Μοναχισμός νήψις και ησυχία
Η προσευχή είναι η παράστασις του ιδίου του νου μου ενώπιον του Θεού, διότι το σώμα μου ίσως να συμμετέχη, αλλά η πραγματική μου οντότητα είναι ο νους μου. Αυτός χρειάζεται να παραστή ενώπιον του Θεού, αφού αυτός με ζωογονεί. Το μεγάλο πρόβλημα είναι το αν θα δεχθή να ταπεινωθή και να παραστή ενώπιον του Θεού. Έχω λοιπόν τον νου μου, το ηγεμονικό μου, το οποίο πρέπει να μιλήση στον Θεόν. Ως επί το πλείστον, αγαπάμε να παριστάμεθα ενώπιον του ιδίου του εαυτού μας, γι’ αυτό καλούμε τις δυνάμεις μας ως στρατιωτικές φρουρές να συμπαρίστανται στις δικές μας εντολές, στις δικές μας προθέσεις, στα δικά μας όνειρα. Τώρα όμως πρέπει να συγκεντρωθή ο νους μου και να σταθή ενώπιον του Θεού, ενώπιον αυτών των αγίων. Είναι αρκετό να μην κάνη τίποτε άλλο ο νους μου, μόνο να μείνη συγκεντρωμένος στον εαυτό του και ευχόμενος χωρίς καμία σκέψι· αυτό φθάνει. Τα υπόλοιπα τα κάνει ο Θεός, οι άγιοι.
Ας δούμε τώρα πως γίνεται η ευχή. Η ευχή γίνεται με πολλούς τρόπους. Ο κάθε άνθρωπος, ανάλογα με τον χαρακτήρα του, βρίσκει τον δικό του τρόπο, ο οποίος σιγά-σιγά αλλάζει. Σήμερα διαπιστώνω ότι είναι ωραία να λέω την ευχή με το στόμα. Αύριο ανακαλύπτω ότι είναι πιο ωραία με την γλώσσα. Κουνάω την γλώσσα λέγοντας, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέη¬σόν με τον αμαρτωλόν», και ο νους μου πάει στην γλώσσα. Κάποιος άλλος ανακαλύπτει ότι είναι πιο ωραία να λέη την ευχή με τον φάρυγγα, να κουνά τα όργανα του ψάρυγγος και ο νους του να πηγαίνη εκεί. Ο άλλος συνταυτίζει τους κτύπους της κάρδιας με την ευχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα βάλωμε τον νου μας στην καρδιά, δεν θα χρησιμοποιήσωμε τόσο τεχνικά μέσα. Σημασία έχει να βρούμε τον τρόπο που μας ταιριάζει σήμερα, και αύριο ο Χριστός θα μας δώση άλλον τρόπο, ή θα τον ανακαλύψωμε από μόνοι μας. Το αύριο μπορεί να είναι μετά από έναν μήνα, μετά από πέντε χρόνια, μπορεί και μετά από είκοσι χρόνια. Αλλά για σκεφθήτε, είκοσι χρόνια έναν αγώνα μαζί με τον Χριστόν, μία συνοδοιπορία μαζί με τον Χριστόν!
Κατά την διάρκεια της ευχής προσέχω να μην μπη τίποτε στον νου μου. Όπως, όταν κάνω έναν κύκλο, δεν διασπάται από τίποτε, έτσι ακριβώς πρέπει να γίνεται και με τον νου μου. Λέγοντας την ευχή, να είναι σαν να κάνω ένα κυκλικό σχήμα, που συνεχώς επιστρέφει στον εαυτό του και δεν πάει πουθενά αλλού. Και αν ακόμη παρουσιασθή ο Χριστός και μου πη, μπράβο παιδί μου, ήλθα να σε ευλογήσω, να του πω: Χριστέ μου, φύγε, εμένα τώρα με νοιάζει ο νους μου να είναι σε εκείνα που λέω. Πολύ περισσότερο δεν θα ασχοληθώ με κάτι ωραίο, που θα έλθη στον νου μου, με μια ευσεβή σκέψι ή απόφασι. Δεν θα επιτρέψω να γίνη τέτοια διάσπασις, διότι η ευχή είναι μία συνεχής ένωσις με τον Χριστόν. Ο Χριστός πάει και κολλάει ακριβώς επάνω στον νου. Όπως, όταν βάζω κάπου μέλι, η μέλισσα πάει μόνη της εκεί, δεν την βάζω εγώ, το ίδιο συμβαίνει και με την ευχή: εγώ βάζω τον νου μου στα λόγια της ευχής, και μόνο του το Άγιον Πνεύμα πάει και κολλάει επάνω στον νου. Έτσι γίνεται η θέωσίς μας, απλά απλά, χωρίς να καταλαβαίνωμε εμείς, και σιγά-σιγά βλέπομε τα αποτελέσματα, ανακαλύπτομε δηλαδή τις εμπειρίες, τις χαρές, τις απολαύσεις, τις εντρυφήσεις, τις ευφρόσυνες. Με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνομε την πλήρη εξασφάλισι της κοινωνίας του Θεού. Υπάρχει άλλος τρόπος, πιο απλός, που μπορεί να μας εξασφάλιση τον Θεόν;
Όταν κανείς ζη έτσι την νύκτα, την ημέρα δεν έχει όρεξι ούτε για συζητήσεις ούτε για αντιδράσεις• και εάν του πης, πετάει ο γάιδαρος, επειδή θα λέη την ευχή, θα συμφωνήση μαζί σου. Ποιός δεν ξέρει ότι δεν πετάει ο γάιδαρος; Επειδή όμως ο νους του είναι στον Χριστόν, και συ είσαι μέσα στον Χριστόν, για να δείξη την ενότητα μαζί σου, δεν αρνείται τον λόγο σου. Προσευχόμενοι δε συνεχώς, τα λόγια της προσευχής και ο νους μας γίνονται πυρ και εσχάρα, και ακουμπάει επάνω η θυσία του εαυτού μας, το θέλημά μας, τα όνειρά μας, οι πόθοι μας, και ανεβαίνει ο καπνός• ανεβαίνει επάνω στον Χριστόν, και οσφραίνεται ο Χριστός την θυσία και ευφραίνεται, διότι το τέκνο του είναι μαζί του.
Άρα, η προσευχή είναι η αληθής παράστασις του είναι μας, και ιδιαίτερα του νου μας, ενώπιον του Θεού, διότι ο νους ακούει, ο νους ορά, ο νους αποκαλύπτει τα βαθύτερα της θελήσεώς μας· ο νους πάει εκεί που θέλομε εμείς. Είναι ψέμα ότι δεν μπορούμε να φέρνωμε το μυαλό μας εκεί που θέλομε· εξαπατάμε τους εαυτούς μας και τους άλλους. Απλούστατα, ο νους ξέρει τι θέλομε στο βάθος της καρδιάς μας και πάει εκεί που θέλομε εμείς. Γι’ αυτό τελικώς εγκαταλειπόμεθα στις πορείες του νου, τις οποίες έχει ήδη προετοιμάσει η ίδια μας η καρδιά.
Μπορώ όμως να μιλώ στον Θεόν έχοντας τον νου μου μέσα μου και μη αφήνοντάς τον να πηγαίνη πουθενά. Εάν ο νους μου δεν καταλαβαίνη τον Θεόν, δεν νοιώθη τους αγίους, δεν εχη την πείρα ότι ο Θεός απαντάει, ή ακόμη και δεν πιστεύη στον Θεόν, τουλάχιστον μπορεί να άκούη τα λόγια που λέει το στόμα μου ή και ο ίδιος και να πιστεύη όχι σε αυτά που λέει, αλλά ότι τα λέει. Λέγω, «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω άμαρτωλώ». Ο νους μου το ακούει. Ας κλείσω λοιπόν τον νου μου σε αυτά τα λόγια.
Μα, δεν πιστεύω. Ποιός Θεός είναι αυτός στον οποίο λέγω το «ιλάσθητί μοι»; Τίποτε να μη σε νοιάζει. Κλείσε τον νου σου εσύ, βάλ’ τον να παρακολουθή αυτά που λέγει το στόμα σου. Ή άφησε τον νου σου να μιλά, αν σου είναι πιο εύκολο αυτό. Χρησιμοποίησε άλλοτε τον ένα τρόπο, άλλοτε τον άλλον, όπως σου διδάσκει η πείρα και ο νους. Εν τέλει, ο νους μπορεί να άγαπήση τα λόγια αυτά, έστω και αν εσύ δεν τα πιστεύης. Όπως ακριβώς αγαπάμε τα πάθη μας, ακόμη και αν δεν τα θέλωμε, όπως αγαπά κάποιος το τσιγάρο, έστω και αν του δημιουργη καρκίνο, ή αγαπά την αμαρτία, έστω και αν ξέρη ότι τον οδηγεί στην κόλασι, έτσι ακριβώς και ο νους μαθαίνει και αγαπάει τα λόγια αυτά. Επειδή τα ρήματα αυτά, λεγόμενα εσωτερικώς ή εξωτερικώς, είναι δικά μας, είναι εύκολο να τα παρακολουθή ο νους. Δεν υπάρχει καμία δυσκολία, διότι από εμάς εξέρχονται, είναι δική μας περιουσία.
Βεβαίως, στον Θεόν μπορούμε να πούμε ό,τι θέλομε, μπορούμε να του πούμε τιτιβίσματα. Είναι όμως καλό να του λέμε λέξεις που τις καταλαβαίνομε ή που έχουν κάποιο νόημα. Αν θέλετε, ας μην του λέμε πάρα πολλές λέξεις. Ας επαναλαμβάνουμε τις ίδιες, για να μην κουράζεται ο νους παρακολουθώντας διαφορετικά νοήματα. Ας έχωμε μία μικρή προσευχούλα από δύο, τρεις, τέσσερις, το πολύ πέντε λέξεις, και ας επαναλαμβάνωμε συνεχώς τις ίδιες. Έτσι, ο νους συνηθίζει να παρακολουθή αυτές τις λέξεις. Ας διαλέξωμε λέξεις που μας συγκινούν ή μας βοηθούν, που μας χαριτώνουν ή μας δίνουν Θεόν. Ας δούμε ποιές μας ενώνουν περισσότερο, ποιές συντρίβουν την καρδιά μας, ποιές μας δίνουν χαρά, συγκίνησι, ποιές τελικώς μας κάνουν και φεύγομε ήρεμοι και γαλήνιοι.
Αλλά γιατί να ψάχνωμε να βρούμε ποιές λέξεις ταιριάζουν σε μας; Είναι βέβαιο ότι οσαδήποτε βήματα και όσες πορείες και όσα ψαξίματα και αν κάνωμε, θα καταλήξωμε σε αυτά που κατέληξαν οι άγιοι. Αν με επισκεφθης και εγώ θέλω να σου εκφράσω την αγάπη μου, πιθανόν να σκεφθώ πως να σου την εκφράσω, τι να σου πω. Τελικώς όμως θα σου πω αυτό που λένε όλοι: σε αγαπώ. Ας πούμε λοιπόν τα ίδια λόγια που έλεγαν όλοι οι άγιοι, διότι αυτοί είχαν ανακαλύψει τον τρόπο, για να εκφράσουν την αγάπη τους προς τον Θεόν. Παρ’ όλα αυτά, αν θέλωμε, ας δοκιμάσωμε, ας κάνωμε πολλές δοκιμές. Στο τέλος θα καταλήξωμε στο ίδιο συμπέρασμα, που κατέληξαν όλοι οι άγιοι από την αποστολική εποχή μέχρι την σημερινή, στην ευχή.
Ας αφήσωμε λοιπόν τον εαυτό μας να λέγη το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», που είναι πληρέστατη προσευχή. Η δοξολογία υπάρχει ήθη από την πρώτη λέξι της ευχής. Η ευχαριστία υπάρχει και στην πρώτη και στην δεύτερη, σε όλες τις λέξεις. Η ικεσία υπάρχει, η εξομολόγησις υπάρχει, τα πάντα υπάρχουν. Ό,τι θέλω, ό,τι επιθυμώ, το συμπεριλαμβάνει η ευχή του Ιησού. Η ευχή είναι συγκεφαλαίωση όλων των βιωμάτων και των πόθων μου, όλου του παρελθόντος μου και του μέλλοντός μου, όλης της οικονομίας και της αγάπης του Θεού· είναι η παρουσία του ιδίου του Θεού, διότι ο Θεός ποτέ δεν χωρίζεται από το όνομά του. Εφ’ όσον το όνομά του υπάρχει στην ευχή και το προφέρω με το στόμα μου, την διάνοιά μου, τον νου ή την καρδιά μου, εκεί δεν υπάρχει η εικόνα του Θεού, αλλά, εν τω μέσω των εικόνων που έχω στο κελλί μου, υπάρχει ο ίδιος ο Θεός.
Η ευχή δηλαδή είναι εν τέλει αγώνας θεϊκός• δεν τον κάνομε στην ουσία εμείς, τον κάνει ο Θεός. Είναι αγώνας θεϊκός με τήν έννοια όχι τι ταιριάζει στον Θεόν· ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τίποτε, τα πάντα είναι «άπρεπα», ανάρμοστα ενώπιόν Του, ακόμη και οι αρχάγγελοι και τα σεραφίμ και τα χερουβίμ. Το ζήτημα όμως είναι ότι μπαίνει ο Θεός, και έτσι ο αγώνας δεν γίνεται από μένα, αλλά από τον ίδιον τον Θεόν. Με την ευχή εξασφαλίζω τον Θεόν. Εγώ κάνω την δουλειά μου, και ο Θεός αγωνίζεται και προχωράει. Δεν έχω καμία αμφιβολία για την τελική επιτυχία, διότι κατά κάποιον τρόπο καταργείται ο δικός μου παράγοντας -παραμένει μόνον η θέλησίς μου με το να παρακολουθή τα λόγια που λέγω-, και ο Θεός ενεργεί απόλυτα. Όλη η οικονομία του Θεού, όλοι οι πόθοι μας, η ρασοφορία και η βάπτισίς μας, η κουρά μας και όλα τα αιτήματά μας δεν έχουν κανέναν άλλον σκοπό, παρά μόνον αυτόν.
Εάν εμείς οι μοναχοί δεν ήλθαμε γι’ αυτό στο μοναστήρι, για ποιόν άλλον λόγο ήλθαμε; Εάν δεν ήλθαμε για να κράζωμε το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», με τον τρόπο που λέμε τώρα, πέστε μου: γιατί ήλθαμε; Τί άλλο μπορεί να δώση υπόστασι σε αυτά που ζητάει η καρδιά μας; Εάν δεν ήλθαμε γι’ αυτό, πράγματι αποτύχαμε, εξέστημεν των φρενών. Βρισκόμαστε όμως εδώ γι’ αυτόν τον λόγο. Η ευχή είναι το μόνο που μπορεί να μας διατηρή στον χώρο αυτό. Όποιος δεν κάνει την προσευχή αυτή, μην αμφιβάλλετε ότι δεν θα μπόρεση να επιβίωση στο μοναστήρι, δεν θα μπόρεση ποτέ να νοιώση ενωμένος με τους άλλους, να νοιώση ότι αγαπάει και ότι τον αγαπούν, ότι υπάρχει Θεός. Δεν θα νοιώση τίποτε στην ζωή του, τα πάντα θα είναι ψευδή και στιγμιαία, διότι αυτό αποτελεί το κεφάλαιο των επιθυμιών μας, την συμπερίληψι, το συνείναι όλων εκείνων για τα οποία έχομε έλθει.
Αν θέλωμε να εχωμε τον Θεόν μέσα στις ψυχές μας, ας κοιτάξωμε να τον χορτάσωμε σήμερα, που είναι τόσο εύκολο και τόσο άνετο να τον έχωμε. Ας φροντίσωμε να τρυγήσωμε ό,τι μπορούμε από τον Θεόν, χρησιμοποιώντας σήμερα την πνευματική μας σχέσι με τον Γέροντα, ασκώντας αύριο την προσευχή, αίροντας μεθαύριο την μοναξιά μας, μετανοώντας αντιμεθαύριο για την αμαρτία μας ή απολαμβάνοντας τον πνευματικό πλούτο μας. Και προπάντων -διότι το θέμα μας δεν είναι η προσευχή, είναι η σχέσις μας με τον Γέροντα- για να μπορέσωμε να χορτάσωμε και να τρυγήσωμε τον Γέροντα, πρέπει να ευχώμαστε. Δεν έχομε στην ουσία τίποτε να πούμε με τον Γέροντα, παρά μόνον αυτό που ζούμε την ώρα της προσευχής. Διαφορετικά, μένομε μακριά του και μένει μακριά μας.
Ο Γέροντας δεν είναι για μας ένας άνθρωπος- είναι «το μυστήριον το αποκεκρυμμένον». Δεν τον βλέπομε κατά σάρκα, διότι ήλθαμε για να ζούμε πνευματικά και όχι σαρκικά. Ο απόστολος Παύλος κατηγορούσε τους Κορινθίους, διότι έλεγαν ότι «κατά σάρκα περιπατεί». Δεν έχετε το δικαίωμα, τους έλεγε, να σκέπτεσθε ότι είναι δυνατόν η σχέσις μας να είναι σαρκική. «Εν σαρκί περιπατούντες, ου κατά σάρκα πολιτευόμεθα», δεν ζούμε κατά σάρκα. Σαν σάρκες πορευόμεθα, αλλά είμεθα θεοί, Χριστός επί της γης· η σχέσις μας είναι θεοφόρος και θεηγόρος. Μόνον όταν η σχέσις εμού, του αποστόλου Παύλου, και σου είναι αρραβώνας με την μία παρθένο, την Εκκλησία, μπορώ εγώ να είμαι απόστολός σας και η σχέσις μας να είναι αληθινή.
Τί μεγάλη ντροπή, να βλεπωμε τον Γέροντα κατά σάρκα! Αφού δεν δεχόμαστε να στρατευώμεθα για πλούτο, για δόξες, θα δεχώμαστε να στρατευώμεθα με ανθρώπους; Ή είναι ο Γέροντας αυτό το πνευματικό μυστήριο, το σημείο συναφής ουρανού και γης, ή όχι. Εάν δεν έρχεσαι στον Γέροντα με τέτοια ζωή, με τέτοια σπορά και θερισμό, με τέτοιες εμπειρίες, εάν δεν έρχεσαι μετά από τέτοιες νύκτες, δεν σημαίνει αυτό ότι για σένα ο Γέροντας είναι απλώς ένας άνθρωπος ή ένας πατέρας ή ένα πρόσωπο αγαπητό; Τότε κατά σάρκα είμεθα στρα¬τευμένοι, κατά σάρκα βλέπομε τον Γέροντα, κατά σάρκα περι¬πατούμε μαζί του, κατά σάρκα θέλομε να μας βλέπη και εκείνος. Τότε δεν είμαστε πνευματικά τέκνα αλλά σαρκικά, έστω και αν μας γέννησε ένας άλλος πατέρας και μια άλλη μητέρα.
Πόσο λυπούμε μερικές φορές τον Γέροντα, όταν πάμε να τον δούμε! Τον ζητάμε, καμιά φορά και βιαστικά, και νομίζει ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Μας καλεί και του λέμε πράγματα απλά, ταπεινά, χαμερπή, για τις σχέσεις μας με τους άλλους, για λόγους που μας είπαν. Και τότε αναρωτιέται: Τί παιδιά είναι αυτά, δεν γεμίζει από τίποτε το μυαλό τους; Δεν γεμίζει από τίποτε η καρδιά τους; Γιατί με προσβάλλουν τόσο πολύ; Δεν έχουν να μου πουν τίποτε για τον Θεόν, ούτε από την μελέτη τους, ούτε από την προσευχή τους, ούτε από την αγρυπνία τους; Τίποτε απολύτως και με απασχολούν με αυτά τα πράγματα; Πότε θα πούμε για τον Θεόν; Όταν θα πεθάνωμε; Στον άδη δεν υπάρχει μετάνοια, και κανείς δεν μνημονεύει τον Θεόν. Εδώ θα τον μνημονεύσωμε, εδώ θα παλέψωμε μαζί του, για να τον κάνωμε ολόκληρον δικό μας. Σε αυτή την πάλη με τον Θεόν χρειάζεται ο Γέροντας, για να μας βοηθήση.
Κάποιος νέος, καλομαθημένο πλάσμα, κακομοιριασμένο, αρρωστιάρικο, παράξενο, ήθελε να έλθη στο Άγιον Όρος, αλλά αναρωτιόταν: Πώς να πάω να ζήσω εκεί, να στρυμωχθώ; Πήγε σε έναν ερημίτη για να τον συμβουλευθή και, όταν εκείνος τον ρώτησε γιατί πάει, του είπε ότι βρήκε Γέροντα καλό. «Βρήκες Γέροντα; Μη λογαριάζης τίποτε, σήκω να πας», του απαντά ο ερημίτης. «Πήγαινε και δουλώσου σε αυτόν, για να γίνη πατέρας σου, και άφησέ τον να σου κάνη ό,τι θέλει. Αν χρειασθή, θα σε στείλη πίσω στον κόσμο. Αν όχι, θα σε θάψη εκεί, θα σε ανεβάση στον ουρανό». Είχε δίκαιο εκείνος ο ερημίτης.
Όταν λοιπόν λέμε Γέροντα, εννοούμε αυτό το μυστήριο. Δεν πρέπει να τον ντροπιάζωμε ούτε να τον υποτιμούμε ή να τον εξευτελίζωμε βλέποντάς τον διαφορετικά. Ο Γέροντας είναι ο αστράγαλος· ενώνει την πατούσα, που ακουμπάει στο χώμα, με την καρδιά, που πάει στον ουρανό. Μόνον αν υπάρχη μια τέτοια σχέσις, μπορώ να πω ότι είναι δυνατόν ο Γέροντας να είναι Γέροντας μου. Και μόνον αν προσεύχωμαι, έχω Γέροντα. Τότε μπορώ να δοξολογήσω και εγώ με τα θηρία και με τους λόγγους και με τις νάπες και με τα όρη και με τα πάντα τον Θεόν. Όταν δεν προσεύχωμαι, δεν έχω Γέροντα. Αλλά και αν δεν έχω Γέροντα, δεν προσεύχομαι μέσα στο μοναστήρι μου.
Άραγε, είναι δυνατόν να προσεύχωμαι, να αγρυπνώ, και η αγρυπνία μου να μην είναι αληθινή; Βεβαίως, εάν δεν υπάρχη, πρώτον, πλήρης διάλογος με τον Γέροντα. Δεν μπορείς εσύ, ο μοναχός, να αγρυπνής, χωρίς εγώ, ο Γέροντας, να ξέρω τι κάνεις και τι λες και τι γίνεται μέσα σου. Εάν, λόγου χάριν, πης στον Γέροντα ότι μπορείς να κάνης τέσσερις ώρες αγρυπνίας και σου δώση την ευλογία, αλλά εσύ ταλαιπωρήσαι όλη την νύκτα, κουράζεσαι, σπάνε τα νεύρα σου, τα βάζης και με τους άλλους, αυτό είναι ανευλόγητο, είναι σατανικό, διότι δεν το γνώριζε. Σημαίνει ότι τον ξεγέλασες. Ως Γέροντας μπορεί να ξέρω ότι με ξεγέλασες. Εν τούτοις, δεν θα σου το πω· θα σου μιλήσω σύμφωνα με αυτό που μου λες. Αυτό που μου είπες, αυτό είναι για μένα το αληθινό. Μου είπες ότι μπορείς να αγρυπνής τέσσερις ώρες. Εάν δεν μπορής και σπάη ο οργανισμός σου, αυτά είναι θυσία στον Βάαλ και όχι, στον άληθινόν Θεόν. Αυτό είναι εγωισμός. Ή το κριτήριο της ασκήσεως και της αγρυπνίας μας είναι η προσωπική σχέσις με τον Γέροντα ή είναι ο διάβολος, το θέλημα του διαβόλου. Τότε ξεπερνάμε τα όρια, πέφτομε σε μία κατάστασι φρενίτιδος, δαιμονιώδη, και το πιθανώτερο είναι να γίνωμε δαιμονόπληκτοι, ενώ έχομε την εντύπωσι ότι εξασκούμε αγιότητα, τελειότητα, πνευματικότητα.
Η αρετή από την κακία μόλις ξεχωρίζουν πλάι- πλάι είναι, σαν αγαπημένα αδελφάκια! Επίσης, οι άγγελοι και οι σατανάδες! Όλοι είναι πνεύματα και εύκολα μπορούμε να τους μπερδεύωμε και να νομίζωμε ότι ο άγγελος είναι σατανάς και ο σατανάς άγγελος· ο άγιος ότι είναι αμαρτωλός και ο αμαρτωλός ότι είναι άγιος. Πολλώ μάλλον μπορεί να γίνη κακό, όταν πρόκειται να κρίνωμε τον εαυτό μας, διότι τον κρίνομε κατά την καρδιά μας, κατά την βούλησί μας. Εάν θέλω να αποδείξω ότι αυτό που κάνω είναι σωστό, το αποδεικνύω με χίλια δύο επιχειρήματα. Δεν υπάρχει πιο ισχυρό πράγμα από το θέλημα ενός ανθρώπου.
Γι’ αυτό δεν είναι δυνατόν η αγρυπνία μας, και ιδιαίτερα η προσευχή μας, να είναι άγνωστη στον Γέροντα. Είναι προτιμότερο τίποτε να μην κάνωμε, παρά να τα αγνοή. Δεν είναι δυνατόν να προτρέχωμε, να τον προλαμβάνωμε και μετά να μας κυνηγά, για να δη τι κάναμε. Πρέπει να υπάρχη πλήρης διάλογος, να καθώμαστε ψυχή με ψυχή και να τα λέμε, εφ’ όσον βεβαίως υπάρχει προσευχή. Εάν δεν θα υπάρχη προσευχή, θα βλεπώμαστε, αλλά θα εφαρμόζεται το «γέλα με να σε γελώ, να περνάμε τον καιρό». Θα περνούν τα χρόνια μας, θα γερνάμε και θα έχωμε την ελπίδα ότι ίσως ο Θεός να μας σώση. θα ρωτάμε τον Γέροντα: Γέροντα, θα σωθώ; Ναι, παιδί μου, θα μας απαντά, θα σωθής. Εάν μας πη, δεν θα σωθής, μπορεί να τα εγκαταλείψουμε όλα.
Επομένως, η προσευχή προϋποθέτει τον πλήρη διάλογο με τον Γέροντα. Δεν ισχύει το δικό μας: το ξέρει ο Γέροντας, το κατάλαβε ο Γέροντας, το είπα στον Γέροντα· αλλοίμονο, ο Γέρον¬τας δεν το νοιώθει; Αυτά είναι παραμύθια, δικαιολογίες, απομακρύνσεις από τον Θεόν. Ο Θεός λέγει: Λέγε συ πρώτος τας ανομίας σου. Εσύ θα πης την αμαρτία σου, τον λογισμό σου, την μέριμνά σου. Και αν ακόμη τον Γέροντά σου τον πάρη ο ύπνος, εσύ θα πης ό,τι έχεις. Έπαιρνε τον άγιο ο ύπνος, και ο υποτακτικός συνέχιζε να λέγη ό,τι είχε να πη. Εάν εσύ είχες αναστροφή με το Πνεύμα το Άγιον, το Πνεύμα το λαλούν εκάστω θα μερίση στον Γέροντα το κομμάτι που πρέπει να σου δώση και θα σου πη. Εάν εσύ δεν έζησες με το Άγιον Πνεύμα, το Πνεύμα το Άγιον είναι ανύπαρκτο στην ζωή σου και δεν θα πη τίποτε στον Γέροντα. Τότε ο Γέροντας θα σου χαμογελάση, το πολύ πολύ να σου εκφράση και την αγάπη του, ή να σε επί¬πληξη εάν δεν σε αγαπά, όπως το νοιώθομε εμείς οι άνθρωποι, και θα ζήσωμε και εμείς καλά και ο Θεός ακόμη πιο καλά. Αλλά δεν βγάζομε κάτι έτσι. Το θέμα είναι να υπάρχη πλήρης διάλογος· όχι να τα πηροφορήται όο Γέροντας από αλλού ή να τα διαισθάνεται, όχι να χρειάζεται να του το πη ο Θεός ή έστω η ψυχολογική του διαίσθησις ή η πείρα. Αυτά είναι του αιώνος τούτου, του παρόντος, του απατεώνος· δεν χρειάζονται για μας.
Ο διάλογός μας είναι κοινωνία, και κοινωνία σημαίνει λόγος και διάλογος.
Δεύτερον, η αληθινή προσευχή και η αληθινή σχέσις με τον Γέροντα προϋποθέτει πλήρη υπακοή ή, σε περίπτωσι που δεν υπάρχει πλήρης υπακοή, πλήρης υποταγή σε όλες τις λεπτομέρειες. Η υποταγή μας κρατάει συνδεδεμένους· δίνει το δικαίωμα σε σένα να μιλάς και σε μένα, τον Γέροντα, να σου απευθύνωμαι. Εάν δεν υποτάσσεσαι, η υποχρέωσίς μου, βάσει των κανόνων της Εκκλησίας, είναι να σε αποβάλω από την αδελφότητα, για να γλυτώση το ποίμνιο, να γλυτώσω και εγώ από το χασομέρι που μου κάνεις. Ο μη υποτασσόμενος είναι το πλέον βδελυρό πράγμα, το πλέον εγωπαθές, το πλέον δαιμονιώδες, το πλέον επικίνδυνο, γι’ αυτό πρέπει να εκλείψη από το μοναστήρι. Για να έχωμε όμως το δικαίωμα, εγώ να σε ακούω και να σου μιλώ και συ να μου μιλάς, πρέπει να υπάρχη υπακοή, δηλαδή ελευθερία. Διαφορετικά, η σχέσις μας δεν είναι κατά πνεύμα αλλά κατά σάρκα, και τότε απλώς οικονομούμεθα. Η οικονομία όμως μπορεί να διαρκέση μία ημέρα, έναν χρόνο, δυό χρόνια· δεν είναι για πάντα. Επί πλέον, ή υπακοή χρειάζεται να γίνεται μέχρις αίματος, όπως λέγει και ο από¬στολος Παύλος. Όταν δεν υπάρχη υπακοή, δεν υπάρχει δόσι¬μο της καρδιάς και του νου μας.
Τρίτον, η αληθινή προσευχή και η αληθινή σχέσις με τον Γέροντα προϋποθέτει πλήρη συμφωνία με τον Γέροντα. Χωρίς αυτήν, και αν ακόμη υποτασσώμεθα, τα πράγματα είναι προβληματικά. Εάν υπάρχη διάλογος και υπακοή και δεν υπάρχη συμφωνία, γίνεται συζήτησις για να ξεκαθαρίσωμε αν θα παραμείνης ή αν θα φύγης. Διότι, εφ’ όσον δεν υπάρχει πλήρης συμφωνία, σημαίνει ότι εσύ κρατάς τις ιδέες σου, την γνώσι σου, την επιθυμία σου, τον λογισμό σου, σημαίνει ότι δεν υπάρχει εσώτερη κοινωνία. Κάποιος κρίκος είναι σπασμένος, οπότε δεν μπορούμε να δεθούμε. Τότε πρέπει ή να λείψη ο Γέροντας από την ζωή σου, αλλά κατά τους κανόνες της Εκκλησίας και όχι κατά την δική σου βούλησι ή την παρανομία, ή να συμφωνήσης με τον Γέροντα.
Ενίοτε αυτό είναι μαρτυρικό, αλλά αξίζει ένα τέτοιο μαρτύριο, αν θέλωμε να γίνωμε μάρτυρες του Χριστού, να καταταγούμε στον χορό των αγίων μαρτύρων, ακόμη και των μεγαλο¬μαρτύρων διότι, όπως έλεγαν οι παλαιοί όσιοι της Εκκλησίας μας, στους εσχάτους χρόνους το παραμικρό, που θα κάνουν οι άνθρωποι, θα έχη μεγαλύτερη άξια από τα κατορθώματα των αγίων της παλαιάς εποχής. Εάν αυτοί γίνονταν μάρτυρες κατά την συνείδησι, εμείς θα γίνωμε μεγαλομάρτυρες. Όμως αυτό δεν πετυχαίνεται με το να κάνωμε υποταγή, γιατί υποταγή κάνει και ο άνδρας στην γυναίκα και η γυναίκα στον άνδρα, και ο στρατιώτης και ο υπάλληλος και ο καθηγητής και ο σκουπιδιάρης και τα μυρμήγκια και η άψυχος κτίσις, αλλά με το να συμφωνούμε, έστω και με αίμα. Τότε είμαι ένας πραγματικός μεγαλομάρτυς. Διαφορετικά, όσα αναφέραμε προηγουμένως περί αγίων, περί προσευχής, περί ευλάβειας, περί συγκινήσεως, περί δακρύων, δεν ισχύουν, διότι επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες• συνήθως γίνονται σύμφωνα με την δική μας ευαισθησία και όχι με την κρίσι του Γέροντος. Ο Γέροντας είναι πάνω από όλα αυτά. Αυτά χωρίς εκείνον δεν μπορούν να κάνουν τίποτε. Όπως ένα εκατομμύριο λαϊκοί δεν μπορούν να κάνουν λειτουργία χωρίς ιερέα, κάτι παρόμοιο συμβαίνει και εδώ. Τίποτε από όσα λέγαμε προηγουμένως δεν ισχύει, χωρίς αύτη την πλήρη σχέσι με τον Γέροντα. Ο οίκος μας μένει ακατοίκητος, χωρίς ένοικο, χωρίς κυβερνήτη, και εν τέλει αφήνεται έρημος.
Αξίζει να αναφέρωμε εδώ ένα γεγονός από την ζωή του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Ο άγιος ήταν ένας πρωτοπόρος άνθρωπος· συμμετείχε σε όλους τους δογματικούς και κανονικούς αγώνες της Εκκλησίας και απέκτησε όλες τις πρώτες μοναστικές εμπειρίες της Εκκλησίας μας. Σε μεγάλη ηλικία πήγε με μερικούς άλλους μοναχούς στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, για να του ζητήση βοήθεια για την σωτηρία της Εκκλησίας. Ο Ιουστινιανός τον δέχθηκε με πολλή αγάπη, διότι είχε ακούσει πολλά γι’ αυτόν συγκάλεσε τους συμβούλους του, για να συζητήσουν το θέμα και να δώσουν την απάντησι και την βοήθεια που ήθελε ο άγιος για την Εκκλησία.
Ενώ ο Ιουστινιανός άρχισε να συζητή με ενδιαφέρον την υπόθεσι, οι μοναχοί βλέπουν τον Γέροντά τους να απομακρύνεται. Κατάλαβαν ότι ήταν η ώρα να τελεσθη η ακολουθία της τρίτης Ώρας. Υπήρχε η συνήθεια οι Ώρες να γίνωνται στην ώρα τους, ακόμη και στο χωράφι ή οπουδήποτε αλλού. Ο άγιος Σάββας έκρινε ότι, αν στο χωράφι, όπου κουράζονταν πολύ, οι Ώρες έπρεπε να γίνωνται στην ώρα τους, πόσο μάλλον στο παλάτι.
Αυτή η στάσις φάνηκε ότι δεν ήταν τόσο ευγενική, και τότε ο πλέον εγγύς άνθρωπος του αγίου του λέγει: Άγιέ μου, τί κάνεις; Ο βασιλιάς για μας παλεύει. Και εκείνος του απάντη¬σε: «Εκείνοι, τέκνον, το ίδιον ποιούσιν· ποιήσωμεν και ημείς το ημέτερον». Ο βασιλιάς κάλεσε τους αυλικούς του και κάνει το αρμόδιο σε αυτόν, για να βοηθήση την Εκκλησία. Και εμείς πρέπει να κάνωμε το δικό μας, την Ώρα.
Ερχόμαστε στο μοναστήρι, για να κάνωμε «το ημέτερον». Ο καθένας σαν μία πολύτιμη πέτρα, σαν ένα διαμάντι στο κοινό δακτυλίδι, γύρω από τον Γέροντα, το κεντρικό διαμάντι -μπορεί να είναι και σκουριά-, να κάνωμε το δικό μας, «το ημέτερον». Κάποιος ίσως να είναι πιο λαμπερός, άλλος λιγώτερο, αλλά όλοι μας ας παριστάμεθα ενώπιον του Θεού. Αν άλλα φώτα είναι ισχυρότερα και άλλα αγενέστερα, ή και σβησμένα, αν η αίθουσα λαμπυρίζη από το φως, τα σβησμένα φώτα δέχονται φως από τα αναμμένα.
Αν θέλωμε να δίνωμε χαρά στον Γέροντα, και αν θέλωμε να ξέρωμε ότι ο Θεός είναι μαζί μας, ας κάνωμε αυτό που είναι δικό μας. Ας βάζωμε τον Θεόν μέσα μας. Ας μη μας νοιάζει τι κάνει ο άλλος. Όταν κοιτάζωμε τι κάνει ο άλλος, πάντα αστοχούμε, όχι μόνον εμείς. Οποιοσδήποτε άνθρωπος, οποιοσδήποτε μοναχός, κοσμικός, λαϊκός, ακόμη και άγιος, εάν ρίξη το βλέμμα του στο τι κάνουν οι άλλοι, θα αστοχήση, θα χάση τον Θεόν. Αφ’ ης στιγμής όμως εμείς ιστάμεθα ενώπιον του Θεού με αυτόν τον τρόπο, επιτελώντας την δική μας λειτουργία, από της στιγμής εκείνης τα πάντα είναι τακτοποιημένα, διευθετισμένα, διότι ο οικήτωρ της ψυχής μας, της ζωής μας, του ύπνου μας, της αγρυπνίας μας, του κελλιού μας, του μοναστηριού μας, είναι ο ίδιος ο Θεός.
Άραγε, όταν λείψη ο Γέροντας από την ζωή μας, τί θα κάνω¬με; Όταν κανείς είναι στον κόσμο, μπορεί να διάλεξη οιονδήποτε Γέροντα. Καμιά φορά μπορεί να κάνη και χρόνια να τον διάλεξη. Τα χρόνια αυτά δεν σημαίνει πως θα είναι χωρίς καθοδήγησι, θα συνέχιση να ζη ομαλά, όμορφα και πνευματικά την ζωή του, όπως προηγουμένως, όταν ζούσε ο Γέροντάς του. Εάν είναι στο μοναστήρι, τα πράγματα είναι πιο απλά.
Όμως, ζώντες εν σαρκί, έχομε τις αδυναμίες και τα προβλήματά μας· είναι δυνατόν να μη συμφωνούμε με τον προταθέντα Γέροντα. Τότε τί θα κάνωμε; Θα υψώσωμε έναν άλλον στην ζωή μας; Έτσι το κοινόβιο διαλύεται ή εγώ χωρίζομαι. Είναι προτιμότερο να πεθάνω, παρά να χωρισθώ από το κοινόβιο. Η ανθρωπινή φύσις μας έχει πολλές ατέλειες, και μια από τις ατέλειες είναι και η ανωτέρω. Αλλά, όταν συγκρούωνται οι εσωτερικές δυνάμεις μας, δεν βάζομε μπροστά την καρδιά μας, βάζομε τον νου, διότι ο νους είναι ο ηγεμών. Ο νους είναι ο θεοφορούμενος, ο θεοφορών. Ο νους μπορεί να προσευχηθη, και στην προσευχή αυτή συμμετέχει όλο το είναι, η ψυχή, το σώμα, η καρδιά μας, τα σπλάγχνα μας, οι πνεύμονές μας. Όταν λοιπόν λείψη ο Γέροντας, εμείς θα κρατήσωμε «την νύκτα» που είχαμε με τον δικό μας Γέροντα, και θα βάλωμε στην ζωή μας τον νέο Γέροντα.
Εάν εμείς θα είμαστε τίμιοι ενώπιον του Θεού και δεν θα υποκύπτωμε σε κανένα πρόβλημα, σε καμία επιθυμία, τότε ο Θεός θα εμβάλη στην καρδιά μας τον Γέροντα, θα τον φωτίση. Εάν δεν μπορή να γίνη αυτό, ο Θεός θα οικονομήση κάτι θα βρη: Ή θα φύγη ο Γέροντας, ή θα φύγης εσύ από την ζωή, ή θα σού δώση κάποιον άλλον. Με κάτι άλλο θα σε προφυλάξη. Αλλά πρέπει να τον βάλης τον καινούργιο Γέροντα στην καρδιά σου. Εσύ θα κάνης το κάθε τι, και προπάντων θα συνεχίζης να έχης την μυστική ζωή της αγρυπνίας. Εάν εσύ θα ασχολήσαι με την νοερά προσευχή, με την αγρυπνία, με την μελέτη της Γραφής, τότε ο νέος Γέροντας θα μπη φυσιολογικά μέσα σου. Πώς μπαίνει μέσα μας ο Χριστός, που ούτε τον βλέπομε ούτε τον ακούμε; Μας το βεβαιώνει η Εκκλησία, μας το λέγει ο ίδιος ο Χριστός, μας το λέγει το Πνεύμα το Άγιον, μας το λένε οι άγιοι. Εάν μπορή και μπαίνη ο ίδιος ο Χριστός, «ο αχώρητος παντί», δεν μπορεί να βάλη τον Γέροντα μέσα στην καρδιά μας; Τί υπήρχε ανάμεσα σε πολλούς υποτακτικούς και στον Γέροντά τους και τον έβαλαν στην καρδιά τους, ενώ είχαν τον πνευματικό τους που τους δίδαξε τον Χριστόν; Έκαναν κανέναν αγώνα, καμιά προσπάθεια; Φυσιολογικά τα έφερε ο Θεός, και γνωρίσθηκαν. Οι αλλοδαποί μάλιστα υποτάσσονται σε έναν κόσμο, ο οποίος είναι τόσο διαφορετικός στην ιστορία τους, στην ζωή τους, στην παράδοσί τους. Ο Θεός τα ρυθμίζει όλα.
Αυτό που έχει σημασία έδώ δεν είναι ο Γέροντας αυτός καθ’ εαυτόν, δεν σταματάει εκεί ο Θεός. Ο Θεός κάθε φορά που θέλει να έλθη σε επαφή με τον άνθρωπο, διάλεγα κάτι. Όπως ο κεραυνός διάλεγα αυτό το δένδρο και πέφτει εκεί, έτσι και ο Χριστός διαλέγει αυτόν τον άγιο, αυτόν τον άνθρωπο, αυτόν τον αμαρτωλό, αυτό το σκαμνί, αυτό το ιλαστήριο, αυτό το θυσιαστήριο, αυτό το Ευαγγέλιο, αυτή την νύκτα όχι την άλλη, όχι τότε που νόμιζα εγώ, και κοιτάζει που θα καθίση. Αυτός που επαναπαύεται έπη των πτερύγων των αγγέλων, αυτός που έχει θρόνο τον ουρανό και υποπόδιο την γη, αυτός κάνει σήμερα θρόνο και κατοικητήριο και υποπόδιό του αυτόν, εκείνον, τον άλλον.
Όταν θα ζητάμε τον Θεόν μέσα στην νύκτα, ο Θεός θα πάη στον καινούργιο Γέροντα, και αυτός θα μας προσέξη, και θα τον προσέξωμε. Όπως ο Θεός κάνει μια γυναίκα και προσέχει εκείνον τον άνδρα, και του προτείνει να παντρευθούν -πού τον ήξερε εκείνη; Πώς τον αγάπησε; Ο Θεός την ήρμοσε με τον άνδρα-, έτσι ακριβώς και εδώ, ο Θεός θα σε αρμόση με τον Γέροντα, εφ’ όσον εσύ επιδιώκεις τον Θεόν. Ο καινούργιος Γέροντας θα είναι ό,τι ωραιότερο υπάρχει στην ζωή σου. Ο πρώτος θα έχη τον θρόνο του, τον Θεόν του. Ο καινούργιος θα είναι το πρόσωπο στο οποίο θα κατεβαίνη η Παναγία Τριάς. Αν ο Χριστός δεν θελήση να πάη στον Γέροντα και θελήση να πάη κάπου αλλού -κοιτάει ποιός είναι για σένα το μυστικό σημάδι που θα σε ενώση μαζί Του-, «είη το όνομα Κυρίου ευλογημένον».
Ποιά η σχέσις νυκτός και ημέρας για τον μοναχό; Η μοναστική ζωή είναι εξ ολοκλήρου βουτηγμένη μέσα στην νύκτα και ένα μέρος της έχει τις προβολές και τους κλάδους στην ημέρα. Σε ένα κοινόβιο η ζωή της ημέρας στρέφεται κυρίως γύρω από τους αδελφούς, το διακόνημα, την κοινωνία. Η νύκτα όμως είναι βαθιά ριζωμένη στον Θεόν. Όσο δε περισσότερο καταφέρνει ο μοναχός να ζη και κατά την διάρκεια της ημέρας την ησυχία, την γαλήνη και την αίσθησι της παρουσίας του Θεού, τόσο περισσότερο κερδίζει και την ημέρα του. Προφανώς, ούτε το διακόνημα ούτε η κοινωνική σχέσις του μπορεί να διακόψη την πνευματική σχέσι με τον Θεόν, αν ο μοναχός ορθώς τοποθετή και ενεργή τα πάντα. Εάν αυτή είναι η πνευματική ζωή του μοναχού, τότε και η σχέσις του με τον Γέροντα θα είναι αληθινή.
(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 494-511)