη του, λέγοντας πάλι ἡ μακαρία:
- Μαρτυρικὰ μέλη φιλῶ, μέλη ποὺ θὰ προσφερθοῦν θυσία στὸ Χριστό.
Ἐνῷ λοιπὸν ἔτσι τὸν ἀγκάλιαζε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε, ἀναπαύθηκε πραγματικὰ τὴ μακάρια ἀνάπαυση, παραδίνοντας τὸ πνεῦμα στὸ Θεὸ καὶ τὸ σῶμα στὰ γλυκύτατα χέρια τοῦ παιδιοῦ της.
Ἐκεῖνος πάλι ἔκανε ὅσα ἔπρεπε, σὰν γιὸς ποὺ ἀγαποῦσε τὴ φιλόστοργη μητέρα του. Καὶ ἀφοῦ παρέδωσε τὸ σῶμα της στὴ γῆ, ὁ ἴδιος διάλεξε τὸν μοναχικὸ βίο, ἐκπληρώνοντας ἀμέσως τὶς μητρικὲς παραγγελίες μὲ τοῦτο πρῶτα, τὴ φυγὴ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ γιὰ χάρη Του θὰ ἔφευγε ἀργότερα κι ἀπὸ τὴ ζωή.