Αφού μας είπε ο άγιος ότι η νήψις είναι μία μέθοδος πνευματική, τώρα μας παρουσιάζει τι επιτυγχάνει η μέθοδος αυτή.
Εμπαθών νοημάτων και λόγων και πονηρών έργων, πάμπαν τον άνθρωπον, συν Θεώ, απαλλάττουσα.
Απαλλάσσει, με την βοήθεια του Θεού, ολόκληρο τον άνθρωπο, ολόκληρη την ύπαρξή του, από τα εμπαθή νοήματα και λόγια και πονηρά έργα. Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα. Μου ζητάει κάποιος βοήθεια. Εγώ την ώρα εκείνη είμαι κουρασμένος και του αγριομιλάω. Η στάσις μου αυτή είναι ένα πονηρό έργο και φανερώνει ότι μέχρι σήμερα δεν έχω χρησιμοποιήσει την πνευματική μέθοδο της νήψεως, την οδό που οδηγεί στην απάθεια.
Σε μια άλλη περίπτωση, ίσως να μην προχωρήσω σε έργο, αλλά βλέποντας κάποιον μπορεί να μπει μέσα μου ένα εμπαθές νόημα, δηλαδή να πω: να μη σε ξαναδώ στα μάτια μου, ή καλά του έκανα. Νόημα, λογισμός μόνον μου πέρασε, δεν έκανα ούτε εξέφρασα τίποτε. Και τότε δικαιολογούμαι: λογισμός μου μπήκε, ο πονηρός μου τον έβαλε. Και μόνον όμως που ο πονηρός μπορεί τόσο εύκολα να μας βάζει εμπαθή νοήματα, αποδεικνύει ότι δεν έχουμε χρησιμοποιήσει την μέθοδο αυτή, με την οποία διώχνονται τα πονηρά δαιμόνια, και ότι δεν είμαστε πνευματικοί άνθρωποι.
Όταν χρονίσει το νόημα στον άνθρωπο, ή όταν χρονίως επανέρχονται ποικίλα εμπαθή νοήματα, τότε, όπως παχαίνει η σάρκα του ανθρώπου, έτσι παχαίνουν και τα νοήματα και γίνονται λόγοι.
Τα εμπαθή νοήματα λοιπόν έχουν μια εξέλιξη. Όταν εμείς τα ανεχώμεθα, μας κατακτούν και γίνονται λόγοι. στην αρχή εσωτερικοί, αλλά από την πολλή μας αδυναμία και εξωτερικοί, μπορεί δηλαδή να τους εκφράσουμε και να γίνουν έργα. Γι' αυτό λέγει το κείμενο του αγίου Ησυχίου ότι μόνον η νήψις μας απαλλάσσει εξ εμπαθών νοημάτων και λόγων και πονηρών έργων. Εδω το επίθετο εμπαθών προσδιορίζει μεν τα ουσιαστικά νοημάτων και λόγων, όμως ισχύει και για τα έργα.
Όταν ο άγιος χρησιμοποιεί την φράση εμπαθών νοημάτων και λόγων και πονηρών έργων, δεν εννοεί ότι η νήψις μας απαλλάσσει από τις αμαρτίες, διότι δεν απαλλασσόμαστε έτσι από αυτές. Χρειάζεται βαθιά δουλειά στην ψυχή μας, για να απαλλαγούμε απ' όλα και να γίνει η κάθαρσις της ανομίας και της αμαρτίας μας.
Ποια είναι τότε η έννοια του επιθέτου εμπαθών; Η λέξις εμπάθεια δείχνει ότι υπάρχει πάθος μέσα μου. Προφανώς, η πρόθεση "εν" αποκαλύπτει ότι η καρδιά μου δεν είναι απλώς επιφάνεια αλλά κοιλότητα, ένα κατοικητήριο, ένα άδυτο, κάτι χωρητικό. Δεν μπορώ επομένως να είμαι αχώρητος, να μην έχω τίποτε μέσα μου. έχω. Τι έχω; ή όσα αναφέραμε ή τον Θεόν. Δεν χωρούν τα πάντα στην ανθρώπινη καρδιά. Το επίθετο εμπαθών λοιπόν φανερώνει την ύπαρξη εσωτέρας ενέργειας, κινήσεως, ροπής και ζωής. Παραδείγματος χάριν, φυσάει ξαφνικά δυνατός αέρας, και στρέφω το βλέμμα μου να δω τι συμβαίνει. Η κίνησις αυτή ξεκινάει βασικά από μέσα μου, είναι μία παρόρμησις.
Άρα ο άγιος Ησύχιος σκοπεύει να παρουσιάσει τα εσωτερικά παρορμητικά στοιχεία που οδηγούν τον άνθρωπο σε ποικίλη εξωτερική δραστηριότητα και όχι στην θεότητα.
Έχοντας δηλαδή εμπαθή νοήματα, εγώ άγομαι κατά κάποιο τρόπο από μια άλλη δύναμη ή ενέργεια, κάνω κάτι χωρίς να το θέλω, ετεροκρατούμαι, δεν άγω, δεν οδηγώ τον εαυτό μου. Ενώ ο Θεός με έκανε βασιλιά της κτίσεως και της ζωής, εγώ γίνομαι σκλάβος. Επομένως η φράσις "εμπαθών νοημάτων" εκφράζει την εξαχρείωση της εικόνος του Θεού, εξαιτίας της παρορμητικότητος και της ακουσιότητος του ανθρώπου, ο οποίος εξέπεσε στον παράδεισο και εκπίπτει κάθε μέρα στην προσωπική του ζωή.
Αλλά την ακουσιότητα αυτή, για να είναι αληθινή, πέρα από τη βούλησή μου, πρέπει να μην την δέχομαι, να μην την θέλω, να μην την προκαλώ, να μην έχω καμιά συμμετοχή σε αυτήν, να μην την ακολουθώ. Κατά κανόνα όμως αποδεικνύεται το αντίθετο. Πίνω λόγου χάριν και μετά φονεύω. Δεν ήθελα να φονεύσω, αλλά αφού πίνω, είναι φυσικό να φονεύσω ή να βρίσω ή να ξεχάσω. Αλλά και γενικότερα πίνω σημαίνει ότι καταργώ την νηστεία, την όραση και παρακολούθηση του Θεού, αφού νηστεία σημαίνει εγρήγορσις, αναζήτησις και παρακολούθηση του Θεού.
Η ροπή μας λοιπόν είναι ενδεικτικό στοιχείο της ενοχής μας. Γι' αυτό η λέξη εμπαθών δεν έχει την έννοια των κακών και πονηρών αλλά αποκαλύπτει την υπαιτιότητά μας, την ενοχή μας, ακόμη κι όταν εμείς νιώθουμε ότι δεν είμαστε ένοχοι. Τότε γινόμαστε πονηρά κατοικητήρια χωρίς να το αισθανόμαστε αλλά οφείλουμε να το ξέρουμε.
Όταν μέσα μου κινείται νόημα που δεν το ελέγχω. σημαίνει ότι η καρδιά μου έχει ξεφύγει από τα χέρια μου. Κι όταν κάτι μου ξεφεύγει, λόγου χάριν μια πέτρα, δεν ξέρω ποιο κεφάλι θα σπάσει ή τι κακό μπορεί να προκαλέσει. Η αμαρτία ετελέσθη, βεβαίως άπαξ στον παράδεισο, αλλά τελείται τώρα και στη δική μου ζωή. Με την νήψι μπορώ όμως να ελευθερωθώ από την σκλαβιά αυτή, διότι είναι η οδός προς την απάθεια, προς την οποία δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
"Εμπαθών νοημάτων". Τι σημαίνει νόημα; Η κατάληξις -μα δείχνει το αποτέλεσμα. Άρα νόημα είναι το αποτέλεσμα μιας κινήσεως. Εγώ νοώ και το αποτέλεσμα της λειτουργίας που τελείται και οράται μέσα μου, η παράστασις της κινήσεώς μου είναι το νόημα. Παρακολουθώ λόγου χάριν κάποιον πως κινείται, πως χαμογελάει, τι κάνει, και έχω μπροστά μου την δική του εικόνα αντί του Θεού. Το νόημα λοιπόν είναι ένα αποτέλεσμα, ένα δικό μου ενέργημα ή μία βολή την οποία υφίσταμαι, όταν αυτό δεν βγαίνει από μένα.
Το νόημα που μπαίνει μέσα μου προέρχεται από ένα, τρόπο τινά πνευματικό συστατικό, από κάποιο πνεύμα. Εάν ήταν του Αγίου Πνεύματος, δεν θα έλεγε ο άγιος Ησύχιος ότι μας απαλλάσσει η νήψις από αυτό. Προφανώς θέλει να μας δείξει ότι προέρχεται από το πονηρό πνεύμα. Επομένως, με τη λέξη νόημα εννοεί ο άγιος αυτό που λέμε εμείς, μου μπήκε ένας λογισμός. Σωστά το λέμε έτσι, διότι έξωθεν του πνεύματός μου μου βάζει ο πονηρός το νόημα. Γι' αυτό, το νόημα καθ' εαυτό δεν είμαι αμαρτία αλλά εισβολή, προσβολή. Φύσηξε αέρας, άνοιξαν τα παράθυρα, έσπασαν τα τζάμια, όλα έγινα θρύψαλα. Το φύσημα αυτό του αγέρα, που δεν μπορούσα να το προλάβω εγώ, αν και είχα λάβει όλα τα μέτρα, δεν είναι κάτι για το οποίο ευθύνομαι.
Οι Πατέρες από την έναρξη της αμαρτίας μέχρι την ολοκλήρωσή της, βλέπουν πάντοτε τον πονηρό δαίμονα. Δεν υπάρχει, λέγουν, κίνησις που να μην πιστοποιεί ότι ώδε κείται ο πονηρός. Γι' αυτό όταν γνωρίζουμε την προσωπικότήτά του, ποιος ήταν και πως έγινε, μόλις μας μπει ένας λογισμός, αμέσως καταλαβαίνουμε ότι "όφις κέκρυπται υπό τον χόρτον". Δεν έχουμε δηλαδή να κάνουμε με τον αέρα, αλλά με αυτόν που μας τον έφερε, με τον ίδιο τον διάβολο.
Καταλαβαίνουμε δε ότι, αν αρχίσουμε να ασχολούμεθα με το νόημα, με την προσβολή, δεν ασχολούμεθα πλέον με τον εαυτό μας αλλά με τον διάβολο. Είναι σαφής η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας στο σημείο αυτό, και οφείλουμε να την γνωρίζουμε.
Εμπαθών λόγων. Τι είναι ο λόγος; Το σάρκωμα του νοήματος, της νοεράς λειτουργίας που τελέσθηκε μέσα μου, ο λογισμός που κάνουμε εμείς. Μου μπήκε επί παραδείγματι ο λογισμός ότι δεν με αγαπάει ο Γέροντας. Ο λογισμός αυτός με αγγίζει, κουβεντιάζω μαζί του, και στην πραγματικότητα κουβεντιάζω με τον πονηρό. Άφησα δηλαδή την νήψι, παρακολούθησα όλη την πορεία της γενέσεως της προσβολής, το νόημα προχώρησε και έγινε λόγος, και νήφω πλέον εν τω πονηρώ πνεύματι.
Εδώ ισχύει και για μας εκείνο που είπε ο Μωυσής για τον λαό Ισραήλ: Έφαγε , ήπιε, χόρτασε, πάχυνε και απελάκτισε τον Θεό που τον γέννησε και τον έθρεψε. Οι λογισμοί μας είναι η απολάκτισις του Θεού, είναι το σάρκωμα, η αύξησις του εμβρύου του οποίου τον σπόρο έριξε μέσα μας ο πονηρός δαίμων. Το νόημα τώρα περιβάλλεται με σάρκα, η οποία όσο εγώ ασχολούμαι μαζί του, τόσο αυτή τρέφεται. Διότι, όσο πιο ευαίσθητο είναι ένα αντικείμενο, τόσο και η σάρκα του, το περίβλημά του είναι πιο σκληρό για να το προφυλάσσει. Γι' αυτό κι ο δαίμων προσπαθεί να κάνει όσο πιο χονδρή μπορεί τη σάρκα, πιο δυνατούς τους λογισμούς μας, ώστε να κρυφθεί ο δικός του σπόρος που υπάρχει μέσα, για να μην το δούμε και τον απομακρύνουμε.
Στην εξέλιξη των νοημάτων σε λόγους, συναντούμε και την φαντασία, η οποία έρχεται συνεργός στην αμαρτία. Η φαντασία είναι το λίπασμα που τρέφει τον λογισμό μαςκαι τον καθιστά πολύ ζωηρό και εκφραστικό, μία πλήρη ζωγραφιά, την οποία βλέπω και απολαμβάνω.
Η φαντασία είναι ένα φρικτό πράγμα, μία ένοχη κατάσταση, διότι δεν είναι όρασις Θεού, αλλά αδολέσχησις, απόλαυσις μιας άλλης εικόνας μέσα στην ψυχή μου.
Όταν με προσβάλλει η φαντασία, είμαι ήδη κατακτημένος, δεν μπορώ πλέον να παλέψω. είμαι δεμένος χειροπόδαρα και χρειάζομαι πολύ δυνατές κινήσεις για να την αποτινάξω. Επίσης η φαντασία έχει και δύναμη επανελεύσεως. ξαναγυρίζει πολύ εύκολα όσο και να την διώχνω. Είναι σαν ωραιότατη, ολόγυμνη γυναίκα, που την θυμάμαι και με προσβάλλει. Γι' αυτό ακόμη κι ο πλέον πνευματικός άνθρωπος ασκεί την νοερά προσευχή, αποφεύγοντας κάθε νόημα που θέλει να ενωθεί με το νου του, πολλώ μάλλον αποφεύγοντας την φαντασία, η οποία τον απομακρύνει από κάθε νοερά πνευματική εργασία.
Αλλά ας επανέλθωμε στο προηγούμενο παράδειγμα, για να καταλάβουμε καλύτερα την εξέλιξη του λογισμού σε λόγο. Ο λογισμός ήταν ότι δεν με αγαπά ο Γέροντας. Εν συνεχεία, αρχίζω να συμβιβάζομαι με τον λογισμό αυτό, λέγοντας μέσα μου: Βέβαια. δεν θυμάσαι τι σου είχε πει τότε; Άρα πράγματι δεν σε αγαπάει. Τι να κάνω όμως; Υπακοή θα κάνω. εις την υπακοήν ετάχθην και θα παλέψω μέχρι θανάτου. Τώρα ο λογισμός έγινε λόγος.
Όλα όσα απάντησα στον λογισμό που μου μπήκε, είναι λόγια σαπρά, που αποκαλύπτουν ότι ηττήθηκα, ότι έπεσα όπως ο πονηρός, αλλά καλύπτω την ήττα μου - γιατί στο βάθος την θέλω - με δυναμικά τέτοια λόγια, που στην πραγματικότητα είναι ύπουλα, είναι φενάκη, είναι πλεκτάνη. Διότι κανείς δεν μπορεί να κάνει κάτι όταν είναι κατακτημένος, όταν δεν βοά η ύπαρξίς του και δεν νοιώθει την ανάγκη της ελευθερίας. Γι' αυτό, όταν λέγω, έδωσα όρκο και πρέπει να κάνω υπακοή μέχρι θανάτου, ψέματα λέγω. Απλούστατα παριστάνω τον εαυτό μου ως μάρτυρα ενώπιον του Θεού, για να κρύψω την ενέργεια που τελεσιουργείται και που φέρεται εις τέλος μέσα μου, την οποία ενεργώ πλέον εγώ τώρα και δεν την πάσχω.
Και πονηρών έργων. Στην τρίτη φάση το νόημα γίνεται έργο, κάτι το απηρτισμένο, το οποίο κατ' αρχάς τελείται μέσα μου. Πόσα δεν φτιάχνομε μέσα στο νου μας! Και ως επί το πλείστον, όταν πάμε στην εξομολόγηση, μόνον αυτά δεν αποκαλύπτουμε, λέμε μόνον μερικά σπαράγματα. Αρπάζομε δηλαδή μερικά από τη βίβλο της καρδιάς μας και τα μεταβιβάζομε στον Γέροντα, άλλα που δείχνουν την καλή μας διάθεση ή κάποια προσπάθειά μας, και άλλα που δείχνουν λίγο πύον που φωλιάζει μέσα στην ψυχή μας. Δεν του αποκαλύπτουμε όμως την πορεία αυτή. Ο Γέροντας βεβαίως τα καταλαβαίνει όλα, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία για μας, διότι μένουν κάτω από το φρικτό κλοιό που δημιουργούμε εμείς τώρα και όχι ο σατανάς.
Γι' αυτό η φράσις "πονηρών έργων" δηλώνει την προσωπική ενέργεια. Ο σατανάς δεν χρειάζεται πλέον. Όπως λέγει η παραβολή, πονηρός άνθρωπος έρριξε την νύκτα τον σπόρο, έσπειρε τα ζιζάνια και κοιμάται τώρα ήσυχος ή ταξιδεύει, διότι ξέρει ότι το χώμα σκέπασε τον σπόρο και κάποτε τα ζιζάνια θα φυτρώσουν. Όταν συμβεί αυτό, αναρωτιέται με αγωνία ο γεωργός: Τι να κάνω; να τα κόψω; να τα κάψω; Θα κάψω μαζί και το σιτάρι. Να τα αφήσω; Φοβάμαι μήπως μου το πνίξουν. Μέσα στην αμφιβολία του το σκέπτεται, το ξανασκέπτεται, περνάει ο καιρός, μεγαλώνουν όλα μαζί, και στο τέλος ό,τι βγει. Κάτι παρόμοιο παθαίνουμε και εμείς. παρουσιαζόμεθα ενώπιον του Θεού όπως το χωράφι με τα ζιζάνια ενώπιον του γεωργού.
Η φράσις "πονηρών έργων" εκφράζει το πλήρες αποτέλεσμα, όχι απλώς της δικής μας συνθηκολογήσεως, αλλά της δικής μας συνεργασίας και συμμετοχής. Το έργο, το οποίο έγινε μέσα μας και μπορεί να επιτελείται και με τη σάρκα μας και στο κελλί μας και οπουδήποτε, είναι δικό μας. Κάθε ενέργεια στο σώμα μας, στην ψυχή μας στο πνεύμα μας, προς τρίτα πρόσωπα, προς το περιβάλλον μας, προς τον Θεόν, προς τους αγγέλους, προς τους αγίους, ξεκινάει από μέσα μας και εν συνεχεία εκδηλώνεται και εξωτερικώς και έχει αντίκτυπο σε όλη την κτίση.
"Απαλλάττουσα πάμπαν τον άνθρωπον, συν Θεώ". Από όλα αυτά απαλλάσσει ολόκληρο τον άνθρωπο η νήψις. Δηλαδή η κάθαρσις, που οδηγεί στην απάθεια και εξασφαλίζει την απάθεια, γίνεται δια της νήψεως. Άρα, ας μην πιστεύουμε ότι είμαστε καθαροί, και ας μην λέμε ότι θέλουμε να καθαρισθούμε, χωρίς νήψι, εγρήγορση και παραμονή του νου στο όραμα του Κυρίου ημέρα και νύκτα. Δεν μπορούμε όμως να απαλλαγούμε μόνοι, μόνο ο Θεός μπορεί να μας απαλλάξει.
Ο πρώτος λοιπόν καρπός της νήψεως είναι η κάθαρσις. Δεν έχομε πλέον ούτε νοήματα ούτε λογισμούς ούτε λόγους ούτε φαντασίες ούτε πονηρά έργα. Τι μεγαλείο, να ξέρεις ότι είσαι άτρωτος στην ζωή. Ποιος, όταν το ξέρει αυτό, δεν θα πει, και την ζωή μου να δώσω και τα σπλάγχνα μου, να καταβάλλω και οποιοδήποτε νόμισμα, αρκεί να αποκτήσω την απάθεια;
Αφού είδαμε τον πρώτο καρπό της νήψεως, μπορούμε τώρα να καταλάβωμε ο καθένας μας εάν στον πρώτο, δεύτερο, δέκατο χρόνο της μοναχικής του πολιτείας, ή στον εικοστό και τεσσαρακοστό χρόνο της χριστιανικής ζωής του έχει εξασκήσει την πρωταρχική αυτή λειτουργία. Και εάν μεν ανακαλύψουμε ότι δεν την εξασκήσαμε, έχομε μπροστά μας το υπόλοιπο της επιγείου ζωής μας, για να μην φθάσουμε στο τέλος της χωρίς να έχουμε γίνει κατακτητές αυτού του έργου. Εάν πάλι δούμε ότι είμαστε καθαροί, "δώμεν δόξαν τω Κυρίω", που μας αξίωσε να γίνουμε απαθείς.
Πως όμως μας απαλλάσσει η νήψις από τους τρεις φοβερούς αυτούς εχθρούς μας; Δηλαδή τα εμπαθή νοήματα, τους εμπαθείς λόγους, και τα πονηρά έργα;