Μκ. ζ' 1-37

Η παράδοση των πατέρων
1 Καὶ συνάγονται πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καί τινες τῶν γραμματέων ἐλθόντες ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων·  2 καὶ ἰδόντες τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ κοιναῖς χερσί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἀνίπτοις, ἐσθίοντας ἄρτους, ἐμέμψαντο·  3 οἱ γὰρ Φαρισαῖοι καὶ πάντες οἱ ᾿Ιουδαῖοι, ἐὰν μὴ πυγμῇ νίψωνται τὰς χεῖρας, οὐκ ἐσθίουσι, κρατοῦντες τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων·  4 καὶ ἀπὸ ἀγορᾶς, ἐὰν μὴ βαπτίσωνται, οὐκ ἐσθίουσι· καὶ ἄλλα πολλά ἐστιν ἃ παρέλαβον κρατεῖν, βαπτισμοὺς ποτηρίων καὶ ξεστῶν καὶ χαλκίων καὶ κλινῶν·  5 ἔπειτα ἐπερωτῶσιν αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς· διατί οὐ περιπατοῦσιν οἱ μαθηταί σου κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων, ἀλλ᾿ ἀνίπτοις χερσὶν ἐσθίουσι τὸν ἄρτον;  6 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὅτι καλῶς προεφήτευσεν ῾Ησαΐας περὶ ὑμῶν τῶν ὑποκριτῶν, ὡς γέγραπται· οὗτος ὁ λαὸς τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ·  7 μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων.  8 ἀφέντες γὰρ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, βαπτισμοὺς ξεστῶν καὶ ποτηρίων, καὶ ἄλλα παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε.  9 καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· καλῶς ἀθετεῖτε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἵνα τὴν παράδοσιν ὑμῶν τηρήσητε.  10 Μωϋσῆς γὰρ εἶπε· τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου· καί· ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω·  11 ὑμεῖς δὲ λέγετε· ἐὰν εἴπῃ ἄνθρωπος τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, κορβᾶν, ὅ ἐστι δῶρον, ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς,  12 καὶ οὐκέτι ἀφίετε αὐτὸν οὐδὲν ποιῆσαι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἢ τῇ μητρὶ αὐτοῦ,  13 ἀκυροῦντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ τῇ παραδόσει ὑμῶν ᾗ παρεδώκατε. καὶ παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε.  14 Καὶ προσκαλεσάμενος πάντα τὸν ὄχλον ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀκούετέ μου πάντες καὶ συνίετε.  15 οὐδέν ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν ὃ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι, ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον. [  16 εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω].  17 Καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς οἶκον ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ τῆς παραβολῆς.  18 καὶ λέγει αὐτοῖς· οὕτω καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν εἰσπορευόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον οὐ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι;  19 ὅτι οὐκ εἰσπορεύεται αὐτοῦ εἰς τὴν καρδίαν, ἀλλὰ εἰς τὴν κοιλίαν, καὶ εἰς τὸν ἀφεδρῶνα ἐκπορεύεται, καθαρίζον πάντα τὰ βρώματα.  20 ἔλεγε δὲ ὅτι τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.  21 ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι,  22 κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη·  23 πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον.  1 Και συνάζονται κοντά του οι Φαρισαίοι και μερικοί από τους γραμματείς που ήρθαν από τα Ιεροσόλυμα.  2 Και όταν είδαν μερικούς από τους μαθητές του ότι με ακάθαρτα χέρια, τουτέστι άνιφτα, τρώνε τους άρτους  3 – γιατί οι Φαρισαίοι και όλοι οι Ιουδαίοι αν δε νίψουν τα χέρια με πυγμή, δεν τρώνε, κρατώντας την παράδοση των πρεσβυτέρων.  4 και γυρνώντας από την αγορά, αν δε λουστούν, δεν τρώνε. Και άλλα πολλά είναι που παράλαβαν να κρατούν, πλύσεις ποτηριών και σκευών και χάλκινων αντικειμένων και κρεβατιών –  5 τότε τον ρωτούν οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς: «Γιατί δεν περπατούν οι μαθητές σου κατά την παράδοση των πρεσβυτέρων, αλλά με ακάθαρτα χέρια τρώνε τον άρτο;»  6 Εκείνος τους είπε: «Καλά προφήτεψε ο Ησαΐας για σας τους υποκριτές, όπως είναι γραμμένο: Αυτός ο λαός με τα χείλη με τιμά, αλλά η καρδιά τους απέχει μακριά από εμένα.  7 Και μάταια με σέβονται, διδάσκοντας διδασκαλίες, που είναι εντολές ανθρώπων.  8 Αφήσατε την εντολή του Θεού και κρατάτε την παράδοση των ανθρώπων».  9 Και τους έλεγε: «Καλώς αθετείτε την εντολή του Θεού, για να στήσετε την παράδοσή σας.  10 Γιατί ο Μωυσής είπε: Τίμα τον πατέρα σου και τη μητέρα σου, και, Όποιος κακολογεί πατέρα ή μητέρα οπωσδήποτε να θανατώνεται.  11 Εσείς όμως λέτε: “Αν ένας άνθρωπος πει στον πατέρα του ή στη μητέρα του: ‘Κορβάν’ – που σημαίνει δώρο – ‘στο ναό δίνω ό,τι είχες από εμένα να ωφεληθείς’ ”,  12 δεν τον αφήνετε πια τίποτα να κάνει στον πατέρα του ή στη μητέρα του,  13 ακυρώνοντας το λόγο του Θεού για τη δική σας παράδοση που παραδώσατε. Και παρόμοια τέτοια πολλά κάνετε».  14 Και αφού προσκάλεσε πάλι το πλήθος, τους έλεγε: «Ακούστε με όλοι και καταλάβετε:  15 Τίποτα δεν υπάρχει έξω από τον άνθρωπο που μπαίνει σ’ αυτόν, το οποίο δύναται να τον κάνει ακάθαρτο. Αλλά εκείνα που βγαίνουν από τον άνθρωπο είναι που κάνουν ακάθαρτο τον άνθρωπο.  16 Αν κάποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.»  17 Και όταν εισήλθε σ’ έναν οίκο μακριά από το πλήθος, τον ρωτούσαν οι μαθητές του για την παραβολή.  18 Και τους λέει, δηλώνοντας καθαρά όλα τα φαγητά: «Έτσι κι εσείς είστε ασύνετοι; Δε νοείτε ότι καθετί που απέξω μπαίνει στον άνθρωπο δε δύναται να τον κάνει ακάθαρτο,  19 γιατί δεν μπαίνει στην καρδιά του αλλά στην κοιλιά, και βγαίνει στο αποχωρητήριο;»  20 Έλεγε μάλιστα: «Ό,τι βγαίνει από τον άνθρωπο, εκείνο κάνει ακάθαρτο τον άνθρωπο.  21 Γιατί μέσα από την καρδιά των ανθρώπων βγαίνουν οι διαλογισμοί οι κακοί, πορνείες, κλοπές, φόνοι,  22 μοιχείες, πλεονεξίες, κακίες, δόλος, ασέλγεια, οφθαλμός κακός, βλαστήμια, υπερηφάνεια, αφροσύνη.  23 Όλα αυτά τα κακά βγαίνουν από μέσα και κάνουν ακάθαρτο τον άνθρωπο». 
Η πίστη της Συροφοινίκισσας
24 Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀπῆλθεν εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν.  25 ἀκούσασα γὰρ γυνὴ περὶ αὐτοῦ, ἧς εἶχε τὸ θυγάτριον αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἐλθοῦσα προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ·  26 ἡ δὲ γυνὴ ἦν ῾Ελληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει· καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα τὸ δαιμόνιον ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυγατρὸς αὐτῆς.  27 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ἄφες πρῶτον χορτασθῆναι τὰ τέκνα· οὐ γάρ ἐστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ τοῖς κυναρίοις βαλεῖν.  28 ἡ δὲ ἀπεκρίθη καὶ λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε· καὶ τὰ κυνάρια ὑποκάτω τῆς τραπέζης ἐσθίουσιν ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν παιδίων.  29 καὶ εἶπεν αὐτῇ· διὰ τοῦτον τὸν λόγον ὕπαγε· ἐξελήλυθε τὸ δαιμόνιον ἐκ τῆς θυγατρός σου.  30 καὶ ἀπελθοῦσα εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς εὗρε τὸ παιδίον βεβλημένον ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ τὸ δαιμόνιον ἐξεληλυθός.  24 Και αφού σηκώθηκε από εκεί, πήγε στα όρια της Τύρου. Και όταν εισήλθε σε μια οικία, δεν ήθελε να γνωρίσει κανέναν, όμως δεν μπόρεσε να διαφύγει την προσοχή.  25 Αλλά ευθύς μόλις άκουσε μια γυναίκα γι’ αυτόν, της οποίας η μικρή θυγατέρα της είχε πνεύμα ακάθαρτο, ήρθε και έπεσε μπροστά στα πόδια του.  26 Και η γυναίκα ήταν Ελληνίδα, Συροφοινίκισσα στο γένος. Και τον παρακαλούσε να βγάλει το δαιμόνιο από τη θυγατέρα της.  27 Και εκείνος της έλεγε: «Άφησε πρώτα να χορτάσουν τα παιδιά, γιατί δεν είναι καλό να λάβει κανείς τον άρτο των παιδιών και να τον ρίξει στα σκυλάκια».  28 Εκείνη αποκρίθηκε και του λέει: «Κύριε, και τα σκυλάκια κάτω από το τραπέζι τρώνε από τα ψίχουλα των παιδιών».  29 Και τότε της είπε: «Γι’ αυτόν το λόγο που είπες, πήγαινε. το δαιμόνιο έχει εξέλθει από τη θυγατέρα σου».  30 Και εκείνη έφυγε για τον οίκο της και βρήκε το παιδί ξαπλωμένο στο κρεβάτι και το δαιμόνιο να έχει εξέλθει. 
Η θεραπεία του κωφάλαλου
31 Καὶ πάλιν ἐξελθὼν ἐκ τῶν ὁρίων Τύρου καὶ Σιδῶνος ἦλθε πρὸς τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας ἀνὰ μέσον τῶν ὁρίων Δεκαπόλεως.  32 καὶ φέρουσιν αὐτῷ κωφὸν μογιλάλον καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα ἐπιθῇ αὐτῷ τὴν χεῖρα.  33 καὶ ἀπολαβόμενος αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ὄχλου κατ᾿ ἰδίαν ἔβαλε τοὺς δακτύλους αὐτοῦ εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ, καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ,  34 καὶ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐστέναξε καὶ λέγει αὐτῷ· ἐφφαθά, ὅ ἐστι διανοίχθητι.  35 καὶ εὐθέως διηνοίχθησαν αὐτοῦ αἱ ἀκοαὶ καὶ ἐλύθη ὁ δεσμὸς τῆς γλώσσης αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει ὀρθῶς.  36 καὶ διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν· ὅσον δὲ αὐτὸς αὐτοῖς διεστέλλετο, μᾶλλον περισσότερον ἐκήρυσσον.  37 καὶ ὑπερπερισσῶς ἐξεπλήσσοντο λέγοντες· καλῶς πάντα πεποίηκε· καὶ τοὺς κωφοὺς ποιεῖ ἀκούειν καὶ τοὺς ἀλάλους λαλεῖν.  31 Και πάλι εξήλθε από τα όρια της Τύρου και ήρθε διαμέσου της Σιδώνας στη λίμνη της Γαλιλαίας, περνώντας μέσα από τα όρια της Δεκάπολης.  32 Και του φέρνουν έναν κουφό και που μόλις μιλούσε και τον παρακαλούν να επιθέσει σ’ αυτόν το χέρι.  33 Και τον πήρε κατά μέρος, μακριά από το πλήθος ιδιαιτέρως, έβαλε τα δάχτυλά του στα αυτιά του και, αφού έφτυσε, άγγιξε τη γλώσσα του.  34 Και αφού σήκωσε το βλέμμα στον ουρανό, στέναξε και του λέει: «Εφφαθα», που σημαίνει: “Ανοίξου εντελώς”.  35 Και αμέσως ανοίχτηκαν τα αυτιά του και λύθηκε το δέσιμο της γλώσσας του και μιλούσε ορθά.  36 Και τους παράγγειλε να μην το λένε σε κανέναν. Αλλά όσο τους το παράγγελλε, τόσο αυτοί το διακήρυτταν περισσότερο.  37 Και εκπλήττονταν υπερβολικά, λέγοντας: «Όλα καλά τα έχει κάνει. και τους κουφούς τους κάνει να ακούν και τους άλαλους να λαλούν». 

ΚΕΦΑΛΑΙΑ
1  2  3  4  5  6  7  8  9  10  11  12  13  14  15  16