Λκ. β' 1-52

Η γέννηση του Ιησού Χριστού
1 Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην.  2 αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου.  3 καὶ ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.  4 ἀνέβη δὲ καὶ ᾿Ιωσὴφ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρὲτ εἰς τὴν ᾿Ιουδαίαν εἰς πόλιν Δαυΐδ, ἥτις καλεῖται Βηθλεέμ, διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ,  5 ἀπογράψασθαι σὺν Μαριὰμ τῇ μεμνηστευμένῃ αὐτῷ γυναικί, οὔσῃ ἐγκύῳ.  6 ἐγένετο δὲ ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐκεῖ ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ τεκεῖν αὐτήν,  7 καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι.  1 Συνέβηκε λοιπόν κατά τις ημέρες εκείνες να εξέλθει διάταγμα από τον Καίσαρα Αύγουστο, για να απογραφεί όλη η οικουμένη.  2 Αυτή ήταν η πρώτη απογραφή, όταν ηγεμόνευε στη Συρία ο Κυρήνιος.  3 Και πήγαιναν όλοι να απογραφούν, καθένας στη δική του πόλη.  4 Ανέβηκε τότε και ο Ιωσήφ από τη Γαλιλαία, από την πόλη Ναζαρέτ, στην Ιουδαία, στην πόλη του Δαβίδ, που καλείται Βηθλεέμ, επειδή αυτός ήταν από τον οίκο και την πατριά του Δαβίδ,  5 για να απογραφεί μαζί με τη Μαριάμ που ήταν μνηστευμένη με αυτόν, η οποία ήταν έγκυος.  6 Συνέβηκε τότε, ενώ αυτοί ήταν εκεί, να συμπληρωθούν οι ημέρες του τοκετού της,  7 και γέννησε το γιο της τον πρωτότοκο, και τον σπαργάνωσε και τον ξάπλωσε μέσα σε μια φάτνη, γιατί δεν υπήρχε γι’ αυτούς τόπος μέσα στο κατάλυμα. 
Οι ποιμένες και οι άγγελο
8 Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν.  9 καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς, καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν.  10 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος· μὴ φοβεῖσθε· ἰδοὺ γὰρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ,  11 ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ.  12 καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον· εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ.  13 καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων·  14 δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία.  15 καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους· διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν.  16 καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τήν τε Μαριὰμ καὶ τὸν ᾿Ιωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ.  17 ἰδόντες δὲ διεγνώρισαν περὶ τοῦ ρήματος τοῦ λαληθέντος αὐτοῖς περὶ τοῦ παιδίου τούτου·  18 καὶ πάντες οἱ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν περὶ τῶν λαληθέντων ὑπὸ τῶν ποιμένων πρὸς αὐτούς.  19 ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς.  20 καὶ ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς.  21 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν τὸ παιδίον, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ.  8 Και ήταν κάποιοι ποιμένες στην περιοχή αυτή, που έμεναν στους αγρούς και φύλαγαν σκοπιές τη νύχτα για το ποίμνιό τους.  9 Και τότε άγγελος Κυρίου στάθηκε ξαφνικά μπροστά τους και δόξα Κυρίου έλαμψε γύρω τους, και φοβήθηκαν με μεγάλο φόβο.  10 Και ο άγγελος είπε σ’ αυτούς: «Μη φοβάστε, γιατί ιδού, ευαγγελίζομαι σ’ εσάς χαρά μεγάλη, που θα είναι για όλο το λαό,  11 γιατί γεννήθηκε για σας σήμερα Σωτήρας, που είναι Χριστός Κύριος, στην πόλη του Δαβίδ.  12 Και αυτό θα είναι το σημείο για σας: θα βρείτε βρέφος σπαργανωμένο και ξαπλωμένο σε φάτνη».  13 Και ξαφνικά φάνηκε μαζί με τον άγγελο ένα πλήθος ουράνιας στρατιάς, αινώντας το Θεό και λέγοντας:  14 «Δόξα στο Θεό στους ύψιστους ουρανούς και πάνω στη γη ειρήνη στους ανθρώπους της ευαρέσκειάς του».  15 Και μόλις οι άγγελοι έφυγαν από αυτούς στον ουρανό, οι ποιμένες είπαν μεταξύ τους: «Ας περάσουμε, λοιπόν, ως τη Βηθλεέμ και ας δούμε το πράγμα τούτο που έχει γίνει, τον οποίο ο Κύριος μας γνώρισε».  16 Και αφού έσπευσαν, ήρθαν και βρήκαν τη Μαριάμ και τον Ιωσήφ, και το βρέφος ξαπλωμένο μέσα στη φάτνη.  17 Και όταν το είδαν, έκαναν γνωστό το λόγο που τους ειπώθηκε για το παιδί τούτο.  18 Και όλοι όσοι άκουσαν θαύμασαν γι’ αυτά που ειπώθηκαν από τους ποιμένες προς αυτούς.  19 Και η Μαριάμ διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια, βάζοντάς τα μαζί μέσα στην καρδιά της.  20 Και επέστρεψαν οι ποιμένες δοξάζοντας και αινώντας το Θεό για όλα όσα άκουσαν και είδαν καθώς ειπώθηκαν προς αυτούς.  21 Και όταν συμπληρώθηκαν οχτώ ημέρες από τη γέννηση, για να τον περιτέμνουν, τότε καλέστηκε το όνομά του Ιησούς, αυτό που ονομάστηκε από τον άγγελο προτού συλληφθεί αυτός μέσα στην κοιλιά. 
Η παρουσίαση του Ιησού στο ναό
22 Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ καθαρισμοῦ αὐτῶν κατὰ τὸν νόμον Μωϋσέως, ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς ῾Ιεροσόλυμα παραστῆσαι τῷ Κυρίῳ,  23 καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου ὅτι πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται,  24 καὶ τοῦ δοῦναι θυσίαν κατὰ τὸ εἰρημένον ἐν νόμῳ Κυρίου, ζεῦγος τρυγόνων ἢ δύο νεοσσοὺς περιστερῶν.  25 Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν ῾Ιεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτόν·  26 καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου.  27 καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον ᾿Ιησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ,  28 καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε·  29 νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ,  30 ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου,  31 ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν.  32 φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ.  33 Καὶ ἦν ᾿Ιωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ.  34 καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον.  35 καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί.  36 Καὶ ἦν ῎Αννα προφῆτις, θυγάτηρ Φανουήλ, ἐκ φυλῆς ᾿Ασήρ· αὕτη προβεβηκυῖα ἐν ἡμέραις πολλαῖς, ζήσασα ἔτη μετὰ ἀνδρὸς ἑπτὰ ἀπὸ τῆς παρθενίας αὐτῆς,  37 καὶ αὐτὴ χήρα ὡς ἐτῶν ὀγδοήκοντα τεσσάρων, ἣ οὐκ ἀφίστατο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ νηστείαις καὶ δεήσεσι λατρεύουσα νύκτα καὶ ἡμέραν·  38 καὶ αὕτη αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἐπιστᾶσα ἀνθωμολογεῖτο τῷ Κυρίῳ καὶ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ πᾶσι τοῖς προσδεχομένοις λύτρωσιν ἐν ῾Ιερουσαλήμ.  22 Και όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες του καθαρισμού τους κατά το νόμο του Μωυσή, τον ανέβασαν στα Ιεροσόλυμα, για να τον παρουσιάσουν στον Κύριο  23 – καθώς είναι γραμμένο στο νόμο του Κυρίου: Κάθε αρσενικό που διανοίγει μήτρα, θα ονομαστεί άγιο για τον Κύριο –  24 και να δώσουν θυσία σύμφωνα με αυτό που έχει ειπωθεί στο νόμο του Κυρίου, ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο νεοσσούς περιστεριών.  25 Και ιδού ένας άνθρωπος ήταν στην Ιερουσαλήμ που είχε όνομα Συμεών, και ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και ευλαβής και περίμενε την παρηγοριά του λαού Ισραήλ, και ήταν επάνω του Πνεύμα Άγιο.  26 Και του ήταν φανερωμένο από το Πνεύμα το Άγιο ότι δε θα δει το θάνατο πριν δει τον Χριστό του Κυρίου.  27 Και ήρθε με έμπνευση του Πνεύματος στο ναό. Και ενώ οι γονείς εισήγαγαν το παιδί, τον Ιησού, για να κάνουν αυτοί σύμφωνα με ό,τι στο νόμο είναι συνηθισμένο γι’ αυτό,  28 τότε αυτός το δέχτηκε στην αγκαλιά του και ευλόγησε το Θεό και είπε:  29 «Τώρα απολύεις το δούλο σου, Δεσπότη, κατά το λόγο σου με ειρήνη.  30 γιατί είδαν τα μάτια μου τη σωτηρία σου,  31 που ετοίμασες απέναντι στο πρόσωπο όλων των λαών,  32 φως για αποκάλυψη στα έθνη και δόξα του λαού σου Ισραήλ».  33 Και ο πατέρας του και η μητέρα του θαύμαζαν για όσα λέγονταν γι’ αυτό.  34 Και τους ευλόγησε ο Συμεών και είπε προς τη Μαριάμ τη μητέρα του: «Ιδού, αυτός είναι τοποθετημένος για πτώση και ανόρθωση πολλών μέσα στο λαό Ισραήλ και για σημείο αντιλεγόμενο  35 – και σ’ εσένα μάλιστα την ίδια, ρομφαία θα διαπεράσει την ψυχή σου – για να αποκαλυφτούν διαλογισμοί από πολλές καρδιές».  36 Και ήταν κάποια Άννα, προφήτισσα, θυγατέρα του Φανουήλ, από τη φυλή Ασήρ. Αυτή ήταν πολύ προχωρημένη στην ηλικία, η οποία έζησε με τον άντρα της εφτά έτη από τον καιρό της παρθενίας της,  37 και αυτή έμεινε μετά χήρα έως ογδόντα τεσσάρων ετών. Αυτή δεν απομακρυνόταν από το ναό, και με νηστείες και με δεήσεις λάτρευε το Θεό νύχτα και ημέρα.  38 Και αυτήν την ώρα πλησίασε και ομολογούσε τη δόξα του Θεού και μιλούσε γι’ αυτό το παιδί σε όλους όσοι περίμεναν τη λύτρωση της Ιερουσαλήμ. 
Τα παιδικά χρόνια του Ιησού
39 Καὶ ὡς ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ κατὰ τὸν νόμον Κυρίου, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὴν πόλιν ἑαυτῶν Ναζαρέτ.  40 Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πνεύματι πληρούμενον σοφίας, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτό.  39 Και μόλις αυτοί τέλεσαν όλα τα πράγματα κατά το νόμο του Κυρίου, επέστρεψαν στη Γαλιλαία, στη δική τους πόλη, τη Ναζαρέτ.  40 Και το παιδί μεγάλωνε και δυνάμωνε, γεμίζοντας σοφία, και ήταν πάνω του η χάρη του Θεού. 
Ο Ιησούς δωδεκαετής στο ναό
41 Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ᾿ ἔτος εἰς ῾Ιερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα.  42 καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβάντων αὐτῶν εἰς ῾Ιεροσόλυμα κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς  43 καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν ᾿Ιησοῦς ὁ παῖς ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνω ᾿Ιωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ.  44 νομίσαντες δὲ αὐτὸν ἐν τῇ συνοδίᾳ εἶναι ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τοῖς γνωστοῖς·  45 καὶ μὴ εὑρόντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ζητοῦντες αὐτόν.  46 καὶ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς·  47 ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ.  48 καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπε· τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε.  49 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με;  50 καὶ αὐτοὶ οὐ συνῆκαν τὸ ρῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς.  51 καὶ κατέβη μετ᾿ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς.  52 Καὶ ᾿Ιησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.  41 Και πορεύονταν οι γονείς του κάθε χρόνο στην Ιερουσαλήμ, στην εορτή του Πάσχα.  42 Και όταν έγινε δώδεκα ετών, αυτοί ανέβηκαν κατά το έθιμο της εορτής  43 και, όταν τελείωσαν οι ημέρες, ενώ αυτοί επέστρεφαν, παράμεινε το παιδί ο Ιησούς στην Ιερουσαλήμ, και δεν το κατάλαβαν οι γονείς του.  44 Επειδή νόμισαν, λοιπόν, ότι αυτός είναι στην συνοδεία, βάδισαν απόσταση δρόμου μιας ημέρας και τον αναζητούσαν μεταξύ των συγγενών και των γνωστών  45 και, επειδή δεν τον βρήκαν, επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ αναζητώντας τον.  46 Και συνέβηκε μετά τρεις ημέρες να τον βρουν στο ναό να κάθεται στο μέσο των δασκάλων και να τους ακούει και να τους επερωτά.  47 Και έμεναν εκστατικοί όλοι όσοι τον άκουγαν για τη σύνεση και τις αποκρίσεις του.  48 Και όταν τον είδαν οι γονείς του, έμειναν έκπληκτοι, και είπε προς αυτόν η μητέρα του: «Παιδί μου, γιατί μας έκανες έτσι; Ιδού, ο πατέρας σου κι εγώ με μεγάλο πόνο σε ζητούσαμε».  49 Και είπε προς αυτούς: «Γιατί με ζητούσατε; Δεν ξέρατε ότι πρέπει να είμαι στα πράγματα του Πατέρα μου;»  50 Αλλά αυτοί δεν κατάλαβαν το λόγο που τους μίλησε.  51 Και κατέβηκε μαζί τους και ήρθε στη Ναζαρέτ και υποτασσόταν συνεχώς σ’ αυτούς. Και η μητέρα του διατηρούσε όλα τα λόγιααυτά μέσα στην καρδιά της.  52 Και ο Ιησούς πρόκοβε στη σοφία και στη σωματική ανάπτυξη και στη χάρη μπροστά στο Θεό και στους ανθρώπους. 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ
1  2  3  4  5  6  7  8  9  10  11  12  13  14  15  16  17  18  19  20  21  22  23  24