Λκ. η' 1-56
Οι γυναίκες που συνόδευαν τον Ιησού. | |
1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ καθεξῆς καὶ αὐτὸς διώδευε κατὰ πόλιν καὶ κώμην κηρύσσων καὶ εὐαγγελιζόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ οἱ δώδεκα σὺν αὐτῷ, 2 καὶ γυναῖκές τινες αἳ ἦσαν τεθεραπευμέναι ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν καὶ ἀσθενειῶν, Μαρία ἡ καλουμένη Μαγδαληνή, ἀφ᾿ ἧς δαιμόνια ἑπτὰ ἐξεληλύθει, 3 καὶ ᾿Ιωάννα γυνὴ Χουζᾶ ἐπιτρόπου ῾Ηρῴδου, καὶ Σουσάννα καὶ ἕτεραι πολλαί, αἵτινες διηκόνουν αὐτῷ ἀπὸ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς. | 1 Και τότε, συνέβηκε στη συνέχεια αυτός να περιοδεύει κατά πόλεις και χωριά, κηρύττοντας και ευαγγελιζόμενος τη βασιλεία του Θεού. Και ήταν οι δώδεκα μαζί του, 2 και μερικές γυναίκες που ήταν θεραπευμένες από πνεύματα κακά και από ασθένειες, η Μαρία, που καλείται Μαγδαληνή, από την οποία είχαν εξέλθει εφτά δαιμόνια, 3 και η Ιωάννα, η γυναίκα του Χουζά, του επιτρόπου του Ηρώδη, και η Σουσάνα και άλλες πολλές, οι οποίες τους διακονούσαν από τα υπάρχοντά τους. |
Η παραβολή του σπορέα | |
4 Συνιόντος δὲ ὄχλου πολλοῦ καὶ τῶν κατὰ πόλιν ἐπιπορευομένων πρὸς αὐτὸν εἶπε διὰ παραβολῆς· 5 ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· 6 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· 7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. 8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. | 4 Και όταν μαζεύτηκε πολύ πλήθος και πήγαιναν προς αυτόν από διάφορες πόλεις, τους είπε με παραβολή τα εξής: 5 «Εξήλθε ο σπορέας για να σπείρει το σπόρο του. Και ενώ αυτός έσπερνε, ένας σπόρος έπεσε δίπλα στην οδό και καταπατήθηκε, και τον κατάφαγαν τα πετεινά του ουρανού. 6 Και άλλος κατάπεσε πάνω στην πέτρα και, όταν φύτρωσε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε υγρασία. 7 Και άλλος έπεσε στο μέσο των αγκαθιών και, όταν τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί του, τον απόπνιξαν. 8 Και άλλος έπεσε στη γη την αγαθή και, όταν φύτρωσε, έκανε καρπό εκατονταπλάσιο». Λέγοντας αυτά, φώναζε: «Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει». |
Ο σκοπός των παραβολών | |
9 ᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη. 10 ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. | 9 Τον ρωτούσαν λοιπόν οι μαθητές του τι μπορεί να σημαίνει αυτή η παραβολή. 10 Εκείνος είπε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, αλλά στους λοιπούς λέγονται με παραβολές, για να μη βλέπουν βλέποντας και να μην καταλαβαίνουν ακούγοντας». |
Η εξήγηση της παραβολής του σπορέα | |
11 ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· 12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. 13 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. 14 τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. 15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ. | 11 «Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία της παραβολής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. 12 Οι σπόροι δίπλα στην οδό είναι εκείνοι που άκουσαν. Έπειτα έρχεται ο Διάβολος και αφαιρεί το λόγο από την καρδιά τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. 13 Εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, με χαρά δέχονται το λόγο, αλλά αυτοί δεν έχουν ρίζα, οι οποίοι πιστεύουν πρόσκαιρα και απομακρύνονται σε καιρό πειρασμού. 14 Εκείνο όμως που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι όσοι άκουσαν, αλλά επειδή πορεύονται κάτω από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, συμπνίγονται και δε φέρουν καρπό σε πλήρη ωριμότητα. 15 Εκείνο που έπεσε στην καλή γη είναι αυτοί οι οποίοι με καρδιά καλή και αγαθή, όταν ακούσουν το λόγο, τον κατέχουν και καρποφορούν με υπομονή». |
Το φως κάτω από το σκεύος | |
16 Οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει ἢ ὑποκάτω κλίνης τίθησιν, ἀλλ᾿ ἐπὶ λυχνίας ἐπιτίθησιν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι βλέπωσι τὸ φῶς. 17 οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ. 18 βλέπετε οὖν πῶς ἀκούετε· ὃς γὰρ ἐὰν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ, καὶ ὃς ἐὰν μὴ ἔχῃ, καὶ ὃ δοκεῖ ἔχειν ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. | 16 «Κανείς, λοιπόν, όταν ανάψει λύχνο, δεν τον καλύπτει με σκεύος ή τον θέτει κάτω από το κρεβάτι, αλλά τον θέτει πάνω στο λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως όσοι μπαίνουν μέσα. 17 Γιατί δεν υπάρχει κρυφό που δε θα γίνει φανερό ούτε απόκρυφο που να μη γνωριστεί και να μην έρθει στο φανερό. 18 Προσέχετε λοιπόν πώς ακούτε. Γιατί σ’ όποιον έχει θα του δοθεί. αλλά σ’ όποιον δεν έχει, και αυτό που νομίζει ότι έχει θα αφαιρεθεί από αυτόν». |
Η μητέρα και οι αδελφοί του Ιησού | |
19 Παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον. 20 καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων· ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες. 21 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν. | 19 Παρουσιάστηκαν τότε προς αυτόν η μητέρα του και οι αδελφοί του, αλλά δεν μπορούσαν να πάνε κοντά του εξαιτίας του πλήθους. 20 Του αναγγέλθηκε λοιπόν: «Η μητέρα σου και οι αδελφοί σου έχουν σταθεί έξω θέλοντας να σε δουν». 21 Εκείνος αποκρίθηκε και είπε προς αυτούς: «Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί: όσοι ακούν και εφαρμόζουν το λόγο του Θεού». |
Η κατάπαυση της τρικυμίας | |
22 Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν καὶ αὐτὸς ἐνέβη εἰς πλοῖον καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν τῆς λίμνης· καὶ ἀνήχθησαν. 23 πλεόντων δὲ αὐτῶν ἀφύπνωσε. καὶ κατέβη λαῖλαψ ἀνέμου εἰς τὴν λίμνην, καὶ συνεπληροῦντο καὶ ἐκινδύνευον. 24 προσελθόντες δὲ διήγειραν αὐτὸν λέγοντες· ἐπιστάτα ἐπιστάτα, ἀπολλύμεθα! ὁ δὲ ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ τῷ κλύδωνι τοῦ ὕδατος, καὶ ἐπαύσαντο, καὶ ἐγένετο γαλήνη. 25 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ποῦ ἐστιν ἡ πίστις ὑμῶν; φοβηθέντες δὲ ἐθαύμασαν λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει καὶ τῷ ὕδατι, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ; | 22 Συνέβηκε, λοιπόν, σε μια από τις ημέρες εκείνες, τότε αυτός να μπει σε πλοίο όπως και οι μαθητές του και είπε προς αυτούς: «Ας περάσουμε αντίπερα στη λίμνη». Και ανοίχτηκαν στο πέλαγος. 23 Ενώ λοιπόν αυτοί έπλεαν, αποκοιμήθηκε. Και κατέβηκε λαίλαπα ανέμου στη λίμνη και συνέχιζαν να γεμίζουν με νερά και κινδύνευαν. 24 Πλησίασαν τότε και τον ξύπνησαν λέγοντας: «Επιστάτη, επιστάτη, χανόμαστε». Εκείνος, αφού σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και την ταραχή του νερού. και έπαψαν και έγινε γαλήνη. 25 Τους είπε τότε: «Πού είναι η πίστη σας;» Φοβήθηκαν λοιπόν και θαύμασαν, λέγοντας ο ένας προς τον άλλο: «Ποιος άραγε είναι αυτός που και τους ανέμους διατάζει και το νερό, και αυτά τον υπακούνε;» |
Η θεραπεία του δαιμονισμένου Γερασηνού | |
26 Καὶ κατέπλευσεν εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. 27 ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. 28 ἰδὼν δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. 29 παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. 30 ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· 31 καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. 32 ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. 33 ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. 34 ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. 35 ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. 36 ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. 37 καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. 38 ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· 39 ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς. | 26 Και εισέπλευσαν στη χώρα των Γερασηνών, που είναι αντίπερα από τη Γαλιλαία. 27 Όταν λοιπόν αυτός εξήλθε στη ξηρά, τον συνάντησε κάποιος άντρας από την πόλη που είχε δαιμόνια. Και για αρκετό χρόνο δεν ντύθηκε ρούχο και δεν έμενε σε οικία αλλά στα μνήματα. 28 Όταν είδε λοιπόν τον Ιησού, έκραξε δυνατά και έπεσε μπροστά του και είπε με φωνή μεγάλη: «Τι σχέση έχουμε εγώ κι εσύ, Ιησού, Υιέ του Θεού του ύψιστου; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις» 29 – γιατί παράγγειλε στο πνεύμα το ακάθαρτο να εξέλθει από τον άνθρωπο. Γιατί από πολλά χρόνια το δαιμόνιο τον είχε αφαρπάξει, και τον έδεναν με αλυσίδες και τον φύλαγαν με ποδόδεσμα, και αυτός σπάζοντας τα δεσμά φερόταν από το δαιμόνιο στις ερήμους. 30 Τον επερώτησε τότε ο Ιησούς: «Τι όνομα έχεις;» Εκείνος είπε: «Λεγεώνα», γιατί πολλά δαιμόνια εισήλθαν σ’ αυτόν. 31 Και τον παρακαλούσαν να μην τα διατάζει να πάνε στην άβυσσο. 32 Ήταν τότε εκεί μια αγέλη αρκετών χοίρων που έβοσκε στο όρος. Και τον παρακάλεσαν να τα επιτρέψει να εισέλθουν σ’ εκείνους. και το επέτρεψε σ’ αυτά. 33 Αφού, λοιπόν, τα δαιμόνια εξήλθαν από τον άνθρωπο, εισήλθαν στους χοίρους, και όρμησε η αγέλη κάτω στο γκρεμό, στη λίμνη, και πνίγηκε. 34 Και όταν αυτοί που τους έβοσκαν είδαν το γεγονός, έφυγαν και το ανάγγειλαν στην πόλη και στους αγρούς. 35 Εξήλθαν, τότε, για να δουν το γεγονός, και ήρθαν προς τον Ιησού. Και βρήκαν τον άνθρωπο από τον οποίο εξήλθαν τα δαιμόνια να κάθεται ντυμένος και σώφρονας δίπλα στα πόδια του Ιησού, και φοβήθηκαν. 36 Εκείνοι που το είδαν ανάγγειλαν τότε σ’ αυτούς πώς σώθηκε ο δαιμονισμένος. 37 Και τότε τον παρακάλεσε όλο το πλήθος της περιοχής των Γερασηνών να φύγει από αυτούς, γιατί τους κατείχε μεγάλος φόβος. Και αυτός, αφού μπήκε σ’ ένα πλοίο, επέστρεψε. 38 Τον παρακαλούσε όμως ο άντρας από τον οποίο είχαν εξέλθει τα δαιμόνια να μένει μαζί του. Αλλά ο Ιησούς του είπε να φύγει, λέγοντας: 39 «Επέστρεφε στον οίκο σου και να διηγείσαι όσα σου έκανε ο Θεός». Και εκείνος έφυγε και πήγε σε όλη την πόλη, διακηρύττοντας όσα του έκανε ο Ιησούς. |
Η θυγατέρα του Ιάιρου και η γυναίκα με την αιμορραγία | |
40 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ ὑποστρέψαι τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπεδέξατο αὐτὸν ὁ ὄχλος· ἦσαν γὰρ πάντες προσδοκῶντες αὐτόν. 41 καὶ ἰδοὺ ἦλθεν ἀνὴρ ᾧ ὄνομα ᾿Ιάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ ᾿Ιησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, 42 ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. ᾿Εν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. 43 καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ρύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ᾿ οὐδενὸς θεραπευθῆναι, 44 προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. 45 καὶ εἶπεν ὁ ᾿Ιησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; 46 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ᾿ ἐμοῦ. 47 ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι᾿ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. 48 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. 49 ῎Ετι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. 50 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. 51 ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα 52 ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. 53 καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. 54 αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. 55 καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. 56 καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός. | 40 Ενώ λοιπόν επέστρεφε ο Ιησούς, τον υποδέχτηκε το πλήθος. γιατί όλοι τον προσδοκούσαν συνεχώς. 41 Και ιδού, ήρθε ένας άντρας που είχε το όνομα Ιάϊρος, και αυτός ήταν άρχοντας της συναγωγής. Και αφού έπεσε δίπλα στα πόδια του Ιησού, τον παρακαλούσε να εισέλθει στον οίκο του, 42 γιατί είχε μια θυγατέρα μονογενή, περίπου δώδεκα ετών, και αυτή πέθαινε. Ενώ λοιπόν αυτός πήγαινε, τα πλήθη τον συνέπνιγαν. 43 Και μια γυναίκα που είχε ροή αίματος από δώδεκα έτη, η οποία σε γιατρούς κατανάλωσε όλη την περιουσία της και δεν μπόρεσε από κανέναν να θεραπευτεί, 44 αφού πλησίασε από πίσω του, άγγιξε το κράσπεδο του ρούχου του και αμέσως σταμάτησε η ροή του αίματός της. 45 Και είπε ο Ιησούς: «Ποιος είναι αυτός που με άγγιξε;» Ενώ λοιπόν όλοι αρνούνταν, είπε ο Πέτρος: «Επιστάτη, τα πλήθη σε συμπιέζουν και σε συνθλίβουν». 46 Ο Ιησούς όμως είπε: «Με άγγιξε κάποιος, γιατί εγώ κατάλαβα ότι δύναμη έχει εξέλθει από εμένα». 47 Όταν είδε λοιπόν η γυναίκα ότι δε διέφυγε την προσοχή, τρέμοντας ήρθε και έπεσε μπροστά του και διηγήθηκε μπροστά σε όλο το λαό για ποια αιτία τον άγγιξε και πώς γιατρεύτηκε αμέσως. 48 Εκείνος της είπε: «Θυγατέρα μου, η πίστη σου σε έχει σώσει. πήγαινε με ειρήνη». 49 Ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, έρχεται κάποιος από την οικία του αρχισυνάγωγου λέγοντας: «Η θυγατέρα σου έχει πεθάνει. μην ενοχλείς πια το δάσκαλο». 50 Αλλά ο Ιησούς, όταν άκουσε, του αποκρίθηκε: «Μη φοβάσαι, μόνο πίστεψε, και θα σωθεί». 51 Όταν ήρθε λοιπόν στην οικία, δεν άφησε κανέναν να εισέλθει μαζί του παρά μόνο τον Πέτρο και τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο και τον πατέρα του παιδιού και την μητέρα του. 52 Και όλοι έκλαιγαν και τη θρηνούσαν. Αυτός είπε: «Μην κλαίτε, γιατί δεν πέθανε αλλά κοιμάται». 53 Και τον περιγελούσαν, γιατί ήξεραν ότι πέθανε. 54 Αυτός, όμως, αφού κράτησε το χέρι της, φώναξε λέγοντας: «Κορίτσι, σήκω». 55 Και επέστρεψε το πνεύμα της και σηκώθηκε αμέσως, και ο Ιησούς διέταξε να της δώσουν να φάει. 56 Και έμειναν εκστατικοί οι γονείς της. Εκείνος τους παράγγειλε να μην πουν σε κανέναν το γεγονός. |
ΚΕΦΑΛΑΙΑ