Μοναχισμός νήψις και ησυχία
Μερικοί νομίζουν ότι πρέπει να έχουν πολλή μελέτη στην αγρυπνία τους, άλλοι πολλή προσευχή, άλλοι ότι πρέπει να τους χαρίση ο Θεός οράματα, ακροάματα, θεοπτίες, για να αποδείξη ότι υπάρχει ή ότι τους αγαπά. Όλα αυτά αναμφιβόλως είναι υπερβολές, τις οποίες εκμεταλλεύεται ο αντίδικος για να μας καταπιή.
Πώς λοιπόν ιστάμεθα ενώπιον του Θεού; Κατ’ αρχάς, ιστάμεθα σαν απλά παιδιά του. Η αγρυπνία μας είναι η ώρα της αγάπης μας με τον Θεόν. Όπως οι άνθρωποι έχουν τις ώρες που θέλουν να αγαπούν και να αγαπιούνται, έτσι και εμείς έχομε τις ώρες που ζούμε μαζί με τον Χριστόν μας, τις ώρες που τον περιμένομε και μας περιμένει, που προσπαθούμε να δείξωμε την αγάπη μας κατά τον τρόπο που καταλαβαίνει εκείνος. Εμένα, αν μου φέρης ένα γλυκό, μου κερδίζεις την καρδιά. Του άλλου την κερδίζεις με το να του πας ένα βιβλίο· αν του πας γλυκό, θα αποτύχης. Το ίδιο και ο Θεός· θέλει να του πας τα δικά του δώρα, τα δικά του δωρήματα, αυτά που τα καταλαβαίνει. Επί πλέον, εφ’ όσον η ψυχή μας είναι αδύνατη και τρικυμίζεται, και εφ’ όσον υπάρχει «αντίδικος ωρυόμενος», η ψυχή μας θέλει ενίσχυσι, θέλει τον τρόπο της για να μπορή να ξεπερνά τον εαυτό της και να νικά και να χαίρεται τον Θεόν. Γι’ αυτό θα αναφερθούμε σε μερικά πολύ απλά θέματα.
Το πρώτο, που πρέπει να επιτύχω στην αγρυπνία μου, μετά την έγερσί μου, είναι το ξύπνημά μου. Πώς θα ξυπνήσω; Άλλος κάνει μετάνοιες, άλλος πλένει το κεφάλι του, τα μάτια του, άλλος κάνει περίπατο έξω από το κελλί του μέσα στο μοναστήρι ή, όταν είναι ερημίτης, επάνω στα βουνά. Αλλά οι Πατέρες χρησιμοποιούσαν πολλούς τρόπους και για να ξυπνούν. Άλλοι ζητούσαν να τους χτυπούν την πόρτα. Άλλοι είχαν κάτι επάνω τους, μια σφαίρα επί παραδείγματι, η οποία έπεφτε και ξυπνούσαν. Σε άλλους έφθανε μία καρφίτσα, που θα έπεφτε από πάνω τους ή από το χέρι τους ή από την βάσι ενός κεριού, που το άναβαν και, όταν έλειωνε, έπεφτε η καρφίτσα και ξυπνούσαν.
Ο ύπνος είναι ένας δούλος που μπορείς να τον κάνης ό,τι θέλεις. Όποτε θέλομε καλούμε τον δούλο μας, όποτε θέλομε του λέμε, πήγαινε τώρα να ξεκουρασθής και, όταν σε χρειασθώ, θα σε ξαναφωνάξω. Ο ύπνος ξέρει να υποτάσσεται στον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος υποτάσσεται στο αφεντικό του, τον Θεόν;
Τα αγρίμια της γης υποτάσσονται στον Θεόν και στον αφέντη τους. Δεν θα υποταχθη ο ύπνος στον άνθρωπο; Αρκεί ο καθένας μας να βρη το δικό του μέτρο και τις δικές του σημερινές δυνατότητες, διότι δεν χρειαζόμαστε πάντοτε τις ίδιες ώρες ύπνου. Τώρα χρειάζομαι οκτώ ώρες, αλλά μετά από έναν χρόνο μπορεί να χρειάζωμαι πέντε ώρες και μετά τρεις ώρες. Αν τυχόν μετά από τρία χρόνια αρρωστήσω, θα χρειάζωμαι έξι ώρες. Όταν θα είμαι ταπεινός, δεν θα επιδιώκω να κάνω το θέλημά μου και τις επιθυμίες μου, αλλά αυτό που θα μπορώ να κάνω εξ αιτίας των νέων συνθηκών.
Αλλά, για να υποτάξω τον δούλο που λέγεται ύπνος και να τον θέσω υπό τις διαταγές μου, είναι ανάγκη να ξεπεράσω τα ορμέμφυτά μου, τις επιθυμίες μου, διότι αυτά είναι, ως επί το πλείστον, η αιτία και δεν έχω τον ύπνο στα χέρια μου. Θα πρέπει να μάθω να λέγω, έλα ύπνε, να κλείνω τα μάτια και να κοιμάμαι. Πολλοί όμως είναι τόσο σπασμένοι από τα αποτυχημένα τους όνειρα, από τους πόθους και τα βουλήματά τους, από τα θελήματα και τις απογοητεύσεις τους, από τις ελπίδες και τις απελπισίες τους, ώστε μπορεί να πέσουν στο κρεββάτι, και να τους πάρη ο ύπνος μετά από τρεις και τέσσερις και πέντε ώρες, ή μπορεί να μην τους πάρη και καθόλου. Έκτος αν είναι καθαρώς θέμα υγείας, αλλά και τότε ο παράγων ψυχή παίζει τον ρόλο του. Σε κάθε άλλη περίπτωσι ο άνθρωπος μπορεί να κυβερνά τον ύπνο του: θέλω να κοιμηθώ; να κοιμάμαι· θέλω να ξυπνήσω; να ξυπνώ.
Για να επιτύχω λοιπόν στον κανόνα μου, πρέπει, πρώτον, να κάνω υποχείριο τον υπηρέτη μου που λέγεται ύπνος. Δεύτερον, χρειάζεται να ηρεμήσω, να νοιώσω ειρήνη και γαλήνη· να σταθώ χωρίς υπερδιέγερσι, χωρίς υπερέντασι του νευρικού και του ψυχικού συστήματός μου, και εν συνεχεία να ανεβάσω τον νου μου εκεί που εγώ θέλω. Ο νους μου δεν πρέπει να είναι σαν ένας αλήτης που πάει από εδώ και από εκεί· δεν πρέπει να γυροφέρνη όπως οι κυκλευταί μοναχοί, αλλά να επιστρέφη στον εαυτό του.
Πού όμως θα καθίσω; Προτιμώ να καθίσω σε πολυθρόνα; Μπορώ να καθίσω. Η πολυθρόνα έμενα μου φέρνει ύπνο; Θα καθίσω σε μια άλλη καρέκλα, ή στον ξύλινο καναπέ, ή στο ξύλινο χαμηλό κρεββάτι μου. Επίσης, μπορώ να κάνω ένα σκαμνάκι με τρία πόδια, ώστε, εάν με πάρη ο ύπνος, να πέσω και να ξυπνήσω. Ό,τι θέλω μπορώ να κάνω, μόνο να είμαι ήρεμος, διότι, όταν είμαι ήρεμος, εξουσιάζω την αναπνοή μου, τους χτύπους της καρδιάς μου, το πνεύμα μου, τα πάντα. Μπορώ τότε να πω: έλα, Θεέ μου, και να το αντιληφθώ. Όταν όμως η καρδιά χτυπάη άτακτα, όταν η αναπνοή μου γίνεται άτακτα, όταν μέσα μου τα βουλήματά μου είναι δυνατά, πώς να πάρω είδησι τον Θεόν; Μόνον αν έχω καμιά σατανική φαντασία, τότε θα πω: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σε ευχαριστώ που καταδέχθηκες να μπης στο αμαρτωλό μου κελλί», αλλά δεν θα είναι αυτός ο Χριστός. Χρειάζεται λοιπόν να ηρεμήσω, να είμαι ξεκούραστος, όχι τόσο σωματικά, όσο πνευματικά. Η υποδούλωσις του ύπνου και η ηρεμία είναι μία προετοιμασία.
Τρίτον, θα επιδιώξω την συντριβή της καρδίας και τις μετάνοιες. Μόνον «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Όταν όμως εγώ έχω την επίγνωσι της αρετής μου, των χαρισμάτων μου, των αγιοτήτων μου, όταν ζητώ από τον Θεόν θείες ελλάμψεις, όταν του ζητώ να γίνω και εγώ μεγάλος, δεν μπορώ να έχω συντριβή καρδίας. «Ζηλούτε τα χαρίσματα τα κρείττονα», λέγει, ο Απόστολος, και το μείζον είναι η αγάπη προς τον Θεόν. Δεν θα ζητήσω λοιπόν κάτι άλλο από την συντριβή, ούτε θα καθίσω σαν δίκαιος ενώπιον του Θεού και θα του απαιτήσω. Αυτό που θα κάνω θα είναι να του ομολογήσω την αμαρτία μου, την ανομία μου, την φτώχεια μου, με τέτοια διάθεσι, ώστε να μη μου υποθάλπη τον εγωισμό, αλλά να μου συντρίβη την καρδιά. Τότε ό Θεός θα επίβλεψη στην καρδιά μου, διότι ο ίδιος λέγει: «Επί τίνα επιβλέψω; Αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και τον ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου».
Επομένως, δεν αρκεί μόνον να διαβάζω ή να προσεύχωμαι. Είναι απαραίτητο να επιδιώξω την συντριβή της καρδίας, η οποία μπορεί να γίνη και με την στάσι μου και με ορισμένες σκέψεις που θα κάνω για τον Θεόν, ή με οτιδήποτε άλλο. Όλα αυτά βεβαίως είναι εισαγωγικά. Μπορώ ακόμη να γονατίσω ενώπιον του Θεού και να τον παρακαλέσω να μου συγχώρηση την αμαρτία μου, που πιθανόν δεν την ξέρω, δεν την φαντάζομαι, αλλά ξέρω πως είμαι αμαρτωλός.
Εν συνέχεια θα κάνω μετάνοιες· με τον όρο «μετάνοιες» εννοούμε και τις σωματικές μετάνοιες. Συμβάλλουν πολύ και αυτές, όπως το βλέπομε καθημερινά. Μερικοί μοναχοί έκαναν χιλιάδες μετάνοιες, ενώ ήταν ακόμη στον κόσμο. Οι μετάνοιες είναι και υπόθεσις εποχής, υγείας, τόπου. Πάντως, έχουν μία σημασία, όπως μαρτυρεί η προσωπική πείρα, οι Πατέρες της Εκκλησίας και τα βιβλία μας. Είναι ένας κόπος, μία θυσία ενώπιον του Χριστού. Οι κοσμικοί άνθρωποι σηκώνονται το μεσονύκτιο για τα παιδιά τους, για τον άνδρα τους, για άλλες υποθέσεις. Η δική μας η κούρασις την νύκτα είναι οι μετάνοιες.
Κυρίως όμως. με τον όρο «μετάνοιες», εννοούμε διεγέρσεις της ψυχής μας για να μετανοήση, διότι το πιο ισχυρό γεγονός της ζωής μας είναι η παχυλότητα της σαρκἰνης και της δήθεν πνευματικής καρδιάς μας, που δεν θέλει ποτέ να αναγνωρίση ότι είναι αμαρτωλή. Εάν λέμε ότι είμαστε αμαρτωλοί, το λέμε με τα χείλη, αλλά δεν το παραδεχόμαστε και δεν το καταλαβαίνομε. Μπορεί να πούμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» ή «ήμαρτον ενώπιόν σου», εάν όμως μας ρωτήσουν τί αμαρτίες κάναμε, θα πούμε, δεν έκλεψα, δεν σκότωσα, ό,τι λένε οι κοσμικοί άνθρωποι. Τουλάχιστον αυτοί δικαιολογούνται, διότι δεν καταλαβαίνουν. Εμείς δικαιολογούμεθα να μην καταλαβαίνωμε; Όταν λοιπόν λέμε μετάνοιες, εννοούμε τέτοιες προσπάθειες, να ξεσηκώνωμε την καρδιά και τον νου μας, για να καταλάβουν την αμαρτωλότητά τους και να έχουν όχι μία, αλλά αλλεπάλληλες μετάνοιες.
Για να βοηθήσωμε την καρδιά και τον νου μας να μετανοήσουν, προσπαθούμε να δημιουργήσωμε μία ατμόσφαιρα σοβαρή, αξιοπρεπή, κατανυκτική. Την ώρα εκείνη, και μάλιστα τις ευγενέστερες και ωραιότερες στιγμές, αν θυμηθής κάτι, μην το γράψης. άφησέ το. Όταν ο κανόνας σου είναι πέντε ώρες, είναι φυσικό, κάτι που θα σου πη ο Θεός, να θέλησης να το γράψης για να το παρουσίασης στον Γέροντα σου· παρ’ όλα αυτά, μην το κάνης τις στιγμές που η καρδιά πια αρχίζει να ανεβαίνη στον Θεόν. Τότε δεν θέλομε κανέναν, ούτε και τον Γέροντα· έχομε τον Κύριόν μας και τον Θεόν μας.
Πώς όμως πετυχαίνω την συντριβή; όχι τεχνικά, αλλά με την φυσική μου στάσι και τοποθέτησι ενώπιον του Θεού. Έστω, και αν δεν το νοιώθω, το ξέρω ότι είμαι αμαρτωλός. Παρουσιάζω λοιπόν τον εαυτό μου σαν αμαρτωλά ενώπιον του Θεού, για να μπορέσω κάποτε να το καταλάβω και να οδηγηθώ στην αληθινή μετάνοια. Αυτή είναι δώρο του ιδίου του Θεού, αποτέλεσμα των πολλών μου εξομολογήσεων και μετανοιών, των πολλών μου κόπων και συντριβών.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποκαλούσαν τον εαυτό τους μοιχό, τάλα, πόρνο, κλέφτη, ληστή, ενώ ούτε στο όνειρό τους δεν είχε συμβή κάτι τέτοιο. Εν τούτοις, απέδιδαν στον εαυτό τους όλα αυτά τα αμαρτήματα, είτε σαν μία προσπάθεια να προσφέρουν το είναι τους στον Θεόν, είτε σαν μία προσπάθεια να πετύχουν το έλεος του Θεού, ή να συντριβή επί τέλους αυτή η μαλθακή και σκληρή καρδιά και να καταλάβη ότι είναι αμαρτωλή. Εμείς δεν καταλαβαίνομε την αμαρτία μας. Ενώ είμαστε γεμάτοι από αμαρτίες, δεν καταφέρνομε να έχωμε την αμαρτία μας διαρκώς ενώπιον των οφθαλμών μας, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «Η αμαρτία ενώπιόν μού έστι διά παντός». Εμείς έχομε το ιδανικό μας, την ιδεολογία μας, τις απαιτήσεις μας από τον Θεόν, τα όνειρο να φθάσωμε ψηλά, να επιτύχωμε πολλά. Γι’ αυτό δεν υψωνόμαστε ούτε ένα δακτυλάκι πάνω από την γη.
Πολλοί Πατέρες, για να πετύχουν την συντριβή, κτυπούσαν τα στήθη τους όπως ο τελώνης, λέγοντας «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»· άλλοι διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους. Εμείς βέβαια δεν θα κάνωμε τέτοια πράγματα, θα στεκώμαστε όμως με αξιοπρέπεια. Δεν θα καθίσω, λόγου χάριν, επάνω στο κρεββάτι μου για να διαβάσω, ή δεν θα ξαπλώσω για να προσευ¬χηθώ. Άλλο όταν προσεύχωμαι νοερά με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» επί ώρες. Τότε θα το πω και καθιστός και όρθιος και ξαπλωμένος, μπρούμυτα και ανάσκελα. Αυτή η προσευχή είναι ολονύκτια αγωνία για τον Χριστόν. είναι μία πάλη. Επειδή φέρω την αδυναμία της σαρκός, τότε θα τα χρησιμοποιήσω όλα, για να μπορέσω να νικήσω.
Στέκομαι λοιπόν ενώπιον του Θεού επιδιώκοντας την συντριβή της καρδίας, το σπάσιμο του πάγου, με τις εξομολογήσεις ενώπιον του Θεού, και προσπαθώντας να κατανοήσω ότι εδώ είμαστε εγώ, ο τιποτένιος, και ο Κύριός μου.
Κύριε, του λέγω, είσαι αόρατος, αλλά είσαι αληθινός. Είμαι ένα σκουπίδι της γης, και συ είσαι ο μεγάλος Θεός, «ο επί θρόνου χερουβικού εποχούμενος, ο των σεραφίμ Κύριος και βασιλεύς του Ισραήλ». Συ είσαι ο πλάστης μου. Είσαι αυτός που με ξέρεις μέχρι της τελευταίας λεπτομερείας ξέρεις και το πνεύμα μου και την ψυχή μου και την σάρκα μου. Δεσπόζεις της οικουμένης. Είσαι αυτός δίχα του οποίου τίποτε δεν γίνεται και έκτος του οποίου δεν υπάρχει τίποτε και εν τω οποίω υπάρχουν τα πάντα. Είσαι ο μεγάλος Θεός, ο πλήρης δόξης, ο πλήρης άγιότητος, ο πλήρης τελειότητος, και εγώ είμαι ο μηδαμινός.
Θα σκύψω, θα κλάψω, θα γονατίσω, θα προσκυνήσω, θα ξαναπροσκυνήσω, θα ξανακλάψω, μέχρις ότου συντριβή η ψυχή μου. Αν μπορώ να το κάνω αυτό σε έναν ναό, είναι προτιμότερο. Αν δεν μπορώ, ας το κάνω μέσα στο κελλί μου. Ο καθημερινός μου στίβος είναι το κελλί μου. Αν έχω κελλί που είναι ναός του Θεού, κερδίζω. Αν δεν έχω, ας βρω κάτι άλλο.
Θα επιδιώξω όμως την συντριβή της καρδίας και τις μετάνοιες όχι σαν ένα μέσο μαγικό, αλλά σαν κάτι που μου χρειάζεται. Η συντριβή δεν χρειάζεται στον Θεόν. Δεν έχει ανάγκη ο Θεός ούτε από τις αρετές μου ούτε από τις κακίες μου ούτε και από την συντριβή της καρδίας μου. Εγώ έχω ανάγκη αυτής της συντριβής, για να μπορώ να παρίσταμαι ενώπιόν του. Μόνον να μη συγχέωμε την πραγμάτωσι των επιθυμιών μας με την συντριβή, διότι, όταν έχωμε μια λαχτάρα και πραγματοποιήται, όταν έχωμε κάποιο όνειρο και νομίζωμε ότι το πλησιάζομε, όταν φαντασθούμε ότι ο Θεός αρχίζει να μας πλησιάζη. τότε εμείς χαιρόμαστε ή και κλαίμε και συντριβόμαστε. Επίσης, όταν σκεφθούμε την αμαρτία μας, μπορεί να κλάψωμε, αλλά δεν σημαίνει ότι κλάψαμε για τον Θεόν. Κλάψαμε γιατί θυμηθήκαμε την αμαρτία μας. Δεν είναι αυτό το θεϊκό κλάμα, το κλάμα της ταπεινοφροσύνης και της συντριβής· είναι το κ/άμα το χοϊκό, το ανθρώπινο, το ψυχικό. Έκλαψα, γιατί εγώ έκανα το τάδε κακό. Αυτό είναι θυμίαμα στο εγώ μου. Χρειάζεται προσοχή να μην μπερδεύεται ο πόθος μας, η ελπίδα μας και η απελπισία μας με την παρουσία του Θεού. Το πραγματικά δάκρυ είναι ξένο προς ό,τι αφορά τον εαυτό μας.
Μετά την συντριβή της καρδίας και της μετανοίας έρχεται η καθαρότης του βίου διά της οποίας βλέπομε τον Θεόν. Εμείς οι άνθρωποι θέλομε να δούμε τον Θεόν, αλλά πώς θα τον δούμε;
Ο κάθε άνθρωπος έχει πάρει το δικό του δώρημα από τον Θεόν, για να τον δη. Στον κάθε άνθρωπο ο Θεός έχει ξεδιαλύνει το πως θα τον δη. Το βέβαιο είναι ότι ο Θεός οράται με μύριους τρόπους, αυτό όμως εξαρτάται από την δική μας καθαρότητα. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», λέγει ο Κύριος.
Με τον όρο «καθαρότητα» εννοούμε την καθαρότητα από την αμαρτία, αλλά προπάντων την καθαρότητα του νου. Ιδιαίτερα στο στάδιο αυτό δεν πρέπει να επιτρεπωμε στον νου μας να ασχοληθή με κάτι άλλο, έκτος από την προσευχή. Την ώρα που αγρυπνείς, είναι δυνατόν να σου μπη μία ωραιότατη σκέψι. Διώξε την. Μπορεί να σου έρθη μία ανάμνησις της αγάπης του Θεού, ο οποίος σταυρώθηκε για σένα. Μακριά τώρα και ο σταυρός του Χριστού. Δεν σου χρειάζεται τίποτε. Το μόνο που σου χρειάζεται είναι η καθαρότης, δηλαδή το άδειασμα του νου από το κάθε τι, καλό ή κακό. Μπορεί να σου γεννηθή η επιθυ¬μία να πης: Θεέ μου. ας είμαι για σένα νεκρός, άδειος. Τίποτε από όλα αυτά. Την ώρα εκείνη ο νους πρέπει να μείνη αχρωμάτιστος, κενός, να απαλλαγή από το κάθε τι, για να μπορής να τον γέμισης με την ευχή του Ιησού ή με άλλες μικρές προσευχές των αγίων. Αν δεν μπορούμε διαρκώς να κάνωμε την νοερά προσευχή, είναι δυνατόν να γεμίζουμε την ώρα μας με πολλές προσευχές. Οπωσδήποτε όμως η νοερά προσευχή είναι η πιο θετική, η πιο σύντομη, η πιο αποφασιστική, η πιο καρποφόρος και η πιο αρεστή εις τον Χριστόν.
Η καθαρότης του νου είναι βασική προϋπόθεσις, για να επιτύχωμε εν συνεχεία την καθαρότητα του βάθους της ψυχής μας από τα πάθη. Η καθαρότης του νου προσελκύει μέσα μας τον Θεόν, και τότε ο Θεός μπορεί να καθαρίση την καρδιά μας από τα πάθη τα οποία έχομε είτε από τον Αδάμ και την Εύα, είτε εκ κληρονομικότητος, είτε από τις δικές μας απροσεξίες. Εμείς δεν μπορούμε να κάνωμε κάτι, για να είμαστε «καθαροί τη καρδία». Μπορούμε όμως να έχωμε καθαρότητα νου.
Επιδιώκομαι λοιπόν το άδειασμα του νου και το γέμισμά του με τις λέξεις που λέμε στον Θεόν. Ο νους μας πηγαίνει μόνον στο γράμμα και στο νόημα των λέξεων. Ούτε τον ίδιον τον Θεόν δεν θα ζητάμε, διότι ζητώντας τον ζητάμε τον εαυτό μας και χάνομε τον Θεόν. Ο Θεός ευρίσκεται σε εκείνους που δεν τον ζητούν, σε εκείνους που δεν ερωτούν γι’ αυτόν.
Επίσης, στην προσευχή μας θα ζητάμε από τον Θεόν την ευφροσύνη της καρδίας μας, θα την ζητάμε δε ως μαρτυρία της παρουσίας και της αγάπης του. Αυτή δικαιούμεθα να την ζητάμε. Αγνοώντας τον Θεόν και ζώντας χωρίς αυτόν, η ζωή μας είναι τόσο βαρειά και σκληρή, ώστε θέλομε κάτι που να μας κάνη πιο ελαφριά την ζωή μας και πιο αερίσια την προσευχή μας, για να μπορή να ανεβαίνη άνετα. Αυτό μπορούμε να το επιτύχωμε με την ευφροσύνη. Η ευφροσύνη είναι μία πανήγυρις της καρδιάς, μία εκδρομή, μία ξεκούρασις και απόλαυσις του νου, ένα βίωμα της ψυχής, κάτι που μένει στην ζωή μας. Η ευφροσύνη, μας κάνει να αρχίζωμε με πολύ θάρρος και διάθεσι και χαρά την αγρυπνία μας, να την επιθυμούμε, να την αυξάνωμε.
Αλλά, εάν υποθέσωμε ότι η αγρυπνία μας είναι σκληρή σαν τον θάνατο, μαύρη σαν την σκοτεινιά της νύκτας, βαρειά σαν το πιο βαρύ σύννεφο που μπορεί να πέση επάνω μας, τότε τί θα κάνωμε; Τότε ας κλαύσωμε, ας μοχθησωμε, ας παρακαλέσωμε, ας απειλήσωμε τον Θεόν, για να μας δώση την ευφροσύνη. Δεν θα σταματήσωμε την αγρυπνία μας· θα την κάνωμε σαν μία προσφορά της καρδιάς μας, σαν μία αγωνιστικότητα, σαν μία θυσία. Όπως η χήρα έβαλε στο γαζοφυλάκιο το μοναδικό δίλεπτο πού είχε, όπως οι Ιουδαίοι προσέφεραν τα πρωτότοκά τους ή τον εαυτό τους στον Θεόν, έτσι και εμείς θα προσ¬φέρωμε την νύκτα μας, το ωραιότερο μέρος της ζωής μας. Παράλληλα όμως, θα παρακαλάμε τον Θεόν να μας χαρίζη ευφροσύνη.
Μη νομίζετε πως είναι δύσκολο. Ο Θεός αμέσως απαντάει. Εάν, όταν παρακαλάς έναν άνθρωπο, αυτός συγκινήται και σε αγκαλιάζη, σε φιλά και σου φέρνη δώρα, πόσο μάλλον ο Θεός. Αλλά και εάν δεν μας απάντηση, εμείς θα συνεχίσωμε να ζητάμε την ευφροσύνη. Δεν θα ζητάμε να δούμε τον Χριστόν, να μας μιλήσουν οι άγγελοι, να νοιώσωμε το Άγιον Πνεύμα, να έλθη ο άγιος Νικόλαος να μας λύση το πρόβλημα· δεν θα πειράζωμε τον Θεόν, θα ζητάμε όμως την ευφροσύνη μας. Τα άλλα είθε να μας τα δώση, όποτε Εκείνος νομίζει ότι θα μας είναι χρήσιμα στην ζωή μας. Η ευφροσύνη έχει μεγαλύτερη αξία και από χίλιες θεοφάνειες, διότι είναι η ατμόσφαιρα της συναντήσεώς μας με τον ερχόμενον Χριστόν, είναι το έρεισμα, η κρηπίς, επάνω στην οποία θα προστεθή όλη μας η αγρυπνία. Αν δεν έχωμε ευφροσύνη, σπάνε τα νεύρα μας, δημιουργούνται καχεξίες, πόνοι, παραλυσίες, μουδιάζουν τα πόδια μας, ζουζουνίζουν τα αυτιά μας, πονάει η καρδιά μας.
Στην αγρυπνία μας χρειαζόμαστε και κάτι ακόμη, το φλέγον πυρ. Και αυτό δεν μπορούμε να το αποκτήσωμε μόνοι μας, μόνον ο Θεός μπορεί να μας το δώση. Ο Θεός είναι «ο ποιών τους λειτουργούς αυτού πυρ φλέγον». Το πυρ είναι η φωτιά που ανάβει μέσα μας, η όρεξις να αγρυπνούμε, η αναβίβασις του εαυτού μας, το πτέρωμά μας, το οποιο μας κάνει όχι μόνον να αντέχωμε στην αγρυπνία μας, αλλά και να μη θέλωμε να σταματήσωμε. Μπορεί να περάσουν δύο, τρεις, επτά, δεκαπέντε ώρες, και να νομίζωμε ότι δεν πέρασαν παρά μόνον πέντε λεπτά. Έρχεται η ώρα να τελειώσωμε, γιατί οι υποχρεώσεις μας καλούν, και πονάει η καρδιά μας να διακόψωμε την αγρυπνία μας.
Όταν όμως ο Θεός μας κάνη μια φωτιά την ώρα της αγρυπνίας μας, σιγά-σιγά γίνεται φωτιά και όλη η ζωή μας. Όπως τα δάκτυλα των αγίων γίνονταν σαν αναμμένες λαμπάδες και το φως τους ανέβαινε προς τα πάνω, έτσι μπορεί να γίνη και η δική μας ύπαρξις. Χωρίς φωτιά, ο δορυφόρος δεν ανεβαίνει στην σελήνη· πώς θα ανέβω εγώ στον ουρανό;
Ας παρακαλούμε λοιπόν τον Θεόν να κάνη πυρφόρα την προσευχή μας, τα ανεβάσματά μας, την αγρυπνία μας, τις κραυγές της καρδιάς μας, τις γονυκλισίες μας, τους κόπους μας, την χαμαικοιτία μας, τα πάντα. Όταν η ζωή μας δεν είναι κάτι τέτοιο, τότε κοιμόμαστε ύπνο βαθύτατο ακόμη και μέσα στην αγρυπνία μας. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ας κοιμώμαστε αγρυπνούντες, παρά στο κρεββάτι μας. Προτιμότερο να κοιμάμαι όρθιος ενώπιον του Κυρίου και να βλέπη την αγωνία μου και τον αγώνα μου, παρά να πηγαίνω να κοιμηθώ.
Με την συντριβή της καρδίας, με τις μετάνοιες, με την καθαρότητα του νου διά της οποίας βλέπομε τον Θεόν, με την ευφροσύνη και το φλέγον πυρ, το οποίο είναι αναγκαίο για να μεθιστάμεθα στην άλλη ζωή, η αγρυπνία μας, η προσευχή μας, το κελλί μας, η ψυχή μας γίνεται εύφορος τόπος, όπου μπορεί κανείς να βρη τον Θεόν, να τον αγκαλιάση, και ο γεωργός, ο Θεός, μπορεί να γεωργή την ύπαρξί μας.
Ο προφήτης Ησαΐας μακαρίζει τους ανθρώπους οι οποίοι σπείρουν «επί παν ύδωρ», σε χωράφια ποτιστικά, «ου βους και όνος πατεί», όπου μπορούν να πατούν ελεύθερα ο βους και ο όνος και να τα καλλιεργούν. Το λέγει αυτό. διότι στην Παλαιστίνη υπήρχε πολλή ξηρασία. Επειδή συνήθως έπεφταν κατακλυσμιαίες βροχές, η ξηρασία συνεχιζόταν. Γι’ αυτό η Παλαιά Διαθήκη μιλάει συνεχώς για δίψα και βροχή, γι’ αυτό και οι Ιουδαίοι φαντάζονταν τον Θεόν μέσα στον κατακλυσμό.
Επίσης, με την βροχή το έδαφος γινόταν πολύ εύφορο, και η βλάστησις ήταν άφθονη. Τότε μπορούσαν να αφήνουν τα ζώα τους να βόσκουν ελεύθερα.
Και εμείς μπορούμε να κάνωμε την αγρυπνία μας, το κελλί μας, το μοναστήρι μας, την λειτουργία μας, όλη την ζωή μας, εύφορο χώμα. Χρειάζεται όμως να ζούμε όπως είπαμε προηγουμένως. Διαφορετικά, θα είμαστε ξηρή γη και δεν θα μπορούν να την καλλιεργούν ο όνος και ο βους, οπότε δεν θα έχωμε καρπούς. Μπορεί να κουραζώμαστε μια ολόκληρη ζωή και να μην κάνωμε τίποτε. Μπορεί όμως μία φορά να σπείρωμε και να θερίσωμε δυό και τρεις και είκοσι φορές. Γιατί να μην το προτιμήσωμε; Είναι τόσο εύκολο να το πετύχωμε, αρκεί να κατανοήσωμε τον μακαρισμό αυτό. Ο Θεός μάς έφερε στο μοναστήρι, για να μπορή να έρχεται και να σπέρνη στα σπλάγχνα μας και να βγάζη όλους αυτούς τους θησαυρούς· να βάζη τους αγγέλους και τους αγίους του να αντλούν από μέσα μας όλα τα δώρα και τα καρπώματα που μας έχει δώσει. Δεν μας έφερε για κάποιο πενιχρό αποτέλεσμα.
Προχωρώντας ο Προφήτης λέγει: Με δοξολογούν τα θηρία του δρυμού, τα αγρίμια του λόγγου, τα τέρατα της γης, διότι γέμισα όλη την έρημο με ύδατα και την άνυδρο γη με ποταμούς. Δηλαδή ο Θεός μπορεί να αλλοιώση το παν.
Και εμείς ζούμε την ερημιά μας, το άνυδρό μας, την φτώχεια μας, την απουσία του Θεού, αλλά ο Θεός μπορεί να μας γέμιση με ύδατα, ακόμη και με ποτάμια, και τότε η σχέσις μας με τον Γέροντα θα είναι αληθινή, μυστηριακή, μυστική.
Τί θα κάνωμε; Θα σταθούμε στην φτώχεια μας; Τα αγρίμια νοιώθουν το γέμισμα της ανύδρου γης με ποτάμια. Οι δικές μας ψυχές θα ζουν μέσα στην ανυδρότητά τους; Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. Μπορούμε να πληρωθούμε από την δοξολόγησι του Θεού, τουλάχιστον από όμοια με αυτή των αγριμιών. Τότε μπορεί να γίνη λόγος περί πνευματικής ζωής. Τότε μπορεί να υπάρχη ελπίς για την επιβίωσι και της ψυχής και της οικογενείας. Τότε δεν θα μας νοιάζουν τα χρόνια της ζωής μας, αλλά ο καρπός τον οποίο θα μαζέψωμε. Ας ευχώμεθα μία τέτοια ζωή για τον εαυτό μας.
(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 458-472)