Μκ. ι' 1-52
Περί διαζυγίου | |
1 Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἔρχεται εἰς τὰ ὅρια τῆς ᾿Ιουδαίας διὰ τοῦ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ συμπορεύονται πάλιν ὄχλοι πρὸς αὐτόν, καὶ ὡς εἰώθει, πάλιν ἐδίδασκεν αὐτούς. 2 καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι ἐπηρώτων αὐτὸν εἰ ἔξεστιν ἀνδρὶ γυναῖκα ἀπολῦσαι, πειράζοντες αὐτόν. 3 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· τί ὑμῖν ἐνετείλατο Μωϋσῆς; 4 οἱ δὲ εἶπον· ἐπέτρεψε Μωϋσῆς βιβλίον ἀποστασίου γράψαι καὶ ἀπολῦσαι. 5 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἔγραψεν ὑμῖν τὴν ἐντολὴν ταύτην· 6 ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς ὁ Θεός· 7 ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. 8 ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ μία σάρξ· 9 ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω. 10 καὶ εἰς τὴν οἰκίαν πάλιν οἱ μαθηταὶ περὶ τούτου ἐπηρώτων αὐτόν, 11 καὶ λέγει αὐτοῖς· ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται ἐπ᾿ αὐτήν· 12 καὶ ἐὰν γυνὴ ἀπολύσασα τὸν ἄνδρα γαμηθῇ ἄλλῳ, μοιχᾶται. | 1 Και αφού σηκώθηκε από εκεί, έρχεται στα όρια της Ιουδαίας και πέρα από τον Ιορδάνη, και συμπορεύονται πάλι πλήθη προς αυτόν και, καθώς συνήθιζε, πάλι τους δίδασκε. 2 Και πλησίασαν Φαρισαίοι και τον επερωτούσαν αν επιτρέπεται σ’ έναν άντρα να αποδιώξει τη γυναίκα του, για να τον πειράξουν. 3 Εκείνος αποκρίθηκε και τους είπε: «Τι εντολή σας έδωσε ο Μωυσής;» 4 Εκείνοι είπαν: « Ο Μωυσής επέτρεψε να γράψει κανείς έγγραφο διαζυγίου και να την αποδιώξει». 5 Ο Ιησούς όμως τους είπε: «Για τη σκληροκαρδία σας έγραψε σ’ εσάς αυτήν την εντολή. 6 Αλλά από την αρχή της κτίσης ο Θεός τούς έκανε αρσενικό και θηλυκό. 7 Γι’ αυτό θα εγκαταλείψει ο άνθρωπος τον πατέρα του και τη μητέρα του και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του, 8 και οι δύο θα είναι μία σάρκα. Ώστε δεν είναι πια δύο, αλλά μία σάρκα. 9 Αυτό λοιπόν που ο Θεός συνέζευξε ο άνθρωπος ας μην το χωρίζει». 10 Και στην οικία πάλι οι μαθητές τον επερωτούσαν γι’ αυτό. 11 Και τους λέει: «Όποιος αποδιώξει τη γυναίκα του και νυμφευτεί άλλη μοιχεύεται πάνω σ’ αυτήν. 12 Και αν αυτή αποδιώξει τον άντρα της και παντρευτεί άλλον μοιχεύεται». |
Ο Ιησούς ευλογεί τα μικρά παιδιά | |
13 Καὶ προσέφερον αὐτῷ παιδία, ἵνα αὐτῶν ἅψηται· οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπετίμων τοῖς προσφέρουσιν. 14 ἰδὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἠγανάκτησε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 15 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν. 16 καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτὰ κατηυλόγει τιθεὶς τὰς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτά. | 13 Και προσέφεραν σ’ αυτόν παιδιά, για να τα αγγίξει. αλλά οι μαθητές τούς επιτίμησαν. 14 Όταν όμως το είδε ο Ιησούς, αγανάκτησε και τους είπε: «Αφήστε τα παιδιά να έρχονται προς εμένα, μην τα εμποδίζετε, γιατί για τέτοιους είναι η βασιλεία του Θεού. 15 Αλήθεια σας λέω, όποιος δε δεχτεί τη βασιλεία του Θεού σαν παιδί, δε θα εισέλθει σ’ αυτήν». 16 Και αφού τα αγκάλιασε, τα ευλογούσε πολύ, θέτοντας τα χέρια πάνω τους. |
Ο πλούσιος | |
17 Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; 18 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰμὴ εἷς ὁ Θεός. 19 τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, μὴ ἀποστερήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα. 20 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε, ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. 21 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἕν σε ὑστερεῖ· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας τὸν σταυρόν σου. 22 ὁ δὲ στυγνάσας ἐπὶ τῷ λόγῳ ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. 23 Καὶ περιβλεψάμενος ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται! 24 οἱ δὲ μαθηταὶ ἐθαμβοῦντο ἐπὶ τοῖς λόγοις αὐτοῦ. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς πάλιν ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· τέκνα, πῶς δύσκολόν ἐστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν· 25 εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ραφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 26 οἱ δὲ περισσῶς ἐξεπλήσσοντο λέγοντες πρὸς ἑαυτούς· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; 27 ἐμβλέψας αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγει· παρὰ ἀνθρώποις ἀδύνατον, ἀλλ᾿ οὐ παρὰ Θεῷ· πάντα γὰρ δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ. 28 ῎Ηρξατο ὁ Πέτρος λέγειν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι. 29 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδείς ἐστιν ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου, 30 ἐὰν μὴ λάβῃ ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα καὶ ἀγροὺς μετὰ διωγμῶν, καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ ζωὴν αἰώνιον. 31 πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. | 17 Και ενώ έβγαινε στο δρόμο, ένας άνθρωπος έτρεξε προς αυτόν και γονάτισε μπροστά του και τον ρωτούσε: «Δάσκαλε αγαθέ, τι να κάνω, για να κληρονομήσω ζωή αιώνια;» 18 Ο Ιησούς τότε του είπε: «Τι με λες αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός. 19 Τις εντολές τις ξέρεις: Μη φονεύσεις, μη μοιχέψεις, μην κλέψεις, μην ψευδομαρτυρήσεις, μη στερήσεις, τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου». 20 Εκείνος του είπε: «Δάσκαλε, αυτά όλα τα φύλαξα από τη νεότητά μου». 21 Ο Ιησούς τότε, αφού τον κοίταξε μέσα στα μάτια, τον αγάπησε και του είπε: «Σε ένα υστερείς: πήγαινε, όσα έχεις πούλησε και δώσε τα στους φτωχούς, και θα έχεις θησαυρό στον ουρανό, και έλα ακολούθα με». 22 Εκείνος σκυθρώπιασε γι’ αυτόν το λόγο και έφυγε λυπημένος. γιατί είχε αποκτήματα πολλά. 23 Και αφού κοίταξε γύρω ο Ιησούς, λέει στους μαθητές του: «Πόσο δύσκολα εκείνοι που έχουν τα χρήματα θα εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού!» 24 Οι μαθητές τότε θαμπώνονταν από κατάπληξη για τα λόγια του. Αλλά ο Ιησούς πάλι αποκρίθηκε και τους λέει: «Τέκνα μου, πόσο είναι δύσκολο να εισέλθει κανείς στη βασιλεία του Θεού! 25 Είναι ευκολότερο μια καμήλα να περάσει από την τρύπα της βελόνας παρά πλούσιος να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού». 26 Εκείνοι περισσότερο εκπλήττονταν λέγοντας μεταξύ τους: «Και ποιος δύναται να σωθεί;» 27 Αφού τους κοίταξε μέσα στα μάτια ο Ιησούς, τους λέει: «Για τους ανθρώπους είναι αδύνατο, αλλά όχι για το Θεό. γιατί όλα είναι δυνατά για το Θεό». 28 Άρχισε να του λέει ο Πέτρος: «Ιδού, εμείς τα αφήσαμε όλα και σε έχουμε ακολουθήσει». 29 Είπε ο Ιησούς: «Αλήθεια σας λέω, κανείς δεν υπάρχει που να άφησε οικία ή αδελφούς ή αδελφές ή μητέρα ή πατέρα ή παιδιά ή αγρούς, εξαιτίας μου και εξαιτίας του ευαγγελίου, 30 που να μη λάβει εκατό φορές περισσότερα τώρα, σε τούτο τον καιρό, οικίες και αδελφούς και αδελφές και μητέρες και παιδιά και αγρούς μαζί με διωγμούς, και στον αιώνα τον ερχόμενο ζωή αιώνια. 31 Πολλοί όμως πρώτοι θα είναι τελευταίοι και οι τελευταίοι πρώτοι». |
Τρίτη πρόρρηση του θανάτου και της ανάστασής του | |
32 ῏Ησαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, 33 ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, 34 καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. | 32 Ανέβαιναν λοιπόν το δρόμο προς τα Ιεροσόλυμα, και προχωρούσε συνεχώς μπροστά τους ο Ιησούς, και θαμπώνονταν από κατάπληξη, ενώ όσοι ακολουθούσαν φοβούνταν. Και αφού παράλαβε πάλι τους δώδεκα, άρχισε να τους λέει όσα έμελλαν να του συμβαίνουν: 33 «Ιδού, ανεβαίνουμε στα Ιεροσόλυμα, και ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθεί στους αρχιερείς και στους γραμματείς, και θα τον καταδικάσουν σε θάνατο και θα τον παραδώσουν στους εθνικούς 34 και θα τον εμπαίξουν και θα τον φτύσουν και θα τον μαστιγώσουν και θα τον σκοτώσουν, και μετά τρεις ημέρες θα αναστηθεί». |
Το αίτημα του Ιακώβου και του Ιωάννη | |
35 Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. 36 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; 37 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. 38 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; 39 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· 40 τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. 41 Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου. 42 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· 43 οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 44 καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· 45 καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν. | 35 Και πηγαίνουν προς αυτόν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, οι γιοι του Ζεβεδαίου, και του λένε: «Δάσκαλε, θέλουμε αυτό που θα σου ζητήσουμε να μας το κάνεις». 36 Εκείνος τους είπε: «Τι θέλετε εγώ να σας κάνω;» 37 Εκείνοι του είπαν: «Δώσε μας ώστε να καθίσουμε ένας από τα δεξιά σου και ένας από τα αριστερά σου κατά τη δόξα σου». 38 Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Δεν ξέρετε τι ζητάτε. Μπορείτε να πιείτε το ποτήρι που εγώ θα πιω ή το βάφτισμα που εγώ θα βαφτιστώ να βαφτιστείτε;» 39 Εκείνοι του απάντησαν: «Μπορούμε». Ο Ιησούς τότε τους είπε: «Το ποτήρι που εγώ θα πιω θα πιείτε και το βάφτισμα που εγώ θα βαφτιστώ θα βαφτιστείτε, 40 αλλά το να καθίσετε από τα δεξιά μου ή από τα αριστερά μου δεν ανήκει σ’ εμένα να το δώσω, αλλά θα δοθεί σ’ αυτούς που έχει ετοιμαστεί». 41 Και όταν το άκουσαν οι δέκα, άρχισαν να αγανακτούν για τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. 42 Και αφού τους προσκάλεσε ο Ιησούς, τους λέει: «Ξέρετε ότι εκείνοι που φαίνονται να κυβερνούν τα έθνη κατακυριαρχούν σ’ αυτά και οι μεγάλοι τους τα κατεξουσιάζουν. 43 Δεν θα γίνεται έτσι όμως μεταξύ σας, αλλά όποιος θέλει να γίνει μεγάλος μεταξύ σας θα είναι διάκονός σας, 44 και όποιος θέλει να είναι πρώτος μεταξύ σας θα είναι δούλος όλων. 45 Γιατί και ο Υιός του ανθρώπου δεν ήρθε για να διακονηθεί, αλλά για να διακονήσει και να δώσει τη ζωή του λύτρο στη θέση πολλών». |
Η θεραπεία του τυφλού Βαρτιμαίου | |
46 Καὶ ἔρχονται εἰς ῾Ιεριχώ. καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ ῾Ιεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου Βαρτιμαῖος τυφλὸς ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. 47 καὶ ἀκούσας ὅτι ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖός ἐστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαυῒδ ᾿Ιησοῦ, ἐλέησόν με. 48 καὶ ἐπετίμων αὐτῷ πολλοὶ ἵνα σιωπήσῃ· ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. 49 καὶ στὰς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε· φωνήσατε αὐτόν· καὶ φωνοῦσι τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ· θάρσει, ἔγειρε· φωνεῖ σε. 50 ὁ δὲ ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν. 51 καὶ ἀποκριθεὶς λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ τυφλὸς εἶπεν αὐτῷ· ραββουνί, ἵνα ἀναβλέψω. 52 καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει τῷ ᾿Ιησοῦ ἐν τῇ ὁδῷ. | 46 Και έρχονται στην Ιεριχώ. Και ενώ έβγαινε από την Ιεριχώ αυτός και οι μαθητές του και αρκετό πλήθος, ο γιος του Τιμαίου, ο Βαρτίμαιος, ένας τυφλός ζητιάνος, καθόταν δίπλα στο δρόμο. 47 Και όταν άκουσε ότι ο Ιησούς ο Ναζαρηνός είναι, άρχισε να κράζει και να λέει: «Γιε του Δαβίδ, Ιησού, ελέησέ με». 48 Και πολλοί τον επιτιμούσαν για να σωπάσει. Εκείνος όμως πολύ περισσότερο έκραζε: «Γιε του Δαβίδ, ελέησέ με». 49 Και τότε στάθηκε ο Ιησούς και είπε: «Φωνάξτε τον». Και φωνάζουν τον τυφλό λέγοντάς του: «Έχε θάρρος, σήκω, σε φωνάζει». 50 Εκείνος, αφού πέταξε το πανωφόρι του, αναπήδησε και ήρθε προς τον Ιησού. 51 Και του απεύθυνε το λόγο ο Ιησούς και του είπε: «Τι θέλεις να σου κάνω;» Ο τυφλός τότε του απάντησε: «Ραβουνί, να ξαναδώ». 52 Και ο Ιησούς του είπε: «Πήγαινε, η πίστη σου σε έχει σώσει». Και ευθύς ξαναείδε και τον ακολουθούσε στο δρόμο. |
ΚΕΦΑΛΑΙΑ