Articles by "Μικρός Ευεργετινός"
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μικρός Ευεργετινός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων



ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Α. Κανεὶς ποτὲ δὲν πρέπει ν᾿ ἀπελπίζεται
  1. Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
  2. Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα
  3. Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
  4. Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς
  5. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Β. Πῶς πρέπει νὰ μετανοοῦμε
  1. Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
  2. Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
  3. Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ
  4. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Γ. Πρέπει πάντοτε νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο
  1. Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα
  2. Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
  3. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Δ. Ἀνέκφραστη εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ δόξα
  1. Τοῦ ἁγίου Μαξίμου
  2. Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
  3. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Ε. Οἱ θεοφιλεῖς γονεῖς
  1. Ἀπὸ τὸ μαρτύριο τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων
  2. Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Ἀλυπίου
  3. Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κλήμεντος
ΣΤ. Ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ
  1. Τοῦ ἁγίου Μαξίμου
  2. Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
  3. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Ζ. Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ὑποταγῆς
  1. Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
  2. Τοῦ ἁγίου Μαξίμου
  3. Τοῦ ἀββᾶ Κασσιανοῦ
  4. Τοῦ Ἁγίου Διαδόχου
  5. Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
  6. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Η. Νὰ μὴν ἐμπιστεύεται κανεὶς τὸν ἑαυτό του
  1. Ἀπὸ τὸν ἅγιο Βαρσανούφιο
  2. Τοῦ ἀββᾶ Κασσιανοῦ
  3. Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ
  4. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Θ. Ἂς ἀποφεύγουμε ὅσους μᾶς βλάπτουν
  1. Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα
  2. Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ
  3. Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
  4. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
Ι. Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίζουμε τὴν ἄσκηση
  1. Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ
  2. Τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ
  3. Τοῦ ἁγίου Διαδόχου
  4. Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
  5. Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα
  6. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
  7. Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς
ΙΑ. Οἱ δαίμονες πολεμοῦν τοὺς σθεναροὺς ἀγωνιστές
  1. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
  2. Τοῦ ἁγίου Μαξίμου
  3. Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαάκ
ΙΒ. Συχνὰ ἡ Θεία χάρη διδάσκει
  1. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
  2. Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου
  3. Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Παχωμίου
  4. Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
ΙΓ. Νὰ μὴν ἀντιλέγουμε ἐριστικά
  1. Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου
  2. Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα
  3. Ἀντιόχου τοῦ Πανδέκτη
  4. Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
  5. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
  6. Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ὁσίου Συμεὼν τοῦ ἐν τῇ μάνδρᾳ
ΙΔ. Ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὴ δικαιοσύνη
  1. Τοῦ ἁγίου Διαδόχου
  2. Τοῦ Ἀββᾶ Μάρκου
  3. Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα
  4. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
ΙΕ. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἐντελῶς ἀκατανίκητη
  1. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό
  2. Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς

[Περιεχόμενα] [01] [02] [03] [04] [05] [06] [07] [08] [09] [10] [11] [12] [13] [14] [15]




Κανεὶς ποτὲ δὲν πρέπει ν᾿ἀπελπίζεται


Κανεὶς ποτὲ δὲν πρέπει ν᾿ ἀπελπίζεται, ἔστω κι ἂν ἔκανε πολλὲς ἁμαρτίες, ἀλλὰ νὰ ἐλπίζει ὅτι θὰ σωθεῖ μὲ τὴ μετάνοια.

Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου


Ἁμαρτία θανάσιμη εἶναι ἐκείνη γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μένει ἀμετανόητος. Κανένας δὲν εἶναι τόσο ἀγαθὸς καὶ σπλαγχνικὸς ὅσο ὁ Θεός. Τὸν ἀμετανόητο ὅμως οὔτε Αὐτὸς τὸν συγχωρεῖ.

Πολὺ λυπόμαστε ὅταν κάνουμε ἁμαρτίες. Τὶς αἰτίες τους ὅμως μὲ εὐχαρίστηση τὶς δεχόμαστε».

Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα


Πρόσεχε, ἀδελφέ, τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ποὺ φέρνει τὴ λύπη στὸν ἄνθρωπο. Γιατὶ εἶναι φοβερὴ ἡ καταδίωξη ποὺ σοῦ κάνει, μέχρι νὰ σὲ ρίξει κάτω.

Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη, ἀντίθετα, εἶναι χαρὰ γιὰ σένα, γιατὶ βλέπεις τὸν ἑαυτό σου νὰ στέκεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέει: «Ποῦ θὰ πᾶς γιὰ νὰ ξεφύγεις; Μετάνοια δὲν ἔχεις!», αὐτὸς εἶναι ἐχθρός, ποὺ πασχίζει νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ἐγκράτεια. Γιατὶ ἡ κατὰ Θεὸν λύπη δὲν ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο μὲ ἐπιθετικὴ ὁρμή, ἀλλὰ εἰρηνικά, καὶ τοῦ λέει:

«Μὴ φοβᾶσαι. Ἔλα πάλι». Γνωρίζει, βλέπεις, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατος, καὶ τὸν δυναμώνει.

Μὲ γενναιοφροσύνη ἀντιμετώπιζε τοὺς λογισμούς, καὶ θὰ σοῦ γίνουν ἐλαφρότεροι. Γιατὶ ὅποιον τοὺς φοβᾶται, τὸν λυγίζουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τους.

Ἡ δύναμη ἐκείνων ποὺ θέλουν ν᾿ ἀποκτήσουν τὶς ἀρετές, φανερώνεται σὲ τοῦτο: Νὰ μὴ μικροψυχήσουν ἂν συμβεῖ νὰ πέσουν, ἀλλὰ πάλι νὰ ρίχνονται στὸν ἀγῶνα.

Καὶ ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ φανερώνεται σὲ τοῦτο: Ὁποιαδήποτε ὥρα ἐπιστρέψει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, τὸν ὑποδέχεται μὲ χαρά, χωρὶς νὰ τοῦ λογαριάζει τὰ προηγούμενα σφάλματά του, ὅπως εἶναι γραμμένο γιὰ τὸν ἄσωτο υἱὸ (Λουκ. 15:11-32). Αὐτὸς ἄφησε τὴν τροφὴ τῶν χοίρων, δηλαδὴ τὰ σαρκικά του θελήματα, καὶ γύρισε ταπεινωμένος στὸν πατέρα του. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐκεῖνος τὸν δέχθηκε, προστάζοντας ἀμέσως νὰ τοῦ φορέσουν τὴ στολὴ τῆς ἁγνότητας καὶ τὸν ἀρραβῶνα τῆς υἱοθεσίας, ποὺ χαρίζει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. (πρβλ. Ρωμ. 8:15, 23. Β´ Κορ. 1:22, 5:5. Ἐφ. 1:13-14).

Γιατὶ ὁ Κύριός μας εἶναι ἐλεήμων καὶ θέλει τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου, καθὼς εἶπε:

«Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, χαρὰ γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ, ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (πρβλ. Λουκ. 15:7).

Ἀφοῦ λοιπόν, ἀδελφοί, ἔχουμε τὸ τόσο μεγάλο ἔλεός Του καὶ τὸν πλοῦτο τῆς εὐσπλαγχνίας Του, ἂς ἐπιστρέψουμε κοντά Του μ᾿ ὅλη μας τὴν καρδιά. Κι Αὐτὸς θὰ μᾶς δεχθεῖ φιλάνθρωπα καὶ θὰ μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ἀφοῦ ὅμως ἐπιστρέψεις, νὰ κυριαρχεῖς στὴν καρδιά σου καὶ νὰ μὴν πέσεις σὲ ἀκηδία (δηλαδὴ σὲ πνευματικὴ χαυνότητα) λέγοντας, «Πῶς μπορῶ ἐγώ, ἕνας ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, νὰ φυλάξω ὅλες τὶς ἀρετές;». Ἡ μετάνοια ὅμως δὲν σοῦ ζητάει κάτι τέτοιο. Γιατὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀφήσει τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἐπιστρέψει στὸ Θεό, ἀμέσως ἡ μετάνοιά του τὸν ἀναγεννάει καὶ τοῦ δίνει, σὰν σὲ βρέφος, γάλα ἀπὸ τοὺς ἅγιους μαστούς της, καὶ τὸν ἀνατρέφει σὰν στοργικὴ μάνα. Γιατὶ ὅσο τὸ βρέφος βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μητέρας του, ἐκείνη τὸ φυλάει κάθε στιγμὴ ἀπὸ κάθε κακό. Κι ὅταν κλάψει, τοῦ δίνει ἀμέσως τὸ μαστό της. Μετά, ἀνάλογα μὲ τὴν ἀντοχή του, τὸ χτυπάει λίγο-λίγο καὶ τὸ φοβερίζει, γιὰ νὰ δεχθεῖ ἔστω κι ἀπὸ φόβο τὸ γάλα της καὶ νὰ μὴν ἔχει καρδιὰ ἀνυπότακτη. Ἂν ὅμως βάλει τὰ κλάματα, τὸ σπλαγχνίζεται -γιατὶ ἀπὸ τὰ σπλάγχνα της βγῆκε- καὶ ἀρχίζει νὰ τὸ παρηγορεῖ καὶ νὰ τὸ φιλάει καὶ νὰ τὸ καλοπιάνει, ὥσπου νὰ δεχθεῖ τὸ μαστό της. Ἂν κάποιος δείξει στὸ βρέφος χρυσάφι ἢ ἀσῆμι ἢ μαργαριτάρια ἢ ἄλλα πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, ἐκεῖνο τὰ παρατηρεῖ βέβαια μὲ προσοχή, ὅσο ὅμως βρίσκεται στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας του, ὅλα τὰ παραβλέπει προκειμένου νὰ θηλάσει.

Κι ἐμεῖς λοιπόν, ἀδελφοί, ἂς φροντίσουμε γιὰ τοὺς ἑαυτούς μας. Ἂς μείνουμε κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τῆς μετάνοιας καὶ ἂς θηλάσουμε γάλα ἀπὸ τοὺς ἅγιους μαστούς της. Ἂς τὴν ἀφήσουμε νὰ μᾶς θρέψει κι ἂς σηκώσουμε τὸν παιδευτικὸ ζυγό της, ὥσπου ν᾿ ἀναγεννηθοῦμε ἀπὸ τὸ Θεό, γιὰ νὰ κάνουμε πιὰ τὸ θέλημά Του καὶ νὰ φτάσουμε «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 4:13).

Τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ


Πρόσεχε, ἀδελφέ, γιατὶ ὁ ἐχθρὸς πολεμάει μὲ διάφορους τρόπους τοὺς ἀγωνιστές. Καὶ πρὶν μὲν πραγματοποιηθεῖ ἡ ἁμαρτία, ὁ ἐχθρὸς τὴ δείχνει στὰ μάτια τους πολὺ μικρή. Προπαντὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς σαρκικῆς ἡδονῆς τόση ἀσήμαντη τὴν παρουσιάζει πρὶν γίνει πράξη, ὥστε φαίνεται στὸν ἀδελφὸ ὅτι σχεδὸν δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸ νὰ τοῦ χυθεῖ στὴ γῆ ἕνα ποτῆρι κρύο νερό. Μετὰ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας ὅμως, ὁ πονηρὸς τὴν παρουσιάζει ὑπερβολικὰ βαριὰ στὰ μάτια ἐκείνου ποὺ ἁμάρτησε, σηκώνοντας ἐναντίον του μύρια κύματα λογισμῶν, ἔτσι ὥστε, πνίγοντας μέσα σ᾿ αὐτὰ τὴ λογικὴ σκέψη τοῦ ἀδελφοῦ, νὰ τὸν καταποντίσει στὸ βυθὸ τῆς ἀπελπισίας.

Κι ἐσὺ λοιπόν, ἀγαπητέ, γνωρίζοντας ἀπὸ πρὶν αὐτὲς τὶς πανουργίες τοῦ ἐχθροῦ, πρόσεχε μὴ σὲ γελάσει καὶ ἁμαρτήσεις. Ἀλλὰ κι ἂν ἔχεις ἤδη πέσει σ᾿ ἕνα παράπτωμα, μὴν τὸ συνεχίζεις, ἀπελπισμένος γιὰ τὴ σωτηρία σου. Σήκω καὶ γύρνα πίσω στὸν Κύριο καὶ Θεό σου. Κι Ἐκεῖνος θὰ σ᾿ ἐλεήσει. Γιατὶ ὁ Δεσπότης μας εἶναι οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος, καὶ δὲν περιφρονεῖ ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινά, ἀλλὰ πρόθυμα καὶ μὲ χαρὰ τοὺς δέχεται.

Ὅταν λοιπὸν σοῦ λέει ὁ ἐχθρός, «Χάθηκες, δὲν μπορεῖς πιὰ νὰ σωθεῖς!», ἐσὺ πές του:

«Ἐγὼ ἔχω Θεὸ εὔσπλαγχνο καὶ μακρόθυμο, γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἀπελπίζομαι γιὰ τὴ σωτηρία μου. Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἄφησε ἐντολὴ νὰ συγχωροῦμε τὸ συνάνθρωπό μας «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18:22), ὁ Ἴδιος, πολὺ περισσότερο, θὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες ἐκείνων ποὺ ἐπιστρέφουν κοντά Του μ᾿ ὅλη τους τὴν ψυχή».

Κι ἔτσι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, θὰ λυτρωθεῖς ἀπὸ τὸν πόλεμο.

Ἀπὸ τὸ βίο τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς


Τὶς ἀμελεῖς καὶ ρᾴθυμες ψυχές, ἔλεγε ἡ μακαρία Συγκλητική, κι ἐκεῖνες ποὺ ἀπὸ νωθρότητα δὲν καταφέρνουν νὰ προκόψουν στὴν ἀρετή, καθὼς καὶ ὅσες κυριεύονται εὔκολα ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση, πρέπει νὰ τὶς ἐνθαρρύνουμε. Ἂν μάλιστα παρουσιάσουν ἀκόμα κι ἕνα μικρὸ καλό, νὰ τὸ θαυμάζουμε καὶ νὰ τὸ μεγαλοποιοῦμε. Ἀπεναντίας, καὶ τὰ πιὸ σοβαρὰ καὶ μεγάλα σφάλματά τους, νὰ τὰ χαρακτηρίζουμε μπροστά τους σὰν πολὺ μικρὰ κι ἀσήμαντα. Γιατὶ ὁ διάβολος, ποὺ θέλει ὅλα νὰ τὰ διαστρέφει γιὰ νὰ μᾶς κολάσει, προσπαθεῖ νὰ κρύβει ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς καὶ τοὺς ἐπιμελεῖς στὴν ἄσκηση τὶς ἁμαρτίες τους, κάνοντάς τους νὰ τὶς ξεχνοῦν, γιὰ νὰ τοὺς ρίξει ἔτσι στὴν ὑπερηφάνεια. Ἐνῷ, ἀντίθετα, στὶς ἀρχάριες καὶ ἀστερέωτες ψυχὲς παρουσιάζει ἐξογκωμένα τὰ ἁμαρτήματά τους, γιὰ νὰ τὶς ρίξει σὲ ἀπελπισία.

Νὰ πῶς πρέπει λοιπὸν νὰ παρηγοροῦμε τὶς ψυχὲς αὐτὲς ποὺ κλονίζονται: Νὰ τοὺς θυμίζουμε τὴν ἀπέραντη συμπάθεια καὶ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ.

Νὰ τὶς βεβαιώνουμε πὼς ὁ Κύριός μας εἶναι πολυέλεος καὶ σπλαγχνικὸς καὶ μακρόθυμος, ἕτοιμος πάντα νὰ ἀνακαλέσει τὴν καταδίκη τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (πρβλ. Ἰωὴλ 2:13). Σ᾿ αὐτὲς τὶς ψυχὲς νὰ φέρνουμε καὶ μαρτυρίες ἀπὸ τὶς ἅγιες Γραφές, ποὺ νὰ φανερώνουν τὴν ἀπροσμέτρητη συμπάθεια τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν.

Νὰ τοὺς λέμε, γιὰ παράδειγμα:

  • Πὼς ἡ Ραὰβ ἦταν πόρνη, ἀλλὰ σώθηκε χάρη στὴν πίστη της (Ἰησ. Ναυῆ 2:1 κ.ἔ. Ἑβρ. 11:31).
  • Πὼς ὁ Παῦλος ἦταν διώκτης, ἔγινε ὅμως σκεῦος ἐκλογῆς (Πράξ. 9:1 κ.ἔ.)
  • Καὶ πὼς ὁ λῃστὴς λεηλατοῦσε καὶ σκότωνε, ἀλλὰ μ᾿ ἕναν του μόνο λόγο ἄνοιξε πρῶτος τη θύρα τοῦ παραδείσου (Λουκ. 23:39-43).
  • Νὰ τοὺς λέμε ἀκόμα γιὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο (Ματθ. 9:9-13) καὶ τὸν τελώνη (Λουκ. 18:9-14) καὶ τὸν ἄσωτο (Λουκ. 15:11-32)

καὶ κάθε ἄλλη παρόμοια περίπτωση. Καὶ μὲ ὅλ᾿ αὐτὰ νὰ στηρίζουμε τὶς ἀδύνατες ψυχές, γλιτώνοντάς τες ἀπὸ τὴν ἀπόγνωση.

Τὶς ψυχὲς πάλι ποὺ κυριεύονται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, νὰ τὶς διορθώνουμε μὲ πιὸ ἐντυπωσιακὰ παραδείγματα.

Νὰ ἐνεργοῦμε δηλαδὴ σὰν τοὺς πολὺ ἔμπειρους κηπουρούς, πού, ὅταν δοῦν ἕνα φυτὸ καχεκτικὸ καὶ ἀσθενικό, τὸ ποτίζουν μὲ ἄφθονο νερὸ καὶ τὸ περιποιοῦνται μὲ πολλὴ φροντίδα, γιὰ ν᾿ ἀναπτυχθεῖ κὰ νὰ δυναμώσει. Ἐνῷ, ἀντίθετα, ὅταν δοῦν σ᾿ ἕνα φυτὸ πρόωρα βλαστάρια, κλαδεύουν τὰ περιττά, γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦν σύντομα. Ἀλλὰ καὶ οἱ γιατροί, σ᾿ ἄλλους ἀρρώστους συνιστοῦν πολυφαγία καὶ κινητικότητα, ἐνῷ σ᾿ ἄλλους ἐπιβάλλουν μακρόχρονη δίαιτα καὶ ἀκινησία».

Ἀπὸ τὸ Γεροντικό


Ἕνας στρατιώτης ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μιῶς, ἂν ἄραγε ὁ Θεὸς δέχεται τὴ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ.

Καὶ ὁ ἀββᾶς, ἀφοῦ τὸν δίδαξε μὲ πολλοὺς λόγους, εἶπε:

- Πές μου, ἀγαπητέ. Ἂν σχιστεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾷς;

- Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὸ ράβω καὶ τὸ χρησιμοποιῶ πάλι.

- Ἂν λοιπὸν ἐσὺ λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, τοῦ εἶπε τότε ὁ γέροντας, δὲν θὰ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς τὸ δικό του πλάσμα;

***


Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

- Ἔκανα ἁμαρτία μεγάλη, καὶ θέλω νὰ μείνω σὲ μετάνοια τρία χρόνια.

- Πολὺ εἶναι, τοῦ λέει ὁ γέροντας.

Ρώτησαν τότε κάποιοι, ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ:

- Φτάνουν σαράντα μέρες;

- Πολὺ εἶναι, εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς. Ἐγὼ νομίζω πώς, ἂν ἕνας ἄνθρωπος μετανοήσει μ᾿ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει ν᾿ ἁμαρτάνει πιά, ἀκόμα καὶ σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός.

***


Κάποιος ἄλλος ρώτησε πάλι τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

- Ἂν ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτήσει καὶ μετανοήσει, τὸν συγχωρεῖ ὁ Θεός;

Καὶ ὁ γέροντας τοῦ ἀποκρίθηκε:

- Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ νὰ κάνουν. Δὲν θὰ τὸ κάνει λοιπόν, πολὺ περισσότερο, ὁ Ἴδιος;

Γιατὶ πρόσταξε τὸν Πέτρο νὰ συγχωρεῖ «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18:22) ὅσους ἁμάρτησαν καὶ μετανόησαν.

***


Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισώη:

- Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;

Τοῦ λέει ὁ γέροντας:

- Νὰ σηκωθεῖς.

- Σηκώθηκα καὶ ξανάπεσα.

- Νὰ σηκωθεῖς πάλι καὶ πάλι.

- Μέχρι πότε;

- Μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ τότε ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴ καὶ φεύγει.

***


Σ᾿ ἕναν ἀδελφό, ποὺ ἔπεσε σὲ ἁμαρτία, φανερώθηκε ὁ σατανᾶς καὶ τοῦ λέει:

- Δὲν εἶσαι χριστιανός!

Μὰ ὁ ἀδερφὸς τοῦ ἀποκρίθηκε:

- Ὅ,τι καὶ νά᾿ μαι, τώρα σ᾿ ἀφήνω καὶ φεύγω!

- Σοῦ τὸ λέω, θὰ πᾶς στὴν κόλαση! Ἐπέμεινε ὁ σατανᾶς.

- Δὲν εἶσαι σὺ ὁ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου! τοῦ λέει ὁ ἀδελφός.

Ἔτσι, καθὼς δὲν κατόρθωνε τίποτα ὁ σατανᾶς, σηκώθηκε κι ἔφυγε. Ὁ ἀδελφός, πάλι, μετανόησε εἰλικρινὰ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἔγινε ἀγωνιστής.

***


Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἴδιο γέροντα:

- Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης λέγοντας, «οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ;» (Ψαλμ. 3:3).

- Ἐννοεῖ τοὺς λογισμοὺς τῆς ἀπελπισίας, εἶπε ὁ γέροντας, ποὺ ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες σ᾿ ὅποιον ἁμάρτησε. Τοῦ λένε, δηλαδή, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν πρόκειται πιὰ νὰ τὸν σώσει, καὶ ἔτσι προσπαθοῦν νὰ τὸν γκρεμίσουν στὰ βάραθρα τῆς ἀπογνώσεως. Τέτοιους λογισμοὺς ὅμως πρέπει νὰ τοὺς διώχνει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ λόγια:

«Κύριος καταφυγή μου, ὅτι αὐτὸς ἐκσπάσει ἐκ παγίδος τοὺς πόδας μου» (πρβλ. Ἔξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).

*****

[Περιεχόμενα] [01] [02] [03] [04] [05] [06] [07] [08] [09] [10] [11] [12] [13] [14] [15]




Πῶς πρέπει νὰ μετανοοῦμε


Νὰ μὴν ἀναβάλλουμε τὴ μετάνοια γιὰ τὸ μέλλον. Μετὰ τὸ θάνατο δὲν ὑπάρχει διόρθωση.

Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου


Ἂν κάποιος πέσει σὲ μία ἁμαρτία καὶ δὲν λυπηθεῖ ἀνάλογα μὲ τὸ σφάλμα του, εὔκολα θὰ ξαναπιαστεῖ στὸ ἴδιο δίχτυ.

Ὅταν ἀποφεύγεις τὴν κακοπάθεια καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς, μὴν ἰσχυρίζεσαι πὼς θὰ μετανοήσεις μὲ ἄλλες ἀρετές, γιατὶ ἡ κενοδοξία καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῆς κακοπάθειας ἀπὸ τὴ φύση τους ὑποδουλώνουν στὴν ἁμαρτία ἀκόμα καὶ μὲ εὔλογες προφάσεις.

Τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ


Ἀδελφοί, ὁ τωρινὸς καιρὸς εἶναι καιρὸς γιὰ μετάνοια. Μακάριος λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ δὲν ἔπεσε καθόλου στὰ δίχτυα τοῦ ἐχθροῦ. Μακάριος εἶναι γιὰ μένα κι ἐκεῖνος ποὺ ἔπεσε στὰ δίχτυα του, ἀλλὰ κατόρθωσε νὰ τὰ σκίσει καὶ νὰ τοῦ ξεφύγει ὅσο βρίσκεται στὴν παροῦσα ζωή. Αὐτός, ζώντας ἀκόμα σωματικά, μπόρεσε νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸν πόλεμο καὶ νὰ σωθεῖ, ὅπως ξεγλιστράει τὸ ψάρι ἀπὸ τὸ δίχτυ. Γιατὶ τὸ ψάρι, καὶ νὰ πιαστεῖ, ἂν σκίσει τὸ δίχτυ καὶ ὁρμήσει πρὸς τὸ βυθό, ὅσο βέβαια εἶναι ἀκόμα στὸ νερό, σῴζεται. Ἂν ὅμως τὸ τραβήξουν στὴ στεριά, τότε πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν ἑαυτό του. Ἔτσι κι ἐμεῖς. Ὅσο εἴμαστε σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, ἔχουμε πάρει τὴ δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σπάσουμε μόνοι μας τὶς ἁλυσίδες τῶν θελημάτων τοῦ ἐχθροῦ, νὰ πετάξουμε τὸ φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν μας μὲ τὴ μετάνοια καὶ νὰ σωθοῦμε, κερδίζοντας τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἂν ὅμως μᾶς προφτάσει τὸ φοβερὸ ἐκεῖνο πρόσταγμα, ἂν ἡ ψυχὴ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὸ σῶμα μπεῖ στὸν τάφο, τότε δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ βοηθήσουμε τὸν ἑαυτό μας - ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τὸ ψάρι, ποὺ τὸ τράβηξαν ἀπ᾿ τὸ νερὸ καὶ τὸ ἔκλεισαν μέσα σὲ δοχεῖο.

Ἀδελφέ, μὴν πεῖς, «Σήμερα ἁμαρτάνω καὶ αὔριο μετανοῶ», γιατὶ δὲν ἔχεις σιγουριά. Στὸν Κύριο ἀνήκει ἡ φροντίδα γιὰ τὸ αὔριο.

Τοῦ ἀββᾶ Ἰσαὰκ


Σ᾿ αὐτὰ ποὺ ἔχασες τὴν ἀρετή, σ᾿ αὐτὰ νὰ τὴν ἀποκτήσεις καὶ πάλι. Χρωστᾷς χρυσάφι στὸ Θεό; Δὲν δέχεται νὰ τοῦ δώσεις μαργαριτάρι. Ἔχασες, γιὰ παράδειγμα, τὴν ἁγνεία σου; Ὁ Θεὸς δὲν δέχεται ἀπὸ σένα ἐλεημοσύνη, ὅσο ἐπιμένεις στὴν πορνεία. Σοῦ ζητάει τὸν ἐξαγνισμὸ τοῦ σώματος, ἐπειδὴ αὐτὴ τὴν ἐντολὴ ἀθέτησες, νικημένος ἀπὸ τὸ φθόνο τοῦ διαβόλου. Τί κι ἂν πολεμᾷς τὸν ὕπνο ἀγρυπνώντας; Τί κι ἂν καταγίνεσαι μὲ τὴ νηστεία; Καθόλου δὲν θὰ σὲ ὠφελήσουν αὐτὰ ἐνάντια σ᾿ ἐκεῖνο τὸ πάθος. Γιατὶ κάθε ἀρρώστια, εἴτε ψυχικὴ εἴτε σωματική, μὲ τὰ δικά της καὶ κατάλληλα φάρμακα θεραπεύεται.

Ὅποιος πέφτει στὴν ἁμαρτία γιὰ δεύτερη φορά, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς κατοπινῆς μετάνοιας, αὐτὸς πορεύεται μὲ πανουργία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἄνθρωπο αὐτὸν τὸν βρίσκει ἀπροσδόκητα ὁ θάνατος. Κι ἔτσι δὲν φτάνει στὸν καιρὸ πού, σύμφωνα μὲ τὴν ἐλπίδα του, θὰ μετανοοῦσε.

Ἀπὸ τὸ Γεροντικό


Ἕνας ἀδελφὸς ἔκανε συνεχῶς αὐτὴ τὴν προσευχὴ στὸ Θεό:

- Κύριε, δὲν ἔχω φόβο Θεοῦ! Στεῖλε μου λοιπὸν κεραυνὸ ἢ καμιὰν ἄλλη τιμωρία ἢ ἀρρώστια ἢ δαιμόνιο, μήπως κι ἔτσι ἔρθει σὲ φόβο ἡ πωρωμένη μου ψυχή.

***


Ἄλλοτε πάλι παρακαλοῦσε κι ἔλεγε:

- Ξέρω πὼς ἔχω πολὺ ἁμαρτήσει ἐνώπιόν Σου, Δέσποτα, καὶ πὼς εἶναι ἀναρίθμητα τὰ σφάλματά μου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν τολμῶ νὰ Σοῦ ζητήσω νὰ μὲ συγχωρέσεις. Ἂν ὅμως εἶναι δυνατόν, συγχώρεσέ με γιὰ τὴν εὐσπλαγχνία Σου. Ἂν πάλι εἶναι ἀδύνατον, τουλάχιστον τιμώρησέ με στὴ ζωὴ αὐτὴ καὶ μὴ μὲ κολάσεις στὴν ἄλλη. Κι ἂν εἶναι καὶ τοῦτο ἀκόμη ἀδύνατον, στεῖλε μου ἐδῶ ἕνα μέρος τῆς τιμωρίας καὶ ἀλάφρωσέ μου ἐκεῖ τὴν κόλαση. Ἄρχισε μόνο ἀπὸ τώρα νὰ μὲ τιμωρεῖς. Ἀλλὰ τιμώρησέ με σπλαγχνικά, ὄχι μὲ τὴν ὀργή Σου, Δέσποτα.

Ἔτσι λοιπὸν μετανοοῦσε ἕναν ὁλόκληρο χρόνο κι αὐτὰ ἔλεγε μὲ δάκρυα ἱκετευτικά, ὁλόθερμα καὶ ὁλόψυχα, λιώνοντας καὶ τσακίζοντας σῶμα καὶ ψυχὴ μὲ νηστεία καὶ ἀγρυπνία καὶ ἄλλες κακουχίες.

Μιὰ μέρα καθὼς καθόταν καταγῆς, ὅπως συνήθιζε, θρηνώντας καὶ φωνάζοντας σπαραχτικά, ἀπὸ τὴν πολλή του λύπη, νύσταξε κι ἀποκοιμήθηκε.

Καὶ νά! Παρουσιάζεται μπροστά του ὁ Χριστὸς καὶ τοῦ λέει μὲ φωνὴ γεμάτη ἱλαρότητα:

- Τί ἔχεις, ἄνθρωπέ μου; Γιατί κλαῖς ἔτσι;

Ὁ ἀδελφὸς Τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἀποκρίθηκε ἔντρομος:

- Γιατὶ ἔπεσα, Κύριε!

- Ἔ, σήκω!

- Δὲν μπορῶ, Δέσποτα, ἂν δὲν μοῦ δώσεις τὸ χέρι Σου!

Τότε Ἐκεῖνος ἅπλωσε τὸ χέρι Του, ἔπιασε τὸν ἀδελφὸ καὶ τὸν σήκωσε.

Μὰ κι ὅταν αὐτὸς σηκώθηκε, συνέχισε νὰ θρηνεῖ.

- Γιατί κλαῖς, ἄνθρωπέ μου; Γιατί εἶσαι λυπημένος; τοῦ ξαναλέει ὁ Κύριος μὲ ἁπαλὴ καὶ ἱλαρὴ πάλι φωνή.

- Δὲν θέλεις, Κύριε, νὰ κλαίω καὶ νὰ λυπᾶμαι, ἀπάντησε ὁ ἀδελφός, ποὺ τόσο πολὺ Σὲ πίκρανα, ἂν καὶ ἀπόλαυσα τόσα ἀγαθὰ ἀπὸ Σένα;

Ἐκεῖνος ἅπλωσε ξανὰ τὸ χέρι Του, τ᾿ ἀκούμπησε στὸ κεφάλι τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τοῦ εἶπε:

- Μὴ λυπᾶσαι πιά. Γιατὶ ἂν ἔδωσα τὸ αἷμα μου γιὰ σένα, πολὺ περισσότερο θὰ δώσω συγχώρηση καὶ σὲ σένα καὶ σὲ κάθε ἄλλη ψυχὴ ποὺ γνήσια μετανοεῖ.

Μόλις συνῆλθε ὁ ἀδελφὸς ἀπὸ τὴν ὀπτασία, ἔνιωσε τὴν καρδιά του γεμάτη χαρά. Ἔτσι πληροφορήθηκε πὼς ὁ Θεὸς τὸν ἐλέησε. Κι ἀπὸ τότε ζοῦσε μὲ πολλὴ ταπείνωση, εὐχαριστώντας Τον.

***


Εἶπε ἕνας γέροντας:

Ἂν πέσεις σὲ μία ἁμαρτία καὶ σηκωθεῖς κι ἀρχίσεις νὰ θλίβεσαι καὶ νὰ μετανοεῖς γι᾿ αὐτήν, πρόσεξε νὰ μὴ σταματήσεις τὴ λύπη καὶ τοὺς στεναγμοὺς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὡς τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου σου. Ἀλλιῶς θὰ πέσεις πάλι γρήγορα στὸν ἴδιο βόθρο.

Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη εἶναι γιὰ τὴν ψυχὴ χαλινάρι, ποὺ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ πέσει.

***


Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:

- Ἀββᾶ, ἦταν δυὸ ἄνθρωποι, ὁ ἕνας μοναχὸς καὶ ὁ ἄλλος κοσμικός. Μιὰ νύχτα ὁ μοναχὸς ἀποφάσισε νὰ πετάξει τὸ σχῆμα του μόλις θὰ ξημέρωνε. Ὁ κοσμικὸς πάλι ἀποφάσισε νὰ γίνει μοναχός. Καὶ οἱ δυὸ ὅμως πέθαναν τὴν ἴδια νύχτα, κι ἔτσι δὲν πρόφτασαν νὰ πραγματοποιήσουν τὶς προθέσεις τους. Σὰν τί θὰ θεωρηθοῦν ἄραγε;

Καὶ ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε.

- Ὁ μοναχὸς πέθανε σὰν μοναχὸς καὶ ὁ κοσμικὸς πέθανε σὰν κοσμικός. Γιατὶ ἔφυγαν στὴν κατάσταση ποὺ βρέθηκαν.

***


Διηγοῦνταν γιὰ κάποιον γέροντα, πώς, ὅταν οἱ λογισμοὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ἄφησε σήμερα, καὶ αὔριο μετανοεῖς», τοὺς πολεμοῦσε λέγοντας: «Ὄχι! Σήμερα θὰ μετανοήσω, καὶ αὔριο ἂς γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

***


Εἶπε ἕνας γέροντας:

- Κακία ποὺ δὲν πραγματοποιήθηκε, κακία δὲν εἶναι. Καὶ ἀρετὴ ποὺ δὲν πραγματοποιήθηκε, ἀρετὴ δὲν εἶναι.

*****

[Περιεχόμενα] [01] [02] [03] [04] [05] [06] [07] [08] [09] [10] [11] [12] [13] [14] [15]


Γ. Πρέπει πάντοτε νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο
  1. Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα
  2. Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
  3. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό


Πρέπει πάντοτε νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο


Πρέπει πάντοτε νὰ θυμόμαστε τὸ θάνατο καὶ τὴ μέλλουσα κρίση, γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ δὲν τὰ περιμένουν, εὔκολα κυριεύονται ἀπὸ τὰ πάθη.

Τοῦ ἀββᾶ Ἡσαΐα


Τρία πράγματα ἀποκτᾷ μὲ δυσκολία ὁ ἄνθρωπος - καὶ εἶναι αὐτὰ ποὺ συντηροῦν ὅλες τὶς ἀρετές: τὸ πένθος, τὰ δάκρυα γιὰ τὶς ἁμαρτίες του καὶ ἡ θύμηση τοῦ θανάτου του. Γιατὶ ὅποιος καθημερινὰ συλλογίζεται τὸ θάνατο καὶ λέει στὸν ἑαυτό του, «Μόνο τὴ σημερινὴ μέρα ἔχω νὰ ζήσω σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο», αὐτὸς ποτὲ δὲν θ᾿ ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ὅποιος, ἀντίθετα, ἐλπίζει πὼς θὰ ζήσει πολλὰ χρόνια, αὐτὸς θὰ πέσει σὲ πολλὲς ἁμαρτίες.

Ὁ Θεὸς φροντίζει νὰ διατηρεῖ καθαρὸ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὸ δρόμο τῆς ζωῆς ἐκείνου, ποὺ ἑτοιμάζεται νὰ δώσει λόγο γιὰ ὅλες του τὶς πράξεις στὸ Θεό. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἀδιαφορεῖ λέγοντας, «Ἔχω καιρὸ ὡς τότε», βρίσκεται δίπλα στοὺς δαίμονες.

Κάθε μέρα, πρὶν πιάσεις δουλειά, νὰ θυμᾶσαι ποῦ βρίσκεσαι καὶ ποῦ πρόκειται νὰ πᾶς ὅταν χωριστεῖς ἀπὸ τὸ σῶμα. Καὶ μὴν παραμελήσεις οὔτε μία μέρα τὴν ψυχή σου. Νὰ παρακολουθεῖ προσεκτικὰ τὸν ἑαυτό σου, ὥστε πάντα νὰ θυμᾶται, πάντα νὰ ἔχει μπροστὰ στὰ μάτια του τὸ θάνατο καὶ τὰ αἰώνια κολαστήρια καὶ ὅσους βασανίζονται καὶ ὑποφέρουν ἐκεῖ. Καὶ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου σὰν ἕναν ἀπὸ ἐκείνους μᾶλλον παρὰ ἀπὸ τοὺς ζωντανούς.

Ἀλίμονό μας! Ἐνῷ πρόκειται νὰ φύγουμε ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπου προσωρινὰ κατοικοῦμε, καταπιανόμαστε μὲ πολύχρονες φροντίδες γιὰ γήινα καὶ φθαρτὰ πράγματα. Καὶ στὸν καιρὸ τῆς ἀναπόφευκτης ἀναχωρήσεώς μας ἀπὸ δῶ, δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ κρατήσουμε τίποτα δικό μας.

Ἀλίμονό μας! Γιὰ κάθε πράξη τῆς ἐπίγειας ζωῆς, γιὰ κάθε ἀργὸ λόγο, γιὰ κάθε πονηρὸ καὶ ἀκάθαρτο λογισμό, γιὰ κάθε ἀναθύμηση τῆς ψυχῆς θὰ λογοδοτήσουμε στὸν φοβερὸ Δικαστῆ. Ὡστόσο, λὲς καὶ εἴμαστε ἀνεύθυνοι, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὶς ψυχές μας. Γι᾿ αὐτὸ μᾶς περιμένει ἐκεῖ ἡ ἄσβεστη φωτιὰ τῆς γέενας καὶ τὸ μακρινὸ σκοτάδι καὶ τὸ ἀκοίμητο σκουλῆκι καὶ ὁ θρῆνος καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν καὶ τὸ αἰώνιο ντρόπιασμα μπροστὰ σὲ ὅλα τὰ οὐράνια καὶ ἐπίγεια δημιουργήματα (Ματθ. 5:22, 8:12, Μάρκ. 9:43-48, Β´Θέσ. 1:8-10).

Ἀλίμονό μας! Τὰ κεντρίσματα καὶ τὰ δαγκώματα τῶν ψύλλων καὶ τῶν κοριῶν καὶ τῶν ψειρῶν καὶ τῶν μυγῶν καὶ τῶν κουνουπιῶν καὶ τῶν μελισσῶν δὲν τὰ ὑποφέρουμε. Δὲν φροντίζουμε ὅμως -οὔτε καὶ θέλουμε!- νὰ ξεφύγουμε ἀπὸ τὸν νοητὸ δράκοντα, ποὺ καθημερινὰ μᾶς δαγκώνει καὶ μᾶς ρουφάει καὶ μᾶς καταπληγώνει ἀπὸ παντοῦ μὲ τὰ φαρμακερὰ κεντριὰ τοῦ θανάτου. Πῶς λοιπὸν θὰ μπορέσουμε νὰ ὑποφέρουμε τὶς φοβερὲς καὶ αἰώνιες τιμωρίες;

Τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ


Ἀδελφέ, νὰ περιμένεις κάθε μέρα τὸ θάνατό σου καὶ νὰ ἑτοιμάζεσαι κατάλληλα γιὰ τὴν πορεία ἐκείνη. Γιατὶ τὸ φοβερὸ πρόσταγμα θὰ ἔρθει ὅταν δὲν θὰ τὸ περιμένεις. Καὶ ἀλίμονο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ θὰ βρεθεῖ ἀνέτοιμος. Ἂν εἶσαι ἀκόμα νέος, ὁ ἐχθρὸς σοῦ σπέρνει συχνὰ λογισμοὺς σὰν κι αὐτόν: «Νέος εἶσαι ἀκόμη. Ἀπόλαυσε τὶς ἡδονές σου, καὶ στὰ γεράματά σου μετανοεῖς. Πόσους τάχα δὲν ξέρεις, ποὺ καὶ τὶς ἐπίγειες ἡδονὲς ἀπόλαυσαν καὶ τὰ οὐράνια ἀγαθὰ κέρδισαν ὕστερα μὲ τὴ μετάνοια; Τί θέλεις καὶ λιώνεις τὸ σῶμα σου ἀπὸ τόσο μικρὴ ἡλικία, μὲ κίνδυνο ν᾿ ἀρρωστήσεις;»

Ἐσὺ ὅμως ἐναντιώσου στὸν ἐχθρὸ καὶ πές του: «Διώκτη καὶ ἐχθρὲ τῆς ψυχῆς μου! Πάψε νὰ μοῦ βάζεις λόγια! Γιατὶ, ἂν μ᾿ ἁρπάξει ὁ θάνατος στὰ νιάτα μου καὶ δὲν προφτάσω νὰ γεράσω, τί θ᾿ ἀπολογηθῶ μπροστὰ στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ; Νά, βλέπω πολλοὺς νεώτερους νὰ πεθαίνουν καὶ πολλοὺς ἡλικιωμένους νὰ ζοῦν πολλὰ χρόνια ἀκόμη. Ἄγνωστη εἶναι στοὺς ἀνθρώπους ἡ ὥρα τοῦ θανάτου τους. Ἂν λοιπὸν μὲ προλάβει ὁ θάνατος, μπορῶ νὰ πῶ τότε στὸν Κριτὴ ὅτι μὲ πῆρε νέο, καὶ νὰ μ᾿ ἀφήσει γιὰ νὰ μετανοήσω; Μήπως πάλι δὲν βλέπω, πῶς δοξάζει ὁ Κύριος ὅσους Τὸν ὑπηρετοῦν ἀπὸ τὰ νιάτα ὡς τὰ γεράματά τους; Νά, στὸν προφήτη Ἱερεμία εἶπε: «Ἐμνήσθην ἐλέους νεότητός σου καὶ ἀγάπης τελειώσεώς σου τοῦ ἐξακολουθεῖν σε ὀπίσω ἁγίου Ἰσραήλ» (πρβλ. Ἱερ. 2:2). Ἀντίθετα, ἐκεῖνον ποὺ συνεχῶς, ἀπὸ τὰ νιάτα ὡς τὰ γεράματά του, ἀκολούθησε τὸ λογισμὸ τῆς πλάνης, πῶς τὸν ἀποδοκίμασε ὁ προφήτης, ἂν καὶ νέος; «Πεπαλαιωμένε ἡμερῶν κακῶν, νῦν ἤκασιν αἱ ἁμαρτίαι σου, ἂς ἐποίεις τὸ πρότερον» (Δαν. Σως.:52). Γι᾿αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μακαρίζει ἐκείνους ποὺ σηκώνουν τὸ ζυγὸ τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴ νεότητά τους (βλ. Θρ. Ἱερ. 3:27)… Φύγε λοιπὸν ἀπὸ κοντά μου, ἐργάτη τῆς ἀνομίας καὶ πονηρὲ σύμβουλε. Ὁ Κύριος καὶ Θεός μου νὰ διαλύσει τὶς δολοπλοκίες σου καὶ νὰ λυτρώσει κι ἐμένα ἀπὸ τὶς ἐπιβουλές σου, μὲ τὴ δύναμη καὶ τὴ χάρη Του».

Πάντα λοιπόν, ἀγαπητέ, νὰ ἔχεις στὸ νοῦ σου τὴν ἡμέρα τοῦ τέλους σου. Ὅταν φτάσεις πιὰ νὰ πέσεις στὴν ψάθα σου ψυχομαχώντας - ἀλίμονο, τί φόβος καὶ τρόμος ζώνει τὴν ψυχή σου τότε, καὶ μάλιστα ἂν ἔχει τὴ συνείδηση νὰ τὴν κατηγορεῖ!

Ἂν μὲν ἔχει κάνει κάτι καλὸ σ᾿ αὐτὴ τὴ ζωή, ἂν δηλαδὴ βάσταξε θλίψεις καὶ ἀτιμώσεις γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου καὶ ἔκανε ὅσα εἶναι εὐάρεστα σ᾿ Ἐκεῖνον, τότε μὲ πολλὴ χαρὰ ὁδηγεῖται ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους στοὺς οὐρανούς. Γιατὶ ὅπως ὁ ἐργάτης ποὺ κοπιάζει στὴ δουλειὰ ὁλόκληρη τὴν ἡμέρα, μ᾿ ἀπαντοχὴ περιμένει τὴ δωδέκατη ὥρα, γιὰ νὰ πάρει τὸ μεροκάματό του καὶ νὰ ξεκουραστεῖ μετὰ τὸ μόχθο, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν δικαίων περιμένουν ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Οἱ ψυχὲς ὅμως τῶν ἁμαρτωλῶν εἶναι γεμάτες ἀπὸ φόβο καὶ τρόμο μεγάλο τὴν ὥρα ἐκείνη. Γιατὶ ὅπως ὁ κατάδικος, ποὺ πιάστηκε ἀπὸ τοὺς φύλακες καὶ ὁδηγεῖται στὸ δικαστήριο, καρδιοχτυπάει καὶ τρέμει ὁλόκληρος στὴ σκέψη τῶν βασανιστηρίων ποὺ τὸν περιμένουν, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ οἱ ψυχὲς τῶν ἄδικων ἀνθρώπων συνταράζονται τότε, καθὼς βλέπουν πιὰ καθαρὰ τὸ ἀτέλειωτο μαρτύριο τῆς αἰώνιας φωτιᾶς καὶ τὶς ἄλλες τιμωρίες, τὶς παντοτινὲς καὶ ἀτερμάτιστες. Κι ἂν ὁ ἁμαρτωλὸς πεῖ τότε σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν σέρνουν, «Ἀφῆστε με γιὰ λίγο νὰ μετανοήσω», ὄχι μόνο δὲν θὰ τὸν ἀκούσει κανείς, ἀλλὰ θὰ τοῦ ποῦνε κιόλας: «Τότε ποὺ εἶχες καιρό, δὲν μετανοοῦσες. Καὶ τώρα βεβαιώνεις πὼς θὰ μετανοήσεις; Ὅταν τὸ στάδιο ἦταν ἀνοιχτὸ γιὰ ὅλους, δὲν ἀγωνίστηκες. Καὶ θέλεις ν᾿ ἀγωνιστεῖς τώρα, ποὺ κλείστηκαν ὅλες οἱ πύλες καὶ πέρασε ὁ καιρὸς τοῦ ἀγῶνα; Δὲν ἄκουσες τί εἶπε ὁ Κύριος; «Γρηγορεῖτε, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν…» (Ματθ. 25:13).

Γνωρίζοντας ἀπὸ τώρα, ἀγαπητέ, αὐτὰ καὶ τὰ παρόμοια, ν᾿ ἀγωνίζεσαι ὅσο ἔχεις ἀκόμα καιρό. Καὶ νὰ διατηρεῖς ἄσβεστη πάντα τὴ λαμπάδα τῆς ψυχῆς σου μὲ τὴν καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν. Ἔτσι, ὅταν θὰ ἔρθει ὁ Νυμφίος, θὰ βρεθεῖς ἕτοιμος καὶ θὰ μπεῖς μαζί Του στὸν νυφικὸ θάλαμο, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες παρθένες ψυχές, ποὺ ἔζησαν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του (πρβλ. Ματθ. 25:1-13).

Ἀπὸ τὸ Γεροντικό


Ἕνας γέροντας εἶπε:

- Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει κάθε ὥρα τὸ θάνατο μπροστὰ στὰ μάτια του, νικάει τὴ μικροψυχία».

***


Ἄλλος γέροντας εἶπε:

- Σὲ κάθε ἔργο ποὺ πρόκειται νὰ κάνεις, λέγε πάντα: «Ἂν μ᾿ ἐπισκεφθεῖ τώρα δὰ ὁ Θεός, τί γίνεται;»

Καὶ πρόσεξε τί θὰ σοῦ ἀποκριθεῖ ὁ λογισμός. Ἂν σὲ κατακρίνει, σταμάτησε ἀμέσως καὶ ματαίωσε τὸ ἔργο ποὺ ἔπιασες. Καταπιάσου μὲ ἄλλο, ποὺ θὰ τὸ τελειώσεις μὲ σιγουριά. Γιατὶ ὁ πνευματικὸς ἐργάτης πρέπει νὰ εἶναι κάθε ὥρα ἕτοιμος νὰ τραβήξει τὸ δρόμο του (πρὸς τὴν αἰωνιότητα). Εἴτε λοιπὸν κάθεσαι στὸ ἐργόχειρο εἴτε βαδίζεις στὸ δρόμο εἴτε τρῷς, τοῦτο λέγε πάντα μέσα σου:

«Ἂν αὐτὴ τὴ στιγμὴ μὲ καλέσει ὁ Θεός, τί γίνεται;» Βλέπε ὕστερα τί ἀπάντηση σοῦ δίνει ἡ συνείδησή σου καὶ κάνε χωρὶς χρονοτριβὴ ὅ,τι σοῦ λέει. Θέλοντας πάλι νὰ μάθεις ἂν ἐλεήθηκες, ξαναρώτησε τὴ συνείδησή σου. Καὶ μὴ σταματήσεις νὰ ρωτᾷς, ὥσπου νὰ πληροφορηθεῖ ἡ καρδιά σου καὶ νὰ σοῦ πεῖ ἡ συνείδησή σου: «Πιστεύουμε ὅτι ὁπωσδήποτε ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἐλεήσει».

Πρόσεχε ὅμως, μήπως ἡ καρδιά σου λέει αὐτὸ τὸ λόγο μὲ δισταγμό.

Γιατὶ κι ἂν ἀκόμα ἔχει ἐπιφυλακτικότητα ἴσαμε μία τρίχα, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι μακριὰ ἀπὸ σένα.

***


Εἶπε ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος:

- Νὰ θυμᾶσαι πάντα τὴν αἰώνια κρίση καὶ νὰ μὴν ξεχνᾷς ὅτι θὰ πεθάνεις. Ἔτσι δὲν θὰ ὑπάρξει ἐνοχὴ στὴν ψυχή σου.

***


Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἠλίας:

- Ἐγὼ τρία πράγματα φοβᾶμαι πάντα:

Ὅταν θὰ βγαίνει ἡ ψυχή μου ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅταν θὰ βρίσκομαι μπροστὰ στὸ Θεό, καὶ ὅταν θὰ βγεῖ ἡ ἀπόφαση ἐναντίον μου.

*****

[Περιεχόμενα] [01] [02] [03] [04] [05] [06] [07] [08] [09] [10] [11] [12] [13] [14] [15]


Δ. Ἀνέκφραστη εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ δόξα
  1. Τοῦ ἁγίου Μαξίμου
  2. Τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ
  3. Ἀπὸ τὸ Γεροντικό


Ἀνέκφραστη εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ δόξα


Ἀνέκφραστη εἶναι ἡ χαρὰ καὶ ἡ δόξα ποὺ περιμένουν τοὺς ἁγίους στὸν οὐρανό, γι᾿ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ τὶς ποθοῦμε ὁλόψυχα.

Τοῦ ἁγίου Μαξίμου


Ἂν γι᾿ αὐτὸ ἔγινε γιὸς ἀνθρώπου καὶ ἄνθρωπος ὁ Θεὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, γιὰ νὰ κάνει δηλαδὴ θεοὺς καὶ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ τοὺς ἀνθρώπους, ἂς πιστέψουμε πὼς θὰ φτάσουμε ἐκεῖ, πιὸ ψηλὰ ἀπ᾿ ὅλους τοὺς οὐρανούς, ὅπου τώρα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, σὰν κεφαλὴ ὅλου τοῦ σώματος (Κόλ. 1:18), κι ἔχει γίνει γιὰ χάρη μας πρόδρομός μας (Ἑβρ. 6:20) πρὸς τὸν Πατέρα μὲ τὴ δική μας φύση. Γιατὶ στὴ σύναξη τῶν θεῶν, δηλαδὴ αὐτῶν ποὺ θὰ σωθοῦν, θὰ σταθεῖ στὴ μέση ὁ Θεὸς (Ψαλμ. 81:1), μοιράζοντας τὶς ἀμοιβὲς τῆς οὐράνιας μακαριότητας, χωρὶς νὰ ὑπάρχει καμιὰ ἀπόσταση ἀνάμεσα σ᾿ Αὐτὸν καὶ τοὺς ἄξιους.

Μερικοὶ λένε πὼς ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι ἡ ζωὴ τῶν ἀξίων στοὺς οὐρανούς. Ἄλλοι πάλι, πὼς εἶναι ἡ ὅμοια μὲ τῶν ἀγγέλων κατάσταση τῶν σῳζόμενων. Ἄλλοι, τέλος, πὼς εἶναι ἡ μορφὴ τῆς ἴδιας τῆς θεϊκῆς ὡραιότητας ἐκείνων ποὺ φόρεσαν «τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου» (Α´ Κορ. 15:49). Ἐγὼ πάντως νομίζω, πὼς καὶ οἱ τρεῖς αὐτὲς γνῶμες συμφωνοῦν μὲ τὴν ἀλήθεια. Γιατὶ σὲ ὅλους δίνεται ἡ μελλοντικὴ χάρη, ἀνάλογα μὲ τὴν ποιότητα καὶ τὴν ποσότητα τῆς δικαιοσύνης τους (δηλαδὴ τῆς ὑπακοῆς τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ).

Τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ


Ἀδελφοί μου, μεγάλη καὶ ἀσύλληπτη εἶναι ἡ δόξα ποὺ περιμένει τοὺς ἁγίους. Ἀντίθετα, ἡ δόξα τῆς ζωῆς αὐτῆς μαραίνεται σὰν τὸ λουλούδι καὶ ξεραίνεται γοργὰ σὰν τὸ πράσινο χορτάρι (Ψαλμ. 36:2).

Πραγματικά, πολλοὶ δυνάστες καὶ βασιλιάδες κυριάρχησαν σὲ χῶρες καὶ πολιτεῖες διάφορες, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο (χάθηκαν καί) ἦταν σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξαν ποτέ. Πόσοι βασιλιάδες, ποὺ κυβέρνησαν ἔθνη πολλά, κατασκεύασαν ἀνδριάντες τους καὶ ἀναμνηστικὲς στῆλες, νομίζοντας ὅτι μ᾿ αὐτὰ θὰ ἔμενε τὸ ὄνομά τους καὶ μετὰ τὸ θάνατό τους, ὅταν ὅμως πῆραν ἄλλοι τὴν ἐξουσία, γκρέμισαν τοὺς ἀνδριάντες κι ἔκαναν συντρίμμια τ᾿ ἀγάλματα; Μερικοὶ μάλιστα ἀφαίρεσαν ἀπὸ τοὺς ἀνδριάντες τὶς κεφαλὲς (τῶν προκατόχων τους) καὶ τοποθέτησαν τὴ δική τους μορφή. Μὰ κι αὐτῶν τὰ ἔργα καταστράφηκαν ἀπὸ ἄλλους.

Ἄλλοι πάλι κατασκεύασαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους τάφους περίφημους, καὶ πάνω σ᾿ αὐτοὺς χάραξαν τὴ μορφή τους, νομίζοντας ὅτι θὰ διατηρήσουν ἔτσι τὸ ὄνομά τους αἰώνιο. Ἦρθε ὅμως ἄλλη γενιά, καὶ παραχωρήθηκαν οἱ τάφοι στὴν ἐξουσία ἐκείνων, καὶ γιὰ νὰ καθαρίσουν τοὺς τύμβους, μετέφεραν, ὅπως ἦταν φυσικό, τὰ ὀστᾶ (τῶν νεκρῶν) σὰν χαλίκια. Τί τοὺς ὠφέλησε, ἑπομένως, ὁ πολυδάπανος τύμβος ἢ ἡ πυραμίδα; Νὰ λοιπόν, ποὺ ὅλα τὰ μάταια ἔργα καταλήγουν στὸ μηδέν.

Δὲν συμβαίνει ὅμως τὸ ἴδιο καὶ μ᾿ ἐκείνους ποὺ δοξάζει ὁ Θεός. Γιατὶ τοὺς ἑτοίμασε ζωὴ αἰώνια καὶ δόξα ἄφθαρτη. Ὅπως, μ᾿ ἄλλα λόγια, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καὶ τῆς σελήνης καὶ τῶν ἄστρων δὲν ἔσβησε οὔτε μειώθηκε, ἀπὸ τὴ δημιουργία τους μέχρι σήμερα, ἀλλὰ εἶναι τὸ ἴδιο πάντα ζωηρὸ καὶ δυνατὸ καὶ λαμπρό, γιὰ νὰ ἐκπληρώνεται ὁ σκοπὸς ποὺ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅρισε ὁ Δημιουργὸς (γι᾿ αὐτὰ τὰ οὐράνια σώματα), νὰ κυριαρχοῦν δηλαδὴ στὴν ἡμέρα καὶ στὴ νύχτα, ἔτσι καὶ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ Τὸν ἀγαποῦν ὅρισε βασιλεία οὐράνια καὶ χαρὰ ἀτέλειωτη. Καὶ ὅπως ἀκριβῶς σ᾿ αὐτὰ τὰ αἰσθητὰ ὁ Θεὸς ἀποδεικνύεται ἀξιόπιστος, ἔτσι ὁπωσδήποτε καὶ σ᾿ ἐκεῖνα τὰ νοητά. Τὰ αἰσθητά, βέβαια, θὰ πάψουν νὰ ὑπάρχουν ὅποτε τὸ θελήσει ὁ Δημιουργός. Ἡ δόξα ὅμως τῶν ἁγίων δὲν θὰ ἔχει τέλος.

Ἂς φροντίσουμε λοιπὸν νὰ δώσουμε καρποὺς ἀντάξιους τῆς μετάνοιας, γιὰ νὰ μὴν ἀποκλειστοῦμε ἀπὸ τὴ χαρὰ ἐκείνη καὶ ριχθοῦμε στὸ αἰώνιο σκοτάδι, ὅπου ἡ ὀδύνη εἶναι ἀβάσταχτη.

Νά, μπές, ἂν θέλεις, στὸν κοιτῶνα σου, κλεῖσε πόρτες καὶ παράθυρα, φράξε κι ὅλες τὶς χαραμάδες ποὺ βάζουν φῶς, καὶ μετὰ κάθισε ἐκεῖ μέσα. Τότε θὰ καταλάβεις πόσο βασανιστικὸ εἶναι τὸ σκοτάδι. Ἔ, λοιπόν, ἂν τόσο βασανίζεσαι ἐδῶ, μολονότι κάθεσαι ἥσυχος, χωρὶς πόνους καὶ μαρτύρια, καὶ μολονότι ἔχεις τὴ δυνατότητα νὰ βγεῖς μετὰ ἀπὸ λίγο στὸ φῶς, πόση ἄραγε ὀδύνη νομίζεις ὅτι θὰ ἔχει ἐκεῖνο τὸ πηχτὸ σκοτάδι, ὅπου, ὅσοι μιὰ γιὰ πάντα ρίχθηκαν, θὰ κλαῖνε καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους καὶ θὰ τιμωροῦνται αἰώνια ἀπὸ τὴν ἄσβηστη φωτιὰ (Ματθ. 8:12, 13:42, 50);

Ἂς σκεφτοῦμε, ἐπιπλέον, καὶ πόση ντροπὴ θὰ νιώσουμε πρὶν ἀκόμα πᾶμε στὴν κόλαση, ὅταν ἀπὸ τὴ μιὰ θὰ δοῦμε τοὺς ἁγίους νὰ ντύνονται τὴν ὁλοφώτεινη καὶ ἀπερίγραπτη ἐκείνη στολή, ποὺ ἔφτιαξαν οἱ ἴδιοι με τὰ καλά τους ἔργα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη θὰ βλέπουμε τοὺς ἑαυτούς μας ὄχι μόνο γυμνοὺς ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀστραφτερὴ δόξα, μὰ καὶ μελανιασμένους καὶ ζοφεροὺς καὶ βρωμερούς, ἔτσι ὅπως ἑτοιμαστήκαμε ἀπὸ ἐδῶ μὲ τὰ σκοτεινὰ ἔργα καὶ τὴ σπατάλη καὶ τὴν ἀσωτία μας.

Ἂς κλάψουμε λοιπὸν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, γιὰ νὰ βροῦμε τὸ ἔλεός Του.

Ὁ ἀγῶνας μας δὲν γίνεται γιὰ χρήματα, πού, κι ἂν τὰ χάσει κανείς, μπορεῖ πάλι ν᾿ ἀποκτήσει ἄλλα στὴ θέση τους. Ὁ κίνδυνος εἶναι γιὰ τὴν ψυχή μας, πού, ἂν τὴ χάσουμε, δὲν μποροῦμε πιὰ νὰ τὴν ξαναβροῦμε, σύμφωνα μ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφτεῖ: «Τί ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήση, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῆ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. 16:26).

Ἂς συλλογιστοῦμε μόνο, πὼς οἱ στρατιῶτες τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ἂν καὶ παίρνουν τιποτένια δῶρα ἀπὸ τὸ βασιλιά, ὅμως κινδυνεύουν πρόθυμα ὡς τὸ θάνατο γιὰ χάρη του. Πόσο περισσότερο λοιπὸν ἐμεῖς, ποὺ πήραμε τέτοιες διαβεβαιώσεις (ἀπὸ τὸ Θεό), ὀφείλουμε νὰ μὴν παραμελοῦμε τὴν ἐργασία τῆς ἀρετῆς, γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ τὴ μέλλουσα κρίση καὶ νὰ κερδίσουμε τὰ ἄρρητα ἀγαθά;

Ἀλλὰ ἂς ἀναλογιστοῦμε καὶ τοῦτο: Τὸν καύσωνα τοῦ ἥλιου ἢ τὴν ἔνταση τοῦ πυρετοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ὑποφέρουμε. Πῶς τότε θὰ σηκώσουμε τὸ κάψιμο τῆς αἰώνιας φωτιᾶς, ποὺ καίει ἀκατάπαυστα καὶ χωρὶς νὰ καταστρέφει ἐκεῖνο ποὺ καίει;

Κι ἂν θέλεις, ἀγαπητέ μου, κάνε μία δοκιμὴ ἀπὸ τώρα μὲ τὴν ὑλικὴ φωτιά, καὶ θὰ καταλάβεις, πόσο ἀνυπόφορο εἶναι ἐκεῖνο τὸ μαρτύριο. Ἄναψε δηλαδὴ τὸ λυχνάρι καὶ βάλε πάνω στὴ φλόγα τὴν ἄκρη τοῦ δαχτύλου σου. Ἂν μπορεῖς νὰ βαστάξεις τὸν πόνο, ἴσως μπορέσεις ν᾿ ἀντέξεις κι ἐκεῖ. Ἂν ὅμως δὲν μπορεῖς νὰ ὑποφέρεις τοὺς πόνους ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ μικρὸ κάψιμο, τί θὰ κάνεις ὅταν τὸ σῶμα σου ὁλόκληρο θὰ ριχθεῖ μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ σ᾿ ἐκείνη τὴ φοβερὴ καὶ ἄσβηστη φωτιά;

Ἀπὸ τὸ Γεροντικό


Εἶπε κάποιος γέροντας:

- Μὴν ἀπορεῖς πού, ἂν καὶ ἄνθρωπος, μπορεῖς νὰ γίνεις ἄγγελος.

Γιατὶ κι ἐμᾶς ἀγγελικὴ δόξα μᾶς περιμένει. Αὐτὴν ὅμως ὁ ἀγωνοθέτης (Χριστός) τὴν ὑπόσχεται σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται.

***


Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:

- Νὰ ἔχεις παντοτινὰ τὸ νοῦ σου στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ εὔκολα θὰ τὴν κληρονομήσεις.

*****

[Περιεχόμενα] [01] [02] [03] [04] [05] [06] [07] [08] [09] [10] [11] [12] [13] [14] [15]




Οἱ θεοφιλεῖς γονεῖς


Οἱ θεοφιλεῖς γονεῖς ὄχι μόνο χαίρονται, ἀλλὰ καὶ προτρέπουν τὰ παιδιά τους νὰ ὑπομένουν πειρασμοὺς γιὰ τὸν Κύριο καὶ κινδύνους γιὰ τὴν ἀρετή.

Ἀπὸ τὸ μαρτύριο τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων


Οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες βρίσκονταν στὸ στάδιο τῆς ἀθλήσεως. Τὸ πρωί, μετὰ τὴν ὁλονύκτια ὀρθοστασία τους μέσα στὴ λίμνη καὶ τὴν ἀλύγιστη καρτερικότητά τους στὴν ἀβάσταχτη παγωνιά, τοὺς τραβοῦσαν στὴν ἀκρολιμνιὰ γιὰ νὰ τοὺς συντρίψουν τὰ πόδια μὲ ρόπαλα.

Ἡ μητέρα ἑνὸς ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔμενε ἐκεῖ δίπλα τους, ὅσο βασανίζονταν, παρατηρώντας τὸ γιό της. Αὐτὸς ἦταν, βλέπετε, πιὸ νέος ἀπ᾿ ὅλους στὴν ἡλικία, καὶ ἡ μητέρα του φοβόταν μήπως τὰ νιάτα καὶ ἡ ἀγάπη στὴ ζωὴ τὸν κάνουν κάποια στιγμὴ νὰ δειλιάσει καὶ νὰ φανεῖ ἔτσι ἀνάξιος τῆς στρατιωτικῆς ἰδιότητος καὶ τιμῆς. Στεκόταν λοιπὸν καὶ τὸν παρακολουθοῦσε προσεκτικά, μὲ τὴ στάση καὶ τὸ βλέμμα της, καὶ τοῦ ἔδινε θάρρος, τεντώνοντας πρὸς τὸ μέρος του τὰ χέρια της καὶ λέγοντας:

- Παιδί μου γλυκύτατο! Τοῦ οὐράνιου Πατέρα πιὰ παιδί! Κάνε λίγη ἀκόμα ὑπομονή, καὶ θὰ γίνεις τέλειος! Μὴ φοβηθεῖς τὰ βασανιστήρια. Γιατὶ, δές, σοῦ παραστέκεται βοηθὸς ὁ Χριστός. Καμιὰ πίκρα, καμιὰ ταλαιπωρία δὲν θὰ σὲ βρεῖ πιά. Ὅλ᾿ αὐτὰ πέρασαν. Τά ᾿χεις ὅλα νικήσει μὲ τὴ γενναιότητά σου. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα χαρά, ἡδονή, ἄνεση, εὐφροσύνη... Αὐτὰ θὰ γευθεῖς, βασιλεύοντας μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ πρεσβεύοντας σ᾿ Ἐκεῖνον καὶ γιὰ μένα, ποὺ σὲ γέννησα.

Μετὰ τὴ συντριβὴ λοιπὸν τῶν ποδιῶν τους, οἱ ἅγιοι παρέδωσαν τὶς ψυχές τους στὸ Θεό. Καὶ οἱ στρατιῶτες ἔφεραν ἁμάξια καὶ ἔβαλαν σ᾿ αὐτὰ τὰ ἱερὰ σώματα, γιὰ νὰ τὰ μεταφέρουν στὴν ὄχθη τοῦ γειτονικοῦ ποταμοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως παρατήρησαν πὼς ὁ νέος ἐκεῖνος, ποὺ λεγόταν Μελίτων, ἀνάσαινε ἀκόμα, τὸν ἄφησαν ἔτσι, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ζήσει.

Σὰν εἶδε ἡ μητέρα του ὅτι αὐτὸς μονάχα ἔμεινε πίσω, τῆς ἦρθε βαρύ, σὰν θάνατος δικός της καὶ τοῦ παιδιοῦ της. Παράβλεψε λοιπὸν τὴ γυναικεία ἀδυναμία καὶ λησμόνησε τὴ μητρικὴ εὐσπλαγχνία. Σήκωσε τὸ γιό της στοὺς ὤμους κι ἀκολουθοῦσε γενναιόψυχα τὰ ἁμάξια, πιστεύοντας πὼς τότε μόνο θὰ ζοῦσε, ὅταν θὰ τὸν ἔβλεπε νὰ εἶναι τελειωμένος καὶ νεκρός.

Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ τὸν κουβαλοῦσε, αὐτὸς ξεψύχησε. Τότε πιὰ ἡ μητέρα του ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὶς φροντίδες. Σκιρτώντας δυνατὰ ἀπ᾿ τὴ μεγάλη της χαρὰ γιὰ τὸ τέλος τοῦ γιοῦ της, μεταφέρει τὸν πολυαγαπημένο της νεκρὸ μέχρι τὸν τόπο, ὅπου ἦταν τὰ σώματα τῶν ἁγίων, τὸν βάζει πάνω σ᾿ αὐτὰ καὶ τὸν συναριθμεῖ μαζί τους, γιὰ νὰ μὴ χωριστεῖ ἀπὸ τὰ σώματά τους οὔτε τὸ σῶμα ἐκείνου, ποὺ τὴν ψυχή του βιαζόταν νὰ συναριθμήσει μὲ τὶς ψυχές τους.

Ἀνάβουν τότε μεγάλη φωτιὰ οἱ ὑπηρέτες τοῦ ἐχθροῦ (διαβόλου) καὶ κατακαῖνε τὰ σώματα τῶν ἁγίων. Ὕστερα τὰ πέταξαν στὸ ποτάμι, ἐπειδὴ φθονοῦσαν τὰ λείψανα τῶν χριστιανῶν. Ἐκεῖνα ὅμως, ἀπὸ θεία βέβαια οἰκονομία, συγκρατήθηκαν σὲ κάποια ὄχθη καὶ διασώθηκαν. Καὶ τὰ ξαναπῆραν χριστιανικὰ χέρια, χαρίζοντάς μας πλοῦτο ἀσύλληπτο.

Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου Ἀλυπίου


Ὁ μεγάλος Ἀλύπιος, ἔχοντας τὴν καρδιὰ πυρωμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη στὸ Θεό, προβληματιζόταν τί νὰ κάνει στὴν παροῦσα ζωή, γιὰ νὰ κατορθώσει τὴν ὁλοκληρωτικὴ καὶ παντοτινὴ συμβίωσή του μὲ Αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, τὴν ὁλοκάθαρη θεωρία Ἐκείνου μὲ ὅλο του τὸ νοῦ καὶ τὴ γνήσια ἕνωση μαζί Του. Ἀποφάσισε λοιπὸν ν᾿ ἀπαρνηθεῖ τὰ πάντα καὶ νὰ φύγει, φυσικὰ μακριὰ ἀπὸ φίλους, συγγενεῖς, γνωστούς, κι ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴ μάνα, διαλέγοντας τὸν ἀγαθὸ δρόμο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Τὴν ἀπόφασή του τὴν ἐμπιστεύθηκε μόνο στὴ μητέρα του.

- Μάνα, τῆς εἶπε, μὲ κυρίεψε πόθος φλογερὸς νὰ πάω κατὰ τὴν Ἀνατολή, ὅπου πολλοὶ ἔζησαν θεάρεστα καὶ μακάρια, διαλέγοντας τὸν ἡσυχαστικὸ βίο. Κατευόδωσέ με λοιπὸν σ᾿ αὐτὸν τὸ δρόμο καὶ δῶσε μου τὶς εὐχές σου σὰν φυλαχτό.

Σὰν ἄκουσε ἐκείνη αὐτὰ τὰ λόγια, δὲν ἔπαθε τίποτε ἀπ᾿ ὅσα παθαίνουν οἱ γυναῖκες (συνήθως, ὅταν ἀκοῦνε παρόμοιες ἀποφάσεις τῶν παιδιῶν τους). Δὲν πρόβαλε σὰν ἐμπόδιο τὴ χηρεία της οὔτε τὴ μοναξιά της. Δὲν εἶπε πὼς εἶναι πρᾶγμα ἀσήκωτο γιὰ τὶς μανάδες νὰ χάνουν ἕνα γιὸ τόσο καλὸ οὔτε κάτι ἄλλο παρόμοιο. Δὲν προσπάθησε νὰ ματαιώσει τὴν πρόθεση τοῦ ἀγαπημένου της παιδιοῦ. Ποθοῦσε, βλέπετε, πραγματικὰ τὸ συμφέρον τοῦ γιοῦ της πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ δικό της. Ἀντίθετα, σήκωσε τὰ μάτια, ἅπλωσε τὰ χέρια καὶ συγκέντρωσε ὅλη της τὴ σκέψη σὲ προσευχή. Ὕστερα εἶπε:

- Πήγαινε, παιδί μου. Πήγαινε ἐκεῖ ποὺ σὲ ὁδηγεῖ ἡ κλήση τοῦ (Ἁγίου) Πνεύματος. Νά, ὁ Θεός, ποὺ σ᾿ Αὐτὸν μέσα ζοῦμε καὶ σ᾿ Αὐτὸν σὲ παραδίνω, θὰ στείλει τὸν ἄγγελό Του μπροστά σου (Ἐξ. 23:20), γιὰ νὰ σὲ ὁδηγήσει ὅπου εἶναι τὸ θέλημά Του. Ἄμποτε νὰ σοῦ στείλει βοήθεια ἀπὸ τὸ ἅγιο κατοικητήριό Του καὶ νὰ σὲ προστατέψει ἀπὸ τὴν οὐράνια Σιών (Ψαλμ. 19:3). Νὰ σοῦ φορέσει σὰν θώρακα τὴ δικαιοσύνη καὶ νὰ σοῦ βάλει τὴν περικεφαλαία τῆς σωτηρίας (Ἡσ. 59:17. Ἐφ. 6:14-17). Σὰν ἥλιος τοῦ μεσημεριοῦ νὰ λάμψει ἡ ἀρετὴ στὰ ἔργα σου (πρβλ. Ψαλμ. 36:6), ποὺ χάρη σ᾿ αὐτὰ ἀγάπησες τὸ Δεσπότη περισσότερο κι ἀπὸ γονεῖς κι ἀπὸ πατρίδα.

Ἦταν ἐκείνη γνήσια μάνα ἑνὸς τέτοιου γιοῦ. Καὶ γι᾿ αὐτό, βάζοντας τὴν ἀρετὴ πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ φύση, δὲν προσπάθησε νὰ κάνει ἢ νὰ πεῖ τίποτε ἀνάξιό της.

Ἔπειτα, μετὰ τὴν εὐχή, ὁ γιὸς τυλίχθηκε στὸ λαιμὸ τῆς μάνας κι ἡ μάνα ἀγκάλιασε μὲ λαχτάρα τὸ γιό, ἐνῷ βρέχονταν καὶ οἱ δυό τους μὲ θερμὰ δάκρυα. Καὶ ἀφοῦ καταφιλήθηκαν, χωρίστηκαν. Ἡ μάνα κίνησε γιὰ τὸ σπίτι, καὶ ὁ γιὸς πῆρε τὸ δρόμο ποὺ ποθοῦσε.

Ἀπὸ τὸ βίο τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κλήμεντος


Ὅταν ὁ ἅγιος Κλήμης ἦταν ἀκόμα νήπιο, πέθανε ὁ πατέρας του. Ἡ μητέρα του λοιπόν, μένοντας ἔρημη ἀπὸ ἄντρα καὶ στηρίζοντας πιὰ ὅλες της τὶς ἐλπίδες, μετὰ τὸ Θεό, στὸ παιδί της μονάχα, τοῦ ἀφοσιώθηκε μὲ τόση φροντίδα, ποὺ ἔγινε γι᾿ αὐτὸ τὰ πάντα, καὶ πατέρας καὶ μητέρα καὶ δάσκαλος.

Ἐνῷ λοιπὸν ὁ Κλήμης βρισκόταν μέσα σὲ τέτοια χέρια καὶ μεγάλωνε μὲ καλὴ ἀνατροφὴ ἀπὸ μητέρα φιλόστοργη, ἐκείνη προαισθάνθηκε ὅτι πλησίαζε τὸ τέλος της. Ἀγκάλιασε τότε μὲ τρυφερότητα καὶ πόθο τὸ παιδί της, ποὺ δὲν εἶχε κλείσει ἀκόμα τὰ δέκα του χρόνια, τὸ φιλοῦσε γλυκὰ-γλυκὰ καί, καθὼς βιαζόταν νὰ τὸ κάνει ὄχι τόσο διάδοχο στὰ δικά της πλούτη ὅσο κληρονόμο τῶν θησαυρῶν τοῦ οὐρανοῦ, τοῦ ἔδινε (συμβουλὲς καί) παραγγελίες σὰν κι αὐτές:

- Παιδί μου! Παιδί μου πολυαγαπημένο! Παιδί μου, πού, πρὶν γνωρίσεις τὸν πατέρα σου, γνώρισες τὴν ὀρφάνια, μὰ πλούτισες, κάνοντας τὸ Θεὸ πατέρα καὶ χρησιμοποιώντας τὴν ὀρφάνια γιὰ τὴν εὐτυχία σου! Ἐγὼ μὲν σὲ γέννησα σωματικά, μὰ ὁ Χριστὸς σὲ μεγάλωσε πνευματικά. Γνώρισε λοιπὸν τὸν Πατέρα σου. Μὴ διαψεύσεις τ᾿ ὄνομα τοῦ γιοῦ. Τὸ Χριστὸ μονάχα λάτρευε. Στὸ Χριστὸ μονάχα ἔχε ἐμπιστοσύνη. Αὐτὸς εἶναι, πραγματικά, ἡ ἀθανασία. Αὐτὸς εἶναι ἡ σωτηρία. Αὐτός, ποὺ κατέβηκε γιὰ μᾶς ἀπὸ τὰ οὐράνια καὶ μᾶς ἀνέβασε μαζί Του καὶ μᾶς ἔκανε παιδιά Του καὶ θεούς. Ὅποιος λοιπὸν μπαίνει στὴν ὑπηρεσία αὐτοῦ τοῦ Δεσπότη, θὰ ξεπεράσει ὅλες τὶς δυσκολίες, καὶ ὄχι μόνο θὰ νικήσει τοὺς τυράννους καὶ τοὺς βασιλιάδες ποὺ προσκυνοῦν τὰ εἴδωλα, μὰ καὶ θὰ ντροπιάσει ἀκόμα κι αὐτοὺς τοὺς δαίμονες, ποὺ τιμοῦν ἐκεῖνοι, καὶ τὸν ἀρχηγὸ καὶ προστάτη τους διάβολο…

Ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσε, τὰ μάτια της βούρκωσαν. Καὶ γεμίζοντας ἀπὸ τὴ χάρη, εἶδε θεία θεωρία καὶ ἄρχισε νὰ διηγεῖται προφητικὰ τὰ μελλούμενά του.

- … Καὶ σὲ παρακαλῶ, ἔλεγε, γιέ μου πολυαγαπημένε, σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνεις μία χάρη γιὰ ὅλα (ὅσα ἐγὼ ἔκανα γιὰ σένα). Ἐπειδὴ ἔφτασαν καιροὶ δύσκολοι, ἐπειδὴ φυσάει φοβερὸς ὁ ἄνεμος τοῦ διωγμοῦ τῆς ἀσέβειας καὶ ἐπειδὴ ξέρω πὼς κι ἐσὺ θὰ ὁδηγηθεῖς, ὅπως εἶπε ὁ Δεσπότης μας, «ἐπὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνας» γιὰ χάρη Του (Λουκ. 21:12), κάνε μου, παιδί μου, αὐτὴ τὴν τιμή: Ἀντιστάσου γενναῖα γιὰ χάρη Του καὶ κράτησε σταθερὴ γιὰ χάρη μου τὴν ὁμολογία σου ὡς τὸ τέλος. Καὶ πιστεύω πὼς ὁ Χριστός μου, σπλάγχνο μου, πιστεύω πὼς καὶ στὸ δικό σου κεφάλι θὰ κάνει ν᾿ ἀνθήσει σύντομα τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι. Νὰ ἑτοιμάζεις λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ παρακινεῖς τὴν ψυχή σου σὲ ἀντρειοσύνη, γιὰ νὰ μὴ βρεθεῖς ἀπροετοίμαστος στοὺς ἀγῶνες. Γιατὶ δὲν θὰ παλέψεις μὲ τυχαίους ἐχθροὺς ἢ γιὰ τυχαῖα πράγματα…

«Τιποτένιο εἶναι, γιέ μου, τὸ νὰ πεθαίνουν θεληματικὰ οἱ στρατιῶτες γιὰ ἕναν ὁμόδουλο καὶ θνητὸ βασιλιά, κι ἐμεῖς νὰ μὴ σηκώνουμε τὸ θάνατο, ὅπως ἐκεῖνοι, γιὰ Βασιλιὰ ἀθάνατο. Καὶ μάλιστα, ὅταν ἐκεῖνοι δὲν παίρνουν ἀπ᾿ αὐτὸν κανένα ἀντάλλαγμα ἄξιο μιᾶς τέτοιας ἀφοσιώσεως. Γιατί ποιὸ δῶρο εἶναι ἰσάξιο μὲ τὴ ζωή; Ἢ ποιὰ ἀπὸ τὶς μεταθανάτιες τιμὲς γίνεται αἰσθητὴ (στὸν σκοτωμένο στρατιώτη); Ἂν ὅμως πεθάνεις γιὰ τὸν κοινὸ Δεσπότη ὅλων, τὸ Χριστό, ἀντὶ γιὰ τὴν πρόσκαιρη ζωὴ θ᾿ ἀποκτήσεις τὴν ἀθάνατη. Ἀντὶ γιὰ τὴ φευγαλέα ἀπόλαυση καὶ τὴ δόξα καὶ τὸν πλοῦτο, θ᾿ ἀπολαύσεις τὴν αἰώνια μακαριότητα. Τί λοιπόν; Κι ἂν δὲν πεθάνουμε τώρα, δὲν θὰ πεθάνουμε πάντως μετὰ ἀπὸ λίγο, πληρώνοντας τὸ κοινὸ χρέος ὅλων; Ἄλλωστε, ὁ θάνατος γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν εἶναι σωστὸ νὰ θεωρεῖται θάνατος. Γιατὶ πάντοτε, μὲ τὴν ἀνώτερη ἐλπίδα τῶν μελλοντικῶν ἀγαθῶν, χάνεται ἡ αἴσθηση (κι αὐτοῦ τοῦ θανάτου)…

Μ᾿ αὐτὰ τὸν ἐμψύχωνε ἡ μητέρα του, ἔχοντας τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς Σοφίας, ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸ στόμα της, μιὰ ποὺ ὁ γιός της ἦταν κιόλας -πρὶν τὴν ὥρα του- συνετὸς σὰν γέροντας, καὶ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ σοβαρότερες παραινέσεις. Στὸ τέλος μάλιστα πρόσθετε καὶ τοῦτα:

- Τέτοια ἀμοιβὴ γιὰ τὴν ἀνατροφή σου δῶσε, παιδί μου, σὲ μένα, τὴ μάνα σου. Αὐτὸς ἂς γίνει ὁ μισθός μου, γιέ μου γλυκύτατε, γιὰ τοὺς πόνους ποὺ δοκίμασα στὴ γέννα σου, γιὰ νὰ σωθῶ κι ἐγώ, σύμφωνα μὲ τὸν Παῦλο, «διὰ τῆς τεκνογονίας» (Α´ Τιμ. 2:15) καὶ νὰ δοξαστῶ μὲ τὰ μέλη τοῦ παιδιοῦ μου. Γιατὶ νά, παιδί μου, ἐγὼ φεύγω κιόλας μὲ τὴ δύναμη τῆς θείας χάριτος -αἰσθανόταν, βλέπετε, πὼς πέθαινε- καὶ τὸ αἰσθητὸ τοῦτο φῶς δὲν θὰ μὲ φωτίσει τὸ πρωί. Ἐσὺ ὅμως θὰ εἶσαι γιὰ μένα φῶς ἐν Χριστῷ καὶ ζωή. Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, σπλάγχνο μου, νὰ μὴ διαψεύσεις τὶς ἐλπίδες ποὺ στήριξα πάνω σου. Μιὰ Ἑβραία γυναῖκα ἀνέδειξε κάποτε ἑφτὰ γιοὺς μάρτυρες. Καὶ ἦταν σὰν ν᾿ ἀθλεῖσαι κι ἡ ἴδια μὲ ἑφτὰ σώματα, τὰ σώματά τους. Μὰ σὲ μένα εἶσαι ἀρκετὸς ἐσὺ μονάχα γιὰ νὰ δοξαστῶ. Καὶ εἶμαι εὐτυχισμένη μέσα στὶς μανάδες ἐγώ, ἐπειδὴ ἀκριβῶς θὰ γίνω ἔνδοξη ἐξαιτίας σου. Νά, θὰ προχωρήσω μπροστά σου, γιέ μου. Σωματικὰ μὲν χωρίζομαι σήμερα κιόλας ἀπὸ τὰ ποθεινά σου μάτια. Ἡ ψυχή μου ὅμως -πίστευέ το- μόλις πεθάνω, θὰ κρεμαστεῖ γιὰ πάντα πάνω στὴ δική σου ψυχή. Μαζί της θὰ προσκυνήσω μὲ παρρησία στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ θὰ καμαρώνω γιὰ τὰ παθήματά σου. Καὶ θὰ εἶμαι στολισμένη μὲ τὶς πληγές σου. Καὶ θὰ ἔχω μερίδιο στὰ πολύτιμα ἐκεῖνα βραβεῖα καὶ στὴ χαρά σου.

Αὐτὰ ἔλεγε ἡ μάνα στὸ γιό. Καὶ καταφιλοῦσε ὅλα μαζὶ τὰ μέλη του, λέγοντας πάλι ἡ μακαρία:

- Μαρτυρικὰ μέλη φιλῶ, μέλη ποὺ θὰ προσφερθοῦν θυσία στὸ Χριστό.

Ἐνῷ λοιπὸν ἔτσι τὸν ἀγκάλιαζε καὶ τοῦ γλυκομιλοῦσε, ἀναπαύθηκε πραγματικὰ τὴ μακάρια ἀνάπαυση, παραδίνοντας τὸ πνεῦμα στὸ Θεὸ καὶ τὸ σῶμα στὰ γλυκύτατα χέρια τοῦ παιδιοῦ της.

Ἐκεῖνος πάλι ἔκανε ὅσα ἔπρεπε, σὰν γιὸς ποὺ ἀγαποῦσε τὴ φιλόστοργη μητέρα του. Καὶ ἀφοῦ παρέδωσε τὸ σῶμα της στὴ γῆ, ὁ ἴδιος διάλεξε τὸν μοναχικὸ βίο, ἐκπληρώνοντας ἀμέσως τὶς μητρικὲς παραγγελίες μὲ τοῦτο πρῶτα, τὴ φυγὴ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν κόσμο γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ γιὰ χάρη Του θὰ ἔφευγε ἀργότερα κι ἀπὸ τὴ ζωή.

*****

[Περιεχόμενα] [01] [02] [03] [04] [05] [06] [07] [08] [09] [10] [11] [12] [13] [14] [15]




Ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ


Ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ, πρέπει νὰ ἐπιδιώκει τὶς συναναστροφὲς μὲ ἐνάρετους ἀνθρώπους.

Τοῦ ἁγίου Μαξίμου


Ὅπως οἱ κατὰ σάρκα γονεῖς ἔχουν ἰδιαίτερη φυσικὴ ἀγάπη στὰ παιδιά τους, ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἔχει φυσικὸ σύνδεσμο μὲ τοὺς λόγους του. Καὶ ὅπως ὅσοι γονεῖς ἀγαποῦν παθολογικὰ τὰ παιδιά τους, τὰ θεωροῦν πὼς εἶναι τὰ πιὸ ἱκανὰ καὶ τὰ πιὸ ὡραῖα, ἀκόμα κι ἂν εἶναι σὲ ὅλα τὰ πιὸ καταγέλαστα, ἔτσι καὶ στὸν ἄφρονα νοῦ οἱ λόγοι του, ἀκόμα κι ἂν εἶναι οἱ χειρότεροι ἀπ᾿ ὅλους, τοῦ φαίνονται φρονιμότατοι. Στὸν σοφὸ ὅμως νοῦ δὲν φαίνονται ἔτσι οἱ λόγοι του, ἀπεναντίας, ὅταν νομίσει ὅτι εἶναι ἀντικειμενικοὶ καὶ καλοί, τότε προπαντὸς δὲν πιστεύει στὴν κρίση του, ἀλλὰ βάζει ἄλλους σοφοὺς νὰ κρίνουν τοὺς λόγους καὶ τοὺς λογισμούς του, «μήπως εἰς κενὸν τρέχῃ ἢ ἔδραμε» (Γάλ. 2:2), καὶ ἀπ᾿ αὐτοὺς βεβαιώνεται.

Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου


Ὁ ἄνθρωπος συμβουλεύει τὸν πλησίον του καθὼς γνωρίζει. Ὁ Θεὸς πάλι ἐνεργεῖ σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἀκούει ἀνάλογα μὲ τὴν πίστη του.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ μακροθυμεῖ, ἔχει πολλὴ φρόνηση (Παροιμ. 14:29). Τὸ ἴδιο κι ἐκεῖνος ποὺ τεντώνει τὸ αὐτί του γιὰ ν᾿ ἀκούει λόγους πνευματικῆς σοφίας.

Μὴν ἀρνεῖσαι νὰ μαθαίνεις, κι ἂς τυχαίνει νὰ ξέρεις πάρα πολλά. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ οἰκονομήσει ὁ Θεός, εἶναι πολὺ πιὸ ὠφέλιμο ἀπὸ τὴ δική μας φρόνηση.

Αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ σηκώσει τὸ σταυρό του καὶ ν᾿ ἀκολουθήσει τὸ Χριστό, πρέπει πρῶτα-πρῶτα νὰ ἐπιδιώξει τὴν ἀληθινὴ γνώση καὶ μάθηση, ἐξετάζοντας ἀκατάπαυστα τοὺς λογισμούς του καὶ μεριμνώντας συνεχῶς γιὰ τὴ σωτηρία του καὶ ρωτώντας τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχουν τὸ ἴδιο φρόνημα καὶ ἀγωνίζονται τὸν ἴδιο ἀγῶνα μ᾿ αὐτόν, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν ἀγνοεῖ ποῦ καὶ πῶς βαδίζει καὶ νὰ μὴν προχωράει μέσα στὸ σκοτάδι χωρὶς λύχνο νὰ τοῦ φέγγει. Γιατὶ ἐκεῖνος ποὺ βαδίζει ἰδιόρρυθμα, χωρὶς εὐαγγελικὴ γνώση, χωρὶς διάκριση καὶ χωρὶς τὴν καθοδήγηση κάποιου, σκοντάφτει συχνὰ καὶ πέφτει σὲ πολλοὺς λάκκους καὶ παγίδες τοῦ πονηροῦ καὶ πλανιέται πολὺ καὶ κοπιάζει πολὺ καὶ μπαίνει σὲ πολλοὺς κινδύνους καὶ δὲν γνωρίζει τί τέλος θὰ ἔχει. Γιατὶ δὲν εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ πέρασαν ἀπὸ πολλοὺς κόπους καὶ ἀσκήσεις καὶ κακοπάθειες καὶ ποὺ ὑπέφεραν πολλοὺς μόχθους γιὰ τὸ Θεό, ἀλλὰ ἡ ἰδιορρυθμία, ἡ ἀδιακρισία καὶ ἡ ἔλλειψη πνευματικῆς βοήθειας ἀπὸ τὸν πλησίον ἔκαναν τοὺς τόσους καὶ τόσους κόπους τους ἀνίσχυρους καὶ μάταιους.

Γι᾿ αὐτὸ ἂν εἶναι δυνατόν, πρέπει κανεὶς νὰ φροντίζει καὶ ν᾿ ἀγωνίζεται νὰ εἶναι συνεχῶς μαζὶ μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν πνευματικὴ γνώση, μὲ σκοπό, ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἔχει φωτισμὸ ἀληθινῆς γνώσεως, βαδίζοντας μαζὶ μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει, νὰ μὴν περπατάει στὸ σκοτάδι, νὰ μὴν κινδυνεύει ἀπὸ βρόχια καὶ παγίδες καὶ νὰ μὴν πέφτει πάνω στὰ νοητὰ θηρία, ποὺ ζοῦν στὸ σκοτάδι καὶ ποὺ ἁρπάζουν καὶ ἀφανίζουν ὅσους περπατοῦν μέσα σ᾿ αὐτὸ χωρὶς τὸν νοητὸ λύχνο τοῦ θείου λόγου.

Ἀπὸ τὸ Γεροντικό


Ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος εἶπε:

- Ἡ ψυχὴ ποὺ ἀγωνίζεται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει σωστὰ ὅσα δὲν ξέρει ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε. Ἂν δὲν θέλει νὰ κάνει τίποτε ἀπὸ τὰ δυό, τότε δὲν εἶναι καλά. Γιατὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀποστασίας βρίσκεται στὴν ἔλλειψη τῆς διδαχῆς καὶ στὴν ἀνορεξία τοῦ θείου λόγου, ποὺ τὸν πεινάει πάντα ἡ φιλόθεη ψυχή.

***


Εἶπε πάλι ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος:

- Περισσότερο κι ἀπὸ παράθυρο φωτεινό, πρέπει νὰ κυνηγάει κανεὶς τὶς συναναστροφὲς ἐνάρετων ἀνθρώπων, γιατὶ μὲ τὴ βοήθειά τους θὰ μπορέσει νὰ δεῖ τὴν καρδιά του σὰν ἕνα καθαρογραμμένο βιβλίο καί, συγκρίνοντας τὴ ζωή του μὲ τὴ ζωὴ ἐκείνων, νὰ διαπιστώσει τὴ δική του ρᾳθυμία ἢ ἐπιμέλεια. Γιατὶ στοὺς ἐνάρετους ὑπάρχουν πολλά, καὶ ἐξωτερικὰ ἀκόμα στοιχεῖα, ποὺ φανερώνουν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους: τὸ χρῶμα, ποὺ ἁπλώνεται στὸ πρόσωπο μὲ τὴ θεάρεστη πολιτεία, ὁ τρόπος τῆς ἐνδυμασίας, ἡ ἁπλότητα τοῦ ἤθους, ἡ σεμνότητα στὰ λόγια, τὸ ἀπέριττο στὶς λέξεις, ἡ σύνεση στὶς σκέψεις, ἡ προσοχὴ στὶς ἐκδηλώσεις. Ὅλα τοῦτα ὠφελοῦν ὑπερβολικὰ ὅσους τὰ παρατηροῦν, καὶ ἀποτυπώνουν στὶς ψυχές τους ἀναλλοίωτα πρότυπα ἀρετῆς.

***


Ἕνας γέροντας - διηγήθηκε ὁ ἀββᾶς Κασσιανὸς - ποὺ ἀσκήτευε στὴν ἔρημο, παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δώσει τοῦτο τὸ χάρισμα: Ὅταν γίνεται πνευματικὴ συζήτηση, νὰ μὴ νυστάζει ποτέ, ὅταν ὅμως κανεὶς ἀργολογεῖ ἢ κατακρίνει, τότε νὰ τὸν παίρνει ὁ ὕπνος, γιὰ νὰ μὴ μολύνονται τ᾿ αὐτιά του μὲ τέτοιο δηλητήριο. Καὶ πραγματικά, τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε.

Ἔλεγε λοιπὸν αὐτὸς ὁ γέροντας, πὼς ὁ διάβολος εἶναι θιασώτης τῆς ἀργολογίας καὶ ἀντίπαλος κάθε πνευματικῆς διδαχῆς.

Ἐπιβεβαίωνε μάλιστα τὸ λόγο του μὲ τοῦτο τὸ παράδειγμα:

- Μιὰ φορά, καθὼς μιλοῦσα γιὰ ψυχωφελῆ ζητήματα σὲ κάποιους ἀδελφούς, τόσο πολὺ νύσταξαν, ποὺ δὲν μποροῦσαν οὔτε τὰ βλέφαρά τους νὰ κουνήσουν. Κι ἐγὼ τότε, θέλοντας νὰ φανερώσω πὼς αὐτὸ συμβαίνει ἀπὸ δαιμονικὴ ἐνέργεια, ἄρχισα ν᾿ ἀργολογῶ. Στὴ στιγμὴ ξενύσταξαν κι ἔγιναν ὁλόχαροι! Ἀναστέναξα καὶ τοὺς εἶπα: «Δέστε, ἀδελφοί μου! Ὅσο μιλούσαμε γιὰ οὐράνια πράγματα, τὰ μάτια ὅλων σας τὰ ἔκλεινε ὁ ὕπνος. Μόλις ὅμως ἀκούστηκαν λόγια μάταια, ὅλοι ξενυστάξατε καὶ ἀκούγατε πρόθυμα. Σὰς παρακαλῶ λοιπόν, ἀδελφοί, νὰ συναισθανθεῖτε τὴν ἐνέργεια τοῦ πονηροῦ δαίμονα, κι ἔτσι νὰ εἶστε προσεκτικοὶ καὶ νὰ φυλάγεστε ἀπὸ τὸ νυσταγμό, κάθε φορὰ ποὺ κάνετε ἢ ἀκοῦτε κάτι πνευματικό».

***


Τρεῖς πατέρες εἶχαν τὴ συνήθεια νὰ πηγαίνουν κάθε χρόνο στὸν μακάριο Ἀντώνιο. Ἀπ᾿ αὐτοὺς οἱ δυὸ τοῦ ἔκαναν διάφορες ἐρωτήσεις γιὰ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ὁ τρίτος ὅμως σώπαινε καὶ δὲν ρωτοῦσε τίποτα. Ἀφοῦ λοιπὸν ἦρθαν πολλὲς φορὲς καὶ ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος ἔτσι πάντα σώπαινε, μὴ ρωτώντας τὸ παραμικρό, τοῦ λέει κάποτε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:

- Μὰ τόσον καιρὸ ἔχεις ποὺ ἔρχεσαι ἐδῶ, καὶ δὲν μὲ ρωτᾷς τίποτα;

Ἐκεῖνος τότε ἀποκρίθηκε:

- Μοῦ φτάνει μόνο ποὺ σὲ βλέπω, πάτερ.

***


Ἔλεγε ὁ ἀββᾶς Παφνούτιος, ὅτι ὅσο ζοῦσαν οἱ γέροντες, ποὺ ἔμεναν δώδεκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸ κελί του, πήγαινε καὶ τοὺς συναντοῦσε δυὸ φορὲς τὸ μήνα. Τοὺς φανέρωνε κάθε λογισμό του. Κι ἐκεῖνοι δὲν τοῦ ἔλεγαν τίποτε ἄλλο, παρὰ μόνο τοῦτο:

«Ὅπου κι ἂν βρεθεῖς, μὴ λογαριάζεις τὸν ἑαυτό σου, καὶ θὰ ἔχεις ἀνάπαυση».

Διηγήθηκαν γιὰ ἕνα γέροντα, ὅτι νήστεψε ἑβδομήντα ἑβδομάδες, τρώγοντας μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα, καὶ παρακαλώντας στὸ διάστημα αὐτὸ τὸ Θεὸ νὰ τοῦ φανερώσει τὴ σημασία ἑνὸς χωρίου τῆς Γραφῆς. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν τοῦ τὴν ἀποκάλυψε.

Λέει τότε μέσα του:

«Νά, τόσους κόπους ἔκανα, καὶ τίποτα δὲν κατόρθωσα. Ἂς πάω λοιπὸν στὸν ἀδελφό μου καὶ ἂς τὸν ρωτήσω».

Φεύγοντας ὅμως, καθὼς ἔκλεινε πίσω τοῦ τὴν πόρτα, ἔστειλε ὁ Κύριος ἕναν ἄγγελο, ποὺ τοῦ εἶπε:

- Οἱ ἑβδομήντα ἑβδομάδες τῆς νηστείας σου δὲν ἔφτασαν στὸ Θεό.

Ὅταν ὅμως ταπεινώθηκες καὶ κίνησες νὰ πᾶς στὸν ἀδελφό σου, Ἐκεῖνος μ᾿ ἔστειλε γιὰ νὰ σοῦ ἐξηγήσω τὸ ρητό.

Καὶ ἀφοῦ τὸν πληροφόρησε γιὰ τὴ σημασία τοῦ χωρίου ποὺ ζητοῦσε, ἀναχώρησε.

***


Εἶπε κάποιος γέροντας:

- Αὐτὸς ποὺ μπαίνει σὲ ἀρωματοπωλεῖο, κι ἂν ἀκόμα δὲν ἀγοράσει τίποτα, παίρνει πάντως ἐπάνω του κάποια εὐωδία. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μ᾿ αὐτὸν ποὺ ἐπισκέπτεται τοὺς πατέρες. Ἂν θελήσει νὰ ἐργαστεῖ πνευματικά, τοῦ δείχνουν τὸ δρόμο τῆς ταπεινώσεως, ποὺ τὸν προστατεύει σὰν τεῖχος ἀπὸ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν δαιμόνων.

***


Πῆγε κάποτε στὸν Ἀββᾶ Φήλικα ἕνας ἀδελφός, ἔχοντας μαζί του καὶ μερικοὺς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπὸν τὸν Ἀββᾶ νὰ τοὺς πεῖ ὠφέλιμο λόγο. Ὁ γέροντας ὅμως σώπαινε. Ὁ ἀδελφὸς συνέχισε νὰ τὸν παρακαλεῖ ὥρα πολλή, ὁπότε ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:

- Θέλετε ν᾿ ἀκούσετε ψυχωφελῆ λόγο;

- Ναί, Ἀββᾶ, ἀποκρίθηκαν.

- Δὲν ὑπάρχει πιὰ λόγος, εἶπε ὁ γέροντας. Γιατὶ ὅταν οἱ ἀδελφοὶ ρωτοῦσαν τοὺς γέροντες καὶ ἔκαναν ὅσα ἐκεῖνοι τοὺς συμβούλευαν, ὁ Θεὸς ἔδινε λόγο, γιὰ νὰ ὠφεληθοῦν ἐκεῖνοι ποὺ ρωτοῦσαν. Τώρα ὅμως, ἐπειδὴ ρωτᾶνε ἀλλὰ δὲν ἐφαρμόζουν ὅσα ἀκοῦνε, πῆρε ὁ Θεὸς τὴ χάρη τοῦ λόγου ἀπὸ τοὺς γέροντες. Δὲν βρίσκουν πιὰ τί νὰ ποῦν, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἐργάτης τῆς ἀρετῆς.

Ὅταν τὸν ἄκουσαν οἱ ἐπισκέπτες, ἀναστέναξαν καὶ εἶπαν:

- Προσευχήσου γιὰ μᾶς, Ἀββᾶ.

*****

[Περιεχόμενα] [01] [02] [03] [04] [05] [06] [07] [08] [09] [10] [11] [12] [13] [14] [15]