Μκ. ια' 1-33
Η θριαμβευτική είσοδος στην Ιερουσαλήμ | |
1 Καὶ ὅτε ἐγγίζουσιν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ 2 καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς ἀνθρώπων κεκάθικε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. 3 καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ· τί ποιεῖτε τοῦτο; εἴπατε ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει, καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει πάλιν ὧδε. 4 ἀπῆλθον δὲ καὶ εὗρον τὸν πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀμφόδου, καὶ λύουσιν αὐτόν. 5 καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἔλεγον αὐτοῖς· τί ποιεῖτε λύοντες τὸν πῶλον; 6 οἱ δὲ εἶπον αὐτοῖς καθὼς ἐνετείλατο ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἀφῆκαν αὐτούς. 7 καὶ ἤγαγον τὸν πῶλον πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ ἐπέβαλον αὐτῷ τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτῷ. 8 πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν. 9 καὶ οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. 10 εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρός ἡμῶν Δαυΐδ· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. 11 Καὶ εἰσῆλθεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἰς τὸ ἱερόν· καὶ περιβλεψάμενος πάντα, ὀψίας ἤδη οὔσης τῆς ὥρας, ἐξῆλθεν εἰς Βηθανίαν μετὰ τῶν δώδεκα. | 1 Και όταν πλησίαζαν στα Ιεροσόλυμα, στη Βηθφαγή και στη Βηθανία, προς το Όρος των Ελαιών, αποστέλλει δύο από τους μαθητές του 2 και τους λέει: «Πηγαίνετε στο χωριό που είναι απέναντί σας, και ευθύς μπαίνοντας σ’ αυτό θα βρείτε ένα πουλάρι δεμένο πάνω στο οποίο κανείς ακόμα από τους ανθρώπους δεν κάθισε. Λύστε το και φέρτε το. 3 Και αν κάποιος σας πει: “Γιατί κάνετε αυτό”; Πέστε: “Ο Κύριος έχει ανάγκη αυτό”, και ευθύς θα το αποστείλει πάλι εδώ». 4 Και έφυγαν και βρήκαν ένα πουλάρι δεμένο κοντά σε μια θύρα έξω στο σταυροδρόμι και το λύνουν. 5 Και μερικοί από αυτούς που είχαν σταθεί εκεί, τους έλεγαν: «Τι κάνετε, που λύνετε το πουλάρι;» 6 Εκείνοι τους απάντησαν καθώς είπε ο Ιησούς, και τους άφησαν. 7 Και φέρνουν το πουλάρι προς τον Ιησού και βάζουν πάνω του τα ρούχα τους και εκείνος κάθισε πάνω του. 8 Και πολλοί τα ρούχα τους έστρωσαν στην οδό, και άλλοι στιβάδες χόρτων, αφού τα έκοψαν από τους αγρούς. 9 Και αυτοί που προπορεύονταν και εκείνοι που ακολουθούσαν φώναζαν: «Ωσαννά. Ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Κυρίου. 10 Ευλογημένη η ερχόμενη βασιλεία του πατέρα μας Δαβίδ. Ωσαννά στους ύψιστους ουρανούς». 11 Και εισήλθε στα Ιεροσόλυμα στο ναό και, αφού κοίταξε τριγύρω όλα, επειδή ήδη είχε γίνει βράδυ, εξήλθε στη Βηθανία μαζί με τους δώδεκα. |
Η άκαρπη συκιά | |
12 Καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξελθόντων αὐτῶν ἀπὸ Βηθανίας ἐπείνασε· 13 καὶ ἰδὼν συκῆν ἀπὸ μακρόθεν ἔχουσαν φύλλα, ἦλθεν εἰ ἄρα τι εὑρήσει ἐν αὐτῇ· καὶ ἐλθὼν ἐπ᾿ αὐτὴν οὐδὲν εὗρεν εἰ μὴ φύλλα· οὐ γὰρ ἦν καιρὸς σύκων. 14 καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῇ· μηκέτι ἐκ σοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μηδεὶς καρπὸν φάγοι. καὶ ἤκουον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. | 12 Και την επόμενη ημέρα, αφού εξήλθαν αυτοί από τη Βηθανία, πείνασε. 13 Και όταν είδε μια συκιά από μακριά που είχε φύλλα, ήρθε κοντά της μήπως κάτι βρει σ’ αυτήν, αλλά όταν ήρθε σ’ αυτήν, τίποτα δε βρήκε παρά μόνο φύλλα. Γιατί δεν ήταν ο καιρός των σύκων. 14 Και απευθύνθηκε σ’ αυτήν και της είπε: «Ποτέ πια στον αιώνα από εσένα κανείς να μη φάει καρπό». Και άκουγαν οι μαθητές του. |
Ο καθαρισμός του ναού | |
15 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ εἰσελθὼν ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας καὶ τοὺς ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστερὰς κατέστρεψε, 16 καὶ οὐκ ἤφιεν ἵνα τις διενέγκῃ σκεῦος διὰ τοῦ ἱεροῦ, 17 καὶ ἐδίδασκε λέγων αὐτοῖς· οὐ γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν; ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. 18 καὶ ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, καὶ ἐζήτουν πῶς αὐτὸν ἀπολέσωσιν· ἐφοβοῦντο γὰρ αὐτόν, ὅτι πᾶς ὁ ὄχλος ἐξεπλήσσετο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. 19 καὶ ὅτε ὀψὲ ἐγένετο, ἐξεπορεύετο ἔξω τῆς πόλεως. | 15 Και έρχονται στα Ιεροσόλυμα. Και αφού εισήλθε στο ναό, άρχισε να βγάζει εκείνους που πουλούσαν και εκείνους που αγόραζαν μέσα στο ναό, και τα τραπέζια των αργυραμοιβών και τα καθίσματα αυτών που πουλούσαν τα περιστέρια τα αναποδογύρισε, 16 και δεν άφηνε να μεταφέρει κανείς σκεύος διαμέσου του ναού. 17 Και δίδασκε και τους έλεγε: «Δεν είναι γραμμένο ότι ο οίκος μου θα κληθεί οίκος προσευχής για όλα τα έθνη. Εσείς όμως τον έχετε κάνει σπήλαιο ληστών». 18 Και το άκουσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και ζητούσαν πώς να τον σκοτώσουν. Γιατί τον φοβούνταν, επειδή όλο το πλήθος έμενε έκπληκτο από τη διδαχή του. 19 Και όταν έγινε βράδυ, έβγαιναν έξω από την πόλη. |
Μάθημα από την ξεραμένη συκιά | |
20 Καὶ παραπορευόμενοι πρωῒ εἶδον τὴν συκῆν ἐξηραμμένην ἐκ ριζῶν. 21 καὶ ἀναμνησθεὶς ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ· ραββί, ἴδε ἡ συκῆ ἣν κατηράσω ἐξήρανται. 22 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει αὐτοῖς· ἔχετε πίστιν Θεοῦ. 23 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ πιστεύσει ὅτι ἃ λέγει γίνεται, ἔσται αὐτῷ ὃ ἐὰν εἴπῃ. 24 διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν. 25 καὶ ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ παραπτώματα ὑμῶν. 26 εἰ δὲ ὑμεῖς οὐκ ἀφίετε, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. | 20 Και καθώς περνούσαν πρωί εκεί κοντά, είδαν τη συκιά ξεραμένη από τις ρίζες. 21 Και θυμήθηκε ο Πέτρος και του λέει: «Ραβί, δες, η συκιά που καταράστηκες έχει ξεραθεί». 22 Και αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους λέει: «Έχετε πίστη Θεού. 23 Αλήθεια σας λέω ότι όποιος πει στο όρος τούτο: “Σήκω και πέσε στη θάλασσα”, και δεν αμφιβάλει μέσα στην καρδιά του, αλλά πιστεύει ότι αυτό που λαλεί γίνεται, θα του γίνει. 24 Γι’ αυτό σας λέω, όλα όσα προσεύχεστε και ζητάτε, πιστεύετε ότι τα λάβατε, και θα σας γίνουν. 25 Και όταν στέκεστε προσευχόμενοι, ας αφήνετε αν κάτι έχετε εναντίον κάποιου, για να αφήσει σ’ εσάς και ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς τα δικά σας παραπτώματα. 26 Αν όμως εσείς δεν αφήνετε, ούτε ο Πατέρας σας που είναι στους ουρανούς θα αφήσει τα δικά σας παραπτώματα». |
Η εξουσία του Ιησού αμφισβητείται | |
27 Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ ἐν τῶ ἱερῷ περιπατοῦντος αὐτοῦ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι 28 καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; ἢ τίς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἵνα ταῦτα ποιῇς; 29 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ἐπερωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον, καὶ ἀποκρίθητέ μοι, καὶ ἐρῶ ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. 30 τὸ βάπτισμα ᾿Ιωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; ἀποκρίθητέ μοι. 31 καὶ ἐλογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ· διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; 32 ἀλλὰ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων; - ἐφοβοῦντο τὸν λαόν· ἅπαντες γὰρ εἶχον τὸν ᾿Ιωάννην ὅτι προφήτης ἦν. 33 καὶ ἀποκριθέντες λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ· οὐκ οἴδαμεν. καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. | 27 Και έρχονται πάλι στα Ιεροσόλυμα. Και ενώ αυτός περπατούσε στο ναό, έρχονται προς αυτόν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι 28 και του έλεγαν: «Με ποια εξουσία αυτά τα κάνεις; Ή ποιος σου έδωσε την εξουσία αυτή, για να κάνεις αυτά;» 29 Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Θα σας επερωτήσω ένα λόγο, και αποκριθείτε μου και θα σας πω με ποια εξουσία αυτά τα κάνω: 30 Το βάφτισμα του Ιωάννη από τον ουρανό ήταν ή από τους ανθρώπους; Αποκριθείτε μου». 31 Και διαλογίζονταν μέσα τους λέγοντας: «Αν πούμε: “Από τον ουρανό”, θα πει: “Γιατί λοιπόν δεν πιστέψατε σ’ αυτόν”; 32 Αλλά να πούμε: “Από τους ανθρώπους”; – φοβούνταν το πλήθος. γιατί όλοι θεωρούσαν τον Ιωάννη ότι ήταν πράγματι προφήτης. 33 Και αποκρίθηκαν στον Ιησού και του λένε: «Δεν ξέρουμε». Και ο Ιησούς τους λέει: «Ούτε εγώ σας λέω με ποια εξουσία αυτά τα κάνω». |
ΚΕΦΑΛΑΙΑ