Λκ. γ' 1-38
Το κήρυγμα του Ιωάννη του Βαπτιστή | |
1 Ἐν ἔτει δὲ πεντεκαιδεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τῆς ᾿Ιουδαίας, καὶ τετραρχοῦντος τῆς Γαλιλαίας ῾Ηρῴδου, Φιλίππου δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τετραρχοῦντος τῆς ᾿Ιτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας, καὶ Λυσανίου τῆς ᾿Αβιληνῆς τετραρχοῦντος, 2 ἐπ᾿ ἀρχιερέως ῎Αννα καὶ Καϊάφα, ἐγένετο ρῆμα Θεοῦ ἐπὶ ᾿Ιωάννην τὸν Ζαχαρίου υἱὸν ἐν τῇ ἐρήμῳ, 3 καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ ᾿Ιορδάνου κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, 4 ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ λόγων ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ· 5 πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται, καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας, 6 καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ. 7 ῎Ελεγεν οὖν τοῖς ἐκπορευομένοις ὄχλοις βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ· γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς; 8 ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας, καὶ μὴ ἄρξησθε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν ᾿Αβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ ᾿Αβραάμ. 9 ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται. 10 Καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ ὄχλοι λέγοντες· τί οὖν ποιήσομεν; 11 ἀποκριθεὶς δὲ λέγει αὐτοῖς· ὁ ἔχων δύο χιτῶνας μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι, καὶ ὁ ἔχων βρώματα ὁμοίως ποιείτω. 12 ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι βαπτισθῆναι, καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, τί ποιήσομεν; 13 ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε. 14 ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν καὶ στρατευόμενοι λέγοντες· καὶ ἡμεῖς τί ποιήσομεν; καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδένα συκοφαντήσητε μηδὲ διασείσητε, καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις ὑμῶν. 15 Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ ᾿Ιωάννου, μήποτε αὐτὸς εἴη ὁ Χριστός, 16 ἀπεκρίνατο ὁ ᾿Ιωάννης ἅπασι λέγων· ἐγὼ μὲν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς· ἔρχεται δὲ ὁ ἰσχυρότερός μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ καὶ πυρί. 17 οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον εἰς τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. 18 πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἕτερα παρακαλῶν εὐηγγελίζετο τὸν λαόν. 19 ῾Ο δὲ ῾Ηρῴδης ὁ τετράρχης, ἐλεγχόμενος ὑπ᾿ αὐτοῦ περὶ ῾Ηρῳδιάδος τῆς γυναικὸς τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ περὶ πάντων ὧν ἐποίησε πονηρῶν ὁ ῾Ηρῴδης, 20 προσέθηκε καὶ τοῦτο ἐπὶ πᾶσι καὶ κατέκλεισε τὸν ᾿Ιωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. | 1 Στο δέκατο πέμπτο έτος, λοιπόν, της ηγεμονίας του Καίσαρα Τιβέριου, όταν ηγεμόνευε ο Πόντιος Πιλάτος στην Ιουδαία, και ήταν τετράρχης της Γαλιλαίας ο Ηρώδης, και ο Φίλιππος ο αδελφός του ήταν τετράρχης της Ιτουραίας και της χώρας της Τραχωνίτιδας, και ο Λυσανίας ήταν τετράρχης της Αβιληνής, 2 επί αρχιερέα Άννα και Καϊάφα, ήρθε λόγος Θεού στον Ιωάννη το γιο του Ζαχαρία στην έρημο. 3 Και ο Ιωάννης ήρθε σε όλα τα περίχωρα του Ιορδάνη, κηρύττοντας βάφτισμα μετάνοιας σε άφεση αμαρτιών, 4 όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο των λόγων του Ησαΐα του προφήτη: Φωνή ενός που φωνάζει δυνατά στην έρημο: «Ετοιμάστε την οδό του Κυρίου, ίσια κάνετε τα μονοπάτια του. 5 Κάθε φαράγγι θα γεμίσει και κάθε όρος και λόφος θα ταπεινωθεί, και τα στραβά θα γίνουν ίσια και οι τραχιές οδοί λείες. 6 Και κάθε σάρκα θα δει τη σωτηρία του Θεού». 7 Έλεγε λοιπόν στα πλήθη που έβγαιναν, για να βαφτιστούν από αυτόν: «Γεννήματα εχιδνών, ποιος σας υπέδειξε, για να ξεφύγετε από τη μελλοντική οργή; 8 Κάντε λοιπόν καρπούς άξιους της μετάνοιας και μην αρχίσετε να λέτε μέσα σας: “Πατέρα έχουμε τον Αβραάμ”. Γιατί σας λέω ότι ο Θεός δύναται από τους λίθους τούτους να εγείρει τέκνα στον Αβραάμ. 9 Ήδη, λοιπόν, και το πελέκι βρίσκεται κοντά στη ρίζα των δέντρων. Επομένως, κάθε δέντρο που δεν κάνει καλό καρπό κόβεται εντελώς και ρίχνεται στη φωτιά». 10 Και τα πλήθη τον επερωτούσαν λέγοντας: «Τι λοιπόν να κάνουμε;» 11 Αφού αποκρίθηκε, τότε, τους έλεγε: «Όποιος έχει δύο χιτώνες ας δώσει σ’ αυτόν που δεν έχει, και όποιος έχει τροφές ας κάνει ομοίως». 12 Ήρθαν τότε και τελώνες να βαφτιστούν και είπαν προς αυτόν: «Δάσκαλε, τι να κάνουμε;» 13 Εκείνος είπε προς αυτούς: «Τίποτα περισσότερο να μην εισπράττετε παρά ό,τι σας έχουν διατάξει». 14 Τον επερωτούσαν τότε και οι στρατευόμενοι λέγοντας: «Τι να κάνουμε κι εμείς;» Και είπε σ’ αυτούς: «Κανέναν να μην φορολογήσετε βίαια μήτε να φορολογήσετε παράνομα, αλλά να αρκείστε στο μισθό σας». 15 Ενώ ο λαός προσδοκούσε, λοιπόν, και διαλογίζονταν όλοι μέσα στις καρδιές τους για τον Ιωάννη μήπως αυτός είναι ο Χριστός, 16 αποκρίθηκε λέγοντας σ’ όλους ο Ιωάννης: «Εγώ, βέβαια, σας βαφτίζω σε νερό. Έρχεται όμως ο ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι ικανός να λύσω το λουρί των υποδημάτων του. αυτός θα σας βαφτίσει μέσα σε Πνεύμα Άγιο και σε φωτιά. 17 Αυτού το φτυάρι είναι στο χέρι του, για να λιχνίσει και να καθαρίσει εντελώς το αλώνι του και να συνάξει το σιτάρι στην αποθήκη του, ενώ το άχυρο θα το κατακάψει με φωτιά άσβεστη». 18 Πράγματι, λοιπόν, με πολλά και διάφορα πρότρεπε και ευαγγέλιζε το λαό. 19 Αλλά ο Ηρώδης ο τετράρχης, επειδή ελεγχόταν από αυτόν για την Ηρωδιάδα, τη γυναίκα του αδελφού του, και για όλα όσα κακά έκανε ο Ηρώδης, 20 πρόσθεσε και αυτό πάνω σε όλα και κατέκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή. |
Η βάπτιση του Ιησού | |
21 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τὸν λαὸν καὶ ᾿Ιησοῦ βαπτισθέντος καὶ προσευχομένου ἀνεῳχθῆναι τὸν οὐρανὸν 22 καὶ καταβῆναι τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον σωματικῷ εἴδει ὡσεὶ περιστερὰν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ φωνὴν ἐξ οὐρανοῦ γενέσθαι λέγουσαν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα. | 21 Συνέβηκε, λοιπόν, όταν βαφτίστηκε όλος ο λαός, και μόλις ο Ιησούς βαφτίστηκε και προσευχόταν, να ανοιχτεί ο ουρανός 22 και να κατεβεί το Πνεύμα το Άγιο με σωματική μορφή σαν περιστέρι πάνω του, και να γίνει φωνή από τον ουρανό: «Εσύ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, σ’ εσένα ευαρεστήθηκα». |
Η γενεαλογία του Ιησού Χριστού | |
23 Καὶ αὐτὸς ἦν ὁ ᾿Ιησοῦς ὡσεὶ ἐτῶν τριάκοντα ἀρχόμενος, ὤν, ὡς ἐνομίζετο, υἱὸς ᾿Ιωσήφ, τοῦ ῾Ηλί, 24 τοῦ Ματθάν, τοῦ Λευΐ, τοῦ Μελχί, τοῦ ᾿Ιωαννᾶ, τοῦ ᾿Ιωσήφ, 25 τοῦ Ματταθίου, τοῦ ᾿Αμώς, τοῦ Ναούμ, τοῦ ᾿Εσλίμ, τοῦ Ναγγαί, 26 τοῦ Μαάθ, τοῦ Ματταθίου, τοῦ Σεμεΰ, τοῦ ᾿Ιωσήχ, τοῦ ᾿Ιωδᾶ, 27 τοῦ ᾿Ιωαννάν, τοῦ ῾Ρησᾶ, τοῦ Ζοροβάβελ, τοῦ Σαλαθιήλ, τοῦ Νηρί, 28 τοῦ Μελχί, τοῦ ᾿Αδδί, τοῦ Κωσάμ, τοῦ ᾿Ελμωδάμ, τοῦ ῎Ηρ, 29 τοῦ ᾿Ιωσῆ, τοῦ ᾿Ελιέζερ, τοῦ ᾿Ιωρείμ, τοῦ Ματθάτ, τοῦ Λευΐ, 30 τοῦ Συμεών, τοῦ ᾿Ιούδα, τοῦ ᾿Ιωσήφ, τοῦ ᾿Ιωνᾶ, τοῦ ᾿Ελιακείμ, 31 τοῦ Μελεᾶ, τοῦ Μαϊνάν, τοῦ Ματταθᾶ, τοῦ Νάθαν, τοῦ Δαυΐδ, 32 τοῦ ᾿Ιεσσαί, τοῦ ᾿Ωβήδ, τοῦ Βοόζ, τοῦ Σαλμών, τοῦ Ναασσών, 33 τοῦ ᾿Αμιναδάβ, τοῦ ᾿Αράμ, τοῦ ᾿Ιωράμ, τοῦ ᾿Εσρώμ, τοῦ Φαρές, τοῦ ᾿Ιούδα, 34 τοῦ ᾿Ιακώβ, τοῦ ᾿Ισαάκ, τοῦ ᾿Αβραάμ, τοῦ Θάρα, τοῦ Ναχώρ, 35 τοῦ Σερούχ, τοῦ ῾Ραγαῦ, τοῦ Φάλεκ, τοῦ ῎Εβερ, τοῦ Σαλᾶ, 36 τοῦ Καϊνάν, τοῦ ᾿Αρφαξάδ, τοῦ Σήμ, τοῦ Νῶε, τοῦ Λάμεχ, 37 τοῦ Μαθουσάλα, τοῦ ᾿Ενώχ, τοῦ ᾿Ιάρεδ, τοῦ Μαλελεήλ, τοῦ Καϊνάν, 38 τοῦ ᾿Ενώς, τοῦ Σήθ, τοῦ ᾿Αδάμ, τοῦ Θεοῦ. | 23 Και αυτός ήταν ο Ιησούς, που άρχιζε περίπου τριάντα ετών, όντας γιος, όπως νόμιζαν, του Ιωσήφ, του Ηλί, 24 του Μαθθάτ, του Λευί, του Μελχί, του Ιανναί, του Ιωσήφ, 25 του Ματταθία, του Αμώς, του Ναούμ, του Εσλί, του Ναγγαί, 26 του Μάαθ, του Ματταθία, του Σεμεΐν, του Ιωσήχ, του Ιωδά, 27 του Ιωανάν, του Ρησά, του Ζοροβαβέλ, του Σαλαθιήλ, του Νηρί, 28 του Μελχί, του Αδδί, του Κωσάμ, του Ελμαδάμ, του Ηρ, 29 του Ιησού, του Ελιέζερ, του Ιωρίμ, του Μαθθάτ, του Λευί, 30 του Συμεών, του Ιούδα, του Ιωσήφ, του Ιωνάμ, του Ελιακίμ, 31 του Μελεά, του Μεννά, του Ματταθά, του Ναθάμ, του Δαβίδ, 32 του Ιεσσαί, του Ιωβήδ, του Βοόζ, του Σαλά, του Ναασσών, 33 του Αμιναδάβ, του Αδμίν, του Αρνί, του Εσρώμ, του Φάρες, του Ιούδα, 34 του Ιακώβ, του Ισαάκ, του Αβραάμ, του Θάρα, του Ναχώρ, 35 του Σερούχ, του Ραγαύ, του Φάλεκ, του Έβερ, του Σαλά, 36 του Καϊνάμ, του Αρφαξάδ, του Σημ, του Νώε, του Λάμεχ, 37 του Μαθουσάλα, του Ενώχ, του Ιάρετ, του Μαλελεήλ, του Καϊνάμ, 38 του Ενώς, του Σηθ, του Αδάμ, του Θεού. |
ΚΕΦΑΛΑΙΑ