Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίζουμε τὴν ἄσκηση

Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίζουμε τὴν ἄσκηση; Οἱ ἀρχάριοι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, γιατὶ ἡ ἀρετὴ στὴν ἀρχὴ φαίνεται δύσκολη, ὕστερα ὅμως ἀποδεικνύεται εὔκολη.

Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ

Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ζώστηκαν τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα καὶ ρίχθηκαν στὴ θάλασσα τῶν θλίψεων γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ ἁπλότητα, χωρὶς νὰ τὸ πολυεξετάσουν, χωρὶς νὰ δειλιάσουν ἀπὸ τὸ σάλο καὶ τὰ κύματα, ποὺ σηκώνονται μπροστά τους, καὶ χωρὶς νὰ λιποψυχήσουν ἀπὸ τὴ θαλασσοταραχή. Αὐτοὶ βρίσκουν γρήγορα σωτηρία στὸ λιμάνι τῆς βασιλείας καὶ ἀναπαύονται στὰ σκηνώματα ἐκείνων ποὺ κοπίασαν μὲ καλὸ τρόπο καὶ ἀγάλλονται μέσα στὴν εὐφροσύνη - γέννημα τῆς ἐλπίδας τους.
Ὅσοι τρέχουν μὲ ἐλπίδα στὸν ἀνώμαλο καὶ δύσκολο δρόμο (τῆς σωτηρίας), δὲν γυρίζουν πίσω οὔτε χρονοτριβοῦν γιὰ νὰ ἐξετάσουν τὴν αἰτία τῆς δυσκολίας. Ὅταν πιὰ περάσουν τὸ δρόμο καὶ φτάσουν καλὰ στὸ τέρμα, τότε μόνο σκέφτονται τὶς δυσκολίες καὶ τὶς ἀνωμαλίες τοῦ δρόμου καὶ εὐχαριστοῦν τὸ Θεό, ποὺ τοὺς γλίτωσε ἀπὸ τόσα καὶ μεγάλα κακά, χωρὶς καὶ οἱ ἴδιοι νὰ γνωρίζουν τὸ πῶς.
Ἀντίθετα, ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κάνουν πολλὲς σκέψεις καὶ θέλουν τόσο πολὺ νὰ πιστεύουν πῶς εἶναι σοφοὶ καὶ παραδίνονται στὶς περιπλανήσεις τῶν λογισμῶν τους καὶ προπαρασκευάζονται μὲ τὴ δειλία καὶ θέλουν νὰ προβλέψουν τὶς αἰτίες ποὺ ἴσως θὰ τοὺς προξενήσουν βλάβη, οἱ περισσότεροι (λέω ἀπ᾿ αὐτούς) βρίσκονται νὰ κάθονται πάντα στὴν ἐξώπορτα τῶν σπιτιῶν τους. Πραγματικά, γιὰ κάτι τέτοιους εἶναι ποὺ λέει ἡ Γραφή: «Λέγει ὀκνηρὸς ἀποστελλόμενος εἰς ὁδόν, λέων ἐν ταῖς ὀδοίς, ἐν δὲ ταῖς πλατείαις φονευταί» (Παροιμ. 26:13). Εἶναι σὰν κι αὐτοὺς ποὺ εἶπαν: «Ἐκεῖ ἐωράκαμε τοὺς γίγαντας καὶ ἦμεν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ ἀκρίδες» (Ἀριθ. 13:34). Αὐτοὶ εἶναι ποὺ θέλουν πάντα νὰ παρουσιάζονται σοφοί, ἀρχὴ ὅμως ποτὲ δὲν ἀποφασίζουν νὰ βάλουν.
Ἡ πολλὴ σοφία νὰ μὴ γίνει παγίδα μπροστά σου καὶ αἰτία νὰ γλιστρήσεις. Στήριξε τὸ θάρρος σου στὸ Θεό, πλησίασε καὶ ἄρχισε νὰ βαδίζεις μὲ τὸν πρῶτο θερμὸ ζῆλο σου πάνω στὸν αἱματοβαμμένο δρόμο, χωρὶς νὰ φροντίζεις καθόλου γιὰ τὸ σῶμα σου καὶ χωρὶς νὰ ἐξετάζεις περιττὲς λεπτομέρειες, γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖς γυμνὸς ἀπὸ τὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ καὶ ὁ γεωργὸς ποὺ φοβᾶται ἢ περιμένει νὰ ἔρθουν (εὐνοϊκοί) ἄνεμοι, ποτὲ δὲν θὰ σπείρει. Προτιμότερος εἶναι ὁ θάνατος γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ, παρὰ μία ζωὴ γεμάτη ντροπὴ καὶ ὀκνηρία.
Ἐσὺ λοιπόν, ὅταν θελήσεις ν᾿ ἀρχίσεις ἔργο Θεοῦ, πρῶτα νὰ δώσεις ὑπόσχεση στὸ Θεό, σὰν νὰ μὴν ἔχεις πιὰ ζωὴ σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, σὰν ἑτοιμασμένος γιὰ θάνατο, σὰν ἄνθρωπος ποὺ ἔχει χάσει κάθε ἐλπίδα στὴν παροῦσα ζωή. Αὐτὸ νὰ κρατᾷς στὸ νοῦ σου, κι ἔτσι θὰ μπορέσεις, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ν᾿ ἀγωνιστεῖς καὶ νὰ νικήσεις. Γιατὶ ἡ ἐλπίδα τῆς ζωῆς αὐτῆς δημιουργεῖ στὸ λογισμὸ χαύνωση, καὶ δὲν ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο νὰ προκόψει σὲ τίποτα καλό. Νὰ μὴν ἀρχίσεις, ἑπομένως, τὴν ἐργασία τοῦ καλοῦ ἔργου μὲ διψυχία, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ χαυνότητα, γιὰ νὰ μὴ φτάσει νὰ γίνει ἀνώφελος ὁ κόπος σου καὶ ἀφόρητη ἡ ἐργασία τῆς (πνευματικῆς) καλλιέργειάς σου. Ἄρχισε τὸ ἀγαθὸ μὲ ἀνδρεία καὶ ἀδίστακτη πίστη στὸ Θεό, ἀφοῦ γνωρίζεις ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων καὶ ἕτοιμος πάντα νὰ βοηθήσει αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἐπιζητοῦν. Μὰ καὶ γενναιόδωρος μισθαποδότης γίνεται, δίνοντάς μας τὴ χάρη Του ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία μας, ἀλλ᾿ ἀνάλογα μὲ τὴν προθυμία καὶ τὴν πίστη τῶν ψυχῶν μας. Γιατὶ Αὐτὸς εἶναι ποὺ λέει: «Ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι» (Ματθ. 8:13).
Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ ἔρθει πίσω Του, ἂς ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, ὅπως εἶπε Ἐκεῖνος (Ματθ. 16:24), καὶ ἔτσι μόνο θὰ μπορέσει νὰ σηκώσει τὸ σταυρὸ καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσει. Γιατὶ ὁ σταυρὸς αὐτὸ φανερώνει, ὅτι δηλαδὴ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ κάθε θλίψη καὶ γιὰ κάθε κακοπάθεια, ἀκόμα καὶ γι᾿ αὐτὸν τὸ θάνατο.

Τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ

Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ πάντα τὴν προαίρεσή μας. Καὶ μὲ τὴ χάρη κατορθώνουμε κάθε ἀγαθό. Ἐμεῖς ὅμως δὲν ζητᾶμε νὰ κάνουμε ἀρχὴ στὸ ἀγαθὸ οὔτε δείχνουμε μεγάλη καὶ πρόθυμη προαίρεση, ὥστε νὰ ἑλκύσουμε τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ σὲ βοήθειά μας. Ἀλλὰ κι ἂν ποτὲ φανοῦμε ὅτι δείχνουμε κάποια προαίρεση, εἶναι νωθρή, ἀσήμαντη καὶ ἀνάξια νὰ λάβει κάποιο ἀγαθὸ ἀπὸ τὸ Θεό.
Δὲν ξέρουμε ὅτι ὁλόκληρος ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας μας εἶναι σὰν τὴ σπορὰ καὶ τὴν καρποφορία; Ὁ γεωργὸς δηλαδὴ σπέρνει τὸ χωράφι του, ὕστερα ὅμως περιμένει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ Θεὸς στὴ συνέχεια, στέλνει τὴ δωρεά Του, προξενώντας βροχὲς στὸν κατάλληλο καιρὸ καὶ εὐνοϊκοὺς ἀνέμους, κάνοντας νὰ φυτρώσουν καὶ ν᾿ αὐξηθοῦν καὶ νὰ τελειοποιηθοῦν τὰ σπέρματα ποὺ ἔριξε ὁ γεωργὸς στὴ γῆ, καὶ βοηθώντας τον ἔτσι νὰ κερδίσει πολλὰ ἀπὸ τὰ λίγα.
Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἂν σπείρουμε στὰ καλὰ ἔργα πλούσια καὶ μεγαλόψυχη προαίρεση, τότε καὶ ἡ χάρη, ποὺ θὰ βροῦμε ἀπὸ τὸ Θεό, θὰ εἶναι ἀνάλογη. Μ᾿ αὐτὴ θὰ μπορέσουμε στὴ συνέχεια, χωρὶς πίεση καὶ κόπο, νὰ κατορθώσουμε ὅλα τὰ ἀγαθά.
Τὸ ἴδιο βλέπουμε νὰ συμβαίνει καὶ στὶς τέχνες. Ἐκεῖνος δηλαδὴ ποὺ ἔρχεται γιὰ νὰ μάθει μία τέχνη, στὴν ἀρχὴ κοπιάζει καὶ δυσκολεύεται καὶ πολλὲς φορὲς ἀποτυχαίνει. Δὲν χάνει ὅμως τὸ κουράγιο του οὔτε ἀπογοητεύεται, ἀλλὰ πάλι προσπαθεῖ. Ὅσες φορὲς κι ἂν ἀποτύχει, ἄλλες τόσες ζητάει νὰ διορθωθεῖ, φανερώνοντας ἔτσι στὸ μάστορα τὴν προαίρεσή του. Ἂν ὅμως λιποψυχήσει καὶ κάνει πίσω, δὲν μαθαίνει τίποτα. Ἔτσι, καθὼς συχνὰ κάνει σφάλματα καὶ διορθώνεται ἀπὸ τὸ μάστορα καὶ πάλι ἐπιμένει καὶ ἐργάζεται μὲ κόπο καὶ ὑπομονή, σιγὰ-σιγὰ μαθαίνει καλὰ τὴν τέχνη. Καὶ τότε κάνει ἄνετα τὴ δουλειά του καὶ βγάζει μ᾿ αὐτὴ τὸ ψωμί του.
Ἔτσι πρέπει νὰ κάνει κι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ καταπιαστεῖ μὲ τὴν ἐργασία κάποιας ἀρετῆς: Πρῶτα δηλαδὴ νὰ δείξει μεγάλη γενναιότητα καὶ καλὴ προαίρεση, κι ἔπειτα νὰ ἀσχολεῖται ὑπομονετικὰ μὲ τὴν ἐργασία τοῦ ἀγαθοῦ, ζητώντας τὴ βοήθεια καὶ τὴν προστασία τοῦ Θεοῦ. Νὰ μὴ λιποψυχεῖ οὔτε ν᾿ ἀπελπίζεται ἀπὸ τὶς πτώσεις καὶ νὰ ἐγκαταλείπει τὸν ἀγῶνα - γιατὶ ἔτσι δὲν θὰ μπορέσει νὰ πετύχει ποτὲ κάτι καλὸ - ἀλλά, ὅσες φορὲς κι ἂν πέφτει, νὰ ξανασηκώνεται, νὰ τροφοδοτεῖ τὴν προθυμία του μὲ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεὸ καὶ νὰ περιμένει τὸ ἔλεός Του. Αὐτὸ δηλαδὴ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ἀββᾶς Μωϋσῆς: «Ἡ δύναμη αὐτῶν ποὺ θέλουν ν᾿ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές, ἐδῶ φαίνεται: «Ἂν πέσουν, νὰ μὴ λιποψυχήσουν, ἀλλὰ νὰ προσπαθήσουν πάλι».

Τοῦ ἁγίου Διαδόχου

Ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς, σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀρχίζουν ν᾿ ἀγαποῦν τὴν εὐσέβεια, φαίνεται πολὺ σκληρὸς καὶ σκοτεινός, ὄχι γιατὶ εἶναι πράγματι τέτοιος, ἀλλὰ γιατὶ ἡ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴ γέννησή του κιόλας, ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἄνεση τῶν ἡδονῶν. Σ᾿ ἐκείνους ὅμως ποὺ μπόρεσαν νὰ φτάσουν ὡς τὴ μέση τοῦ δρόμου, φαίνεται εὐχάριστη καὶ πολὺ ξεκούραστη, γιατὶ, μὲ τὴ συνέργια τοῦ ἀγαθοῦ, ἔχει ὑποταχθεῖ ἡ κακία στὴ συνήθεια τῆς ἀρετῆς καὶ χάνεται μαζὶ μὲ τὴν ἀνάμνηση τῶν παράλογων ἡδονῶν. Γι᾿ αὐτὸ ἡ ψυχὴ βαδίζει στὸ ἑξῆς μὲ εὐχαρίστηση τὸ δρόμο τῶν ἀρετῶν. Νὰ γιατὶ ὁ Κύριος, προτρέποντάς μας στὴν ὁδὸ τῆς σωτηρίας, λέει: «Τί στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν βασιλείαν, καὶ ὀλίγοι δι᾿ αὐτῆς εἰσπορεύονται» (πρβλ. Ματθ. 7:14). Σ᾿ ἐκείνους ὅμως ποὺ μὲ θερμὴ διάθεση ἀποφασίζουν τὴν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του, λέει: «Ὁ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστι» (Ματθ. 11:30).
Πρέπει λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα νὰ βιάζουμε τὴ θέλησή μας στὴν ἐργασία τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁ ἀγαθὸς Κύριος, βλέποντας τὸ σκοπὸ καὶ τὸν κόπο μας καὶ ὅτι ἔχουμε τὴν προαίρεση νὰ ὑπηρετήσουμε ὁλοπρόθυμα τὶς ἔνδοξες βουλές Του, νὰ μᾶς στείλει ἕτοιμο τὸ ἅγιο θέλημά Του. Γιατὶ ἀπὸ τὸν Κύριο ἑτοιμάζεται ἡ θέλησή μας (Παροιμ. 8:35), ὥστε μὲ πολλὴ χαρὰ νὰ ἐργαζόμαστε ἀκατάπαυστα τὸ ἀγαθό. Τότε πράγματι θὰ αἰσθανθοῦμε, ὅτι «ὁ Θεός ἐστιν ὁ ἐνεργὼν ἐν ἡμῖν καὶ τὸ θέλειν καὶ τὸ ἐνεργεῖν ὑπὲρ τῆς εὐδοκίας» (Φιλιπ. 2:13).

Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου

Κάθε βαπτισμένος ὀρθόδοξα ἔλαβε μυστικὰ ὅλη τὴ χάρη, τὴν ἐνέργεια τῆς ὁποίας αἰσθάνεται στὸ ἑξῆς ἀνάλογα μὲ τὴν ἐργασία τῶν ἐντολῶν.
Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἐκτελεῖται μὲ ἐπίγνωση, δηλαδὴ μὲ ὁρισμένο σκοπό, χαρίζει παρηγοριὰ ἀνάλογή με τὶς ὀδύνες τῆς καρδιᾶς.

Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα

Ἀδελφέ, μὴ λιποψυχήσεις μπροστὰ σὲ κανέναν κόπο, γιὰ νὰ μὴν περάσουν μέσα σου οἱ ἐνέργειες τοῦ ἐχθροῦ. Γιατὶ ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἐρειπωμένο σπίτι ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γίνεται τόπος ἀκαθαρσιῶν, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ὀκνηροῦ ἀρχάριου γίνεται κατοικητήριο κάθε ἀκάθαρτου πάθους.

Ἀπὸ τὸ Γεροντικό

Ἕνας γέροντας εἶπε:
- Τὸ νὰ βιάζουμε σὲ ὅλα τὸν ἑαυτό μας (γιὰ νὰ κατορθώσουμε τὴν ἀρετή), αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Θεό.

***

Ὁ ἴδιος γέροντας εἶπε:
- Αὐτὸς ποὺ βιάζει τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ Θεό, εἶναι ὅμοιος μὲ τὸν ὁμολογητὴ τῆς πίστεως.

***

Μερικοὶ ἀδελφοὶ ρώτησαν ἕναν ἀπὸ τοὺς πατέρες:
- Πῶς ἡ ψυχὴ δὲν προστρέχει στὶς ἐπαγγελίες ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς μὲ τὶς ἅγιες Γραφές, ἀλλὰ παραστρατίζει πρὸς τὰ ἀκάθαρτα;
Καὶ ὁ γέροντας ἀπάντησε:
- Νομίζω ὅτι δὲν γεύθηκε ἀκόμα τὰ ἐπουράνια, καὶ γι᾿ αὐτὸ ποθεῖ τὰ ἀκάθαρτα.

***

Ἕνας ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
- Τὸ σῶμα μου ἀδυνάτισε, ἀλλὰ τὰ πάθη μου δὲν ἀδυνατίζουν.
- Τὰ πάθη μοιάζουν μὲ ἀγκαθωτὰ φυτά, ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας. Αὐτὸ σημαίνει, ὅτι, ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ξεριζώσει τὰ φυτὰ αὐτά, πληγώνει καὶ ματώνει τὰ χέρια του, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ ξεριζώσει τὰ πάθη του, ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἱδρῶτες καὶ κόπους.

Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς

Ἡ μακαρία Συγκλητικὴ ἔλεγε, ὅτι περιμένει μεγάλος ἀγῶνας αὐτοὺς ποὺ ἔρχονται κοντὰ στὸ Θεό, καὶ ὅτι στὶς ἀρχὲς ἀπαιτεῖται πάρα πολὺς κόπος, μετὰ ὅμως ἀκολουθεῖ χαρὰ ἀπερίγραπτη. Ὅπως δηλαδὴ ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ ἀνάψουν φωτιά, στὴν ἀρχὴ πνίγονται ἀπὸ τὸν καπνὸ καὶ δακρύζουν, ὕστερα ὅμως κατορθώνουν αὐτὸ ποὺ θέλουν, ἔτσι ἀκριβῶς κι ἐμεῖς, ἂν θέλουμε ν᾿ἀνάψουμε στὶς καρδιές μας τὴ θεϊκὴ φωτιά, ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ τὸ πετύχουμε μὲ δάκρυα καὶ κόπο. Γιατὶ λέει ὁ Κύριος: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη!» (Λουκ. 12:49). Μερικοὶ ὅμως, ἀπὸ ἀμέλεια, ἐνῷ κοπίασαν λιγάκι καὶ ὑπέμειναν τὸν καπνό, δὲν ἄναψαν τὴ φωτιά, ἐπειδὴ ἐγκατέλειψαν σύντομα τὴν προσπάθεια καὶ δὲν ἔδειξαν μέχρι τέλος καρτερία καὶ ὑπομονή.

*****

[Περιεχόμενα] [01] [02] [03] [04] [05] [06] [07] [08] [09] [10] [11] [12] [13] [14] [15]