Articles by "Μοναχισμός"
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοναχισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων



    Α΄. Η μοναχική ζωή είναι ένα χάρισμα θεϊκό αλλά και ένα κατόρθωμα ανθρώπινο. Όπως χάρισμα είναι να θαυματουργεί κάποιος, ή να θεραπεύει ασθένειες, ή να μιλάει ξένες γλώσσες, όπως συνέβαινε στην εποχή των αποστόλων, έτσι χάρισμα είναι να γίνει κάποιος μοναχός. Η μοναχική ζωή είναι μια υπερφυσική ζωή μετά την πτώση των πρωτοπλάστων. Πριν την πτώση ήταν κάτι το φυσικό και συνηθισμένο. Λένε οι πατέρες ότι στη Γραφή οι σαρκικές σχέσεις εμφανίζονται μετά την πτώση. Αρχικά ο Θεός προόρισε τον άνθρωπο για την παρθενική ζωή. Το πώς θα πολλαπλασιαζόταν ο άνθρωπος, εάν δεν υπήρχε ο γάμος, ήταν δουλειά του Θεού. Όπως ο Αδάμ από ένας έγινε δύο, χωρίς να καταργηθεί η παρθενία, έτσι ή με άλλους τρόπους που γνωρίζει ο Θεός οι άνθρωποι θα γινόταν χιλιάδες και εκατομμύρια, όπως και έγιναν με τον γάμο. Πάντως μετά την πτώση εμφανίζεται πλέον ο γάμος, ο οποίος αν και δεν υπήρχε στον παράδεισο και δεν ήταν αναγκαίος, εν τούτοις μετά την πτώση κατά τον άγιο Χρυσόστομο είναι «σφόδρα χρήσιμος και αναγκαίος». Εντάσσεται δηλαδή και ο γάμος μέσα στο σχέδιο της θείας οικονομίας, μέσα στα μέτρα που λαμβάνει ο Θεός για να βοηθήσει την θεραπεία και ανόρθωση του πεσόντος ανθρώπου.
    Παρ’ όλα αυτά όμως, όταν ιδρύθηκε ο πνευματικός παράδεισος, η Εκκλησία, ο Χριστός κήρυξε ότι όποιος θέλει, όποιος είναι πιστός και τολμηρός, μπορεί να κάνει αυτό το τόλμημα, να ξαναζήσει παρθένος όπως οι πρωτόπλαστοι στον παράδεισο πριν την πτώση. Αναφέρω «όποιος θέλει», διότι ενώ η αγαμία είναι χάρισμα εν τούτοις είναι και προσωπικό κατόρθωμα. Κι αυτό δηλώνεται ξεκάθαρα στον ευαγγελιστή Ματθαίο (πρβλ. 19,1-12). Όταν ο Χριστός είπε ότι απαγορεύεται το διαζύγιο για κάθε αιτία εκτός του λόγου της μοιχείας, οι μαθητές είπαν ότι εν τοιαύτη περιπτώσει δεν συμφέρει στον άνθρωπο να παντρεύεται. Ο Χριστός τότε απάντησε «ου πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ’ οις δέδοται». Παρακάτω όμως, συνεχίζοντας να διδάσκει, λέγει ότι «εισίν ευνούχοι οίτινες ευνούχισαν εαυτούς (πνευματικά εννοείται) διά την βασιλεία των ουρανών». Συνεπώς η αγαμία είναι ένα χάρισμα το οποίο δίδεται σ’ αυτούς που το επιθυμούν σφοδρά και αγωνίζονται να το πετύχουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τα εσωτερικά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, την αγάπη, την χαρά, την ειρήνη, την πίστη, την εγκράτεια, τη μακροθυμία, την πραότητα και όλα τ’ άλλα. Είναι χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος αλλά και κατορθώματα του ανθρώπου. Επιτυγχάνονται με τη συνεργασία του ανθρώπου με τον Θεό. 
    Β΄. Είναι μια ζωή απόλυτα δοσμένη στον Θεό, χωρίς κανένα συμβιβασμό και καμμία υποχώρηση. «Ο άγαμος μεριμνά τα του Κυρίου, πως αρέσει τω Κυρίω· ο δε γαμήσας μεριμνά τα του κόσμου, πως αρέσει τη γυναικί» (Α΄ Κορ. 7, 32-33). Αν στον γάμο ο Θεός δέχεται η καρδιά του ανθρώπου να είναι μοιρασμένη με τον ή την σύζυγο και τα παιδιά, στην αγαμία θέλει ο αφιερωμένος να είναι εξ ολοκλήρου δοσμένος στον Θεό. 
    Χάριν του Θεού ο μοναχός πρέπει να ξεπερνά και τη φύση του. Να περιορίζει εις το ελάχιστον τις φυσικές ανάγκες του. Ο μοναχός είναι, πρέπει να είναι, «βία φύσεως διηνεκής και φυλακή αισθήσεων ανελλιπής» λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος. Η άσκηση, η κακοπάθεια, η αγρυπνία, η νηστεία και η ποικίλη εγκράτεια είναι, πρέπει να είναι, οι μόνοι και μόνιμοι συνοδοί και σύντροφοί του. 
    Ο μοναχός είναι ο διάδοχος των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και ο συνεχιστής του έργου του τιμίου Προδρόμου. Οι προφήτες φώναζαν και διαμαρτυρόταν γιατί ο λαός του Θεού αναμίγνυε την μωσαϊκή θρησκεία με ειδωλολατρικά στοιχεία. Και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος προειδοποιούσε «μετανοείτε· ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» και ήλεγχε σκληρότατα το πολιτικό και θρησκευτικό κατεστημένο της εποχής του. Και οι μοναχοί παρουσιάστηκαν ως διαμαρτυρόμενοι για την εισβολή κοσμικών στοιχείων μέσα στην Εκκλησία κατά τον 4ον αιώνα. Παρουσιάστηκαν σαν συνεχείς ζωντανοί οδοδείκτες της βασιλείας του Θεού, της βασιλείας των ουρανών. Και όταν είδαν ότι δεν μπορούν να συγκρατήσουν την πλημμύρα της κοσμικής ζωής, βγήκαν έξω και οργάνωσαν την ζωή τους σύμφωνα με τα πρότυπα της αγίας Γραφής. Γίνανε οι «ένσαρκοι άγγελοι» και οι «επίγειοι άνθρωποι». Και όταν σιωπούν είναι οι συνεχείς ελεγκτές των κοσμικών χριστιανών και τα διαρκή πρότυπα και ινδάλματά τους. Φως για τους μοναχούς είναι οι άγγελοι και φως για τους κοσμικούς είναι, πρέπει να είναι, οι μοναχοί λέγει ο Ιωάννης της Κλίμακος. 
    Γ΄. Είναι μία ζωή αδιάλειπτης προσευχής. Οι μοναχοί προσπαθούν να μιμηθούν το έργο των αγγέλων στους ουρανούς. Όπως οι άγγελοι συνεχώς υμνούν και δοξολογούν τον Θεό έτσι και οι μοναχοί. Όλη η ζωή τους συμπλέκεται και συνυφαίνεται γύρω από τον ναό. Γι’ αυτό ο ναός είναι στο κέντρο του μοναστηριού και όλες οι άλλες κτιριακές εγκαταστάσεις γύρω απ’ αυτόν. Εκεί οι μοναχοί υμνούν τον Θεό «εν παντί καιρώ» (Λουκ. 21,36), «προσκαρτερούν τη προσευχή» (Κολ. 4,2) και προσπαθούν να εφαρμόσουν κατά το δυνατό το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι» (Α΄ Θεσ. 5,17). Είναι γνωστά τα μοναστήρια των «ακοιμήτων» που υπήρχαν παλαιότερα και στα οποία οι μοναχοί χωρισμένοι σε 4 βάρδιες υμνούσαν τον Θεό όλο το 24ωρο. 
    Δ΄. Είναι μια ζωή συνεχούς αναίμακτου μαρτυρίου και συνεχούς θυσίας. Όταν τον 4ον αιώνα σταμάτησαν οι διωγμοί τότε η εκκλησία βρήκε ένα άλλο τρόπο μαρτυρίου, εντελώς εκούσιο, την μοναχική ζωή. Γράφει για τον Μ. Αντώνιο ο βιογράφος του, ο Μ. Αθανάσιος, ότι ήταν στην έρημο «καθ’ εκάστην μαρτυρών τη συνειδήσει». Η άσκηση, η παρθενία, η ακτημοσύνη και η υπακοή είναι οι μυλόπετρες που αλέθουν και ξεσχίζουν τον μοναχό καθημερινά και δια βίου. 
    Ο μοναχός θυσιάζει στο Θεό όχι μόνο τις αμαρτωλές επιθυμίες του και τάσεις του, όχι απλώς τις φυσικές ορέξεις και ανάγκες του, αλλά και τους πιο αγίους πόθους του. Το κάνει αυτό δια της συνεχούς και μέχρι θανάτου υπακοής. Μιμείται τον Αβραάμ, ο οποίος ενώ εγκατέλειψε την πατρίδα του, το σπίτι και το βιός του, τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα, τον πολιτισμό του, και έγινε πάροικος και ξένος συνεχώς για το Θεό· ενώ υπέστη τα πάνδεινα κατά τις διαρκείς μετακινήσεις του και προσφυγιές του χάριν του Θεού, εν τούτοις περίμενε 25 χρόνια για να δει να πραγματοποιείται η υπόσχεση του Θεού ότι θ’ αποκτήσει παιδί. Και, αφού το απέκτησε και το μεγάλωσε αρκετά, λαμβάνει εντολή από το Θεό να το πάρει και να το σφάξει! Και κείνος αδιαμαρτύρητα υπακούει! 
    Αυτός είναι ο μοναχός· αυτός που θυσιάζει, πρέπει να θυσιάζει, και τους πιο αγίους πόθους του· τα πιο φυσιολογικά και αναφαίρετα δικαιώματά του· τις πιο λογικές και άγιες προσδοκίες του και επιδιώξεις του. Ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης, φημισμένος για την αγιότητά του σύγχρονος ιερομόναχος στην Εύβοια, είχε εντολή από τον ηγούμενό του να μη δίδει τίποτα σε άλλους, χωρίς να τον ρωτήσει. Κάποια μέρα ήρθαν τ’ ανηψάκια του που ήταν ορφανά και πτωχά· ο ηγούμενος δεν ήταν στο μοναστήρι για να τον ρωτήσει. Τα δέχθηκε, τα χάιδεψε, αλλά δεν τα έδωσε ούτε ένα μπουκάλι λάδι! Τ’ ανηψάκια του τον κοιτούσαν παραπονεμένα και κείνος από μέσα του έσταζε αίμα. Να το μοναχικό μαρτύριο! Αν και αναίμακτο, είναι φοβερό και επώδυνο. Κι αν όχι ανώτερο, τουλάχιστον ισάξιο με το αιματηρό! 
* * *
    Η ζωή των εν κόσμω Χριστιανών είναι, πρέπει να είναι, κι αυτή παράλληλη με τη ζωή των μοναχών. Η άσκηση, η κακοπάθεια, η λιτότητα, η ψυχική καθαρότητα, η υπακοή στο Θεό δεν είναι μόνο για τους μοναχούς και τους αγάμους. Λέγει ο Χριστός στο κατά Μάρκο ευαγγέλιο (13,37) «α δε υμίν λέγω, πάσι λέγω· γρηγορείτε». Οι εντολές του Χριστού είναι για όλους μας ίδιες. Η ομοίωση με το Θεό και η θέωση σκοπός όλων μας. Πολλοί προσέχουν τις υποσχέσεις που δίνει ο μοναχός στην κουρά του και ξεχνούν τις φρικτές υποσχέσεις που δώσαμε όλοι μας κατά την ώρα της βαπτίσεώς μας. Οι πατέρες το τονίζουν ότι καμμία διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ μοναχών και απλών Χριστιανών, εκτός από τις υποχρεώσεις του γάμου που έχουν οι έγγαμοι. Κάθε μέρα ζητούμε από το Θεό στο «Πάτερ ημών» «αγιασθήτω το όνομά σου· ελθέτω η βασιλεία σου· γενηθήτω το θέλημά σου, ως εν ουρανώ και επί της γης. Ζητούμε να μας χαρίσει ο Θεός όχι πλούτη και μεγαλεία αλλά τον «άρτον ημών τον επιούσιον». Ζητούμε «μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού». Τι είναι αυτά; Είναι με άλλα λόγια τα ιδεώδη των μοναχών, υπακοή-ακτημοσύνη-παρθενία, προσαρμοσμένα βέβαια στις συνθήκες και τις ανάγκες των εν κόσμω Χριστιανών. 
    Αυτά που λέμε τώρα θεωρητικά τα βιώνανε οι πρόγονοί μας έμπρακτα. Λέγει, για παράδειγμα ο στρατηγός Μακρυγιάννης, o μεγάλος αγωνιστής του 1821, στα απομνημονεύματά του· «Από ενός χρονού παιδί (!!!) με συνήθισαν οι γονέοι να κάνω μετάνοιες…και προσφέρω αυγή και βράδυ από 1300 μετάνοιες (!!!), και 100 με το κομπολόγι (=κομποσχοίνι)…και ό,τι μπορέσω όταν θα πάγω στη δουλειά μου κι όταν γυρίσω πίσω και τον ευχαριστήσω ο αμαρτωλός». Ποιος σημερινός μοναχός ή άγαμος κληρικός μπορεί να συγκριθεί με αυτούς τους προγόνους μας; Ένας πολέμαρχος του ’21 βάζει γυαλιά σ’ όλους μας τους σημερινούς, μοναχούς και λαϊκούς.

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ
via


 Μοναχισμός νήψις και ησυχία



(Κανόνας του Μ. Αντωνίου)
Ο Μέγας Αντώνιος είναι ρεαλιστής. Οι κανόνες του δεν είναι μια φόρμουλα που την βρήκε και μας την πέταξε. Ο κάθε κανόνας έχει κάτι μοναδικό για την ζωή του μονάχου ένας αν λυθεί, καταρρέει το πάν. Πρέπει, λέγει, να προσευχώμεθα αδιαλείπτως, αλλά ταυτοχρόνως να ευχαριστούμε τον Θεόν για όλα όσα μας συμβαίνουν. Χρησιμοποιεί παρατακτική σύνδεση, διότι αυτά τα δύο δεν ξεχωρίζουν, πηγαίνουν μαζί. Ευχαριστούμε τον Θεόν για τα ευχάριστα, κυρίως όμως για κάτι άλλο: στην ζωή μας τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλομε εμείς. Προσευχόμαστε, λόγου χάριν, και μας φαίνεται πως δεν μας ακούει ο Θεός. Ζητάμε την υγεία μας και η αρρώστια μας γίνεται χειρότερα. Ζητάμε από τον Θεόν ορισμένα δωρήματα και ο Θεός δεν μας δίνει τίποτε. Τα πράγματα έρχονται ανάποδα.


Εκείνος ο οποίος δεν θα μάθη να ευχαριστή για όλα τον Θεόν, και μάλιστα για τα ανάποδα, δεν θα προχωρήση ούτε ένα χιλιοστό πιο πέρα από εκεί που τον γέννησε η μάνα του. Καμία πρόοδο δεν θα έχη. Και όταν μεν τον γέννησε η μάνα του, ήταν βρέφος αφελές, είχε μία φυσική αγιότητα, εμείς όμως έχομε σκληρότητα και γνώσι η οποία μας ενοχοποιεί. Πρέπει λοιπόν να μάθωμε να ευχαριστούμε τον Θεόν. Όταν έχωμε πονηρούς λογισμούς, όταν ο αδελφός μάς λέγη κάτι, και μέσα μας νοιώθωμε μίσος, την ώρα εκείνη πρέπει να ευχαριστήσουμε τον Θεόν και να χαμογελάσωμε στον αδελφό μας. Εάν δεν κάνωμε έτσι, είναι αδύνατον να προχωρήσουμε βήμα, διότι όλα θα μας έρχονται ανάποδα. Ιδιαίτερα θα μας προκαλούν λογισμούς, πειρασμούς, πάθη και αντιξοότητες οι άλλοι και οι καταστάσεις.

     Η αδιάλειπτος προσευχή και η ευχαριστία στον Θεόν, δι’ όλα όσα μας συμβαίνουν, είναι οι προϋποθέσεις της φυσιολογικής ζωής. Αν ο άνθρωπος δεν ευχαριστή για το κάθε τι τον Θεόν, δεν μπορεί ούτε να προσευχηθή, ούτε να ζήση την μοναχική πολιτεία. Πρέπει να είναι κανείς ευχαριστημένος για ό,τι του συμβαίνει στο μοναστήρι, είτε αυτό προέρχεται από τον εσωτερικό του κόσμο, είτε από την αδελφότητα, είτε από τους εχθρούς ή από τους δαίμονες. Κάποιος μοναχός, λόγου χάριν, έχει λογισμούς, που τον ταλαιπωρούν. Δεν πρέπει να στενοχωρήται αλλά να χαίρεται και να ευχαριστή τον Θεόν. Στον δαίμονα πρέπει να λέγη. «ύπαγε οπίσω μου, σατανά», και να τον διώχνη ή, όταν δεν φεύγη, να μπορή να τού λέγη, μας χωράει το κρεββάτι, κοιμήσου μαζί μου, μόνον γύρισε από την άλλη πλευρά, για να μην έχω την δυσωδία της αναπνοής σου. Τότε ο δαίμονας θα φύγη σαν αστραπή.

Η αδιάλειπτος προσευχή και η ευχαριστία για όλα έχουν άμεση σχέσι και με τον προσωπικό μας κανόνα. Δηλαδή, μπορεί κανείς να κάνη τον κανόνα του, όταν συνηθίση να προσεύχεται αδιαλείπτως. Και μπορεί να έχη αδιάλειπτο προσευχή, όποιος κάνει τον κανόνα του. Εάν θελήση να ξεχωρίση την αδιάλειπτο προσευχή από τον κανόνα, τότε θα πέσουν και τα δύο. Είναι βασικό αυτό και πρέπει να το ενθυμούμεθα. Άφησε δύο ημέρες τον κανόνα σου, και θα δης ότι δεν θα θυμηθής ούτε μία φορά την ημέρα να πης, δόξα σοι ο Θεός. Αυτό είναι νόμος.



(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 5-6)
via


 Μοναχισμός νήψις και ησυχία



Την παλαιά εποχή οι ασκηταί συνήθιζαν να σηκώνωνται περί το μεσονύκτιο και να τελούν την νυκτερινή ακολουθία. Εν συνεχεία το πρωί, όταν πια είχε φέξει, τελούσαν την θεία λειτουργία. Και τώρα ακόμη σε πολλά μοναστήρια του Αγίου Ορούς η πρωινή ακολουθία, ιδιαίτερα η λειτουργία, προϋποθέτει φως. Ήδη στην τελευταία ευχή του όρθρου ο ιερεύς ευχαριστεί τον Θεόν για το ότι μας έφερε το φως του ήλιου. Εμείς έχομε ενώσει την νυκτερινή ακολουθία με τον όρθρο και την θεία λειτουργία.


Μόλις σηκωθήτε, λέγει ο άγιος, το πρώτο που έχετε να κάνετε είναι να επισκεφθήτε τους ασθενείς. Ο ασθενής, επειδή διέρχεται μία ιδιάζουσα κατάστασι, πιο εύκολα ρέπει προς την αμαρτία, προς τον πειρασμό, προς την στενοχώρια, προς τους λογισμούς. Η φύσις του είναι πιο αδύνατη, γι’ αυτό ζητάει παρηγοριά, ενίσχυσι. Όταν τον επισκεφθής το πρωί, παίρνει θάρρος και αλλοιώς αντιμετωπίζει την ήμερα του. Λέγοντας όμως ο άγιος, επισκέπτεστε τους παρ’ υμίν ασθενείς, δεν εννοεί να ψάχνετε πού υπάρχουν άρρωστοι, αλλά εννοεί αυτούς που είναι στο περιβάλλον σας. Δηλαδή δεν βάζει βραχνά, αλλά θέτει έναν περιορισμό,

Ο άγιος απευθύνει αυτόν τον κανόνα στους υγιείς και όχι στους ασθενείς, ώστε να περιμένουν να τους κάνουν πρωί-πρωί επίσκεψι. Ο άρρωστος πρέπει να θυμάται ότι η ασθένεια που του χαρίζει ο Θεός είναι μοναδική ευκαιρία για την τελείωσί του. Η ασθένεια αντικαθιστά την προσευχή, που δεν μπορούμε να κάνωμε, αντικαθιστά την λατρεία, στην οποία δεν μπορούμε να συμμετάσχωμε. αντικαθιστά τα κατορθώματα της πίστεως, των παλαισμάτων, την νηστεία, όταν πρέπει να φάμε. Όταν είμαστε άρρωστοι, με ελάχιστο αντίδωρο εξοφλούμε όλες μας τις υποχρεώσεις απέναντι του Θεού.

Ο σατανάς όμως μας τα παρουσιάζει ανάποδα και μας δημιουργεί απογοήτευσι. Αυτό δεν είναι σωστό. Η ασθένεια που μας δίνει ο Θεός είναι με το σταγονόμετρο ζυγισμένη για μας, που θέλομε να γίνωμε τέλειοι. Αποκλείεται να γίνωμε τέλειοι χωρίς την αρρώστια, και μάλιστα την απρόσμενη, την απρόοπτη, η οποία ενδεχομένως μας ταπεινώνει ενώπιον των άλλων με το να τους χρειαζόμαστε και να μην μπορούμε να ζήσωμε μόνοι μας.

Όταν λοιπόν ασθενούμε, ας γνωρίζωμε πως αυτό είναι το άθλημά μας, το μεταγωγικό μέσον μας για τον ουρανό, και ότι είναι ανάγκη να στομώνωμε τον εαυτό μας και όσο μπορούμε να μην έχωμε ανάγκη τους άλλους. Να μοιάζωμε του Κυρίου και τους αγίους, οι οποίοι ούτε παρηγοριές ζητούσαν, ούτε ελάφρυνσι του ζυγού της ασθενείας τους. Επίσης, ας είμαστε πραγματικοί αθληταί στην νηστεία. Ας μη ζητάμε εύκολα την κατάλυσι και τα πιο παράξενα φαγητά ή εκείνα που ποτέ δεν τα τρώγαμε. Χρειάζεται να είμαστε πολύ προσεκτικοί, μήπως, αντί να αγιάσωμε, πέσωμε σε βάραθρο και εξέλθουμε χωρίς στέφανο.

Τους παρ’ υμίν ασθενείς. Εάν διαβάσωμε την ζωή του αγίου, θα διαπιστώσουμε ότι με την λέξι ασθενείς εννοεί τους σωματικώς, αλλά προπάντων τους ψυχικώς και πνευματικώς ασθενείς, οι οποίοι δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τον αγώνα τους και τα τρωτά της υγείας τους. Πνευματική ασθένεια είναι τα πάθη, τα αμαρτήματα, οι λογισμοί, οι φαντασιώσεις… Αλλά όποιος έχει λογισμούς, δεν έχει ισορροπημένη ψυχή, έχει ψυχικά νοσήματα. Και όποιος αμαρτάνει, δεν είναι σωματικώς υγιής. Γι’ αυτό οι ασθενείς είναι συνήθως τα πιο συμπαθή μέλη μιας αδελφότητος, είτε έχουν μια βαρειά ασθένεια, έναν καρκίνο, είτε έχουν έναν πονόδοντο. Ο ασθενής έχει ανάγκη από ειδική περιποίησι και δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτόν, διότι ο Θεός μας συγκληρωνει, μας παρέχει την ίδια κληρονομιά.



Δεν μπορεί να στηριχθή η αδελφότητα, όταν υπάρχη σκληρότητα, αδιαφορία προς τον ασθενή. Διότι ασθενής δεν είναι ο άλφα ή ο βήτα· στην πραγματικότητα όλοι είμεθα ασθενείς. Μπορεί να μη φαίνεται σήμερα η ασθένεια μας, θα φανή όμως αύριο ή μεθαύριο, όταν θα βρεθούμε σε μια δύσκολη στιγμή. Όλοι λοιπόν είμεθα ασθενείς και έχομε την χρεία ιατρού, όπως λέγει ο ίδιος ο Κύριος. Γι’ αυτό μία παλαιότατη, ωραιότατη μοναχική παράδοση, την οποία τιμούσαν και οι μεγάλοι Πατέρες, είναι το εξεγειρόμενοι πρωί εττισκέπτεσθε τους παρ’ υμίν ασθενείς.

Η επίσκεψις όμως των ασθενών δεν μπορεί να γίνεται χωρίς την γνώσι και την ευλογία του ειδικού προσώπου, του Γέροντος ή του νοσοκόμου. Διότι ο άρρωστος είναι δυνατόν να κουράζεται ή να βλάπτεται από τις πολλές επισκέψεις μας. Η ενότης της αδελφότητας, η διατήρησις του ενός σώματος είναι σημαντική. Ο ένας έχει την ανάγκη του άλλου, αλλά τόσο όσο για να συγκρατούμεθα και όχι να γινώμεθα χειρότεροι. Όταν συνηθίσωμε τον αδελφό μας να νοιώθη ως ανάγκη τις επισκέψεις μας, τον ρίχνομε στο βάραθρο και δεν τον βοηθούμε να αναστηθή.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 6-9)
via


Μοναχισμός νήψις και ησυχία

Η επιβίωσις ενός μοναστηριού στηρίζεται κυρίως στην αληθινή σχέσι υποτακτικού και Γέροντος. Πολλές φορές χαιρόμαστε το οικογενειακό πνεύμα της αδελφότητάς μας, την αγάπη μας, την ελευθερία μας, τον Θεόν μας, την λατρεία μας, αλλά μας διαφεύγουν μερικά απλά στοιχεία της πνευματικής ζωής τα οποία κρύβουν όλο το βάθος.


Το πρώτο που χρειάζεται εν προκειμένω είναι η γνώσις του φρονήματος του Γέροντος, η οποία απαιτεί διεισδυτικότητα εκ μέρους του υποτακτικού και πλήρη εγκατάλειψι του εαυτού του. Δεν είναι δυνατόν να καταλάβη ο υιός τον πατέρα, όταν νομίζη ότι τον γνωρίζει, όταν ο ίδιος είναι ζωντανός, όταν κινήται κατά την νοοτροπία και την ιδεολογία του. Ο υποτα¬κτικός πρέπει να παραλάβη το φρόνημα του Γέροντος και να το κράτηση στην ψυχή του σαν μια παρακαταθήκη· και, αν χρειασθή, να το μεταδώση. Χωρίς αυτό το φρόνημα δεν υπάρχει καμία δύναμις, κανένας σπόρος στην οικογένεια.

Το φρόνημα κάθε Γέροντος είναι διαφορετικό· είναι αφ’ ενός μεν καρπός του αγώνος του, αφ’ ετέρου δε μέρισμα της χάριτος του Θεού, κάτι που το προετοίμασε, το προευτρέπισε και το δώρισε ο ίδιος ο Θεός στην σκέψι, στην καρδιά, στην ύπαρξι του Γέροντος, και επομένως ο υποτακτικός μπορεί να γίνη ό,τι είναι το φρόνημα του Γέροντος. Εάν το φρόνημα του Γέροντος είναι ταπεινό, ο υποτακτικός μπορεί να ανεβή σε υψηλότερο επίπεδο, αλλά αυτό απαιτεί ιδιαίτερη κλήσι του Θεού. Πάντως το έργο του υποτακτικού είναι να παραλάβη το φρόνημα του Γέροντος. Ο μοναχισμός είναι μία παράδοσις και μία παράληψις. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχη ούτε αφομοίωσις του Θεού, ούτε συνεργασία, ούτε συνοχή στην μοναστική οικογένεια, εάν δεν υπάρχη ένα φρόνημα. Για να μπορέσωμε να ζήσωμε και να επιζήσωμε, πρέπει να πάψωμε ο καθένας να εχωμε τις ιδεολογίες μας.

Ο κάθε άνθρωπος ζη με την ιδεολογία του, με τον εαυτό του, με το περιεχόμενο της ψυχής και του νου του. Σε αυτό αρέσκεται, με αυτό καλοπιάνεται, με αυτό θωπεύει τον εαυτό του, με αυτό προσπαθεί να ανεβή επάνω στον ουρανό. Αλλά η ιδεολογία ενός άνθρωπου είναι ακριβώς το αντίθετο του θελήματος του Θεού· είναι ένα είδωλο που τον απομονώνει και του χαρίζει τελικώς απόλυτη μοναξιά, διότι τον χωρίζει και από τον ίδιον τον Θεόν, όπως τον έχει χωρίσει από τον Γέροντά του και από όλη την αδελφότητα.

Είναι δυνατόν λοιπόν μια αδελφότητα να είναι αγαπημένη, να έχη υπέροχη συνεργασία, εφ’ όσον ζη ο Γέροντας. Φεύγει ο Γέροντας από την ζωή, και η αδελφότητα διαλύεται, διότι δύο από τους τριακόσιους μοναχούς δεν μπορούν να συμφωνήσουν σε κάτι, επανέρχεται ο καθένας στον δικό του τρόπο σκέψεως. Μέσα μας είναι η πέμπτη φάλαγγα, το εγώ μας, ο ίδιος ο διάβολος, ο οποίος μας εξαπατά όπως εξαπάτησε τους πρωτοπλάστους.

Ο όφις εξαπάτησε την Εύα όχι με το να της πη κάποιο χονδροειδές ψέμα ή να την παρασύρη σε κάποια συγκεκριμένη αμαρτία, αλλά με το να της κάνη ιδεολογία τον λόγο του Θεού. Ο Θεός της είχε πει ότι θα γίνη θεός, καλλιεργώντας τον κήπο, ζώντας μαζί με τον Αδάμ την παραδείσια ζωή, απέχοντας από το δένδρο της γνώσεως. Τότε την πλησίασε ο σατανάς και της είπε: Γιατί χάνεις τον χρόνο σου καλλιεργώντας τον κήπο; Γιατί περιπλανάσαι; Εάν φας τον καρπό του δένδρου της γνώσεως, αμέσως θα γίνης θεός. Η Εύα τον άκουσε και έτσι απομακρύνθηκε από την παράδοσι την οποία ελαβε, εν συνεχεία δε και ο Αδάμ, και τους συνείχε πλέον η σκέψις της θεώσεως. Η σκέψις της θεώσεως τους οδήγησε στην απομάκρυνσι από τον Θεόν, στην απώλεια του Θεού. Ο σατανάς κατάφερε και τους έβαλε μέσα τους μία καταπληκτική, θεία, θα λέγαμε, σκέψι, να γίνουν γρήγορα θεοί. Οι πρωτόπλαστοι αστόχησαν, και χρειάσθηκε να χύση το αίμα του ένας Θεός, για να τους επαναφέρη στο ρυάκι που εκείνος είχε ανοίξει γι’ αυτούς.

Λόγω της πτώσεως λοιπόν του ανθρώπου δεν είναι δυνατόν στην κοινωνία ενός μοναστηριού να πέσουν οι ιδεολογίες, τουτέστι τα κάστρα που χωρίζουν την ψυχή από τον Θεόν, εάν δεν υπάρχη η γνώσις και η πρόσληψις του φρονήματος του Γέροντος, δηλαδή η τελεία θυσία, εκ μέρους του υποτακτικού, κάθε αγίου και τελείου, κάθε δυνατού και ωραίου, κάθε νοητού και αισθητού, το οποίο έρχεται σε σύγκρουσι με αυτό το φρόνημα. Γι’ αυτό και ο Απόστολος λέγει, και αν ακόμη άγγελος Κυρίου, ο ίδιος ο Κύριος δηλαδή, σας πη κάτι, δεν θα το κάνετε, διότι δεν είναι δυνατόν να μπη διχασμός στην ενότητα της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι σύναξις· και για μας τους μοναχούς ολόκληρη η Εκκλησία των άγιων είναι αυτή η δική μας η σύναξις. Δεν μας λείπει τίποτε, για να έχωμε όλη την Εκκλησία εδώ ανάμεσά μας.

Βεβαίως, η γνώσις του φρονήματος του Γέροντος διακρατείται μέσα στην αδελφότητα, είναι κάτι κοινό. Ο Θεός όμως δεν σώζει πλήθη ή λαούς, κυρίως σώζει ψυχές, πρόσωπα· δεν δημιουργεί χριστιανικές αδελφότητες αλλά προσωπικότητες, οι οποίες ενούμενες μαζί του αποκαλύπτουν το Άγιον Πνεύμα. Διότι το Πνεύμα το Άγιον αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του ανθρώπου, στην ένωσί του με τον άνθρωπο. Όπως ο Χριστός ήταν Θεός και άνθρωπος αλλά η ανθρωπίνη φύσις του δεν είχε πρόσωπο, ήταν η υπόστασις του Υιού, έτσι ακριβώς και το Άγιον Πνεύμα, αποκαλυπτόμενο στην ζωή της Εκκλησίας, αποκαλύπτεται ως πρόσωπο στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου. Ο άγιος Σεραφείμ, του Σάρωφ, λόγου χάριν, είχε Πνεύμα Άγιον. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και όλοι οι άγιοι είχαν Πνεύμα Άγιον ήταν προσωπικαί αποκαλύψεις του Αγίου Πνεύματος. Αυτό δείχνει ότι έχει μεγάλη σημασία η προσωπικότης του ανθρώπου, ο άνθρωπος για τον οποίο σαρκώθηκε ο Χριστός. Ο Χριστός προσέλαβε την ανθρωπίνη φύσι για να θεώση τα πρόσωπα, και να μη μείνη κανένα έξω της θεώσεως. Τόσο πολύ αγαπάει και τον τελευταίο ληστή και την τελευταία αιμορροούσα και οποιονδήποτε άλλον.

Επομένως, η επιβίωσις μιας αδελφότητος είναι υπόθεσις επιβιώσεως των προσώπων αυτά χρειάζεται να αποκτήσουν το Άγιον Πνεύμα. Μπορεί να υπάρχουν πολλοί μοναχοί σε ένα μοναστήρι, αλλά το μοναστήρι να πεθάνη μέσα σε πέντε χρόνια. Ένας όμως ή δύο άγιοι μοναχοί μπορούν να σώσουν το μονα¬στήρι και να ζήση χιλιετία και πλέον. Γι’ αυτό, για την επιβίωσι του φρονήματος του Γέροντος, χρειάζεται να εχωμε αδιάλειπτη πρόσληψι του Αγίου Πνεύματος. Η ζωή μας δηλαδή να είναι τέτοια που να γίνεται χωρητική του Αγίου Πνεύματος. Αν υπάρχη ένας που ζη με αυτή την αληθινή και ταπεινή γνώσι, που έχει απαρνηθή και έχει θάψει τον εαυτό του, μπορεί να δώση και¬νούργια ζωή στην αδελφότητα. Ειδάλλως, ο σπόρος χάνεται και το χωράφι είναι καταδικασμένο να γίνη χέρσο.

Πέραν λοιπόν της γνώσεως του φρονήματος του Γέροντος, απαιτείται και η προσωπική απόκτησις του Αγίου Πνεύματος. Η ψυχή μας είναι ένα στοιχείο δημιουργημένο· οπότε, παρ’ όλη την αιωνιότητά της, δεν παύει να είναι ένας ανθρώπινος παράγων. Δηλαδή, δεν μπορεί να έχη Θεία ζωή, αν δεν είναι ενωμένη με το Πνεύμα το Άγιον. Αυτό τελειοί τον άνθρωπο, απαρτίζει την προσωπικότητά του, τον κάνει θεόν. Η πρόσληψις του φρονήματος του Γέροντος είναι και δημιουργεί το πλαίσιο, την θέσι και τον τρόπο με τον οποίο θα προσπαθήση ο υποτακτικός να απόκτηση το Πνεύμα το Άγιον. Βεβαίως, εφ’ όσον το Πνεύμα το Άγιον «όπου θέλει πνει», είναι δυνατόν να το βρη κανείς παντού. Αλλά δεν το βρίσκει, παρά μόνον με τον τρόπο που έχει προδιαγράψει γι’ αυτόν ο Θεός. Ο Θεός δηλαδή έχει ειδικώς σκύψει επάνω στον κάθε άνθρωπο και έχει προορίσει το πως θα συλλάβη και θα αποκτήση το Άγιον Πνεύμα και πως θα κρατάη ενωμένη την ύπαρξί του με την Αγία Τριάδα.

Η απόκτησις του Αγίου Πνεύματος είναι ενεργητική έκφρασις και διάθεσις, μία αδιάλειπτος πράξις· είναι ένα μεγάλο θέμα, βασικώς δογματικό και εν συνεχεία ηθικό, προπάντων όμως μυστικό, ασκητικό. Πρέπει να είμαστε άδειοι, διαρκώς τροσμένοντες το Πνεύμα το Άγιον. Να είμαστε στο υπερώο, για να το προσλαμβάνωμε ακαταπαύστως. Να ζούμε με νηστεία, με κακουχία, με πόνους, με τον πόθο της εξουθενώσεως, της απομονώσεως, της σιωπής, της γύμνιας· «γυμνητεύσαι και πεινάσαι και διψήσαι έχεις», λέγει η ακολουθία της κουράς. Όλα αυτά να τα ζούμε, διότι έτσι μπορούμε να γίνωμε χωρητικοί του Πνεύματος. Το Πνεύμα συνηθίζει να μπαίνη σε στομάχια νηστικά και σε μάτια ξάγρυπνα. Χωρίς την από¬κτησι του Πνεύματος από τα μέλη της αδελφότητος και από την ίδια την αδελφότητα ως μια οικογένεια, το μοναστήρι δεν απορεί να επιβιώση. Αλλά το Άγιον Πνεύμα λόγω της βουλή¬σεως του και της φύσεως του «όπου θέλει πνει», οπότε τώρα μπορεί να είναι μέσα μου, μετά να βρεθή έξω. Έτσι, είναι δυνατόν εγώ, που τώρα το έχω, αύριο να μην το έχω. Γι’ αυτό χρειάζεται τελεία πνευματικότης και πρόοδος και προσωπική αποκάλυψις του Θεού, για να έχω κάποια βεβαιότητα ότι το Πνεύμα το Άγιον είναι «ενεργούν και λαλούν εν εμοί». Αλλά και σε αυτή την περίπτωσι, εάν επανέλθω στον εαυτό μου και ξαναπέσω στον εγωισμό μου, το χάνω, ακόμη και αν έχω φθά¬σει στις μεγαλύτερες θεοπτίες.

Το Πνεύμα το Άγιον δεν ενεργεί άλλοτε εν πληρότητι, άλλοτε εν ατελεία· ό,τι κάνει είναι τέλειο. Ο άνθρωπος όμως δεν μπορεί να το κρατήση ολόκληρο. Όπως ο οργανισμός αφο¬μοιώνει το φαγητό ή το φάρμακο ανάλογα με την ληπτική δύναμί του, έτσι ακριβώς και ο άνθρωπος κρατάει από το Άγιον Πνεύμα αυτό που χωράει. Για να μπορή λοιπόν να το προσλαμβάνη, πρέπει να είναι σε αδιάλειπτη εγρήγορσι, ούτως ώστε το Πνεύμα το Άγιον να μην τον εγκαταλείπη. Τότε και το φρόνημα του Γέροντος δεν χάνεται, διότι είναι δυνατόν να κυοφορήση και να φθάση επάνω στον ουρανό.

Επομένως, εφ’ όσον υπάρχουν πρόσωπα, τα οποία διασώ¬ζουν το φρόνημα και εν Πνευματι Αγίω το εκκολάπτουν και το ζωογονούν, η αδελφότης ζη και η σχέσις του υποτακτικού με τον Γέροντα είναι ζωντανή.

Αν υποθέσωμε ότι είμαι Γέροντας μέσα στην έρημο και έχω ένα πνευματικό τέκνο, το τέκνο αυτό, όσο και να με απορροφή¬ση, όσο και να με αγαπά, όσο και καλή σχέσι να έχη μαζί μου, και το κεφάλι του ακόμη να κόψη και να θυσιασθή υπέρ του Χριστού, είναι μία χαμένη ψυχή, εφ’ όσον δεν έχει το Πνεύμα το Άγιον. Πώς είναι δυνατόν να ενωθή με τον Θεόν χωρίς αυτό; Το Πνεύμα το Άγιον είναι παντού, αλλά δεν ενώνει τα πάντα· ενώνει μόνον εκείνους που το καλλιεργούν και το ζωοποιούν μέσα τους με εκουσιότητα γνώμης και βουλήσεως, δηλαδή με έντονη πνευματική δραστηριότητα. Μπορεί κανείς να σβήνη το “Αγιον Πνεΰμα -«μη σβέννυτε το Πνεύμα», λέγει ο Απόστολος-, χωρίς να το καταλαβαίνη, ενώ νομίζει πως το έχει εν πληρότητι. Γι’ αυτό η μοναστική ζωή και η σχέσις πατρός και τέκνου είναι μία σχέσις τρομερή, μία σκόπευσις, η οποία, αν λίγο αστοχήση, δεν ξέρομε τί μπορεί να γίνη.

Αλλά, για να είναι ο Γέροντας ζωντανός για τον υιό, και ο υιός ζωντανός για τον πατέρα, χρειάζεται και κάτι άλλο: ο υιός να συμμορφώνη την ζωή του με την ζωή του Γέροντος. Επειδή οι άνθρωποι είμαστε ποικίλοι, ο καθένας μας έχει τα ενδιαφέροντά του, τις μελέτες του, τις ελλάμψεις του νου του, που μπορεί να είναι και θείες -μία όμως θεία έλλαμψις πιθανόν να μας βλάψη όταν δεν έχωμε ταπείνωσι-, για να είναι ζωντανός ο σύνδεσμός μας με τον Γέροντα, ώστε να υπάρχη η θεία άλλα και η ανθρώπινη σχέσις, χρειαζόμαστε μία σύμμορφο ζωή. Αυτό σημαίνει ότι εγώ δεν θα θέλω να ζω στο μοναστήρι, όπως ζη κάποιος άλλος Γέροντας, αλλά όπως ζη ο Γέροντάς μου και όπως ερμηνεύει την μοναστική ζωή με τον λόγο του.

Το βαθύτερο και ουσιαστικώτερο μέσο, με το οποίο μορφοποιεί τον υποτακτικό ο Γέροντας και τον κάνει σύμμορφο, είναι ο λόγος. Με τον λόγο τον γεννά, τον

καινοποιεί, τον σώζει, του εμφυσά το Άγιον Πνεύμα, του μεταδίδει τον Χριστόν, Είναι το μόνο που του παρέδωσε ο Θεός. Ο Γέροντας μπορεί να έχη μύρια χαρίσματα: το χάρισμα της προφητείας, της θαυματουργίας, της αγάπης, της διακρίσεως των πνευμάτων, της κυβερνήσεως… Όλα αυτά δεν μπορούν να κάνουν τίποτε, ίσως είναι και επιβλαβή, μπορούν όμως να αποβούν χρήσιμα όταν υπάρχη ο λόγος, ο σπερματικός λόγος, διά του οποίου ο Γέροντας γέννα το τέκνο. Λόγος είναι η μετάδοσις του θείου λόγου διά της διδασκαλίας του, διά της παρατηρήσεώς του, διά της συμβουλής του, διά της επιπλήξεώς του, διά του αστείου του, δι’ οιουδήποτε τρόπου εκείνος εκφράζεται.

Ο κάθε Γέροντας διά του λόγου του μεταδίδει έναν τρόπο ζωής, διότι η πνευματική ζωή δεν είναι τούτη ή εκείνη η ηθική διδασκαλία, αυτό ή εκείνο το σύστημα. Πνευματική ζωή είναι η ζωή του Αγίου Πνεύματος, δηλαδή ενεργεί το Άγιον Πνεύμα και όχι εμείς. Το Πνεύμα το Άγιον, ζώντας αυτό καθ’ εαυτό και μπαίνοντας μέσα μας, μας μεταδίδει την θεία του ζωή. Επομένως, η πνευματική ζωή δεν είναι η δική μας ζωή, λόγου χάριν η ζωή της νοεράς προσευχής ή της αγάπης ή της ιεραποστολής ή της ησυχίας ή της σιωπής. Αυτά είναι στοιχεία της εν Χριστώ ζωής. Μπορεί να υπάρξη πνευματική ζωή χωρίς νοερά προσευχή ή χωρίς ιεραποστολή, χωρίς κοινωνική αγάπη, όπως την εννοούν οι άνθρωποι σήμερα. Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι πνευματική ζωή. Πνευματική ζωή είναι το ίδιο το Πνεύμα το Άγιον. Τα υπόλοιπα είναι εκφάνσεις, ακτίνες, κλειδώσεις της πνευματικής μας ζωής• είναι απαραίτητα συνακόλουθα και απαραίτητες προϋποθέσεις της πνευματικής ζωής.

Για τον λόγο αυτό, η πνευματική ζωή για τον καθένα μας είναι όπως μας την παρουσιάζει ο Γέροντάς μας. Οι Γέροντες δεν είμαστε φερέφωνα, ετερόβουλα όντα, δεν είμαστε παιδιά ενός ανθρωπίνου συστήματος, δεν είμαστε μαγνητόφωνα, για να λέμε τα ίδια πράγματα. Εγώ θα σου πω αυτό, εκείνος θα σου πη κάτι εντελώς διαφορετικό. Τί θα κάνης εσύ; Αυτό που σου λέγει ο δικός σου Γέροντας. Ο Γέροντας, λόγου χάριν, κάνει πολύ χειρωνακτική δουλειά. Αν εσύ αυτό το θεωρής χάσιμο χρόνου, είναι αδύνατον να συνδεθής με αυτόν τον Γέροντα και να απόκτησης Θεόν. Πας σε έναν άγιο Γέροντα, και σου λεγει να μη λείψη το εργόχειρο από το χέρι σου. Δεν είναι δυνατόν εσύ να του φέρης αντίρρησι λέγοντας, οι τάδε άγιοι ζούσαν χωρίς εργόχειρο, οπότε και εγώ μπορώ να προσεύχωμαι χωρίς τον περισπασμό του εργοχείρου. Αν το κάνης αυτό, δεν θα είναι σύμμορφη η ζωή σου με την δική του, και θα διακυβευθή η ειρήνη, θα επέλθη διαταραχή και χωρισμός από τον Γέροντα· δεν θα μπόρεσης να ενωθής οργανικά μαζί του, και έτσι δεν θα έχης την εικόνα και την ομοίωσι του Θεού μέσα σου. Χρειάζεται μία σύμμορφος ζωή, που δεν είναι μία τυπική μίμησις άλλα μία αληθινή συμμόρφωσις με αυτό που εκείνος κάνει, ώστε εσείς οι δύο να γίνετε μία μορφή, ένα πράγμα, μία εικόνα.

Οπωσδήποτε δεν εννοώ η συμμόρφωσις να γίνεται σε εξωτερικά πράγματα, διότι ο Γέροντας έχει την οικονομία, έχει και τήν ακρίβεια· έχει την αγάπη, έχει και την σκληρότητα, την αυστηρότητα· έχει το στοιχείο το προσωρινό, έχει και το αιώνιο· έχει το ανθρώπινο, έχει και το θεϊκό. Έχει ποικίλες εκφάνσεις, και ως εκ τούτου είναι δυνατόν ο καθένας να θέλη να πάρη αυτό που τον εξυπηρετεί. Εάν χαμογελά, λόγου χάριν, ο Γέροντας, δεν σημαίνει ότι θα χαμογελάμε και εμείς. Εάν φωνάζη ο Γέροντας, δεν θα φωνάζωμε και εμείς. Εάν βάζη κατσάδες ο Γέροντας, δεν θα βάζωμε κατσάδες και εμείς. Εμείς θα ακολουθούμε την αγωγή του, τον τρόπο αγρυπνίας, λατρείας, προσευχής, σκέψεως όπως μας τον παραδίδει με τον λόγο του. Επομένως, σημασία έχει η συμμόρφωσίς μας όχι τόσο με αυτό που κάνει, αλλά με αυτό που ζητάει. Διότι αυτό που κάνει δεν το ξέρομε, δεν το καταλαβαίνομε· το ερμηνεύομε όπως θέλομε. Αυτό όμως που λέγει είναι κάτι απλούστερο, φυσικώτερο, που μπορούμε να το σταχυολογήσωμε, να το κρίνωμε και να το ζήσωμε.


Εν συνεχεία, για να είναι αληθινή η σχέσις υποτακτικού και Γέροντος χρειάζονται κοινά παλαίσματα. Δεν μπορούμε να παλαίωμε ξεχωριστά. Θα παλαίωμε μέσα στο ίδιο μοναστήρι ή στην ίδια σπηλιά ή στην ίδια καλύβη, στον ίδιο τόπο. Η Εκκλησία μας γνωρίζει ποικιλία αγωνισμάτων, τα οποία εκπλήσσουν τον άνθρωπο. Κάποιος ανεβαίνει επάνω σε ένα δένδρο, ο άλλος πηγαίνει και κρύβεται, ο τρίτος πηγαίνει στον κόσμο. Εγώ, εφ’ όσον είμαι υιός, δεν μπορώ να διαλέξω το αγώνισμά μου. Πρέπει να κάνω κοινό πάλαισμα με τον Γέροντα, να παλεύω όπως παλεύει εκείνος. Πώς νοιώθει τον πνευματικό αγώνα, την άσκησι, ο Γέροντας; Μας τονίζει, επί παραδείγμα¬τι, την νοερά προσευχή; Την νοερά προσευχή θα ασκήσωμε. Μας τονίζει την αγρυπνία; την αγρυπνία. Μας τονίζει την ιεραποστολή; την ιεραποστολή. Μην πης, μα το μοναστήρι ιεραποστολή είναι; Όχι. Διχάζεσαι έτσι. Ή σήκω να φύγης από την αρχή και μην ακόλουθης τον συγκεκριμένο Γέροντα και μην τον κάνης πατέρα σου ή, αφού είναι πατέρας σου, θα κάνης αυτό που σου λέγει. Διότι, εάν ο καθένας περνά από την δική του κρησάρα ό,τι του λέγει ο Γέροντας, αλλοίμονό μας! θα γίνη κόσκινο με την λογική του· δεν θα μείνη τίποτε επάνω του. Μόνον εάν θα έχω μία εμφανή επίνευσι του Θεού στην ζωή μου και δεν θα υπάρχη πλέον ο Γέροντας, μπορώ να κάνω δικό μου πάλαισμα, που κατά κανόνα είναι εξέλιξις του προηγουμένου.

Εάν λοιπόν ο Γέροντας σκέπτεται έτσι και παλεύη έτσι, και εμείς θα παλέψωμε έτσι. Εάν εμένα μου αρέσει ο τρόπος της αγρυπνίας του άλφα Γέροντος, της λατρείας του βήτα, της πρακτικής ζωής του γάμμα, δεν μπορώ να κάνω τίποτε. Θα διασπασθούμε και θα γίνωμε θηριάλωτοι. Πρέπει λοιπόν να εχωμε κοινά παλαίσματα, κοινή άσκησι, κοινή αγωνιστικότητα, κοινό μόχθο, να χύνωμε κοινό ιδρώτα, κοινό αίμα, κοινό δάκρυ, όπως μας τα λέγει, μας τα ερμηνεύει, μας τα μαθαίνει ο Γέροντας, για να μπορούμε να ζήσωμε και να έχωμε τον Γέροντα μέσα μας και γύρω μας.

Τέλος, χρειάζονται κοινά δωρήματα, να θέλωμε να προσλαμβάνωμε τα ίδια χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, αυτά που μας χρειάζονται κάθε φορά για την δική μας ζωή. Διότι το Άγιον Πνεύμα χαρίζει στο κάθε μοναστήρι ό,τι του χρειάζεται. Εμείς έχομε ζέστη, μας χαρίζει την δυνατότητα να άντέχωμε στην ζέστη. Θλιβόμαστε από αρρώστιες, μας χαρίζει υπομονή. Άλλοι έχουν ποικίλες δυσκολίες, τους δίδει υγεία. Δίνει στον καθένα δωρήματα «κατά το μέτρον της ηλικίας του», σύμφωνα με την πνευματική του κατάστασι και την διάθεσί του. Βεβαίως, ο καθένας μας θα είναι ελεύθερη προσωπικότητα, θα έχη την προσωπική του ζωή, το προσωπικό του κριτήριο, την γνώσι, την αγνωσία, την μόρφωσι, την αμορφωσιά, ο καθένας θα είναι εντελώς διαφορετικός, αλλά ως προς τα δωρήματα, ως προς την τελική μας παράστασι ενώπιον του Χριστού να είμαστε όλοι περίπου όμοιοι.

Τα κοινά δωρήματα της αδελφότητος τα παίρνει ο Γέροντας από τον Θεόν και είναι πνευματικά ως επί το πλείστον για να μπόρεση δε ο υποτακτικός να τα αντίληφθή, πρέπει να έχη διεισδυτικότητα και λεπτότητα φύσεως και πίστεως. Δεν είναι κοινά δωρήματα τα εξωτερικά χαρίσματα ή ιδιώματα του Γέροντος, αλλά εκείνα τα οποία είναι αληθινά και αποτελούν το είναι του ανθρώπου, το είναι του Γέροντος.

Επομένως, ζητώντας κοινά δωρήματα, έχομε κοινό στόχο και δεν διασπώμεθα με το να έχωμε ο καθένας την δική του σκέψι. Αν εγώ σκέπτωμαι να βγω στην έρημο, εσύ να αγρυ¬πνής όλη την νύχτα, ο τρίτος ότι θα ήταν προτιμότερο να είχε το χάρισμα της προφητείας, δεν μπορεί να υπάρξη καμία κοινότης, καμία ένότης. Κοινά δωρήματα σημαίνει ότι αφήνομαι στον Θεόν και δεν ζητώ να είμαι «μείζων του διδασκάλου», ακόμη και αν ο Γέροντας είναι πολύ αμαρτωλός, ένας εγκληματίας, ή κρύβεται και παρουσιάζεται ως άγιος. Βεβαίως, στον κάθε άνθρωπο ο Θεός έχει δώσει τα δωρήματά του. Υπάρχουν άνθρωποι της αμαρτίας που διά της μετανοίας έχουν λάβει καταπληκτικά χαρίσματα, διότι ο Θεός ουδένα αδικεί. Ακόμη και «επί αδίκους και επί αμαρτωλούς βρέχει» τα χαρίσματά του. Άρα, πόσο μάλλον σε εκείνον που τον κατέστησε ποιμένα του δικού του ποιμνίου.

Πρέπει λοιπόν όλοι να εχωμε κοινή ενατένισι· όχι κοινό ιδανικό αλλά κοινό δώρημα. Έτσι, με το ένα Άγιον Πνεύμα που προσλαμβάναμε αδιαλείπτως, με την ιδία μορφή ζωής, με τα κοινά παλαίσματα και δωρήματα, που δίνομε και παίρνομε από τον Θεόν, συναπτόμεθα σε μία αρραγή ενότητα και μπορούμε να παρασταθούμε ενώπιον του Θεού και να του ζητήσωμε ό,τι θέλομε.

Μία αδελφότητα είναι μία οικογένεια. Μία αδελφότητα σημαίνει ότι ζη από κοινού και αναπνέει το ίδιο φρόνημα. Όπως δεν μπορεί η γυναίκα να έχη άλλη ζωή και ο άνδρας άλλη και τα παιδιά άλλη, διότι σε αυτή. την περίπτωσι η οικογένεια «εμερίσθη» και εσκυλεύθη από τον πονηρό όπως λέγει η Αγία Γραφή, το ίδιο συμβαίνει και με μία αδελφότητα. Με τα κοινά όμως παλαίσματα και δωρήματα αποκτούμε βαθειές ρίζες και έχομε ένα αιώνιο μέλλον. Το μέλλον μιας μονής οπωσδήποτε εξαρτάται από την παρουσία αγίων προσώπων -και αυτό παίζει μεγάλο ρόλο-, παράλληλα όμως εξαρτάται από την παρουσία ανθρώπων, έστω και λίγων, οι οποίοι διακρατούν το φρόνημα της αδελφότητος.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 433-445)
via


Μοναχισμός νήψις και ησυχία

Ας δούμε τώρα μερικά απλά χαρακτηριστικά, χωρίς τα οποία ούτε το Άγιον Πνεύμα ούτε το φρόνημα του Γέροντος ούτε η σύμμορφος ζωή του υποτακτικού προς τον Γέροντα μπορούν να καλλιεργήσουν την προσωπικότητα του μοναχού. Αυτά περιλαμβάνονται μέσα στην ενότητα της αδελφότητος, αλλά πρέπει να τα μνημονεύσωμε ιδιαιτέρως.


Το πρώτο είναι η χαρά μας ενώπιον του Κυρίου. Η χαρά εκφράζει την ευγνωμοσύνη μας στον Θεόν, διότι ποιός άνθρωπος μπορεί να πη ότι δεν οράται αδιαλείπτως από τον Θεόν, δεν κατακλύζεται από τις δωρεές του; Όταν λοιπόν δεν χαίρωμαι, σημαίνει ότι είμαι αγνώμων έναντι του Θεού. Η χαρά είναι η πίανσις, η λίπανσις του χώματος, για να μπορή να πιάση ο σπόρος και να φυτρώση. Ειδάλλως, δεν θα αποδώση παρά μόνον ζιζάνια. Την χαρά μας την αφαιρεί η ιδεολογία μας, ο οραματισμός μας, η ανάμειξίς μας σε ξένα θέματα, η διαταραχή της σχέσεώς μας με τον Γέροντα. Την χαρά την αίρουν επίσης τα πάθη μας. Μπορεί όμως να είναι κάποιος εμπαθής, αλλά να έχη εναποθέσει τα πάθη του στον Θεόν. Τότε δεν έχει καθόλου λύπη· έχει μια ελπίδα. Γενικώς, η χαρά αίρεται, όταν μπαίνη το εγώ στην ζωή μας.

Η ελλειψις χαράς είναι παθολογικό στοιχείο του ανθρωπου, εκούσιο κλείσιμο στον εαυτό του. και ο,τιδήποτε θελήση να κάνη δεν θα το επιτύχη. Πρέπει πρώτα να ξεκαθαρίση το χωράφι του, να δή τί συμβαίνει και δεν είναι χαρούμενος. Εν συνεχεία, να επιδιώξη την χαροποίησι του εαυτού του, και κατόπιν η ειρήνη του Θεού να πάρη την θέσι της χαράς. Έτσι μπορεί ο άνθρωπος να διατηρήση την σχέσι του με τον Θεόν και με τον Γέροντά του και να ζήση μία ζωή αληθινή. Είμαι καλός, πιστός, τέλειος, άγιος; είμαι διδάσκαλος; Εάν δεν είμαι χαρούμενος, δεν είμαι τίποτε. Αξίζει να μου πουν: «Ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν και μετά παραδώσου στον Θεόν». Ο Θεός δεν μπορεί να μπη σε μια καρδιά που δεν είναι χαρούμενη, δεν μπορεί να βρή σημείο επαφής, διότι είναι ειρήνη, είναι πλήρωμα χαράς. Μόνον τα ομοιογενή μπορούν να ενωθούν, γι’ αυτό και μόνον με μια χαρούμενη ψυχή μπορεί να ενωθή ο Θεός. Στον μοναχό ο οποίος δεν είναι χαρούμενος ο Γέροντας δεν μπορεί να κάνη. τίποτε απολύτως, τα χέρια του είναι πλήρως δεμένα. Όποιος νομίζει ότι κοντεύει να φθάση «εις το μέτρον του πλη¬ρώματος των απαιτήσεων του Χριστού» αλλά δεν είναι χαρούμενος, μπορεί να καταλάβη ότι είναι εν τελειότητι πλάνης. Η χαρά είναι το κριτήριο, το θερμόμετρο.

Η χαρά είναι κάτι το εξωτερικό, αλλά και κάτι το εσωτερικό. Πάντως είναι αναγκαία προύπόθεσις, διότι η έλλειψις χαράς κάνει τον άνθρωπο να ερμηνεύη διαφορετικά τα πράγματα και να τα αλλοιώνη. Όπως, εάν ρίξης σε καθαρό νερό μία σταγόνα νιτρικού οξέος, αμέσως θα αλλάξη ουσία, έτσι ακριβώς και μία σταγόνα πικρίας, στενοχώριας, θλίψεως, αλλοιώνει όλη την ατμόσφαιρα του ανθρώπου, εξοβελίζει τον Θεόν.

Αλλά η χαρά χρειάζεται να υπάρχη και στην αδελφότητα, διότι είναι στοιχείο και της προσωπικής ζωής και της αδελφότητος. Δεν μπορώ να είμαι χαρούμενος, αν όλοι πλάι μου δεν έχουν την τάσι και την ατμόσφαιρα της χαράς, ούτε όμως έχω κάποιο όφελος, αν δεν προσλαμβάνω αυτή την χαρά από την αδελφότητα. Μόνον όταν την προσλαμβάνω, μπορώ να πω ότι έχω κοινωνία με τον Γέροντα, και τότε μπορώ να απορροφήσω τον Θεόν διότι ο Θεός είναι η ζωή η οποία υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, αλλά και η ζωή η οποία διά του ανθρώπου διαβιβάζεται.

Ενας υποτακτικός που βλέπει τον Γέροντα ως θεοποιό όργανο ή ως τον τύπο διά του οποίου διαβιβάζει τον εαυτό του ο Θεός, μπορεί να λάβη τόσον Θεόν, όσον δεν περίμενε ποτέ ο Γέροντας. Αναμφιβόλως, ο Γέροντας δεν μπορεί να είναι ένας σωλήνας από τον οποίο απλώς περνάει και διαβιβάζεται ο Θεός. Ο Θεός περνάει μέσα από το είναι του, από το πνεύμα του, από την ψυχή του, από την καρδιά του, από τους πνεύμονές του τους χαλασμένους ή μη. Κατά κάποιον τρόπο διαβιβάζεται το ίδιο το είναι του Γέροντος.

Επί πλέον, για να μπορεί ο υποτακτικός να προσδοκά Θεόν διά του Γέροντος, χρειάζεται ένα δεύτερο στοιχείο, την εγρήγορσι. Η εγρήγορσις είναι μεταπήδησις από την παρούσα ψευδή, απατηλή, κοσμική ζωή, στην αληθινή. Χωρίς εγρήγορσι, ο μοναχός, όσες αποφάσεις και αν πάρη, κοροϊδεύει τον εαυτό του. Η εγρήγορσις —βασικώς του νου, αλλά και της καρδιάς— υψώνει τον άνθρωπο πάνω από το χώμα. Όπως κάποιος, που περπατάει σε λασπωμένο χωματόδρομο, γεμίζει λάσπες, συμφύρεται με τον πηλό, ενώ ο έφιππος μένει ανέγγιχτος, δεν υφίσταται αυτή την αλλοίωσι, το ίδιο συμβαίνει και σε αυτόν που έχει εγρήγορση βρίσκεται υψηλά, είναι υψιβάμων.


Η εγρήγορσις είναι μία αμεριμνία από όλα. Δεν με ενδιαφέρει τούτο ή εκείνο, δεν με ενδιαφέρει πότε θα φύγη ο άλφα, γιατί κλαψούριζε χθες ο βήτα, γιατί ο γάμμα δεν χαμογελούσε…Χρειάζεται πλήρης αφροντισιά και άγνοια και αδιαφορία όλων των πραγμάτων. Ένα μικρό ενδιαφέρον με καθιστά ευθύς αμέσως σαρκοφόρο, οδοιπορούντα επάνω στην λάσπη. Χρειάζεται αδιαφορία όχι μόνον στην σκέψι, αλλά και στην ενέργεια και στην πράξι. Βλέπεις, λόγου χάριν, δύο επισκέπτες να μπαίνουν στο μοναστήρι και αναρωτιέσαι: Ποιοί είναι εκείνοι οι δυό που μπήκαν μέσα; Τί σε νοιάζει εσένα; Θυρωρός είσαι; Και μόνον αυτό φθάνει να σε κατεβάση στο πεζοδρόμιο, σε μια ζωή πεζή. Και αν μεν το πεζοδρόμιο είναι από τσιμέντο, κάτι μπορεί να γίνη. Αν όμως είναι από χώμα, θα γέμισης και συ χώματα, αλλά και το κεφάλι σου θα σπάσης.

Χρειάζεται λοιπόν εγρήγορσις, η οποία προϋποθέτει, πρώτον, την αμεριμνία και, δεύτερον, την ξενιτεία. Να έχης όλη την βεβαιότητα και την αίσθησι πως είσαι ξένος. Κανείς από τους ανθρώπους που είναι μαζί σου δεν είναι δικός σου. Κανενός η ιδέα δεν σε αφορά. Το μόνο που σε αφορά είναι ο Θεός σου, ο Θεός που είναι μέσα στην αδελφότητα. Εάν σε ενδιαφέρει να ζη και ο άλλος όπως ζης εσύ, ή και οι άλλοι να αγαπούν τον Γέροντα, εάν σε ενδιαφέρει ένα πρόσωπο και θέλης να το βοηθήσης, αν έχης μία ξεχωριστή φιλία, αν έχης την τάσι να βλέπης και να ξαναβλέπης έναν άνθρωπο, αν έχης την αγωνία: άραγε τί έγινε; ήρθε ο τάδε; πώς είναι; τότε Θεός σου πλέον είναι ο τάδε. Από την ώρα που μπαίνει μέσα σου κάποιο ενδιαφέρον για τον άλλον, που γίνεσαι οικείος κάποιου ανθρώπου, κάποιας ιδέας, κάποιας επιδιώξεως, κάποιας επιθυμίας, από την ώρα εκείνη γίνεσαι ξένος για τον Θεόν, μπαίνει ένα στοιχείο ανωμαλίας στην ζωή σου, διότι αυτά δεν συμβιβάζονται. Δεν απορείς πλέον να ζήσης φυσιολογικά την ζωή σου. Μόνον μία αγάπη, μία σκέψις, μία ελπίδα, ένα όνειρο, φθάνει πόσο μάλλον μία σύγκρισις ή αντίθεσις με την ζωή των άλλων ή των επιδιώξεων του μοναστηριού.

Βεβαίως, είναι διαφορετικό το τί θα κάνουν τα αρμόδια όργανα, το τί θα κάνη ο θυρωρός για το θυρωρείο του, ο μάγειρας για το μαγειρείο του, ο επίτροπος για τα επιτροπικά του καθήκοντα. Αλλά εγώ δεν μπορώ να έχω τέτοια ενασχόλησι. Μπορώ να κάνω κάτι, εφ’ όσον είμαι τελείως αποξενωμένος. Βλέπω, λόγου χάριν, μία πέτρα στην μέση της αυλής. Μπορώ να την πάρω και να την πετάξω, εφ’ όσον αυτή η πέτρα δεν είναι για μένα αντικείμενο δεσίματος, εφ’ όσον δεν τα βάζω με τους αδελφούς μου που καθάρισαν την αυλή και δεν την πήραν. Διαφορετικά, δένομαι και εγώ με εκείνη την πέτρα και με όλες τις πέτρες της αυλής. Χρειάζεται να είμαι τελείως απροσπαθής και απερίεργος, να ζω πάνω από όλες τις καταστάσεις. Αφ’ ης στιγμής πέφτω με μία ερώτησι ή με μία συζήτησι, είμαι ένας λωποδύτης του Θεού, ακόμη και αν είμαι μεγαλόσχημος. Ξεπέφτω από το αγγελικό μου επάγγελμα και γίνομαι χοϊκός άνθρωπος. Μόνον όποιος στέκεται σε αυτό το πνευματικό ύψος μπορεί να πη ότι έχει εγρήγορσι.

Η εγρήγορσις είναι το μέσον που καθαιρεί και καθαιρεί τις επιθυμίες και τις βουλές του ανθρώπου. Δεν μπορεί διαφορετικά να καθαρισθη το επιθυμητικό και το βουλητικό του ανθρώπου, ή ακόμη και το θυμικό, που είναι πολύ βαθύ γιατί είναι βουτηγμένο στην γνώμη της ψυχής. Αυτό καθαρίζει τελευταίο. Όπως η ψυχή βγαίνει τελευταία, έτσι ακριβώς και η γνώμη του ανθρώπου αποβάλλεται τελευταία. Αλλά ο άνθρωπος μπορεί να καθαρίση τον εαυτό του από τις επιθυμίες και τις βουλές και να τον κάνη ικανό να ζη με τον Θεόν. Όταν η εγρήγορσίς του είναι διαρκής, τότε όλες οι κινήσεις, οι επιθυμίες και οι βουλές παύουν να ενεργούν, απρακτούν συνωθούνται στο βάθος της υπάρξεώς του, δεν μπορούν να βρουν τρόπο να διοχετευθούν εκεί που θέλουν, και από αυτή την συμπίεσι προτιμούν να σηκωθούν και να φύγουν, μαζί με όλους τους δαίμονες πού τις καλλιεργούσαν.

Επομένως, ο μοναχός είναι πάντοτε πλήρης χαράς και πλήρης εγρηγόρσεως και την ημέρα και την νύκτα. Αφ’ ης στιγμής η συναναστροφή μας με τον άλλον στο διακόνημα. στην τράπεζα ή στον περίπατο μας κατεβάζει τα φτερά της εγρηγόρσεως, χάνομε ό,τι κερδίσαμε και δεν μπορούμε να ζούμε εν Πνεύματι. Είναι σαν να γεμίζωμε, να γεμίζωμε την δεξαμενή και μετά, ανοίγομε την οπή και φεύγει όλο το νερό. Χρειάζεται τώρα να αρχίσωμε πάλι από την αρχή, και ποτέ δεν βρισκόμαστε με το Πνεύμα το Άγιον.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 445-450)
via


Μοναχισμός νήψις και ησυχία

 Ας προχωρήσωμε σε ένα άλλο στοιχείο, που έχει σχέσι με την εγρήγορσι και την χαρά και είναι ό κανόνας. Αυτό είναι το καθημερινό φαγοπότι του ανθρωπου, στην γλώσσα δε των ασκητικών Πατέρων αποκαλείται «λειτουργία».

 Όταν οι ασκητικοί Πατέρες ομιλούν περί λειτουργίας, δεν εννοούν την θεία λειτουργία. Αυτήν σπανίως την είχαν. Θεία μετάληψι μπορεί να είχαν συχνότερα, αλλά λειτουργίες είχαν αραιά, και μάλιστα οι ασκηταί. Την καθημερινή τους όμως λειτουργία, δηλαδή τον κανόνα τους δεν τον παρέλειπαν ποτέ, διότι ο κανόνας είναι η ώρα της ιδιαίτερης πάλης με τον Θεόν. Τότε μπορεί κανείς να κερδίζη τον Θεόν ή να τον χάνη. Ο κανόνας είναι ο τρόπος και το ποσόν και το ποιόν της αγρυπνίας του κάθε μοναχού. Προφανώς, δεν εννοούμε τις κοινές αγρυπνίες στον ναό. Εκείνες είναι κάτι άλλο, μία κοινή παράστασις ενώπιον του Θεού. Ο κανόνας είναι η αγρυπνία που κάνομε κάθε ημέρα στο κελλί μας, είναι το μεδούλι της υπάρξεώς μας, το λεπτότερο και το σοβαρώτερο μέρος της μοναστικής ζωής· δείχνει εάν έχωμε Θεόν ή δεν έχωμε, αν έχωμε διάθεσι να τον αποκτήσωμε ή όχι. Όποιος δεν έχει κανόνα, ασφαλώς αυταπατάται ότι έχει Άγιον Πνεύμα.

Δεν υπάρχει Άγιον Πνεύμα «ενεργούν και λαλούν εν ημίν», εφ’ όσον δεν έχομε νυκτερινή ζωή. Και εάν δεν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για νυκτερινή ζωή, τουλάχιστον πρέπει να υπάρχη ο πόθος και η λαχτάρα να τις δημιουργήσωμε, ώστε κάποτε να έχωμε αυτή την νυκτερινή ζωή. Ο Θεός θα δη τον πόθο και θα μας τον πραγματώση. Πότε όμως θα κάνωμε τον κανόνα μας και πότε θα αναπαυώμαστε; Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς το θέμα της αναπαύσεως. Πολλοί Πατέρες κοιμούνταν λίγο το πρωί, άλλοι λίγο το βράδυ, άλλοι μία ώρα το εικοσιτετράωρο. Άλλοι όμως κοιμούνταν τρεις ώρες, άλλοι έξι ώρες, άλλοι επτά ώρες, ανάλογα με την προσωπική αντοχή και τον τρόπο ζωής τους και με την αγωγή που είχαν λάβει. Το βέβαιο είναι ότι αυτή η λειτουργία φέρνει τον φωτισμό στην ψυχή και την ένωσι με τον Θεόν. Στην αγρυπνία φωτίζεται ο άνθρωπος, καθαρίζεται η διάνοιά του, φεύγουν οι λογισμοί, μένει μόνος του ο νους, οπότε μπορεί να αναπετάννυται, να ανέχεται προς τον Θεόν, να τον χαίρεται, να τον αγαπά, να τον γνωρίζη, διότι είναι πλέον ο Θεός του και όχι κάποιος άγνωστος Θεός.


Βεβαίως, όσο άγνωστος και να είναι ο Θεός μας, δεν θα εγκαταλείψωμε την αγρυπνία μας. Θα κουρασθούμε, θα ταλαιπωρηθούμε, για να ζήσωμε μαζί του. Εάν οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν βωμό αφιερωμένο «τω αγνώστω Θεώ», πόσο μάλλον έχομε εμείς. Για να λέμε την αλήθεια, για τους πιο πολλούς ανθρώπους ο Θεός είναι άγνωστος, πέρα από τα σύννεφα, μέσα στον γνόφο. Είναι ένας Θεός που δεν τον ζούμε, δεν τον νοιώθομε, δεν τον ξέρομε. Γι’ αυτό ακριβώς και η πνευματική μας ζωή είναι δύσκολη. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να αδολεσχούμε στην αγρυπνία μας, γι’ αυτό δεν μπορούμε να καθίσωμε περιορισμένοι στην λατρεία. Δεν νοιώθομε τον Θεόν, δεν τον ξέρομε, δεν τον αγαπούμε, ο Θεός δεν μας συγκινεί, δεν σημαίνει τίποτε για μας. Η προσευχή και η αγρυπνία των περισσοτέρων ανθρώπων, καμιά φορά και των μοναχών, είναι ένα πηχτό σκοτάδι. Παρ’ όλα αυτά, ο φωτισμός της ψυχής και η ένωσις με τον Θεόν, δηλαδή η οικειοποίησις του προσωπικού Θεού γίνεται κατ’ αυτές τις ώρες. Είναι σκληρές ώρες, επειδή είμαστε χωρίς Θεόν και καλούμεθα να τον αποκτήσωμε.

Ο Θεός όμως υπάρχει. Ξέρομε ότι ο Θεός είναι στο είναι μας, στην ατμόσφαιρα, στο μοναστήρι, είναι πανταχού παρών. Εν τούτοις, εμείς ζούμε ως «άθεοι εν τω κόσμω», δεν διαφέρομε ούτε από τους αμαρτωλούς ούτε από τους τελώνες ούτε από τις πόρνες ούτε από τους εγκληματίες. Μπορεί να έχωμε «άπασαν την δικαιοσύνην», αλλά το θέμα είναι: έχω προσωπικόν Θεόν εγώ; υπηρετώ τον Θεόν; τον είδα; τον κατάλαβα; με φώτισε εμένα ο Θεός; Όχι τί μου είπε στο όνειρό μου, στο όνειρο που κάνω εγώ, αλλά ποιά μετοχή έχει η υπαρξίς μου στην ζωή του Θεού. Επειδή, κατά κανόνα, μας λείπει ο Θεός, αναγκαζόμαστε να καταλάβωμε ότι η προσευχή μας θα είναι μια άσκησις, ένας αγώνας. Όπως βάζομε την εσχάρα στα κάρβουνα και τοποθετούμε επάνω το κρέας, για να το ψήσωμε, και βλέπομε να χύνεται το αίμα του και οσφραινόμεθα την μυρωδιά του, έτσι ακριβώς και ο κανόνας μας είναι η εσχάρα πάνω στην οποία ξηροψηνόμαστε· είναι η θυσία του εαυτού μας, η άσκησίς μας η οδυνηρή, το δόσιμο της νύκτας μας, της χθαμαλής ζωής μας, της αμαρτίας μας, του ιερού πόθου μας στον Θεόν.

Όλα τα βάζομε εκεί, και έτσι γινόμαστε θύμα του Χριστού. Αν όμως εγώ δεν ζω τον Θεόν, τουλάχιστον ας θυσιάζωμαι γι’ αυτόν τον Θεόν και ας στέκωμαι έτσι ενώπιον του. Ο Θεός βλέπει αυτή την θυσία, το ότι γίνομαι ένας μάρτυς ενώπιον Του. «Αγάγετέ μοι τους μάρτυρας», λέγει ο Κύριος. Έτσι, γίνομαι και εγώ ένας μάρτυς, τον οποίον προσάγει η Εκκλησία στην εσχάρα, σε εκείνο το συγκεκριμένο κελλί μέσα στο σκοτάδι μου, στην πίκρα μου, στην αορασία μου, στην ακατανοησία μου, στην αγνωσία μου, θυσιάζομαι για τον Θεόν. Επειδή ο κανόνας είναι το κέντρο της πνευματικής ζωής, βλέπομε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν πολλούς τρόπους αγρυπνίας, ο καθένας ανάλογα με το πνεύμα του, τον τόπο και τον χρόνο στον οποίο ζη. Άλλος κάνει όλη την νύκτα ορθοστασία. Άλλος διαβάζει Ψαλτήρι, άλλος λέγει μόνον το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», άλλος διαβάζει γονατιστός την Αγία Γραφή επί δύο, τρεις ώρες, άλλος όρθιος· άλλος διαβάζει ενώπιον των εικόνων την Παλαιά Διαθήκη ή το Ευαγγέλιο ή τους ψαλμούς. Ο καθείς κάνει ό,τι μπορεί.

Άλλος εργάζεται, κουβαλάει πέτρες. Χίλιους δυο τρόπους εφευρίσκουν, ούτως ώστε να ξεπεράσουν το αδιαπέραστο τείχος που υπάρχει ανάμεσα σε αυτούς και στον Θεόν. Στο κοινόβιο, όσον αφορά την αγρυπνία μας, πρέπει να βρισκώμαστε σε ένα κοινό σημείο, για να συναντιώμαστε. Στο κοινό αυτό σημείο, άλλος μπορεί να είναι πιο ψηλά και άλλος πιο χαμηλά, ανάλογα με την εισδοχή του Πνεύματος στον νου και στην καρδιά του, ανάλογα με την αγωνιστικότητα και την χωρητικότητά του. Αλλά ποιά πρέπει να είναι η διάρκεια της καθημερινής αγρυπνίας μας; Η αγρυπνία πρέπει να διαρκή όσο το δυνατόν περισσότερο, αρχίζομε όμως με μία ώρα, μετά πάμε στις δύο, στις τέσσερις, στις πέντε ώρες. Αυτό έρχεται φυσιολογικά, εξοικειώνεται ο οργανισμός. Όπως εξοικειώνεται ο άνθρωπος με την φτώχεια του και δεν μπορεί να κάνη στον πλούτο, ή με τον πλούτο και δεν μπορεί να κάνη στην φτώχεια, ή με το χωριό και δεν μπορεί να κάνη στην πόλι, έτσι ακριβούς συμβαίνει και με την αγρυπνία.



Βεβαίως δεν θα υποφέρωμε, αλλά θα κουρασθούμε λιγάκι· διότι πώς αλλοιώς από την χοντροκοπιά μας, από την ραθυμία μας και την υπνηλία μας, θα φθάσωμε στην κατάστασι του στρουθίου που αγρυπνεί ενώπιον του Θεού; Πώς από άνθρωποι θα γίνωμε άγιοι; Τα μάτια μας θα πρησθούν, θα πονέσουν. Όλα όμως αυτά θα γίνουν εξελικτικά, δεν θα γίνουν αμέσως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας έκαναν πάρα πολλές δοκιμές, για να μπορέσουν να συνηθίσουν στην αγρυπνία. Δεν με υποχρεώνει κανένας να αγρυπνώ και μετά να σπάω και να μην μπορώ να ξεκουράζωμαι ή να μην μπορώ να κάνω την δουλειά μου ή να κοιμάμαι όλη την νύκτα στην καρέκλα και να ταλαιπωρούμαι. Ο Θεός δεν είναι σωματοκτόνος ούτε ψυχοκτόνος. Ο Θεός είναι ζωοδότης, σωτήρας. Σκοτώνει τα πάθη, μας, όχι εμάς τους ίδιους. Επίσης, διαφέρει και η ώρα που κάνομε την αγρυπνία. Άλλοι από τους Πατέρες προτιμούσαν να συνεχίσουν την ημέρα τους με την αγρυπνία και να ξεκουρασθούν τις πρωινές ώρες.

 Άλλοι, οι περισσότεροι, έκαναν το αντίθετο. Ξεκουράζονταν και εν συνεχεία φρέσκοι έκαναν την αγρυπνία τους. Άλλοι κοιμούνταν λίγο, αγρυπνούσαν και εν συνεχεία πάλι ξεκουράζονταν λίγο. Ο καθένας μπορεί να έχη τον τρόπο του. Πάντως, αυτό που προσιδιάζει περισσότερο στο δικό μας πλαίσιο είναι, να προτιμάμε τις ώρες τις μεσονύκτιες ή τις μεταμεσονύκτιες. Το να συνέχισης την ημέρα σου με την αγρυπνία είναι πολύ εύκολο. Αυτό το κάνουν και οι φοιτητές, και οι μαθητές, και οι καθηγητές, και οι εργοστασιάρχες, και οι εργάτες. Έτσι κάνει όλος ο κόσμος. Μπαίνεις και συ μαζί με την κοσμική εργατιά ή τον φοιτητόκοσμο, μαζί με τους παλιούς φίλους σου. Ενώ το «μετά» είναι κάτι που προσιδιάζει στους ανθρώπους της Εκκλησίας. Είναι πιο σκληρό να σηκωθή κανείς την νύκτα, να αφήση τις κουβέρτες του, όταν μάλιστα είναι χειμώνας και ακούη τον αέρα να σφυρίζη, να κτυπά στο παράθυρό του. Αλλά μία ώρα όλοι μπορούν, ακόμη και οι ανάπηροι και αυτοί που τους λείπει το μυαλό.



Ας δίνωμε στον Θεόν το μεσονύκτιο μας· αυτό είναι το καλύτερο. Βεβαίως, εξαρτάται από τον τρόπο της ζωής μας και από τον τόπο, στον οποίο βρισκόμαστε, αλλά εμείς ας κάνωμε την προσπάθεια μας. Μία ώρα προσευχής το μεσονύκτιο έχει περισσότερη ενέργεια από δέκα ώρες προσευχής την ήμερα. Όποιος δεν χρησιμοποιεί αυτές τις ώρες, οι ώρες και οι ημέρες του συνήθως είναι αγονώτατες. Κοιμάσαι το μεσονύκτιο; Η ζωή σου θα είναι πάντοτε μία ζωή αδύναμη. Παραλύει η ύπαρξίς σου, όταν δεν έχης την νύκτα δική σου, διότι δεν μπορείς να πάρης το Πνεύμα. Το μεσονύκτιο γνωρίζει και αναγνωρίζει ο Θεός, αλλά το μεσονύκτιο το μόνιμο. Είτε είσαι στο κελλί, είτε εκτός μονής, το μεσονύκτιο να είσαι ενώπιον του Θεού. Να ξέρης ότι αυτή η ώρα ανήκει στον Θεόν. Αυτή η ώρα είναι η ώρα που θα παλέψης και θα αντιμετώπισης τον Θεόν, και θα πρέπει ο Θεός να γίνη ο δικός σου Θεός· είναι ή ώρα της δικής σου κλίμακος.

 Το μεσονύκτιο αγρυπνεί και η Εκκλησία και παλεύει με τους δαίμονες, διότι τότε οι δαίμονες πειράζουν τους ανθρώπους και τους πλανούν οδηγώντας τους στην διασκέδασι ή στο έγκλημα. Αυτές τις ώρες υποφέρουν οι άρρωστοι, ταλαιπωρούνται οι αμαρτωλοί. Αυτές τις ώρες, που είναι ώρες ησυχίας, το Άγιον Πνεύμα φωτίζει τον άνθρωπο, και ο Θεός αγαπάει να βρίσκη το πλάσμα του και να του μιλάη. Τότε μπορεί κανείς να γίνεται νικητής. Αυτές τις ώρες και οι άγιοι της Εκκλησίας μας προσκυνούν και δοξολογούν τον Θεόν, ο οποίος κατά κάποιον τρόπο εγείρεται. Πόσο ωραία παρουσιάζει το Ευαγγέλιο και η Παλαιά Διαθήκη, ιδιαίτερα οι ψαλμοί, τον Χριστόν εγειρόμενον! Εγείρεται ο Θεός την ώρα εκείνη «νικών και ίνα νικήση και συεχίση την ζωή του «νικών». Εάν δεν θα συμμετέχωμε σε αυτή την πανεκκλησιαστική σύναξι, δεν θα μπορέσωμε να νοιώσωμε την συντροφιά, την κοινότητα της εκκλησιαστικής μας εν Χριστώ ζωής. Σήκω λοιπόν και συ μία ώρα πριν από το μεσονύκτιο, ή έστω και μετά, και χρησιμοποίησε αυτές τις ώρες, θα δης ότι ο Θεός είναι εύληπτος, ευαίσθητος.

Συνήθως παραπονούμεθα ότι ο Θεός είναι σκληρός, ότι του φωνάζαμε και δεν μας απαντά. Ο Θεός όμως είναι περισσότερο ευαίσθητος και από το πιό ευαίσθητο πλάσμα της οικουμένης. Αλλά έχει και εκείνος τις ώρες του, «άχρις ου το σήμερον καλείται», που μπορείς να του μιλήσης. Πρέπει να ξέρης τα «χούγια» του Θεού. Και ο Θεός έχει αυτό το «χούι»: το μεσονύκτιο να μιλάη στον άνθρωπο. Εάν τότε τον ζήτησης, μετά, οποιαδήποτε στιγμή τον θέλησης, θα τον έχης στο χέρι σου. Αν τότε δεν τον ζητήσης, δεν θα τον έχης σχεδόν ποτέ στο χέρι σου. Θα εχης ίσως κάποιες μελιστάλακτες στιγμές, όμορφες περιστάσεις στην ζωή σου, ωραίες καμιά φορά σκέψεις, δεν θα εχης όμως τον Θεόν. Ο Θεός τότε παρουσιάζεται στα τέκνα του. Ο Θεός τότε δεσπόζει στους αγίους. Τότε το ουράνιο θυσιαστήριο προσφέρει την ολοκάρπωσι, και οι άγιοι νοιώθουν την κοινότητα με τους πιστούς και τους προσδοκούν για να τελειωθούν μαζί τους. Γι’ αυτό η Εκκλησία μας δεν έπαψε να χρησιμοποιή το μεσονύκτιο. Κατήρτισε την ακολουθία του μεσονυκτικού και όλες τις ακολουθίες τις συνέδεσε με το μεσονύκτιο.

Όποιος χρησιμοποιεί το μεσονύκτιο, γίνεται πολύ εύκολη η ζωή του. Και ο Θεός, ο ευαίσθητος Θεός, μπορεί και σε συναντά και δεν σε αφήνει να κουράζεσαι άδικα, όπως νομίζεις εσύ. Εφ’ όσον έχω την ατμόσφαιρα της χαράς, την ολοήμερη και ολονύκτια εγρήγορσι, και εφ’ όσον δίνω ιδιαίτερη σημασία στον κανόνα μου, ο οποίος δεν είναι μία στιγμή κοσμική, μία έντασις των επιθυμιών μου, ένα ξεγέλασμα του εαυτού μου, αλλά είναι μία αληθινή συνάντησις με τον Θεόν, ή έστω ένα αληθινό καμίνι, μία πυρκαιά την οποία υφίσταμαι, ένα ολοκάρπωμα, μία θυσία τελεία για τον Θεόν, πώς πρέπει να ίσταμαι ενώπιον του Θεού κατά την διάρκεια της αγρυπνίας μου; Ασφαλώς, όταν κάποιος ξεκινά τήν αγρυπνία του, νυστάζει, βαριέται, έχει απιστία, απελπισία, νομίζει ότι αυτός είναι χαμένος, ότι αυτός ούτε έκανε ούτε θα κάνη ποτέ τίποτε στην ζωή του. Αυτό είναι το σύνηθες για κάποιον που αρχίζει την αγρυπνία του. Μπορεί να είναι και ένας εβδομηντάρης μοναχός, και ακόμη να μην έχη αρχίσει να κάνη λειτουργία με την ασκητική έννοια, διότι ίσως έχει μάθει να χορταινη τον ύπνο του και μετά να σηκώνεται να κάνη την προσευχή του.

 Ή ίσως έχει μάθει ότι ο κανόνας είναι κάτι τυπικό: να κάνη τετρακόσιους κόμπους, τριακόσιες μετάνοιες, λίγη μελέτη και μετά τελειώσαμε. Και αυτό, από το τίποτε, κάτι είναι· μου υπενθυμίζει ότι δεν έχω Θεόν. Αλλά δεν αρκεί μόνον αυτό. Η αγρυπνία πρέπει να γίνεται με τον τρόπο που μου την ζητά η Εκκλησία και όπως βοηθά έμενα για να παρασταθώ ενώπιον του Θεού.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 450-458) 


 πηγή
via


 Μοναχισμός νήψις και ησυχία

Μερικοί νομίζουν ότι πρέπει να έχουν πολλή μελέτη στην αγρυπνία τους, άλλοι πολλή προσευχή, άλλοι ότι πρέπει να τους χαρίση ο Θεός οράματα, ακροάματα, θεοπτίες, για να αποδείξη ότι υπάρχει ή ότι τους αγαπά. Όλα αυτά αναμφιβόλως είναι υπερβολές, τις οποίες εκμεταλλεύεται ο αντίδικος για να μας καταπιή.


Πώς λοιπόν ιστάμεθα ενώπιον του Θεού; Κατ’ αρχάς, ιστάμεθα σαν απλά παιδιά του. Η αγρυπνία μας είναι η ώρα της αγάπης μας με τον Θεόν. Όπως οι άνθρωποι έχουν τις ώρες που θέλουν να αγαπούν και να αγαπιούνται, έτσι και εμείς έχομε τις ώρες που ζούμε μαζί με τον Χριστόν μας, τις ώρες που τον περιμένομε και μας περιμένει, που προσπαθούμε να δείξωμε την αγάπη μας κατά τον τρόπο που καταλαβαίνει εκείνος. Εμένα, αν μου φέρης ένα γλυκό, μου κερδίζεις την καρδιά. Του άλλου την κερδίζεις με το να του πας ένα βιβλίο· αν του πας γλυκό, θα αποτύχης. Το ίδιο και ο Θεός· θέλει να του πας τα δικά του δώρα, τα δικά του δωρήματα, αυτά που τα καταλαβαίνει. Επί πλέον, εφ’ όσον η ψυχή μας είναι αδύνατη και τρικυμίζεται, και εφ’ όσον υπάρχει «αντίδικος ωρυόμενος», η ψυχή μας θέλει ενίσχυσι, θέλει τον τρόπο της για να μπορή να ξεπερνά τον εαυτό της και να νικά και να χαίρεται τον Θεόν. Γι’ αυτό θα αναφερθούμε σε μερικά πολύ απλά θέματα.

Το πρώτο, που πρέπει να επιτύχω στην αγρυπνία μου, μετά την έγερσί μου, είναι το ξύπνημά μου. Πώς θα ξυπνήσω; Άλλος κάνει μετάνοιες, άλλος πλένει το κεφάλι του, τα μάτια του, άλλος κάνει περίπατο έξω από το κελλί του μέσα στο μοναστήρι ή, όταν είναι ερημίτης, επάνω στα βουνά. Αλλά οι Πατέρες χρησιμοποιούσαν πολλούς τρόπους και για να ξυπνούν. Άλλοι ζητούσαν να τους χτυπούν την πόρτα. Άλλοι είχαν κάτι επάνω τους, μια σφαίρα επί παραδείγματι, η οποία έπεφτε και ξυπνούσαν. Σε άλλους έφθανε μία καρφίτσα, που θα έπεφτε από πάνω τους ή από το χέρι τους ή από την βάσι ενός κεριού, που το άναβαν και, όταν έλειωνε, έπεφτε η καρφίτσα και ξυπνούσαν.

Ο ύπνος είναι ένας δούλος που μπορείς να τον κάνης ό,τι θέλεις. Όποτε θέλομε καλούμε τον δούλο μας, όποτε θέλομε του λέμε, πήγαινε τώρα να ξεκουρασθής και, όταν σε χρειασθώ, θα σε ξαναφωνάξω. Ο ύπνος ξέρει να υποτάσσεται στον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος υποτάσσεται στο αφεντικό του, τον Θεόν;

Τα αγρίμια της γης υποτάσσονται στον Θεόν και στον αφέντη τους. Δεν θα υποταχθη ο ύπνος στον άνθρωπο; Αρκεί ο καθένας μας να βρη το δικό του μέτρο και τις δικές του σημερινές δυνατότητες, διότι δεν χρειαζόμαστε πάντοτε τις ίδιες ώρες ύπνου. Τώρα χρειάζομαι οκτώ ώρες, αλλά μετά από έναν χρόνο μπορεί να χρειάζωμαι πέντε ώρες και μετά τρεις ώρες. Αν τυχόν μετά από τρία χρόνια αρρωστήσω, θα χρειάζωμαι έξι ώρες. Όταν θα είμαι ταπεινός, δεν θα επιδιώκω να κάνω το θέλημά μου και τις επιθυμίες μου, αλλά αυτό που θα μπορώ να κάνω εξ αιτίας των νέων συνθηκών.

Αλλά, για να υποτάξω τον δούλο που λέγεται ύπνος και να τον θέσω υπό τις διαταγές μου, είναι ανάγκη να ξεπεράσω τα ορμέμφυτά μου, τις επιθυμίες μου, διότι αυτά είναι, ως επί το πλείστον, η αιτία και δεν έχω τον ύπνο στα χέρια μου. Θα πρέπει να μάθω να λέγω, έλα ύπνε, να κλείνω τα μάτια και να κοιμάμαι. Πολλοί όμως είναι τόσο σπασμένοι από τα αποτυχημένα τους όνειρα, από τους πόθους και τα βουλήματά τους, από τα θελήματα και τις απογοητεύσεις τους, από τις ελπίδες και τις απελπισίες τους, ώστε μπορεί να πέσουν στο κρεββάτι, και να τους πάρη ο ύπνος μετά από τρεις και τέσσερις και πέντε ώρες, ή μπορεί να μην τους πάρη και καθόλου. Έκτος αν είναι καθαρώς θέμα υγείας, αλλά και τότε ο παράγων ψυχή παίζει τον ρόλο του. Σε κάθε άλλη περίπτωσι ο άνθρωπος μπορεί να κυβερνά τον ύπνο του: θέλω να κοιμηθώ; να κοιμάμαι· θέλω να ξυπνήσω; να ξυπνώ.

Για να επιτύχω λοιπόν στον κανόνα μου, πρέπει, πρώτον, να κάνω υποχείριο τον υπηρέτη μου που λέγεται ύπνος. Δεύτερον, χρειάζεται να ηρεμήσω, να νοιώσω ειρήνη και γαλήνη· να σταθώ χωρίς υπερδιέγερσι, χωρίς υπερέντασι του νευρικού και του ψυχικού συστήματός μου, και εν συνεχεία να ανεβάσω τον νου μου εκεί που εγώ θέλω. Ο νους μου δεν πρέπει να είναι σαν ένας αλήτης που πάει από εδώ και από εκεί· δεν πρέπει να γυροφέρνη όπως οι κυκλευταί μοναχοί, αλλά να επιστρέφη στον εαυτό του.

Πού όμως θα καθίσω; Προτιμώ να καθίσω σε πολυθρόνα; Μπορώ να καθίσω. Η πολυθρόνα έμενα μου φέρνει ύπνο; Θα καθίσω σε μια άλλη καρέκλα, ή στον ξύλινο καναπέ, ή στο ξύλινο χαμηλό κρεββάτι μου. Επίσης, μπορώ να κάνω ένα σκαμνάκι με τρία πόδια, ώστε, εάν με πάρη ο ύπνος, να πέσω και να ξυπνήσω. Ό,τι θέλω μπορώ να κάνω, μόνο να είμαι ήρεμος, διότι, όταν είμαι ήρεμος, εξουσιάζω την αναπνοή μου, τους χτύπους της καρδιάς μου, το πνεύμα μου, τα πάντα. Μπορώ τότε να πω: έλα, Θεέ μου, και να το αντιληφθώ. Όταν όμως η καρδιά χτυπάη άτακτα, όταν η αναπνοή μου γίνεται άτακτα, όταν μέσα μου τα βουλήματά μου είναι δυνατά, πώς να πάρω είδησι τον Θεόν; Μόνον αν έχω καμιά σατανική φαντασία, τότε θα πω: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σε ευχαριστώ που καταδέχθηκες να μπης στο αμαρτωλό μου κελλί», αλλά δεν θα είναι αυτός ο Χριστός. Χρειάζεται λοιπόν να ηρεμήσω, να είμαι ξεκούραστος, όχι τόσο σωματικά, όσο πνευματικά. Η υποδούλωσις του ύπνου και η ηρεμία είναι μία προετοιμασία.

Τρίτον, θα επιδιώξω την συντριβή της καρδίας και τις μετάνοιες. Μόνον «καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Όταν όμως εγώ έχω την επίγνωσι της αρετής μου, των χαρισμάτων μου, των αγιοτήτων μου, όταν ζητώ από τον Θεόν θείες ελλάμψεις, όταν του ζητώ να γίνω και εγώ μεγάλος, δεν μπορώ να έχω συντριβή καρδίας. «Ζηλούτε τα χαρίσματα τα κρείττονα», λέγει, ο Απόστολος, και το μείζον είναι η αγάπη προς τον Θεόν. Δεν θα ζητήσω λοιπόν κάτι άλλο από την συντριβή, ούτε θα καθίσω σαν δίκαιος ενώπιον του Θεού και θα του απαιτήσω. Αυτό που θα κάνω θα είναι να του ομολογήσω την αμαρτία μου, την ανομία μου, την φτώχεια μου, με τέτοια διάθεσι, ώστε να μη μου υποθάλπη τον εγωισμό, αλλά να μου συντρίβη την καρδιά. Τότε ό Θεός θα επίβλεψη στην καρδιά μου, διότι ο ίδιος λέγει: «Επί τίνα επιβλέψω; Αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και τον ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου».

Επομένως, δεν αρκεί μόνον να διαβάζω ή να προσεύχωμαι. Είναι απαραίτητο να επιδιώξω την συντριβή της καρδίας, η οποία μπορεί να γίνη και με την στάσι μου και με ορισμένες σκέψεις που θα κάνω για τον Θεόν, ή με οτιδήποτε άλλο. Όλα αυτά βεβαίως είναι εισαγωγικά. Μπορώ ακόμη να γονατίσω ενώπιον του Θεού και να τον παρακαλέσω να μου συγχώρηση την αμαρτία μου, που πιθανόν δεν την ξέρω, δεν την φαντάζομαι, αλλά ξέρω πως είμαι αμαρτωλός.

Εν συνέχεια θα κάνω μετάνοιες· με τον όρο «μετάνοιες» εννοούμε και τις σωματικές μετάνοιες. Συμβάλλουν πολύ και αυτές, όπως το βλέπομε καθημερινά. Μερικοί μοναχοί έκαναν χιλιάδες μετάνοιες, ενώ ήταν ακόμη στον κόσμο. Οι μετάνοιες είναι και υπόθεσις εποχής, υγείας, τόπου. Πάντως, έχουν μία σημασία, όπως μαρτυρεί η προσωπική πείρα, οι Πατέρες της Εκκλησίας και τα βιβλία μας. Είναι ένας κόπος, μία θυσία ενώπιον του Χριστού. Οι κοσμικοί άνθρωποι σηκώνονται το μεσονύκτιο για τα παιδιά τους, για τον άνδρα τους, για άλλες υποθέσεις. Η δική μας η κούρασις την νύκτα είναι οι μετάνοιες.

Κυρίως όμως. με τον όρο «μετάνοιες», εννοούμε διεγέρσεις της ψυχής μας για να μετανοήση, διότι το πιο ισχυρό γεγονός της ζωής μας είναι η παχυλότητα της σαρκἰνης και της δήθεν πνευματικής καρδιάς μας, που δεν θέλει ποτέ να αναγνωρίση ότι είναι αμαρτωλή. Εάν λέμε ότι είμαστε αμαρτωλοί, το λέμε με τα χείλη, αλλά δεν το παραδεχόμαστε και δεν το καταλαβαίνομε. Μπορεί να πούμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» ή «ήμαρτον ενώπιόν σου», εάν όμως μας ρωτήσουν τί αμαρτίες κάναμε, θα πούμε, δεν έκλεψα, δεν σκότωσα, ό,τι λένε οι κοσμικοί άνθρωποι. Τουλάχιστον αυτοί δικαιολογούνται, διότι δεν καταλαβαίνουν. Εμείς δικαιολογούμεθα να μην καταλαβαίνωμε; Όταν λοιπόν λέμε μετάνοιες, εννοούμε τέτοιες προσπάθειες, να ξεσηκώνωμε την καρδιά και τον νου μας, για να καταλάβουν την αμαρτωλότητά τους και να έχουν όχι μία, αλλά αλλεπάλληλες μετάνοιες.

Για να βοηθήσωμε την καρδιά και τον νου μας να μετανοήσουν, προσπαθούμε να δημιουργήσωμε μία ατμόσφαιρα σοβαρή, αξιοπρεπή, κατανυκτική. Την ώρα εκείνη, και μάλιστα τις ευγενέστερες και ωραιότερες στιγμές, αν θυμηθής κάτι, μην το γράψης. άφησέ το. Όταν ο κανόνας σου είναι πέντε ώρες, είναι φυσικό, κάτι που θα σου πη ο Θεός, να θέλησης να το γράψης για να το παρουσίασης στον Γέροντα σου· παρ’ όλα αυτά, μην το κάνης τις στιγμές που η καρδιά πια αρχίζει να ανεβαίνη στον Θεόν. Τότε δεν θέλομε κανέναν, ούτε και τον Γέροντα· έχομε τον Κύριόν μας και τον Θεόν μας.

Πώς όμως πετυχαίνω την συντριβή; όχι τεχνικά, αλλά με την φυσική μου στάσι και τοποθέτησι ενώπιον του Θεού. Έστω, και αν δεν το νοιώθω, το ξέρω ότι είμαι αμαρτωλός. Παρουσιάζω λοιπόν τον εαυτό μου σαν αμαρτωλά ενώπιον του Θεού, για να μπορέσω κάποτε να το καταλάβω και να οδηγηθώ στην αληθινή μετάνοια. Αυτή είναι δώρο του ιδίου του Θεού, αποτέλεσμα των πολλών μου εξομολογήσεων και μετανοιών, των πολλών μου κόπων και συντριβών.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποκαλούσαν τον εαυτό τους μοιχό, τάλα, πόρνο, κλέφτη, ληστή, ενώ ούτε στο όνειρό τους δεν είχε συμβή κάτι τέτοιο. Εν τούτοις, απέδιδαν στον εαυτό τους όλα αυτά τα αμαρτήματα, είτε σαν μία προσπάθεια να προσφέρουν το είναι τους στον Θεόν, είτε σαν μία προσπάθεια να πετύχουν το έλεος του Θεού, ή να συντριβή επί τέλους αυτή η μαλθακή και σκληρή καρδιά και να καταλάβη ότι είναι αμαρτωλή. Εμείς δεν καταλαβαίνομε την αμαρτία μας. Ενώ είμαστε γεμάτοι από αμαρτίες, δεν καταφέρνομε να έχωμε την αμαρτία μας διαρκώς ενώπιον των οφθαλμών μας, όπως λέγει ο Ψαλμωδός: «Η αμαρτία ενώπιόν μού έστι διά παντός». Εμείς έχομε το ιδανικό μας, την ιδεολογία μας, τις απαιτήσεις μας από τον Θεόν, τα όνειρο να φθάσωμε ψηλά, να επιτύχωμε πολλά. Γι’ αυτό δεν υψωνόμαστε ούτε ένα δακτυλάκι πάνω από την γη.

Πολλοί Πατέρες, για να πετύχουν την συντριβή, κτυπούσαν τα στήθη τους όπως ο τελώνης, λέγοντας «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»· άλλοι διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους. Εμείς βέβαια δεν θα κάνωμε τέτοια πράγματα, θα στεκώμαστε όμως με αξιοπρέπεια. Δεν θα καθίσω, λόγου χάριν, επάνω στο κρεββάτι μου για να διαβάσω, ή δεν θα ξαπλώσω για να προσευ¬χηθώ. Άλλο όταν προσεύχωμαι νοερά με το «Κύριε Ιησού Χριστέ» επί ώρες. Τότε θα το πω και καθιστός και όρθιος και ξαπλωμένος, μπρούμυτα και ανάσκελα. Αυτή η προσευχή είναι ολονύκτια αγωνία για τον Χριστόν. είναι μία πάλη. Επειδή φέρω την αδυναμία της σαρκός, τότε θα τα χρησιμοποιήσω όλα, για να μπορέσω να νικήσω.

Στέκομαι λοιπόν ενώπιον του Θεού επιδιώκοντας την συντριβή της καρδίας, το σπάσιμο του πάγου, με τις εξομολογήσεις ενώπιον του Θεού, και προσπαθώντας να κατανοήσω ότι εδώ είμαστε εγώ, ο τιποτένιος, και ο Κύριός μου.

Κύριε, του λέγω, είσαι αόρατος, αλλά είσαι αληθινός. Είμαι ένα σκουπίδι της γης, και συ είσαι ο μεγάλος Θεός, «ο επί θρόνου χερουβικού εποχούμενος, ο των σεραφίμ Κύριος και βασιλεύς του Ισραήλ». Συ είσαι ο πλάστης μου. Είσαι αυτός που με ξέρεις μέχρι της τελευταίας λεπτομερείας ξέρεις και το πνεύμα μου και την ψυχή μου και την σάρκα μου. Δεσπόζεις της οικουμένης. Είσαι αυτός δίχα του οποίου τίποτε δεν γίνεται και έκτος του οποίου δεν υπάρχει τίποτε και εν τω οποίω υπάρχουν τα πάντα. Είσαι ο μεγάλος Θεός, ο πλήρης δόξης, ο πλήρης άγιότητος, ο πλήρης τελειότητος, και εγώ είμαι ο μηδαμινός.

Θα σκύψω, θα κλάψω, θα γονατίσω, θα προσκυνήσω, θα ξαναπροσκυνήσω, θα ξανακλάψω, μέχρις ότου συντριβή η ψυχή μου. Αν μπορώ να το κάνω αυτό σε έναν ναό, είναι προτιμότερο. Αν δεν μπορώ, ας το κάνω μέσα στο κελλί μου. Ο καθημερινός μου στίβος είναι το κελλί μου. Αν έχω κελλί που είναι ναός του Θεού, κερδίζω. Αν δεν έχω, ας βρω κάτι άλλο.

Θα επιδιώξω όμως την συντριβή της καρδίας και τις μετάνοιες όχι σαν ένα μέσο μαγικό, αλλά σαν κάτι που μου χρειάζεται. Η συντριβή δεν χρειάζεται στον Θεόν. Δεν έχει ανάγκη ο Θεός ούτε από τις αρετές μου ούτε από τις κακίες μου ούτε και από την συντριβή της καρδίας μου. Εγώ έχω ανάγκη αυτής της συντριβής, για να μπορώ να παρίσταμαι ενώπιόν του. Μόνον να μη συγχέωμε την πραγμάτωσι των επιθυμιών μας με την συντριβή, διότι, όταν έχωμε μια λαχτάρα και πραγματοποιήται, όταν έχωμε κάποιο όνειρο και νομίζωμε ότι το πλησιάζομε, όταν φαντασθούμε ότι ο Θεός αρχίζει να μας πλησιάζη. τότε εμείς χαιρόμαστε ή και κλαίμε και συντριβόμαστε. Επίσης, όταν σκεφθούμε την αμαρτία μας, μπορεί να κλάψωμε, αλλά δεν σημαίνει ότι κλάψαμε για τον Θεόν. Κλάψαμε γιατί θυμηθήκαμε την αμαρτία μας. Δεν είναι αυτό το θεϊκό κλάμα, το κλάμα της ταπεινοφροσύνης και της συντριβής· είναι το κ/άμα το χοϊκό, το ανθρώπινο, το ψυχικό. Έκλαψα, γιατί εγώ έκανα το τάδε κακό. Αυτό είναι θυμίαμα στο εγώ μου. Χρειάζεται προσοχή να μην μπερδεύεται ο πόθος μας, η ελπίδα μας και η απελπισία μας με την παρουσία του Θεού. Το πραγματικά δάκρυ είναι ξένο προς ό,τι αφορά τον εαυτό μας.

Μετά την συντριβή της καρδίας και της μετανοίας έρχεται η καθαρότης του βίου διά της οποίας βλέπομε τον Θεόν. Εμείς οι άνθρωποι θέλομε να δούμε τον Θεόν, αλλά πώς θα τον δούμε;

Ο κάθε άνθρωπος έχει πάρει το δικό του δώρημα από τον Θεόν, για να τον δη. Στον κάθε άνθρωπο ο Θεός έχει ξεδιαλύνει το πως θα τον δη. Το βέβαιο είναι ότι ο Θεός οράται με μύριους τρόπους, αυτό όμως εξαρτάται από την δική μας καθαρότητα. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται», λέγει ο Κύριος.

Με τον όρο «καθαρότητα» εννοούμε την καθαρότητα από την αμαρτία, αλλά προπάντων την καθαρότητα του νου. Ιδιαίτερα στο στάδιο αυτό δεν πρέπει να επιτρεπωμε στον νου μας να ασχοληθή με κάτι άλλο, έκτος από την προσευχή. Την ώρα που αγρυπνείς, είναι δυνατόν να σου μπη μία ωραιότατη σκέψι. Διώξε την. Μπορεί να σου έρθη μία ανάμνησις της αγάπης του Θεού, ο οποίος σταυρώθηκε για σένα. Μακριά τώρα και ο σταυρός του Χριστού. Δεν σου χρειάζεται τίποτε. Το μόνο που σου χρειάζεται είναι η καθαρότης, δηλαδή το άδειασμα του νου από το κάθε τι, καλό ή κακό. Μπορεί να σου γεννηθή η επιθυ¬μία να πης: Θεέ μου. ας είμαι για σένα νεκρός, άδειος. Τίποτε από όλα αυτά. Την ώρα εκείνη ο νους πρέπει να μείνη αχρωμάτιστος, κενός, να απαλλαγή από το κάθε τι, για να μπορής να τον γέμισης με την ευχή του Ιησού ή με άλλες μικρές προσευχές των αγίων. Αν δεν μπορούμε διαρκώς να κάνωμε την νοερά προσευχή, είναι δυνατόν να γεμίζουμε την ώρα μας με πολλές προσευχές. Οπωσδήποτε όμως η νοερά προσευχή είναι η πιο θετική, η πιο σύντομη, η πιο αποφασιστική, η πιο καρποφόρος και η πιο αρεστή εις τον Χριστόν.

Η καθαρότης του νου είναι βασική προϋπόθεσις, για να επιτύχωμε εν συνεχεία την καθαρότητα του βάθους της ψυχής μας από τα πάθη. Η καθαρότης του νου προσελκύει μέσα μας τον Θεόν, και τότε ο Θεός μπορεί να καθαρίση την καρδιά μας από τα πάθη τα οποία έχομε είτε από τον Αδάμ και την Εύα, είτε εκ κληρονομικότητος, είτε από τις δικές μας απροσεξίες. Εμείς δεν μπορούμε να κάνωμε κάτι, για να είμαστε «καθαροί τη καρδία». Μπορούμε όμως να έχωμε καθαρότητα νου.

Επιδιώκομαι λοιπόν το άδειασμα του νου και το γέμισμά του με τις λέξεις που λέμε στον Θεόν. Ο νους μας πηγαίνει μόνον στο γράμμα και στο νόημα των λέξεων. Ούτε τον ίδιον τον Θεόν δεν θα ζητάμε, διότι ζητώντας τον ζητάμε τον εαυτό μας και χάνομε τον Θεόν. Ο Θεός ευρίσκεται σε εκείνους που δεν τον ζητούν, σε εκείνους που δεν ερωτούν γι’ αυτόν.

Επίσης, στην προσευχή μας θα ζητάμε από τον Θεόν την ευφροσύνη της καρδίας μας, θα την ζητάμε δε ως μαρτυρία της παρουσίας και της αγάπης του. Αυτή δικαιούμεθα να την ζητάμε. Αγνοώντας τον Θεόν και ζώντας χωρίς αυτόν, η ζωή μας είναι τόσο βαρειά και σκληρή, ώστε θέλομε κάτι που να μας κάνη πιο ελαφριά την ζωή μας και πιο αερίσια την προσευχή μας, για να μπορή να ανεβαίνη άνετα. Αυτό μπορούμε να το επιτύχωμε με την ευφροσύνη. Η ευφροσύνη είναι μία πανήγυρις της καρδιάς, μία εκδρομή, μία ξεκούρασις και απόλαυσις του νου, ένα βίωμα της ψυχής, κάτι που μένει στην ζωή μας. Η ευφροσύνη, μας κάνει να αρχίζωμε με πολύ θάρρος και διάθεσι και χαρά την αγρυπνία μας, να την επιθυμούμε, να την αυξάνωμε.

Αλλά, εάν υποθέσωμε ότι η αγρυπνία μας είναι σκληρή σαν τον θάνατο, μαύρη σαν την σκοτεινιά της νύκτας, βαρειά σαν το πιο βαρύ σύννεφο που μπορεί να πέση επάνω μας, τότε τί θα κάνωμε; Τότε ας κλαύσωμε, ας μοχθησωμε, ας παρακαλέσωμε, ας απειλήσωμε τον Θεόν, για να μας δώση την ευφροσύνη. Δεν θα σταματήσωμε την αγρυπνία μας· θα την κάνωμε σαν μία προσφορά της καρδιάς μας, σαν μία αγωνιστικότητα, σαν μία θυσία. Όπως η χήρα έβαλε στο γαζοφυλάκιο το μοναδικό δίλεπτο πού είχε, όπως οι Ιουδαίοι προσέφεραν τα πρωτότοκά τους ή τον εαυτό τους στον Θεόν, έτσι και εμείς θα προσ¬φέρωμε την νύκτα μας, το ωραιότερο μέρος της ζωής μας. Παράλληλα όμως, θα παρακαλάμε τον Θεόν να μας χαρίζη ευφροσύνη.

Μη νομίζετε πως είναι δύσκολο. Ο Θεός αμέσως απαντάει. Εάν, όταν παρακαλάς έναν άνθρωπο, αυτός συγκινήται και σε αγκαλιάζη, σε φιλά και σου φέρνη δώρα, πόσο μάλλον ο Θεός. Αλλά και εάν δεν μας απάντηση, εμείς θα συνεχίσωμε να ζητάμε την ευφροσύνη. Δεν θα ζητάμε να δούμε τον Χριστόν, να μας μιλήσουν οι άγγελοι, να νοιώσωμε το Άγιον Πνεύμα, να έλθη ο άγιος Νικόλαος να μας λύση το πρόβλημα· δεν θα πειράζωμε τον Θεόν, θα ζητάμε όμως την ευφροσύνη μας. Τα άλλα είθε να μας τα δώση, όποτε Εκείνος νομίζει ότι θα μας είναι χρήσιμα στην ζωή μας. Η ευφροσύνη έχει μεγαλύτερη αξία και από χίλιες θεοφάνειες, διότι είναι η ατμόσφαιρα της συναντήσεώς μας με τον ερχόμενον Χριστόν, είναι το έρεισμα, η κρηπίς, επάνω στην οποία θα προστεθή όλη μας η αγρυπνία. Αν δεν έχωμε ευφροσύνη, σπάνε τα νεύρα μας, δημιουργούνται καχεξίες, πόνοι, παραλυσίες, μουδιάζουν τα πόδια μας, ζουζουνίζουν τα αυτιά μας, πονάει η καρδιά μας.

Στην αγρυπνία μας χρειαζόμαστε και κάτι ακόμη, το φλέγον πυρ. Και αυτό δεν μπορούμε να το αποκτήσωμε μόνοι μας, μόνον ο Θεός μπορεί να μας το δώση. Ο Θεός είναι «ο ποιών τους λειτουργούς αυτού πυρ φλέγον». Το πυρ είναι η φωτιά που ανάβει μέσα μας, η όρεξις να αγρυπνούμε, η αναβίβασις του εαυτού μας, το πτέρωμά μας, το οποιο μας κάνει όχι μόνον να αντέχωμε στην αγρυπνία μας, αλλά και να μη θέλωμε να σταματήσωμε. Μπορεί να περάσουν δύο, τρεις, επτά, δεκαπέντε ώρες, και να νομίζωμε ότι δεν πέρασαν παρά μόνον πέντε λεπτά. Έρχεται η ώρα να τελειώσωμε, γιατί οι υποχρεώσεις μας καλούν, και πονάει η καρδιά μας να διακόψωμε την αγρυπνία μας.

Όταν όμως ο Θεός μας κάνη μια φωτιά την ώρα της αγρυπνίας μας, σιγά-σιγά γίνεται φωτιά και όλη η ζωή μας. Όπως τα δάκτυλα των αγίων γίνονταν σαν αναμμένες λαμπάδες και το φως τους ανέβαινε προς τα πάνω, έτσι μπορεί να γίνη και η δική μας ύπαρξις. Χωρίς φωτιά, ο δορυφόρος δεν ανεβαίνει στην σελήνη· πώς θα ανέβω εγώ στον ουρανό;

Ας παρακαλούμε λοιπόν τον Θεόν να κάνη πυρφόρα την προσευχή μας, τα ανεβάσματά μας, την αγρυπνία μας, τις κραυγές της καρδιάς μας, τις γονυκλισίες μας, τους κόπους μας, την χαμαικοιτία μας, τα πάντα. Όταν η ζωή μας δεν είναι κάτι τέτοιο, τότε κοιμόμαστε ύπνο βαθύτατο ακόμη και μέσα στην αγρυπνία μας. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, ας κοιμώμαστε αγρυπνούντες, παρά στο κρεββάτι μας. Προτιμότερο να κοιμάμαι όρθιος ενώπιον του Κυρίου και να βλέπη την αγωνία μου και τον αγώνα μου, παρά να πηγαίνω να κοιμηθώ.

Με την συντριβή της καρδίας, με τις μετάνοιες, με την καθαρότητα του νου διά της οποίας βλέπομε τον Θεόν, με την ευφροσύνη και το φλέγον πυρ, το οποίο είναι αναγκαίο για να μεθιστάμεθα στην άλλη ζωή, η αγρυπνία μας, η προσευχή μας, το κελλί μας, η ψυχή μας γίνεται εύφορος τόπος, όπου μπορεί κανείς να βρη τον Θεόν, να τον αγκαλιάση, και ο γεωργός, ο Θεός, μπορεί να γεωργή την ύπαρξί μας.

Ο προφήτης Ησαΐας μακαρίζει τους ανθρώπους οι οποίοι σπείρουν «επί παν ύδωρ», σε χωράφια ποτιστικά, «ου βους και όνος πατεί», όπου μπορούν να πατούν ελεύθερα ο βους και ο όνος και να τα καλλιεργούν. Το λέγει αυτό. διότι στην Παλαιστίνη υπήρχε πολλή ξηρασία. Επειδή συνήθως έπεφταν κατακλυσμιαίες βροχές, η ξηρασία συνεχιζόταν. Γι’ αυτό η Παλαιά Διαθήκη μιλάει συνεχώς για δίψα και βροχή, γι’ αυτό και οι Ιουδαίοι φαντάζονταν τον Θεόν μέσα στον κατακλυσμό.

Επίσης, με την βροχή το έδαφος γινόταν πολύ εύφορο, και η βλάστησις ήταν άφθονη. Τότε μπορούσαν να αφήνουν τα ζώα τους να βόσκουν ελεύθερα.

Και εμείς μπορούμε να κάνωμε την αγρυπνία μας, το κελλί μας, το μοναστήρι μας, την λειτουργία μας, όλη την ζωή μας, εύφορο χώμα. Χρειάζεται όμως να ζούμε όπως είπαμε προηγουμένως. Διαφορετικά, θα είμαστε ξηρή γη και δεν θα μπορούν να την καλλιεργούν ο όνος και ο βους, οπότε δεν θα έχωμε καρπούς. Μπορεί να κουραζώμαστε μια ολόκληρη ζωή και να μην κάνωμε τίποτε. Μπορεί όμως μία φορά να σπείρωμε και να θερίσωμε δυό και τρεις και είκοσι φορές. Γιατί να μην το προτιμήσωμε; Είναι τόσο εύκολο να το πετύχωμε, αρκεί να κατανοήσωμε τον μακαρισμό αυτό. Ο Θεός μάς έφερε στο μοναστήρι, για να μπορή να έρχεται και να σπέρνη στα σπλάγχνα μας και να βγάζη όλους αυτούς τους θησαυρούς· να βάζη τους αγγέλους και τους αγίους του να αντλούν από μέσα μας όλα τα δώρα και τα καρπώματα που μας έχει δώσει. Δεν μας έφερε για κάποιο πενιχρό αποτέλεσμα.

Προχωρώντας ο Προφήτης λέγει: Με δοξολογούν τα θηρία του δρυμού, τα αγρίμια του λόγγου, τα τέρατα της γης, διότι γέμισα όλη την έρημο με ύδατα και την άνυδρο γη με ποταμούς. Δηλαδή ο Θεός μπορεί να αλλοιώση το παν.

Και εμείς ζούμε την ερημιά μας, το άνυδρό μας, την φτώχεια μας, την απουσία του Θεού, αλλά ο Θεός μπορεί να μας γέμιση με ύδατα, ακόμη και με ποτάμια, και τότε η σχέσις μας με τον Γέροντα θα είναι αληθινή, μυστηριακή, μυστική.

Τί θα κάνωμε; Θα σταθούμε στην φτώχεια μας; Τα αγρίμια νοιώθουν το γέμισμα της ανύδρου γης με ποτάμια. Οι δικές μας ψυχές θα ζουν μέσα στην ανυδρότητά τους; Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία. Μπορούμε να πληρωθούμε από την δοξολόγησι του Θεού, τουλάχιστον από όμοια με αυτή των αγριμιών. Τότε μπορεί να γίνη λόγος περί πνευματικής ζωής. Τότε μπορεί να υπάρχη ελπίς για την επιβίωσι και της ψυχής και της οικογενείας. Τότε δεν θα μας νοιάζουν τα χρόνια της ζωής μας, αλλά ο καρπός τον οποίο θα μαζέψωμε. Ας ευχώμεθα μία τέτοια ζωή για τον εαυτό μας.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 458-472)
via